Μέσα σε χρόνια δανεικά/ απρόσμενα και ξένα/ μες τα ποτάμια τα θολά/ που ζω σα μαύρη σμέρνα... (Διάφανα Κρίνα) ...

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2017

Πίσσα και πούπουλα για σας


  Ξέρεις πώς είναι η θάλασσα η Σεπτεμβριάτικη φίλε μου. Δροσερή νοσταλγός του καλοκαιριού, που γλύφει τη σιγαλιά της ξαλαφρωμένης παραλίας. Και συ λέει, να ‘σαι άνθρωπος και να κολυμπάς και να τη χαίρεσαι. Μια βουτάς τη κεφάλα σου στο νερό, παρατηρώντας τα ψαρέλια να βόσκουν ανέμελα φύκια και κάτι άλλα αόρατα καλούδια χωμένα στον αμμουδερό βυθό. Μια βγάζεις τη μούρη σου έξω, ανοίγοντας  μια στοματάρα νααα, να πάρεις αέρα και ν’ αποθαυμάσεις τα αεροπλανικά κόλπα των χελιδονιών, που περνούν ξυστά την επιφάνεια, αλατίζοντας τα φτερά τους.  

 Αριβάρω που λες τ’ απόγευμα στην παραλία του Αγίου Ισιδώρου (στο Πλωμάρι ντε), για να κολυμπήσω, να κολυμπήηησω, μέχρι να ξεπλυθούν τ’ αυλάκια του μυαλού μου απ’ τ’ ανούσια. Εκεί που τραβώ προς τα πάνω το φερμουάρ της στολής μου, να μπαμπουλωθώ, να μη κρυώνουν τα κοκκαλάκια μου όση ώρα κι αν «κάτσω» στο νερό, περνάει ένας «σχολιαστής» από δίπλα και μου λέει:

«Τι θες και φοράς τη στολή; Ακόμα ζεστή ειν’ η θάλασσα.»

 Επειδή βαριέμαι να λέω τ’ αυτονόητα, του απαντώ: «Και που ξέρω γω αν η πετρελαιοκηλίδα απ’ τη Σαλαμίνα, δε ξεσύρει μέχρι εδώ και με κάνει χάλια;»

«Και με το κεφάλι σου τι θα κάνεις;», το παρατραβάει ο άλλος.

«Τι να κάνω; Άμα εντοπίσω τη μαυρίλα να ‘ρχεται, θα το βαστάω έξω.», λέω ο Καραμήτρος.  

  Κολυμπάω και σκέφτομαι πώς θα ‘ναι να ‘σαι ψάρι και να μη φοράς στολή και να μη μπορείς να βαστάξεις το κεφάλι σου έξω και κει που βόσκεις αμέριμνο, να μαυρίσει ο τόπος σου και να χαλάσει η σύνθεση του νερού που περνάει απ’ τα καημένα τα βράγχια σου. Και όταν η μαυρίλα αρχίσει και κατακάθεται, πώς θα ‘ναι να στρωθεί άσφαλτος πάνω στα λέπια σου, να μπουκώσει το στόμα σου και να οξειδώσει το αίμα σου;

  Ή φαντάσου να ‘σαι κάβουρας, αχινός, πεταλίδα, ή έστω ένα ταπεινό θαλάσσιο σαλιγκάρι και κει στα ρηχά, που στόλιζες βράχους, σηματοδοτούσες την καταλληλότητα του νερού και παραμόνευες  πατούσες, ένα κύμα σε σκεπάζει με μια μαύρη γλοιώδη κουβέρτα. Κι έτσι δε θα μπορέσεις ποτέ ξανά να τρέξεις στραβά, τα αγκάθια σου θα ακινητήσουν πηγμένα, θα μείνεις για πάντα κολλημένο στο ίδιο σημείο, αδυνατώντας να συρθείς την αργή μα ωστόσο υπαρκτή τροχιά σου.

 Κι αν είσαι χελιδόνι ή άλλο πετούμενο και κάνεις κανένα αστείο πως πασπατεύεις την επιφάνεια της μολυσμένης θάλασσας με τη φτερούγα σου ή βουτιέσαι ολόκληρο σ’ αυτήν, πώς θα ‘ναι όταν έντρομο ανακαλύψεις ότι το σύστημα ανύψωσης έχει κολλήσει; Ότι τα πούπουλα σου έχουν γεμίσει πίσσα;

  Κολυμπάω, άλλα αντί το κρυστάλλινο νερό της θάλασσας του Πλωμαριού να καθαρίζει το μυαλό μου, μια άλλη θάλασσα μίλια μακριά, το λούζει πετρέλαιο.

  Κι αν τα οικονομικά συμφέροντα, η απληστία και οι υποχθόνιες σκοπιμότητες εφοπ…ληστών και πολιτικών, είχαν «οπλίσει» ένα σαπιοκάραβο με μαζούτ και το έστελναν με δυο μισθοφόρους ναύτες, εναντίων των «γνωστών» μου ψαριών, αχινών, κοχυλιών και πτηνών, τι θα έκανα; Αν η «δικιά» μου θάλασσα, η αμμουδιά και ο βυθός είχαν μαυρίσει και νεκρωθεί εξαιτίας της ολιγωρίας των «κοιμισμένων», πώς θα αισθανόμουνα;

  Έχω φτάσει στην άκρη της παραλίας. Εκεί που η ακτή κάνει μια αγκαλιά. Ο  νοτιάς των δυο προηγούμενων ημερών έχει συγκεντρώσει κορδέλες από σκούρα φύκια στο βυθό. Τα φύκια σαλεύουν μια σκεπάζοντας και μια ξεσκεπάζοντας τα βράχια, δημιουργώντας ένα εφέ σα να κουνιέται ο βυθός. Τρομαγμένη απ’ τη τόση μαυρίλα κολυμπάω άτσαλα προς την ακρογιαλιά. Η καρδιά μου βροντοχτυπάει πάνω στην ψιλή άμμο.

  «Πίσσα και πούπουλα για σας…», ουρλιάζει με λύσσα το μυαλό μου.