ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!
Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 6ο)
58.
Συ χαμένη αποτραβιέσαι,
και με βία τους απωθείς.
Πώς τολμά αναρωτιέσαι,
πάνω σου να ορμά ο καθείς;
59.
Πώς βοήθεια να τους δώσεις,
στο χυλό έχεις καγεί.
Με τι μέσα να τους σώσεις;
Ο τυφλός, τυφλό οδηγεί;
60.
Ντροπιασμένοι δες ζαρώνουν,
στις πλησίον σου γωνιές.
Στείλ’ τους βλέμμα να τ’ απλώσουν,
βάλσαμο πα’ στις πληγές.
61.
Όλοι αυτοί οι εγκλωβισμένοι,
δέσμιοι χρόνια, δε μπορούν,
σκλάβοι – πολίτες κολασμένοι,
το στίγμα σου να ξαναβρούν.
62.
Η μια σκιά χρόνια εννέα,
σε κράτος απώλειας σιγεί.
Η άλλη μέσα στη φοβέρα,
στη σκέψη πτώσης ψευτοζεί.
63.
Γκρίζα φαντάσματα αγχωμένα,
μ’ όνειρα – φούσκες να πετούν.
Κάθε καρφίτσα κι από ένα,
όπου τα έβρουν τα τρυπούν.
64.
Κι όπως σωρεύονται στον πάτο,
σακιά βαριά ‘ναι οι ψυχές.
Εύκολο χρήμα και στο πιάτο,
όραμα σκάρτο, απεχθές.
65.
Μ’ αυτοί ακόμη δε το νιώθουν,
κι όλο σαλεύουν δουλικά.
Κάλιο στη φτήνια να ενδώσουν,
ιδέας δε δρομώνουν Γολγοθά.
66.
Φτήνια δίνουν, αέρα παίρνουν,
συνείδηση εργάτη πουθενά.
Κει στο τζάμπα που παλεύουν,
το τζάμπα μπούμερανγκ γυρνά.
Συνεχίζεται...
Στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως
(Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα, μιλάει για ένα μικρό ξωτικό…)
Γύρισε το κοντέρ του χρόνου πίσω και δες πού ακινητεί, πού κατασταλάζει βαρύ…
ΌΠΑ! Σεπτεμβριάτικα – Σαββατιάτικα – Μεσημεριάτικα, λιωμένη σ’ ένα παγκάκι στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως (πλατεία Όλγας, επί το βασιλικότερον). Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το δυνατό καλοκαιρινό φως, τους μαύρισε, τους λίγνεψε, τους αφάνισε. Ή πάλι μπορεί να τους ρούφηξαν οι λαμπερές βιτρίνες, ενός ακόμα Μεγάλου Καταναλωτικού Σαββάτου. Τους ρούφηξαν, τους ξέρασαν, τους ματαρούφηξαν άλλες βιτρίνες και κει, λέει, ξεχάστηκαν και δε ξαναβγήκαν. Κύριε Μαρξ, η θεωρεία σας εξελίσσεται από τους Πατρινούς και τον φοιτητικό τουρισμό: απ’ την θρησκεία στο… ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ – Το όπιο του λαού (Κάνω ότι λάχει για να ‘χω την πρέζα μου).
Αλλά το πώς εξαϋλώθηκαν οι συμπολίτες, δεν είναι το θέμα μου. Το θέμα είναι ένα μαυροτσούκαλο γυφτάκι, μια λιγνή, δωδεκαετής παιδίσκη με ξανθά βαμμένα μαλλιά και πλακουτσωτή μύτη, που τα κίμιασε με τον ήλιο και την αφήνει να φαίνεται. Κάθεται σ’ ένα άλλο παγκάκι, λίγα μέτρα πιο πέρα, καπνίζοντας αυθάδικα, χαζεύοντας τις κουβέντες μιας παρέας νεαρών τσιγγάνων, ενώ ένα μικρό κατσιβελάκι, πεταλουδίζει γύρω της.
