Οι Γιαπωνέζοι φίλε μου, σου είναι μια φάρα πολύ προχώ και πολύ προκό… Όταν θέλουν να κάνουν την απεργιούλα τους, λέει, κοτσάρουν καρτελάκι στο πέτο, που αναγράφει ότι ο εντός απεργεί, τι κι αν τα χέρια και το μυαλό δουλεύουν πυρετωδώς! Κι αυτό (σου ξαναλέει) το κάνουν για να προκαλέσουν στην παραγωγή overload και να τους παρακαλάνε μετά τους απεργούς, να μαϊνάρουν λιγάκι την υπερδραστηριότητα για να μη πάθει έμφραγμα το σύστημα!
Για δες ανοιχτομάτη μου, πώς την έχουν δει οι σχιστομάτηδες!
Άλλα μάτια θα μου πεις, άλλη οπτική!
Βεβαίως, βεβαίως! Εδώ, στην Πανεπιστημιακή μας Πολιτεία, ζητούμε, απεργούμε, καταλαμβάνουμε, κατεβάζουμε τα ρολά και αναμένουμε εις το ακουστικόν με δεμένα τα χέρια… Και όχι μόνο δένουμε τα δικά μας τα χέρια (και τα μυαλά επίσης), αλλά θέλουμε να τα ‘χουν κι όλοι οι άλλοι δετά.
Έτσι αποφασίστηκε (από ποιους δε ξέρω, πάντως όχι απ’ τους φοιτητές, πάντως όχι απ’ τη (ζητούμενη) πλειοψηφία), να γίνουν καταλήψεις δυο μέρες τη βδομάδα, δηλαδή Τετάρτη και Πέμπτη αυτής της βδομάδας, καθώς και αυτής που μας πέρασε (λες να είναι συνταγή γιατρού για το Πανεπιστήμιο που ανέβασε πυρετούλι;).
Μπήκε λοιπόν πάλι λουκετό στις σχολές, μεσοβδόμαδα και κατά το πρότυπο της περσινής, επιστημονικά «αξιόλογης», χρονιάς. Αλλά δεν είναι αρκετό το κλειδαμπάρωμα των κτιρίων οπού γίνονται τα μαθήματα, θα πρέπει και να ΜΗ γίνονται μαθήματα πουθενά επί των πανεπιστημιακών εδαφών. ΠΟΥ-ΘΕ-ΝΑ. Ούτε στα χωράφια, ούτε πάνω στα δεντράκια, ούτε στα ενάερα και ευήλια πεζουλάκια και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για τη κλιματιζόμενη θαλπωρή της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης!
Στην οποία Βιβλιοθήκη αποφάσισε ο Καθηγητής Διαφορικός να κάνει το μάθημα του χτες! Το συγκεκριμένο μάθημα είναι προγραμματισμένο για κάθε Τρίτη και Πέμπτη, αλλά μια η αργία της 25ης , μια η αργία της Αγίας Πολύξερης, μια η αργία της Αγίας Κατάληψης, έβλεπε ο καψερός να γίνεται η παράδοση (παραδοσιακά) μια φορά το διβδόμαδο (κι αυτό με τα κιάλια!)…
Αλλά λογάριαζε χωρίς τους καταληψίες του Μαθηματικού, που μυρίστηκαν τη «ζαβολιά» και κατέφτασαν ομαδικώς, να αποτρέψουν την παράνομη και καταληψιοσπαστική διεξαγωγή του μαθήματος.
* * *
Ομάδα φοιτητών: -«Κύριε Διαφορικέ δεν είναι καθόλου σωστό να κάνετε μάθημα ενώ η σχολή του Μαθηματικού βρίσκεται υπό κατάληψη!»
Καθηγητής Διαφορικός: -«Όχι παιδιά… Εσείς μπορείτε να κάνετε τη κατάληψη σας, αλλά στο χώρο του Μαθηματικού. Εδώ είναι βιβλιοθήκη και μπορούμε να κάνουμε μάθημα. Δεν μπορείτε να μας εμποδίσετε!»
Ο. Φ. : -«Δεν μπορείτε τη στιγμή που όλα τα μαθήματα στη σχολή δε γίνονται, εσείς να φέρνετε κρυφά φοιτητές στο χώρο του Πανεπιστημίου και να κάνετε μάθημα! Αυτό είναι άδικο για τους άλλους φοιτητές και δε μας αφήνετε να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα μας.»
