Ήτανε η πόλη μαύρη σκοτεινή
δε
μπορούσες να ‘βρεις κάποιον να σου πει…
Να
σου πει… το μέλλον τι εστί.
Ζούσαμε
τα μούτρα σε κάτι υπόγεια
που
μόνο η λέξη μούχλα ήτανε γι’ αυτά.
Ερχόταν
κάθε μήνα μια άσχημη κυρά
και άπλωνε το χέρι ζητώντας μας λεφτά.
Μα
‘μεις τα φτωχαδάκια της λέγαμε no no
μια
άλλη μέρα να ‘ρθεις που έχουμε καιρό.
Μα
ήρθε μια πρωία που εγώ τα μπέρδεψα
και
έβλεπα τον ήλιο να βγαίνει δυτικά.
Μου
λέγαν οι φιλάρες πως παραλογισμέ
πως
κάπου μέσα μου βαθειά… τα έχω πηδημέ.
Μου
κάνουν τις νταντάδες, μου φέρανε γιογιό
και
ένα θεογκόμενο να κάνει το γιατρό.
Ανάβουν
τα λαμπάκια μου, μου έρχεται νταμπλάς
και
έχω και τον Μήτσο να λέει πρακτικά...
«Φταίει
το σύστημα για ότι σου συμβαίνει.
Φταίει το σύστημα που ακόμα σε τρελαίνει.»
Τα
νεύρα μου τεντώσανε θα γίνω οθωμανός
και
θα εξισλαμίσω το κάθε χριστιανό.
Να
κάνω μια στάση τώρα για φραπέ
στο
κόσμο που ‘ναι μαγικός να μπω για λίγο, ναι;
Κι
άμα σου γουστάρει μπες τώρα και συ
μόνο
μη καθίσεις γιατί θα σιχαθείς .
Το
νόημα το έπιασα επιφανειακά
και
είναι αυτό που μου ‘δωσαν να φάω τ’ αφεντικά.
Η
κόκα κάνει τη ζωή, το σεξ την ευτυχία
καλωδιώσου
στο internet να δεις μια συνουσία.
Κι
αν δε με πιστεύετε ελάτε σ’ αυτή τη πόλη
που
ο ήλιος βγαίνει δυτικά κι η ανάσα σου παγώνει.
"Σμέρνα" τεύχος -514 Ν.Μ.Ε.Π