Ένας μουγκός τσιγγάνος, που συνεννοείται με νοήματα και άφθογγες κραυγές έχει μαζέψει γύρω του όλα τα περιστέρια της πλατείας, πετώντας τους κομμάτια από κουλούρια. Μέσα απ’ το σωρό με τις τροφαντές πουλάδες, τσακώνει μια. Έπειτα βγάζει απ’ το μανίκι μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα και την τυλίγει γύρω απ’ το πόδι του περιστεριού. Ταυτόχρονα φέρνει το κεφάλι του πουλιού μπροστά στο στόμα του και βάζοντας μυστικόπαθα την παλάμη του στο πλάι, κάνει πως του ψιθυρίζει μια παραγγελιά. Κατόπιν, ανοίγει την παγίδα των χεριών του και ο «αγγελιοφόρος» φτερουγίζει άτσαλα, μια δεξά, μια ζερβά, ν’ απαλλάξει τα πόδια του απ’ το βάρος του μηνύματος. Τελικά η χαρτοπετσέτα ξετυλίγεται και η αποστολή προδίδεται.
Το ακροατήριο ξεσπά σε γέλια και γω δε μπορώ να συγκρατήσω ένα πλατύ χαμόγελο. Ο μάγκας, ο μουγκός, ενθουσιάζεται με την επιτυχία της παράστασης και θέλει να μας προσφέρει κι άλλο θέαμα, αλλά μάταια προσπαθεί να γραπώσει κι άλλο περιστέρι. Οπότε ανοίγει έκταση τα χέρια και αρχίζει να χορεύει. Σέρνει τα πόδια του μόρτικα, πηδάει, περιστρέφεται στον αέρα, σταματάει και δώσ’ του να μαδάει κουλούρια, για να ξαναμαζέψει τα αλαλιασμένα περιστέρια, που δεν εκτίμησαν όσο εγώ τις χορευτικές του φιγούρες.
Μετά κάνει την εμφάνιση του ένας γέρος “μπαλαμό” και κάτι τους λέει με βραχνή, κοφτή φωνή. Οι τσιγγάνοι συμφωνούν να τον ακολουθήσουν, αφού γίνονται οι απαιτούμενες διαπραγματεύσεις. Μένουν μονάχες τους η τσιγγανοπούλα και το μικρό κατσιβελάκι. Μετά από λίγο η μικρή βαριέται και με το τσιγάρο στο χέρι αρχίζει να κόβει βόλτες. Κάνει μια περατζάδα μπροστά απ’ το παγκάκι μου, πάει λίγα μέτρα πιο κει και μετά κοντοστέκεται κάνοντας μεταβολή προς το μέρος μου. Τώρα, να σου την που στέκεται μπροστά μου, έχοντας ήδη πετάξει το αποτσίγαρο, να με ρωτάει διστακτικά:
-«Γεια σου… Να κάτσω εδώ;»
-«Κάτσε. Δεν είναι δικό μου το παγκάκι.», της απαντώ.
-«Είσαι πολύ όμορφη!», στάζει το κοπλιμέντο.
-«Και συ το ίδιο…», της χαμογελώ και μιας και έχει όρεξη για κουβέντα λέω να συνδράμω στις προσπάθειες της: «Πώς σε λένε;»
-«Χαρίκλεια. Και σένα;»
Χμ! Ας πούμε…- «Άννα!»
-«Άννα; Ωραίο όνομα!».
Ναι πολύ ωραίο και όχι το δικό μου. Η μικρούλα θα θαρρεί ότι δίνει συνέντευξη για επίτιμος κόλακας…
-«Από δω είσαι;», της κάνω.
-«Όχι, από την Κέρκυρα. Αλλά ήρθα εδώ να μείνω με μια θεία μου, όταν πέθαναν οι γονείς μου…», κοντοστέκει τα λόγια της με ένα θλιμμένο αναστεναγμό, προσμένοντας , ποιος ξέρει (;), ένα σχόλιο συμπάθειας από μέρος μου ή κάποια άλλη χειρονομία ίσως. Αλλά δε λέω τίποτα, δε την παρηγορώ, ούτε αμφισβητώ τα λόγια της. Απλώς κουνάω το καταφατικά το κεφάλι σα να αποδέχομαι ένα γεγονός.