Κ.Δ.: -« Παιδιά πρέπει να καταλάβετε ότι το μάθημα αυτό είναι μεταπτυχιακό και ότι εσείς μας αναγκάζεται να κουβαλιώμαστε εδώ πέρα για να γίνει. Όπως παλιά, επί τουρκοκρατίας, οι Έλληνες για να μάθουν γράμματα πήγαιναν στα κρυφά σχολειά, έτσι και γω τώρα αναγκάζομαι…»
Ο.Φ.: -«Σε άλλη περίπτωση αυτό που κάνετε για τη συμπλήρωση του μαθήματος θα ήταν αξιέπαινο αλλά τώρα δε μπορείτε να κάνετε το μάθημα στο χώρο του Πανεπιστημίου! Τι να σας πούμε πάτε σε καμιά καφετέρια!»
Κ.Δ. :-«Να πάτε εσείς στην καφετέρια! Εκεί είναι η θέση σας!»
Ο.Φ: -« Α! Σας παρακαλούμε! Δε μπορείτε να μας μιλάτε έτσι!»
Κ.Δ.: –« Κοιτάξτε παιδιά! Πηγαίνετε και αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας. Εγώ πάω και σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού και πουθενά η κατάσταση δεν είναι όπως αυτή του Ελληνικού Πανεπιστημίου, που κάθε τρεις και λίγο σταματάμε τη δουλειά μας!»
Ο.Φ.: –« Ναι… Εσείς μπορεί να πάτε στο εξωτερικό αλλά εδώ πρέπει να λειτουργείτε με βάση τα Ελληνικά δεδομένα και βάση τα όσα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία!»
Κ.Δ.: -«Κοιτάξτε… Αυτό το εξάμηνο έχουν έρθει να παρακολουθήσουν μαθήματα ξένοι φοιτητές. Αυτό το μάθημα που διδάσκω τώρα το παρακολουθούν ένας Ολλανδός και μια Τσέχα… Τι θα πουν όταν γυρίσουν στην πατρίδα τους; Ότι πήγαμε σε Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα και ποτέ δε κάναμε μάθημα, γιατί κάθε τρεις και λίγο βάζανε λουκέτο;»
Ο.Φ: -«Θα μπορούσατε να συμπληρώσετε το μάθημα μια άλλη μέρα, που η σχολή θα είναι ανοιχτή.»
Κ.Δ.:-« Μακάρι ν’ ανοίξει η σχολή, να επιστρέψετε στα μαθήματα σας, γιατί με το να τα χάνετε δε βγαίνει τίποτα. Να μπορώ και γω να κάνω άνετα τη δουλειά μου. Όσο για συμπληρώσεις θα χρειαστούν έτσι κι αλλιώς πολλές…»
Ο.Φ.:-«Θα μπορούσατε ν’ αναβάλετε το μάθημα για αύριο!»
Κ.Δ.:-«Όχι δεν πρόκειται ν’ αναβάλλω τίποτα, γιατί οι φοιτητές που κάλεσα ήρθαν και δε μπορώ να τους ταλαιπωρώ… Σας επαναλαμβάνω ότι εδώ είναι Βιβλιοθήκη και δε μπορείτε να κάνετε κατάληψη. Εγώ εδώ θα μπορούσα να έχω μια συζήτηση με τους φοιτητές μου, εσείς δε θα ‘πρεπε να έχετε κανένα πρόβλημα μ’ αυτό.»
Ο.Φ.: -«Σας είπαμε πού είναι το πρόβλημα…»
Κ.Δ.: - «Γεια σας παιδιά…»
* * *
Φοιτήτρια: - « Τόσα χρόνια στο Πανεπιστήμιο Πατρών, κοντεύω να πολιτογραφηθώ Πανεπιστημιανή… Και έχω φάει στη μάπα τόσες καταλήψεις όσα και τα εξάμηνα που εκτίω την αυτοεπιβεβλημένη ποινή μου.
Έχω χάσει πάμπολλες εξεταστικές μ’ αυτή την ιστορία της κατάληψης. Γιατί απ’ τη μια αποσυντονίζομαι, νιώθοντας ότι βρίσκομαι σε διακοπές διαρκείας και βουλιάζω ολοένα και περισσότερο στην τεμπέλικη αυταπάτη ότι οι εξετάσεις δε θα γίνουν ή ότι είναι ακόμα πολύ μακριά. Και απ’ την άλλη οι ίδιες οι εξετάσεις τυχαίνει πράγματι ν’ αναβάλλονται (για τον Σεπτέμβρη) ή να ματαιώνονται.
Νιώθω ότι το Πανεπιστήμιο όπως είναι (με καταλήψεις ή χωρίς) είναι μια αναμονή για τη διεξαγωγή ανούσιων εξετάσεων. Αν παραγίνουν καταλήψεις, δεν έχει να περάσεις κανένα μάθημα, οπότε σου μένουν αμανάτι και τα καμαρώνεις. Αν οι καταλήψεις είναι λίγες και σποραδικές (γιατί να μη γίνουν καθόλου δεν παίζει), τότε εξετάζεσαι στις τυπικές σημειώσεις, που αντιγράφεις απ’ τον πίνακα κατά τη διάρκεια των παραδόσεων του εξαμήνου.