Η Χαρίκλεια, βλέποντας με ασυγκίνητη, συνεχίζει:
-«Αλλά στην Κέρκυρα έχουν μείνει τα αδέρφια μου.»
-«Σοβαρά; Πόσα αδέρφια έχεις;»
-«Έχω δέκα αδέρφια!»
-«Αμάν! Τόσα πολλά; Πόσα αγόρια και πόσα κορίτσια;»
-«Ε… έξι αγόρια και εφτά κορίτσια…»
Αυτό θα πει λογιστική μαγειρική… Να ‘χεις έξι κι εφτά και να τα βγάζεις δέκα. Ε, καθώς φαίνεται δε θέλει ιδιαίτερες γνώσεις.
-«Πόπο θα πρέπει να έχει πολύ φασαρία σπίτι, ε;»
-«Ουουου! Καλά εδώ να δεις τι γίνεται! Χαμός! Εσύ από πού είσαι;», αλλάζει θέμα.
-«Απ΄ τη Μυτιλήνη.»
-«Σοβαρά; Έχω πάει πολλές φορές στη Μυτιλήνη, είναι πολύ ωραία!»
-«Πού σ’ αρέσει περισσότερο;»
-«Ω! Περισσότερο μ’ αρέσει στην Κέρκυρα! Εκεί είναι κι ο φίλος μου!», στέκει λίγο αναπολώντας χαμογελαστή.
-«Δε σ’ αρέσει εδώ στην Πάτρα;»
-«Μπα όχι… Προτιμώ την εξοχή. Να την άλλη βδομάδα θα φύγω! Εσύ πότε θα φύγεις;»
-«Δεν ξέρω, όποτε μου ‘ρθει…».
Καλά τώρα… “Όποτε μου ‘ρθει” , κολοκύθια, το μόνο που “μου ‘ρχεται” είναι να κάνω μαγκιά και να πω πως μπορώ και γω να σηκώνομαι και να φεύγω όποτε και για όπου μου κάνει κέφι. Όποτε δεν πάει άλλο.
-«Όποτε σου έρθει η μούρλια, ε;», με κοιτάει θαυμαστικά η μικρή.
-«Ακριβώς!», γνέφω θριαμβευτικά, μα από μέσα μου, μου ρίχνω δυο φάσκελα.
Στο μεταξύ φαίνεται πως την επηρεάζω αρνητικά, γιατί της έρχεται κι αυτηνής να κοκορευτεί και να δείξει πόσο άνετη και μάγκισσα είναι. Οπότε βγάζει απ’ τη τσέπη της το πακέτο με τα τσιγάρα. Μέσα έχουν απομείνει δύο. Βγάζει και τα δυο και τα βάζει στο στόμα της.
-«Να δες τι θα κάνω τώρα! Θα τα καπνίσω και τα δυο μαζί!», λέει και φέρνει τον αναπτήρα μπρος.
-«Έτσι και τ’ ανάψεις, στο λέω, θα φύγω!», την “απειλώ”. Η θέα ενός μικρού παιδιού με δυο τσιγάρα στο στόμα μ’ αρρωσταίνει.
-«Γιατί; Εσύ δε καπνίζεις;»
-«Όχι! Θα φύγω!», μισοσηκώνομαι.
-«Καλά, καλά…», τα ξαναβάζει στο πακέτο.
-«Αν συνεχίσεις το κάπνισμα θα χαλάσεις τη φωνή σου…», της λέω το πιο απλοϊκό πράμα που μου ‘ρχεται στο νου και που πιστεύω πως θα την ενδιαφέρει.
-«Και τι να την κάνω τη φωνή;», έρχεται να μ’ αποστομώσει η απάντηση της. Ξαφνικά μου φαίνονται όλα τόσο ασήμαντα και γελοίο να ασχολείται κάποιος μαζί τους, που απλώς ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους, σα να λέω: «Μακάρι να ‘ξερα!».
Εκεί που καθόμαστε σιωπηλές, το πιτσιρίκι που έπαιζε όλη την ώρα παραδίπλα, έρχεται και σκαρφαλώνει στο παγκάκι ανάμεσα μας.
-«Αδερφή σου είναι;»
-«Όχι, ανιψιά μου. Τη λένε Ανθούλα!», λέει κανακεύοντας το μικρό.
-«Και πόσο χρονών είναι;», ρωτάω ξεχνώντας ότι η Χαρίκλεια δε ξέρει να μετράει.
-«Εμ! Δε θα ‘ναι… εννιά;»
-«Τι εννιά μου λες; Αυτό είναι και δεν είναι τρίο χρονών!»
-«Λες ε; Θα ‘θελες να ‘σουν μικρή; Εγώ θα ‘θελα!»,
Εδώ η επιστήμη της βιολογίας σηκώνει τα χέρια ψηλά. Μια δωδεκάχρονη να λέει σε κάποια που έχει τα διπλάσια της χρόνια, ότι θα ‘θελε να ήταν παιδί! Νευριάζω… Με μένα, με κείνη, με όλους.
-«Καλά είμαι και στα χρόνια που είμαι!», της λέω πεισμωμένα, «Όχι! Δε θα ‘θελα να είμαι παιδί.»
-«Εγώ θα ‘θελα!», επαναλαμβάνει, «Και τούτο δω σε λίγα χρόνια, θα λέει: Μακάρι να ‘μουν παιδί!».
-«Και γιατί θα ‘θελες να ‘σουν “παιδί”;»
-«Να ήταν πιο καλά! Ζούσαν και οι γονείς μου…».
Βλέποντας που δε μιλάω, πετάει βιαστικά:
-«Μου δίνεις πενήντα λεπτά;»
Καλά όλη την ώρα αυτό σκεφτόταν να πει ή μήπως εκεί που μιλούσαμε εντελώς φιλικά, της ήρθε φλασιά ότι απέναντι της έχει μια ξένη προνομιούχα λευκή που κάτι της οφείλει; Πως ο ρόλος της ήταν να ζητιανεύει και γω να την ελεώ;
-«Δεν έχω!». Απορρίπτω τον “ρόλο” μου. Μα αλίμονο, δε καταργώ έτσι τον “δικό” της.
Έχει παγώσει η ατμόσφαιρα ανάμεσα μας. Καθεμιά κοιτά μπροστά της τους διαβάτες, τα δέντρα, τα περιστέρια…
-«Να σου πιάσω ένα περιστέρι;»
-«Ε… Όχι δε χρειάζεται.»
-«Είναι δύσκολο! Ξεφεύγουν!», λέει χαμογελώντας.
Μετά πιάνει το τραγούδι. Τραγουδάει ένα τσιγγάνικο τραγούδι που μιλάει για τον έρωτα και τον πόνο. Όμως έτσι που σέρνει τη φωνή της θα μπορούσα κάλλιστα να το πάρω γι’ αμανέ.
Της λέω μαλακά: -«Άμα χαλάσεις τη φωνή σου, πώς θα μπορείς να τραγουδάς τόσο όμορφα;»
Εκείνη χαμογελά και συνεχίζει αμέριμνα.
-«Πώς λέγεται το ‘τραγούδι’ στα τσιγγάνικα;», τη ρωτάω σαν σωπαίνει.
-«$#^*%^&^$#», μου απαντά (αλλά επειδή η γλώσσα των ρομά δεν έχει γραφή, δεν μπορώ να την γράψω)
-«Για πες #@&@% #%@$&%%^ #$!@», μου λέει.
-« #@&@% #%@$&%%^ #$!@. Τι θα πει;»
-«Θα πει: Έχεις τη περπατησιά της μάνας σου.»
-«Για πες ^%$^#%@$!%$$%^^@%^»
-«Για ξαπέστο!»