Οπότε το Πανεπιστήμιο ουσιαστικά δεν υπάρχει, διότι δεν υφίσταται το πνεύμα και το πάθος που θα έπρεπε να αποπνέει ένα τέτοιο ίδρυμα.
Πνεύμα: επιστημονικό, ερευνητικό, φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό, που να συνδέεται, να αντιμετωπίζει και να δίνει χρώμα στα ζητούμενα της Πολιτείας της Πάτρας.
Πάθος: όχι μόνο για το τυπικό μέρος της επιστήμης που σπουδάζει ο καθείς, αλλά και για τους πολίτες που θα γίνουν οι τελικοί αποδέκτες των εφαρμογών της. Πάθος δηλαδή για μια ανθρωποκεντρικής φιλοσοφίας επιστήμη και όχι μιας κενής περιεχομένου τυπολατρίας.
Αυτοί που θα μπορούσαν να έχουν τις ιδέες και τη δύναμη να κινήσουν μια τέτοια «μηχανή», δίνοντας νόημα και σκοπό στα (ουσιαστικά πια) διαβάσματα τους, είναι μόνο οι φοιτητές…
Όμως πρέπει να είναι Εκεί και όχι να κατεβάζουν τα ρολά και να φεύγουν.
Όσο για την αντίσταση που οφείλουμε στις «μεταρρυθμιστικές» κυβερνήσεις…
Την απάντηση την έχουν δώσει προ πολλού οι σχιστομάτηδες.»
Υ.Γ.: Καλά… Πιστεύει κανείς με τα σωστά του ότι μια τόσο άκοπη «αντίσταση», όπως αυτή των καταλήψεων, μπορεί να αποφέρει καρπούς;
Παρασκευή, Μαρτίου 28, 2008
Και η Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Πατρών θέλει την κατάληψη της…
Τρίτη, Μαρτίου 25, 2008
Παλαιών (και Νέων) Πατρών Γερμανός
Πάρε ρε ούφο το μαρκούτσι απ’ τη μούρη μου.
Τι με ρωτάς, τι γιορτάζουμε 25η Μαρτιάτικα; Βάγγο με λένε, την ονομαστική μου έχω! Τι ζητάς να σου πω για συμβάντα πολυκαιρισμένα;
Εδώ δε θυμάμαι ποιος πόλεμος έπαιξε πέρσι στις ειδήσεις. Ποιοι τον ξεκίνησαν, ποιοι μπήκαν στην πορεία, ποιους πήρε η μπάλα, ποιοι έχασαν τη μπάλα… Και μου ζητάς να δώσω αναφορά σχολικές διηγήσεις;
Πατριώτης είμαι… δε λέω. Κάθε που παίζει η Παναχαϊκάρα – να μα το σταυρό που σου κάνω – στο γήπεδο είμαι και την στηρίζω! Αλλά… για μια στιγμή!
Το κινητό μου βαράει μηνύματα απ’ το πρωί! ( Κόψε συσκευή. Πρώτη! Απ’ τον «Γερμανό» τη ψώνισα!). Πολλοί γνωστοί ρε αδερφέ. Και όλοι κέρασμα ζητάνε: Ολονύχτιο «κάψιμο αλά Κούγκι» στα μπουζούκια!
Κάτσε ρε φίλε που βιάζεσαι να φύγεις! Να τώρα που είπα «Γερμανός»… Σα να ψιλοαρχίζω και θυμάμαι. Γερμανό δε τονε λέγανε τον τυπά που έστειλε το μήνυμα της επανάστασης κατά των τουρκόσπορων; ΧΑ ΧΑ! Να δεις, που αυτός ο «Γερμανός» που έχει σήμερα τα κινητά, θα είναι εγγονός του! Ξέρεις δα… θα κληρονόμησε τη πατέντα του παππού του να στέλνει μηνύματα και θησαυρίζει αυτός τη σήμερον! Αλλά έτσι είναι άμα έχεις παππού τζιμάνι. Τρως απ’ τα έτοιμα!
Η μόνη διαφορά είναι ‘το πώς’ έστειλε τότε, το επαναστάσιμο μήνυμα ο παππούλης; Χμμμ… Εδώ χρειάζεται λίγη έρευνα, λίγη φαντασία και…. (φρουουουου) να ρουφήξω λίγη απ’ τη τονωτική φραπεδιά μου. (Αααχ! Που θα μου πεις εσύ πόσο πατριώτης είμαι! Βρε ουστ! Άλλοι πίνουν καπουτσίνους…).
Λοιπόοον… Ναι, ναι, ναι… Μάλιστα! Το έψαξα λίγο το θεματάκι στη λαπτοπάρα μου (ε; Κόβεις; Απ’ το «Γερμανό» κι αυτή!) και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο πατήρ Γερμανός της Παλιάς Πάτρας, έστελνε μηνύματα με συννεφάκια από μπαρούτι (στεγνό), με το οποίο γέμιζε κάτι μονόκανα τουφεκάκια. Μετά συγχρόνιζε καμπόσους χειριστές μονόκανων τουφεκιών, αυτοί «παίζανε» το μήνυμα κι αλίμονο σ’ αυτούς που δε το λαβαίνανε… τους πήρε η χατζάρα του πασά και τους σήκωσε!
Δηλαδής, ήταν ένα πράμα «μαέστρος Ινδιάνος», ο παλιός – Γερμανός. Σ’ αυτό διαφέρει απ’ τον σημερινό, που είναι ένα πράμα «Αμερικάνος καπιταλίστας»!
ΑΑΑΑ! Και τ’ άλλο πού το πας; Τότε, ήταν πολλοί αυτοί που λάβανε το μήνυμα. Σήμερα… τι να λάβεις και τι να πετάξεις; Τα λαμβάνεις όλα και καμαρώνεις ότι είσαι καλά πληροφορημένος. Αμ δε! Γι’ αυτό στη φέρνουν πισώπλατα οι «πασάδες»!
Δευτέρα, Μαρτίου 24, 2008
Λυτρωτικές δολοφονίες
Και τ’ αφεντικό μου στη κρεπερί, που γκρίνιαζε ότι σέρνομαι και ότι δε γλυκομιλώ στους πελάτες, κρεπάρησα και του ‘χωσα ένα πιρούνι στο λαιμό.
6η πρωινή με 4η μεσημβρινή έστρωνα με το ‘να χέρι κρέπα και με τ’ άλλο ανακάτευα με ζήλο τον καφέ. Μέχρι που ξεχάστηκα και τον σερβίρισα χωρίς κυπελάκι.
10ωρο μπροστά απ’ τη τοστιέρα και πίσω απ’ τις τυρόπιτες. Αυτό ήταν το στίγμα μου στο χάρτη. 650 € το μήνα, δεν προλάβαιναν να δώσουν το στίγμα τους στη τσέπη μου. Γέμισα το λαιμό μου πιρούνια. Απ’ αυτά δανείστηκα για το στυγερό μου έγκλημα. Και μετά το ‘βαλα πίσω στη θέση του…
Και τον άντρα μου, που μου ‘λεγε κάθε βράδυ: «Μωρή κάτσε κάτω απ’ τη μπάρα!», τον σκότωσα! Γιατί πολύ καιρό είχα μείνει κάτω απ’ την αναθεματισμένη τη μπάρα και του την πέταξα κατακέφαλα. Και του ‘πα: «Κάτσε τώρα συ κάτω απ’ τη μπάρα μαλάκα!».
Και τα παιδιά μου που μυξόκλαιγαν και μου ζητούσαν γαριδάκια, απ’ αυτά με τη λοτταρία για Game-boy, τα έδεσα και τους έκοψα τη γλώσσα. Μα κείνα συνέχιζαν και έκλαιγαν βουβά και γω (αίμα μου είναι μαθές), τα λυπήθηκα. Μαντάρισα το λοιπόν τις γλώσσες πίσω στη θέση τους και άνοιξα τα κεφάλια τους γλαστριά, για να μπορούν να τις βουτάνε στο μυαλό κάθε φορά που θέλουνε να πούνε κάτι. Από τότε έκοψαν τα γαριδάκια κι όλο κάτι μήλα τα βλέπω να ροκανίζουν.
Όταν στανιάρουν και καταλάβουν πως δεν υπάρχει καλό και κακό, θ’ αρχίσουν τα πορτοκάλια. Κι όταν ο παραδείσιος κήπος των εσπερίδων γίνει η προσωπική τους κόλαση, θα του βάλουν φωτιά και θα φυτέψουν κάτι άλλο… καρπούζια ας πούμε. Ή κολοκύθες ή πατάτες και μ’ ένα DATSUN θα τα φυγαδεύουν για τις λαϊκές. Τώρα αν τα καρπούζια βγούνε μάπες, οι κολοκύθες “κολοκύθια” και οι πατάτες “πατάτες”, τι να γίνει (;), υπάρχουν και άλλα φρούτα να διαχειριστούν τα γυφτάκια μου.
Σάββατο, Μαρτίου 15, 2008
Άνθρωποι και Ποντίκια (στα σκουπίδια, στα σκουπίδια)
Πόντικας:
«Τα λουλούδια θέριεψαν στις μεγάλες ζαρντινιέρες του δήμου Πατρέων, ξεκαπακώνοντας τες. Είναι πολύχρωμα και μοσχομυρωδάτα και κάνουν κατοχή σε δρόμους και πεζοδρόμια, τριγύρα απ’ τις άπατες γλάστρες.
Πολλοί θα σπεύσουν να πουν πως δεν είναι πραγματικά λουλούδια αυτά τα πλαστικά αποβράσματα των κάδων. Αλλά Εγώ, ο κύριος Γκρίζος Πόντικας, ξέρω να ξεχωρίζω τα πραγματικά άνθη, από τα γνήσια, μεθυστικά αρώματα τους.
Είναι η νύχτα σιγαλή και η ευτυχία της ξαφνικής, θρασεμένης άνοιξης, με έχει συνεπάρει… απ’ τα μουστάκια. Απ’ τα οποία μουστάκια, στάζει πηχτό, μαύρο νέκταρ, των ανθέων που τρυγώ τόση ώρα, χωμένος στη ζαρντινιέρα. Ευχαρίστως λοιπόν πάω, εδώ δίπλα, στην πλατεία, να λουστώ στις λασπερές λιμνούλες που υδροδοτεί το σιντριβάνι.
Δε προλαβαίνω να κάνω τη μισή απόσταση κατά τα λουτρά. Κοντοστέκομαι με τρόμο στη ρίζα ενός δέντρου, καθώς ένας υγρός πίδακας με σημαδεύει κατακέφαλα και σχεδόν με πνίγει με την ορμή του. Αλλά ευτυχώς, μετά από μια κρίση βήχα και απελπισμένων ρουθουνισμάτων συνέρχομαι, σώος και φρεσκολουσμένος…»
Άνθρωποι:
«Καθόμαστε στο παγκάκι και παρακολουθούμε τον λαθραίο ξένο να κατουράει τη ρίζα ενός δέντρου. Η κύστη του βγάζει στη φόρα τα λαθραία αποθυμένα της. Κατουράει τον κόσμο όλο. Μετά, ο «ποτιστής» αντιλαμβάνεται τις θρασείς ματιές μας και έρχεται προς το μέρος μας. Στο μεθυσμένο χέρι του (που πριν από λίγο, κουμαντάριζε με ευθύβολη σταθερότητα το… ποτιστικό), κρατά ένα σχεδόν στραγγισμένο κουτάκι μπύρας.
- «Do you speak francais?»
- «No!», κουνάμε και οι δυο αρνητικά το κεφάλι.
- «Do you speak Espagniol? Francais… Espagniol… Speaking?».
Καλά κι αυτός ο χριστιανός, τι μας τσαμπουνάει για francais και espagniol στα αγγλικά; Τέτοια γαλλικά… yes ser! I’ m speaking!
Κουνάμε πάλι πέρα δώθε το κεφάλι χασκογελώντας. Όχι φίλε!
-«Je veux partir pour Italy! You know? Φύγει… πάει Italy! Mais police... ne lesse pas! POURQUOI?».
Αμάν! Για γραφείο πρόνοιας υπέρ αναξιοπαθούντων μεταναστών, μας πέρασε ο χριστιανός νυχτιάτικα και ήρθε να μας πει τον πόνο του!
-«Εγώ muslim!», γυρίζει και λέει αβέβαια στον Κώστα ο… (καλά δε θα τον ξαναπώ χριστιανό).
-«Ωραία! Good! Good! Nice, muslim!», ενθουσιαζόμαστε και μεις.
Αμέσως στο παραπονεμένο πρόσωπο του «Πουρκουά η αστυνομία δεν αφήνει πάει Italy», φεγγοβολά ένα ευτυχισμένο χαμόγελο, τύπου «βρήκε ο Φίλλιπος τον Ναθαναήλ».
-«ΩΩΩΩ!», αγκαλιάζει και φιλά στο μάγουλο τον Κώστα και μετά σκάει σε μένα ένα φιλί πάνω στα μαλλιά που σκεπάζουν το δεξί μου μάτι, να μη μείνω παραπονεμένη. Μετά γυρίζει και μου λέει:
-«You have a cigar? Ε? A cigarette? E?».
Του γνέφω ναι, με το κεφάλι και ψαχουλεύω το τσαντάκι μου απ’ όπου ανασύρω ένα μισοάδειο πακέτο Marlboro lights και του το δίνω.
Αυτός παίρνει ένα τσιγάρο και κάνει να μου επιστρέψει το πακέτο.
-«No, no! You can keep it!». Πάρτο το γαμημένο, δε μου χρειάζεται, χαλιέμαι!.
-«Oh! Thank you!». Χώνει το πακέτο στη τσέπη του και μετά κοιτά μια προς τα μένα, μια προς τον Κώστα. Α, ναι, ξέχασα! Φωτιά!
Βγάζω το αναπτηράκι (αυτό με τις πεταλουδίτσες πάνω) και αυτός με τα χέρια του, σταθεροποιεί (και καλά) το δικό μου (που μάλλον το έβλεπε διπλό). Κερνάω φλόγα. Πίνει καπνό. Ωραίαααα! Μη περιμένεις τώρα φίλε να σου χαρίσω και το αναπτηράκι. Οι πεταλουδίτσες που έχει απάνω είναι πολύ χαριτωμένες! Δε τις αποχωρίζομαι.
Ο Κώστας του χαρίζει τον δικό του.
-«Je suis Algerian!», λέει μετά από λίγο.
-«Αχα! Αλγερινός!»
Στρέφεται προς το ξέφωτο της πλατείας και δείχνοντας τους ξενύχτηδες, χλωμούς μετανάστες, λέει:
-«Algerians, Marocians, Tunisians… Nous partons… Italy! Mais police…». Λυγίζει μια το πόδι του προς τα πίσω και μετά αφήνει μια κλοτσιά, υποτίθεται στα πισινά, όλων αυτών των τριτοκοσμικών που τολμούν να θέλουν να περάσουν Italy.
-«POURQUOI?».
Άντε πάλι! Κοιτιόμαστε με τον Κώστα. Μας έχει ταράξει στις αναπάντητες! Στο μεταξύ, ο μάγκας ο Αλγερινός, συνοψίζει την Οδύσσεια του:
-«J’ ai passé Syria, Turkie, Greece... après Italy, France, Anglaiter! Mais police…». Κάνει πάλι την παντομίμα με τη κλοτσιά. «Oh! POURQUOI?».
-«Ε μα πια! Je ne sais pas, ρε φίλε!».
Όλη την ώρα που μιλά, κοιτά τον Κώστα. Που του επαναλαμβάνει ότι «τώρα βρήκε τους πλέον αρμόδιους να ρωτήσει…». Τώρα στρέφεται σε μένα, χαμογελώντας πλατιά.
-«Aaaa! “Tu ne sais pas?” Tu parles francais!!!».
Περίφημα! Λύθηκε το πρόβλημα!
Όλη αυτή την ώρα του (ο Αλλάχ και οι άγιοι Απόστολοι να τον κάνουν) διαλόγου, εμείς καθόμαστε χαλαρά και άνετα και χασκογελώντας, στο παγκάκι. Ενώ ο μεθυσμένος λάθρος άνθρωπος, χειρονομεί λιβανίζοντας το τσιγάρο και τραμπαλιζόμενος στα λιγνά του ποδάρια. Ψέλνοντας το «POYRQUOI» με χαμογελαστή απελπισία, καμουφλαρισμένο άγχος για το μέλλον…
Τώρα στύβει το τενεκεδάκι της μπύρας, που δε λέει να στάξει άλλο θαυματουργό κριθαρόζουμο. Με μια παραιτημένη κίνηση, το πετάει λίγο πιο πέρα, στην έτσι κι αλλιώς γεμάτη σκουπίδια πλατεία. (Πού να βρεις τέτοια εποχή κάδο. Κρύβονται όλοι κάτω από τόνους μυροβόλων σκουπιδιών). Στρέφεται στον Κώστα.
-«Α beer!», του λέει παρακλητικά.
Χα! Γεια σου Κώστα bartender!
-«Ε, να πάμε να πάρουμε μπύρες απ’ το περίπτερο;»
-«Άντε, πάμε.», λέω και σηκώνομαι.
Σούρνω το ποδήλατο. Από δίπλα οι δύο σύντροφοι… Ο λαθράνθρωπος όλο και κάτι τσαμπουνάει και μετά, πώς τρώει φλασιά (;) και αρχίζει να μας παρακαλεί να μην τον πάμε στην αστυνομία και ούτε να τηλεφωνήσουμε στην αστυνομία!
Σώπα άνθρωπε μου, σώπα. Για μπύρες πάμε…
Αφού εξασφαλίζουμε τη μπυρο – προμήθεια, πέφτουν οι τίτλοι τέλους της συνάντησης μας με τον Αλγερινό και μαζί ξαναπέφτουν αγκαλιές και φιλιά.
-«Italy! Nous venons passer a Italy!». Είναι η αποχαιρετιστήρια επωδός.
-«Bon voyage!Ρε φίλε!».
Bon voyage… καλό ταξίδι στα γλυκά σου παραμύθια, δίχως το ψέμα θα ‘ταν μαύρη η αλήθεια, (που λεν και οι Κατσιμιχαίοι). Bon voyage! Με εισιτήριο τρία τενεκέδια μπύρας, one way ticket to Anglaiter…»
Πόντικας:
«Επιστρέφω στη ζαρντινιέρα μου, όσο να πεις, το χλιαρό μπάνιο (που μοσχομύριζε μπύρα και… ναι, μα τον Αλλάχ – θα ‘παιρνα όρκο – Αλγερινή αμμωνία!) μου ξανάνοιξε την όρεξη για κυλίσματα μέσα στα ξεμασκαρεμένα «άνθη» αυτής της πόλης.»
Άνθρωπος:
-«Έι! Παιδάκια! Έχετε ώρα;»
Ο Κώστας κοιτά το κινητό του.
-«3 και 20 (π.μ.)», απαντά στον τύπο που είναι στρωμένος στις έρημες καρέκλες μιας καφετέριας της πλατείας.
-«Ούτε και σεις νυστάζετε, ε; Ελάτε να κάνουμε ένα τσιγάρο!», προτείνει ο άνθρωπος.
Πόντικας:
«Μ’ αρέσει! Μ’ αρέσει που η Πάτρα έχει τα κότσια να ανακαλύπτει πάλι απ’ την αρχή το πραγματικό άρωμα του κόσμου.»
Στο Tritonio (->inshame.blogspot.com)…
Με αγάπη, Σμέρνα
Πέμπτη, Μαρτίου 06, 2008
Ο Μαύρος - ο Αράπης - ο Πωλητής CD !
ΥΓΕΙΑΑΑΑΑΑ ΣΑΣ,
Η ταινία τιτλοφορείται: «Τι έκανες φέτος στις Απόκριες;». Γυρίστηκε τις απόκριες του 2006 στην Πάτρα... (παρακολουθείται με ένα μπουκάλι μαυροδάφνης Πατρών αντί μπιμπερού, απ' όλα τα καρναβαλικά μωρά)
Όλα ξεκίνησαν από μια κουβέντα που είχα με μια φίλη, που δουλειά ψάχνει και δουλειά δε βρίσκει (κι εγώ μια απ’ τα ίδια). Μακάριζε λοιπόν τους Μαύρους για το τζίρο που θα κάνουν πουλώντας CD.
-«Έτσι μου ‘ρχεται να αντιγράψω και γω CD και να γυρίζω στις καφετέριες!», μου κάνει.
-«Και γιατί δε το κάνουμε; Τώρα τις Απόκριες να ντυθούμε Μαύροι και να πουλάμε CD στο κόσμο.», τις ανταπαντάω εγώ και ενθουσιάζομαι με την ιδέα.
-«OK! Μέσα …». Εντάξει, δίνουμε τα χέρια και η συμφωνία έχει κλείσει.
Μετά άρχισα να σκέφτομαι το ‘τι και πώς’ ,οπότε κατέληξα στα εξής: Θα βάφαμε τις μούρες μας πίσσα μαύρες και μια φουντωτή αράπικη περούκα θα στεκόταν καμαρωτή στη κορφή της κεφαλής μας. Ωραία , διασφαλίστηκε η ανωνυμία μας.
Έπειτα θα φορούσαμε μαύρα μπλουζάκια που θα έγραφαν: «ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΜΑΥΡΟΙ. ΣΚΛΑΒΟΙ ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΚΟΝΤΙΝΗ ΑΜΕΡΙΚΗ.» Χα! Με το που σκέφτηκα το μήνυμα μου τη βιδώνει εντελώς και ο νους μου αρχίζει να τρέχει ακαπίστρωτος σε αναρχικά λιβάδια, παρέα με κάτι άλλα πράσινα αλόγατα.
Βόσκησα λοιπόν την ιδέα να σκιτσάρω τα εξώφυλλα των CD και μέσα να γράψω μια επιλογή τραγουδιών που το περιεχόμενο τους να είναι σχετικό με το μήνυμα του σκίτσου. Και τι άλλο θα ήταν η μουσική παρά ροκ και μέταλ …δηλαδή χαιρέτα μου τον πλάτανο μ’ όλα τα πλατανόφυλλα.
Αμ έπος αμ έργο…άρχισα να σκιτσάρω. Η φίλη μου εντωμεταξύ μου είχε πει ότι θ’ αγόραζε εκείνη τα CD που θα γράφαμε. Μια βδομάδα πριν το Καρναβάλι τη ρωτώ :
-«Τι γίνεται, αγόρασες τα cd; Πότε νομίζεις ότι θα τ’ αντιγράψω;( στον υπολογιστή μου θα γινόταν η δουλειά)».
Άρχισε να μου τα μασάει :- «Τι; Δηλαδή, σοβαρά θα το κάνουμε; Να μωρέ, ντρέπομαι, δε μπορώ και αν μας πιάσουν;». Πώώώώ!!! Με ζώσανε τα φίδια:- « Τι μωρέ. Κωλώνεις;»,της λέω. Εγώ είχα ήδη φτιάξει τα εξώφυλλα και δεν εννοούσα να κάνω πίσω. Πάω λοιπόν μια και δυο και αγοράζω τα cd. Τα φτιάχνω κατά πως φαντάστηκα και όλα ήταν έτοιμα για τη Μεγάλη Έξοδο , το Σάββατο της Αποκριάς.
Το οποίο Σάββατο ήμουν πολύ πεσμένη ψυχολογικά μια και θα έκανα το όλο εγχείρημα μόνη μου. «Γαμώτο , με παρέα θα περνούσα πολύ καλύτερα.» , σκεφτόμουν. Τι να κάνω όμως; Μια και μ’ έβαλα στο χορό, θα χόρευα.
Τελικά… μετά από μισό μπουκάλι Μαυροδάφνης Πατρών, τίποτα δεν είναι τόσο δύσκολο και σα να παίρνω τα πάνω μου. Όταν, δε, το μπουκάλι τελειώνει , όλα είναι πολύχρωμα και τρελά και αστεία και η ζωή είναι κάτι για το οποίο δεν πρέπει να πολυσκοτίζομαι. Παραπατάω με τρελή άνεση στο δρόμο. Στέκομαι μπροστά σε όσους με χαζεύουν και τεντώνω το κορμί μου για να μπορέσουν να διαβάσουν καλύτερα αυτό που γράφει το μπλουζάκι μου. Άλλοι κάνουν πως τρομάζουν μόλις με βλέπουν. Το ξέρω. Είμαι ένας εφιαλτικός Αράπης , εξόριστος κάπου στα Βαλκάνια. Αφού με διαβάσουν , τείνω το χέρι με τα CD κάτω απ’ τη μύτη των ασπρουλιάριδων και τους λέω με μπάσα φωνή: «DO YOU WANT A CD BROTHER?» ή « ΤΑΚΕ Α LOOK AT THE CDs, SISTER! LOOKING NO CHARGE!» Κάποιοι παίρνουν τα CD , τα χαζεύουν, γελάνε, συζητάνε μαζί μου σε σπαστά αγγλικά με ελληνική προφορά και γενικά γουστάρω πολύ. Καμώνομαι τον Βιοποριστή Αράπη και λέω σε έναν ξεκαρδιζόμενο τύπο που προσφέρεται να με κεράσει ένα σφινάκι ουίσκι : « I HAVE TO TAKE OUT MY BREAD, BROTHER. SO I DON’ T DRINK WHEN I’ M WORKING!». Φωνάζω δυνατά κραδαίνοντας το μπουκάλι με τη Μαυροδάφνη, προφανώς για να γίνω πιο πειστική. «ΧΑ ΧΑ! Ψώνιο είσαι Αδελφούλα!» λέει ο τυπάς.
Άλλοι πάλι μου λένε με επιτιμητικό ύφος πως : « Η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική!» . Χα! Περίεργο, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να πειρατεύω ακούω ουράνιες σάλπιγγες να συνθέτουν Ρεσάλτα! Άκου σκοτώνει τη μουσική!
Άλλος πάλι μου λέει επιθετικά: «FUCK YOU ΑΡΑΠΗ!». Οπότε και γω ουρλιάζω με πάθος και μαυροδαφνίσιο θάρρος:« FUCK YOU WHITE-MAN!».
Ξαναβγήκα την επομένη. Αλλά παρόλη τη πλάκα , δε κατάφερα να πουλήσω ούτε ένα CD. Όλοι ήθελαν Κοκκίνου ενώ γω διέθετα Διάφανα Κρίνα και ΟΖΖΥ. Κοκκίνου Αδέρφια δε διαθέτει το κατάστημα , κόκκινο αίμα , κοχλαστό, όμως, διαθέτουμε σε συσκευασία cd.Η όλη ιστορία μου κληροδότησε μια παρτίδα cd.
Χτες λέω σ΄ ένα φίλο : «Του χρόνου θα ντυθώ γύφτος και θα κουβαλάω ένα χαλί που θα το ξετυλίγω και θα γράφει: ‘ ΠΡΟΣΟΧΗ! Ιπτάμενο Χαλί . Σας πετάει έξω απ’ τη μίζερη πραγματικότητα!’». Τι πιθανότητες έχω να το πουλήσω;
Σας δαγκώνω (εντελώς φιλικά) ,
ΣΜΕΡΝΑ
Υ.Γ.: Επισυνάπτω τα σκίτσα των εξώφυλλων των cd (για του λόγου το αληθές...)