-«^%$^#%@$!%$$%^^@%^»
-«^%$^#%@$!%$$%^^@%^. Τι θα πει αυτό;»
-«Πάει να πει: Πότε θα έρθεις να με δεις;»
-«Για πες: %^&$$^#&#$»
-«%^&$$^#&#$. Γιατί γελάς; Τι θα πει;»
-«Σ’ αγαπώ!»
Μετά από λίγο έρχεται μια τριανταπεντάχρονη (τόσο τουλάχιστον φαινόταν) τσιγγάνα κρατώντας ένα παιδί. Βλέποντας μας να μιλούμε, με χαιρετά αμήχανα και προσπερνώντας, ρωτά την Χαρίκλεια:
-«Πού πήγαν οι άλλοι;»
-«Ήρθε ένας ‘μπαλαμό’ και τους έδωσε 30 ευρώ να παν να μαζέψουν κάτι σίδερα.»
Χωρίς να μου πει τίποτα, η μικρή σηκώνεται και πάει να φάει το κολατσιό που έφερε η θεία της. Έπειτα κάπου χάνεται και γω έχω βαρεθεί, μα δε θέλω να φύγω χωρίς να τη χαιρετήσω.
Κάμποσα μέτρα πίσω μου, ακούω πόδια να πατούν σέρνοντας το χορτάρι. Είμαι σίγουρη πως είναι αυτή. Σηκώνομαι και κάνω κάμποσα βήματα χωρίς να στραφώ.
-«ΕΕΕ! ΓΕΙΑ ΣΟΥ!»
Στρέφομαι και χαμογελώ.
-«Γεια σου Χαρίκλεια!»
* * *
Ν’ απλώσεις το χέρι να ζητιανέψεις 50 λεπτά. Και όταν το κάνεις, πάντα θα σου μένει το μίσος γι’ αυτόν που σου τα ‘δωσε. Γι’ αυτόν που δείχτηκε τόσο μεγαλόψυχος, ώστε να σ’ αποτιμήσει τόσο λίγο.
- Κι αυτό γίνεται κατά κόρον... Δωσ’ μου και μένα μπάρμπα. Δωσ’ μου 50 λεπτά το εξάωρο, δωσ’ μου 50000 λεπτά και θα σου επιστρέψω 160 ώρες δουλειάς. Τι σου είναι τα μεγέθη! Εσύ μπαρμπούλη μου δίνεις τόσα πολλά και γω μόνο το χρόνο μου. Άντε να βγάλω και κάμποση δουλειά. Τα μπράτσα μου γυμνάζονται τραβώντας κουπί. Θα ‘πρεπε να σε πληρώνω κι από πάνω, γυμναστή μου.-
Δε θα ‘θελα να με μισήσει η μικρή. Με μισώ εγώ για κείνη, επειδή είμαι τόσο αδέξια μπροστά της και προνομιούχα (ε; 50000 λεπτά;).
Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να συναναστρέφονται οι κοινωνικές «κάστες».
Ποιος έχει όρεξη για τύψεις με όνομα: Χαρίκλεια. Ποιος έχει πεθυμιά για συλλογισμούς περισσότερο από αόριστους, έξω απ’ το ενυδρείο της τηλεόρασης;
Για ενασχόληση με προβλήματα διαβίωσης (- επιβίωσης) και μόρφωσης κάποιων, που δεν είναι πολύχρωμη ακτινοβολία, αλλά έχουν σάρκα και οστά.
Κι όμως λέω ότι θα ‘πρεπε να υπάρχουν ορεξάτοι… Οι φοιτητές. Έχουμε όλα τα συμπτώματα της όρεξης: Είμαστε νέοι, έχουμε χρόνο, έχουμε ψυχή που δεν έχει μαζέψει ακόμα πουρί, θέλουμε ένα Πανεπιστήμιο ανεξάρτητο από εταιρίες και ιδιωτικά συμφέροντα… Έχουμε όλα τα συμπτώματα, αλλά (όπως λέει κι ο Γούντι Άλεν) έχουμε και την ΑΡΡΩΣΤΙΑ;
Αν ναι, τότε γιατί έχουμε ένα αυτιστικό Πανεπιστήμιο, που ανακυκλώνει την επιστήμη δογματικά; Που δεν την υλοποιεί ούτε φιλοσοφικά, ούτε ερευνητικά, ούτε σε συνάρτηση με την κοινωνία; Και λέγοντας κοινωνία δεν εννοώ τις πολυεθνικές που κάποτε δίνουν τα λεφτά τους για έρευνα (αν και στο Μαθηματικό δε γνωρίζω κανένα τέτοιο παράδειγμα), αλλά το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας, το πιο αδύναμο, που δεν απασχολεί τη διαπλεκόμενη εξουσία και που έχει ανάγκη παιδευτικής, οργανωτικής και επιστημονικής στήριξης, ώστε να έχει την ευκαιρία (κανείς δε θα υποχρεωθεί με το ζόρι) να ενταχθεί ή να ανέβει κοινωνικά.
Αυτής της ευκαιρίας στερείται η Χαρίκλεια που θα ‘θελε να ήταν παιδί, που δε ξέρει να μετρά, με εξυπνάδα και ικανότητες χαντακωμένες. Η παιδεία θα ήταν η μόνη της ελπίδα για έξοδο από… πού(;) για να πέσει πού (;)… θα αναρωτιόταν κανείς.
Και απαντώ: Τουλάχιστον τότε θα είχε την αυτοπεποίθηση της κρίσης να διεκδικήσει! Και είναι αυτό ακριβώς που φοβούνται οι άθλιοι, καιροσκόποι «ποδηγέτες». Γι’ αυτό τη κρατούν χαντακωμένη, χωρίς τον αναπνευστήρα της παιδείας.
Και το Πανεπιστημιακό γκέτο Πατρών, εκεί! Να παραμένει γκέτο. Χρόνια.
Με το γκέτο των τσιγγάνων λίγα μέτρα πιο κει. Να παραμένει γκέτο. Χρόνια.
Και το αστικό λεωφορείο Νο6 «Πανεπιστήμιο – Νοσοκομείο», φορτωμένο φοιτητές, να διέρχεται περιοδικά τη νοητή (ανόητη) συνοριακή γραμμή, άγνοιας – «υψηλής εκπαίδευσης». Μα οι φοιτητές, πώς γίνεται (;), δε το νιώθουν!
Αν το ένιωθαν, θα είχαν ήδη θεμελιώσει πρότυπο σχολείο εκπαίδευσης τσιγγανόπουλων. Θα συνεργάζονταν κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, δάσκαλοι, θετικοί επιστήμονες και φιλόλογοι φοιτητές, προκειμένου να εφαρμόσουν τις γνώσεις τους στη πράξη. Αλληλεπιδρώντας με την πραγματική κοινωνία. Την άπορη, την απορριπτόμενη κοινωνία.
Η γνώση χρειάζεται όραμα για να απογειωθεί. Να ξεφύγει απ’ τα κοντόφθαλμα, τυπολατρικά, ιεροεξεταστικά έλη. Να ξελασπώσει… Ιδού το όραμα.
Αγαπητή Χαρίκλεια,
Δε σου δίνω 50 λεπτά, σου δίνω 500, απ’ τον έτσι κι αλλιώς, υποτιμημένο χρόνο μου. Και γράφω αυτό μήνυμα. Δε το βάζω στο μπουκάλι, το πετάω έτσι, χύμα στο κύμα της ψηφιακής θάλασσας. Είναι από καλό υλικό, μη φοβάσαι. Μένει κάποιος να το ανασύρει…
ΛΕΥΤΕΡΙΑ – ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ και σε σένα μικρή,
ΣΜΕΡΝΑ
Ευτυχισμένη η 17η Νοέμβρη
Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007
Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 6ο)
Ετικέτες
ΚΡΑΥΓΗ
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου