Κάποτε ο Βέγγος προχωρούσε σ’ ένα δρόμο. Σκυφτός, με τα χέρια στις τσέπες, άνεργος και καταπεινασμένος. Οπότε πέφτει πάνω σ’ έναν εργάτη, με μια βούρτσα βουτηγμένη στη κόλλα, να στρώνει μια τεράστια αφίσα στο τοίχο. Η αφίσα μοστράρει ένα πιάτο λαχταριστή μακαρονάδα με σάλτσα ντομάτας και τυρί τριμμένο. Ο καημένος ο Θανάσης πια, μένει να αποθαυμάζει τα μακαρόνια ξεροκαταπίνοντας.
Πάνω στην ώρα να σου ένας περαστικός, βιαστικός βιαστικός. Εκεί που πάει να προσπεράσει τον Βέγγο, αυτός τον αρπάζει απ’ το μανίκι και του κάνει νόημα με το κεφάλι προς τη μεριά της αφίσας και κοιτάζοντας την έντονα, λέει: «Ε, φίλε; Ωραίο πράμα ε;». Ο άνθρωπος ρίχνει στο πλάι μια ξανόρεχτη ματιά και σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, έπειτα συνεχίζει το δρόμο του, καθώς ο πεινασμένος ανθρωπάκος μουρμουρίζει πάλι: « Α, κατάλαβα!». Βέβαια! Κατάλαβε πως ο άλλος «μύριζε» χορτασιές.
Δε θυμάμαι πώς, αλλά στη συνέχεια της ταινίας, ο Θανάσης βρέθηκε να περνάει από κάστινγκ για ένα τηλεοπτικό διαφημιστικό, που διαφήμιζε αυτήν ακριβώς τη μάρκα μακαρονιών. Αφού τον επέλεξαν, αρχίζουν να γυρίζουν το διαφημιστικό. Κλακέτα λοιπόν και πάμε: «Τρώτε μακαρόνια, τρώτε μακαρόνια, είναι μια απόλαυση υγιεινή! Τρώνε οι παππούδες, τρώνε και τα εγγόνια, είναι μια απόλαυση σωστή!», ‘πέφτει’ το τραγουδάκι, αλλά ο πεινασμένος Βέγγος έχει ‘πέσει’ πολύ πριν, πάνω στην αχνιστή γαβάθα που του σερβίρισαν και μπουκώνει τα μακαρόνια λες και από στιγμή σε στιγμή, το πιάτο θα εξαφανιστεί από μπρος του.
«ΚΑΑΑΑΤ!», φωνάζει ο σκηνοθέτης και του εξηγεί, προσπαθώντας να βρει τη ψυχραιμία του, ότι δεν πρέπει να ξεκινά το φαί, προτού του κάνει ο ίδιος νόημα.
«Εντάξει!», συμφωνεί ο Βέγγος και δίνει παραγγελιά στην κοπέλα που του αλλάζει το πιάτο, να τρίψει μπόλικο τυρί στα μακαρόνια.
Να μη τα πολυλογώ, μετά από αλλεπάλληλα δυσαρεστημένα «ΚΑΤ» του σκηνοθέτη, ο Βέγγος άρχισε να ξεσφίγγει το ζωνάρι του, να ξεκουμπώνει το γιακά (μη του φρακάρει το λαρύγγι και εμποδίζει τη κατάποση), να ρουφάει τη μια σόδα πίσω απ’ την άλλη, μπας και χωνέψει τις ποσότητες των μακαρονιών που έφαγε και του ξανάρθει όρεξη, ώστε να μπορέσουν να ολοκληρώσουν το διαολεμένο το διαφημιστικό.
Τελικά ο Θανάσης ξαναβρίσκεται στο δρόμο. Προχωράει, ρεύεται, μια καλοταϊσμένη υπνηλία τον πιάνει. Τότε τον αρπά απ’ το μανίκι ένας σταματημένος, εκστασιασμένος άνθρωπος και του εφιστά την προσοχή στην αφίσα του τοίχου. Πρόκειται για την αφίσα με τα μακαρόνια. Ο Θανάσης, σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και προσπερνά…
Όποτε βλέπω αφίσες στους τοίχους και τους ανθρώπους ή να στέκονται και να τις παρατηρούν με προσοχή ή (στην πλειονότητα τους) να τις προσπερνούν αδιάφορα, σιγοτραγουδάω από μέσα μου: «Τρώ-τε μα-κα-ρό-νιααα, τρώ-τε μα-κα-ρό-νιααα…»
και θυμάμαι τον μπουχτισμένο Βέγγο. Τότε ρε φίλε, δε στο λέω γι’ αστείο, αλλά ένας κρύος φόβος με ζώνει και τρέχω στο σουπερμάρκετ να καβατζώσω τίποτα σόδες, μπας και ξεμείνω…
Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2008
Τρώτε μακαρόνια!
Τρίτη, Ιανουαρίου 22, 2008
Τελετή Ορκωμοσίας
Σήμερα νιώθω καταδικασμένη. Καταδικασμένη να αποφοιτήσω…
Σε λίγο θα πάω να πάρω Όρκο:
Ορκίζομαι (το λοιπόν) ότι δε θα βολευτώ ποτέ, ότι δε θα θέσω τις μαθηματικές μου δυνάμεις στην υπηρεσία του αποχαυνωτικού και στείρου συστήματος, ότι δεν θα κάνω το χρήμα κυρίαρχη αξία μου, ότι πάντοτε φωτεινός οδηγός στις πράξεις μου (προς όφελος των συμπολιτών) θα είναι η φιλοσοφία και ο Πυθαγόρειος Αριθμός.
Υ.Γ. ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;;;;
Δυστυχώς αποφοιτήσαμεν…
Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2008
Μέρος 2ο: ΤΟ ΛΟΥΚΙ (μυθιστόρημα για μερικούς φοιτητές)
Ετοιματζίδικα ή Λα Γκραντ Μπουφέ
«Είναι μια εύκολη εποχή, δε λέω. Πατάς το κουμπί και βγαίνει ο στιλάτος κούκλος και σου λέει τις ειδήσεις. Και ύστερα χωρίς να κάνεις τίποτα, βγαίνουν κι άλλοι στιλάτοι και μοστράρουν τις απόψεις τους. Τις πετάνε χύμα στον τηλεοπτικό πάγκο της τηλεοπτικής λαϊκής και πας εσύ ο νοικοκύρης και τις αγοράζεις σχεδόν τσάμπα, με το κιλό. Μπορείς να τις καταπιείς σαν προσφάι μαζί με την πρωινή καφεδιά, το μεσημεριανό σαβούριασμα ή τη βραδινή πίτσα. Αδιάφορο. Στο κάτω κάτω είναι πολύ εύπεπτες.
Οι ‘απόψεις’ αυτές θα σου κάτσουν στο μυαλό σα χαλκομανίες. Λόγια και εικόνες που δεν πρόκειται να μεταβολιστούν ποτέ. Όπως μπήκαν οι ‘απόψεις’, έτσι και θα παραμείνουν, αδούλευτες, αδιάθετες στη κριτική σκέψη. Μέχρι που κάποια απ’ αυτές θα επικρατήσει επί των άλλων, μόνο και μόνο επειδή φωσφορίζει περισσότερο, μόνο και μόνο επειδή ειπώθηκε περισσότερες φορές, με μεγαλύτερη ένταση και επιμονή απ’ τις άλλες. Ίσως μάλιστα να συνοδεύτηκε από περισσότερες και πιο εντυπωσιακές εικόνες ή από πιο συγκινητικό σάουντρακ. Η επικρατούσα άποψη – η πιο θορυβώδης, η πιο εντυπωσιακή, η πιο συγκινητική – είναι αυτή που τελικά θα ενστερνιστείς και που θα πιστεύεις πως έπαιξες σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της, αλλά που εντέλει θα είναι αυτή ο ύπουλος διαμορφωτής της περαιτέρω στάσης σου.
Και έχεις δίκιο να μη μπορείς να επεξεργαστείς όλες αυτές τις πληροφορίες που φωτογραφικά επικάθονται στη μνήμη σου και τη γεμίζουν. Το πρωί είσαι πολύ βιαστικός για να σκεφτείς. Το μεσημέρι είσαι πολύ αγχωμένος για να αναλύσεις. Το βράδυ είσαι πολύ σκοτισμένος για να κριτικάρεις. Και γενικά έχεις βαρεθεί πολύ όλη αυτή τη βαβούρα των ‘απόψεων’ ώστε να παράγεις ακόμα μια. Τη δική σου, προσωπική άποψη. Δε βαριέσαι βρε αδερφέ, λες, μια άποψη πάνω, μια κάτω, δε χάλασε κι ο κόσμος. Μόνο που… έτσι χαλάει ο κόσμος.
Η έλλειψη πρωτότυπων σκέψεων, συνίσταται από τρία γεγονότα: Τον βομβαρδισμό πληροφοριών και εικόνων, την έλλειψη χρόνου και (γιατί να το κρύψουμε άλλωστε) την ροπή στην ευκολία. Έτσι καταφεύγει κανείς στη μανιέρα του ετοιμοπαράδοτου.
Ποτέ άλλοτε το ετοιματζίδικο, δεν είχε τόσο μεγάλη πέραση. Από την πληροφόρηση μέχρι την διατροφή. Από την παιδεία μέχρι το σεξ. Από τις πολιτικές κατευθύνσεις μέχρι τα καταναλωτικά δάνεια. Από τη καλλιτεχνική βιομηχανία μέχρι την βιομηχανία του καλλίμορφου. Όλα έτοιμα σερβιρισμένα και αρκούντως μεταλλαγμένα. Εύλογα θα διερωτόταν κάποιος: «Καλά, αφού όλα είναι έτοιμα και στο χέρι, για πιο λόγο υπάρχει τόση έλλειψη χρόνου; Πού τρέχουν όλη μέρα οι άνθρωποι;».
Η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο μπουφές με τα ‘ετοιματζίδικα’ οργανώνεται από τις διάφορες κατηγορίες όλων αυτών που τρέχουν και δε φτάνουν.
Άλλοι λοιπόν, μεριμνούν για τη ‘σούπα’ της πληροφόρησης, στουμπώνοντας με δαύτη τα μυαλά των υπολοίπων, ώστε να μη νιώθουν την πνευματική ένδεια, που προκαλεί η έλλειψη της πραγματικής σκέψης και της ουσιαστικής γνώσης που αυτή συνεπάγεται. Επειδή μάλιστα αυτοί που «κόπτονται» για την έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση και το σχολιασμό αυτής (δηλαδή για τη δημιουργία άποψης), είναι σχεδόν στο σύνολο τους τσιράκια του συστήματος και κατά συνέπεια δε διαθέτουν ιδιαίτερα λαμπρό πνεύμα ή κρίση, η ‘σούπα’ είναι ιδιαίτερα βλαβερή.
Άλλη κατηγορία μεριμνά για την σωματική διατροφή. Δηλαδή για την επιούσια πίτσα, τα κατεψυγμένα (πλαστικά) σουζούκια, το ντελιβεράτο ‘σπιτικό’ μουσακά, το κατεψυγμένο ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι, τις προτηγανισμένες πατάτες… Όλα αυτά, οι υπόλοιποι σκληρά εργαζόμενοι, των άλλων κατηγοριών, μπορούν να τα βοσκήσουν στο φαστφουντάδικο της γειτονιάς τους, σε ένα μπρέικ απ’ τη δουλειά ή να τα ψωνίσουν απ’ το σούπερ μάρκετ της συνοικίας τους, καθώς γυρνάνε ψόφιοι απ’ τη κούραση το βράδυ. Κάτι να μπουκωθούν στα γρήγορα και να την αράξουν μπροστά στη τηλεόραση. Επειδή τα αγνά προϊόντα σπανίζουν (αφού η εγχώρια παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ατροφεί) και ως εκ τούτου είναι ακριβά, αυτοί που ‘μεριμνούν’ για τη συλλογική διατροφή, χρησιμοποιούν πρώτες ύλες χειρίστης ποιότητας ή προϊόντα εισαγωγής, αμφιβόλου ποιότητας, που εκτός των άλλων, βλάπτουν την ντόπια παραγωγή που οδηγείτε σε μαρασμό.
Στην επόμενη κατηγορία ανήκουν αυτοί που μεριμνούν για τα ‘εδέσματα’ που τροφοδοτούν τη νόηση παιδιών, εφήβων, νεαρών. Και είναι να θαυμάζει κανείς την ένα προς ένα αντιστοιχία που παρουσιάζουν τα προσφερόμενα ‘εδέσματα’ τους, με τα φαγιά που προσφέρει η προηγούμενη κατηγορία. Δηλαδή η επιούσια θρησκεία, η κατεψυγμένη ιστορία, η ντελιβεράτη μαθηματική σκέψη, η κατεψυγμένη ψιλοκομμένη δομή της έκφρασης – έκθεσης, οι προτηγανισμένες θεωρίες, μπορούν άνετα να αντιπαρατεθούν με τις καταναλούμενες πίτσες, σουζούκια και μουσακάδες. Οι δάσκαλοι – σεφ δίνουν στους μαθητές τους κατεψυγμένες και προμαγειρεμένες γνώσεις που δε τρέφουν το πνεύμα, παρά μόνο το μπουκώνουν με θερμίδες ώστε να αισθάνεται κορεσμό και αποστροφή για οποιαδήποτε άλλη, πραγματικά υγιεινή γνώση. Ουσιαστικά, οι διδάσκαλοι, δεν απευθύνονται στη νόηση των μαθητάδων, αλλά στη μνήμη τους τη φωτογραφική. Οι ετοιματζίδικες γνώσεις που προσφέρονται, δεν έχουν την ιδιότητα να ενεργοποιούν τα κανάλια της σκέψης, να εγείρουν αμφιβολίες, να προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις ιδεών. Με λίγα λόγια, τα ετοιματζίδικα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε δεδομένα, λόγω της δογματικής και μονολιθικής τους μορφής. Αντίθετα, η αληθινή γνώση, μπορεί μπαίνοντας στο μυαλό να ενεργοποιήσει τη σκέψη και αυτή η ίδια να αλλάξει μορφή, ανάλογα με την προσωπικότητα και τα βιώματα αυτού που την επεξεργάζεται. Η ζωντανή γνώση είναι αυτή που μετέχει σ’ ένα πανηγύρι διαρκών μεταμορφώσεων, τροποποιήσεων, στροφών και αλλαγών πλεύσης, μέχρι που τίποτα πια δε θυμίζει την αρχική μορφή με την οποία απεικονίστηκε στον φλοιό του εγκεφάλου. Στην τελική φάση (αν υποτεθεί ότι υπάρχει τελική), έχει ολοκληρωτικά μεταβολιστεί σε ιδέα, έχει μετατραπεί σε δεδομένο, πραγματικό κτήμα και ταυτόχρονα δημιούργημα του μαθητή.
Όσο για αυτούς που εναποθέτουν στον κοινωνικό μπουφέ σεξουαλικά ‘εδέσματα’, δεν έχουν κανένα λόγο να ακολουθήσουν άλλη τακτική από την πεπατημένη. Η υποτιθέμενη έλλειψη χρόνου, λειτουργεί ως πειστικότατο άλλοθι για να σερβιριστεί ο καθένας με τα άνευρα, άκεφα και ζωώδη εδέσματα της βιομηχανίας του σεξ. Η πορνογραφία παρουσιάζει τα μεζεδάκια της, παρμένα με κρυφές ή φανερές κάμερες, προβαλλόμενα σε μικρές και μεγάλες οθόνες. Τα διοχετεύει στο ιντερνετ, τα κυκλοφορεί στα κινητά, τα κοτσάρει ως ένθετα ντι – βι – ντι στις κυριακάτικες εφημερίδες, για να ‘χει ο λαός να βαράει μαλακία με ετοιματζίδικες φαντασιώσεις, στα ρεπό του. Έτοιμο σεξ στο πιάτο (για πιο λάιβ μαλακία), σερβίρουν οι ντίλερς κορμιών που ηθελημένα ή αθέλητα προσφέρονται προς ενοικίαση. Γιατί βέβαια στο βωμό της έλλειψης χρόνου, της σωματικής και ψυχολογικής κούρασης (πνευματική κούραση δεν υπάρχει, μόνο πνευματικό πανηγύρι), άνετα θυσιάζονται οι διανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες είναι οι μόνες που μπορούν να οδηγήσουν σε απογειωτική σεξουαλική συμπεριφορά. Έτσι όλη η κοινωνία στενάζει και ρολάρει υποκρινόμενη τους οργασμούς της, πάνω στα χνάρια που της χάραξαν οι σεφ του είδους. Και ο διαχωρισμός καλά κρατεί, χρήστες – σεξουαλικά αντικείμενα (έμψυχα ή άψυχα), περιπαθώς μπλεγμένα σ’ ένα αρρω…στημένο παιχνίδι.
Και οι πολιτικοί μάγειροι; Στέκουν με τις κουτάλες τους και περιχύνουν με μπλε, πράσινες, κόκκινες σάλτσες πάρλας τα πιάτα που σηκώνουν οι πολίτες απ’ το μπουφέ. Φενακισμένες ιδεολογίες και προγράμματα που ουδέποτε τηρούνται, βάφονται στα χρώματα του εκάστοτε κόμματος και εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κλίκας που τρώει απ’ τη κάθε σάλτσα. Οποιοδήποτε κι αν είναι το κόμμα, αν δεν είσαι απόλυτα μαζί τους, είσαι εναντίον τους. Η διαφοροποίηση, η ένσταση, η στηλίτευση, η καταγγελία σκανδαλωδών συμπεριφορών, ισοδυναμεί με κομματική αυτοκτονία. Το κόμμα δε θέλει σκεπτόμενους ιδεολόγους, ικανούς να εκφέρουν άποψη. Το κόμμα θέλει φανατισμένους οπαδούς με σημαίες και καραμούζες, τσιράκια σε κάθε διακηρυγμένο «αγώνα» υπέρ των συμφερόντων του και κυρίως ορδές ψηφοφόρων που κραδαίνουν κομματικές ταυτότητες και κάνουν γιούργια στις κάλπες με διάφανα φάκελα. Οι κομματικές σάλτσες περιέχουν πολλά
Ε – συντηρητικά (που συντηρούν τα κόμματα στο κοινοβούλιο): Ε – φλυαρίας,
Ε – υποσχεσεολογίας, Ε – ψευτιάς, Ε – λάσπης, Ε – τρομοκρατίας, Ε – κλεψιάς,
Ε – λαμογιάς και αμέτρητα άλλα, σε ποσότητες που προκαλούν καρκινογενέσεις απάθειας. Εντούτοις όλοι σερβίρονται και όλοι κονομάνε τον κακοήθη τους.
Άλλη κατηγορία δουλευτάδων μεριμνά για τις χαρτοπετσέτες και τα σεμεδάκια του μπουφέ. Φτιαγμένα όλα με πολύ μεράκι και προνοητικότητα, από πλαστικό και δανεικό χρήμα. Ο κάθε πολίτης παίρνει μια ‘χαρτοπετσέτα’ και σκουπίζει απ’ τη ψυχή του τις καταναλωτικές του ανάγκες. Όσο πιο πολύ βρωμίζει η πετσέτα απ’ τα συσσωρευμένα χρέη της αστικής βουλιμίας, τόσο περισσότερες χαρτοπετσέτες χρειάζεται, που μαζεύουν και τον ιδρώτα της αγωνίας του αυτή τη φορά.
Αυτά είναι τα ετοιματζίδικα λεφτά για την ικανοποίηση πλασματικών αναγκών, που παίρνονται ελαφρά τη καρδία, λες και η μέρα εξόφλησης του σκανδαλωδώς διογκωμένου αντιτίμου, δε θα έρθει ποτέ. Οι τράπεζες συνδαυλίζουν την καταναλωτική μανία προσφέροντας ολοένα και μεγαλύτερη ποικιλία δανείων, κάνοντας να φαίνεται φυσική η πληγή του ασύδοτου δανεισμού, στο σώμα της κοινωνίας. Παράλληλα φροντίζουν τα επιτόκια των χορηγούμενων δανείων, να αυξάνουν με ταχύτερους ρυθμούς από τα επιτόκια των αποταμιεύσεων των πελατών τους. Δηλαδή παίρνουν απ’ τους πελάτες τους καταθέσεις σε ζεστό χρήμα, που το τοκίζουν χαμηλά και το δανείζουν σε άλλους πελάτες τους (ή ακόμα πιο παράλογα, στους ίδιους) τοκίζοντας το υψηλά. Το διάφορο είναι το υπερκέρδος τους. Εντωμεταξύ, επειδή ο πληθωρισμός αυξάνει με ποσοστά πολύ υψηλότερα απ’ τα ποσοστά των επιτοκίων των καταθέσεων, οι οικονομίες των πολιτών χάνουν την αξία τους με το χρόνο. Επειδή ο πληθωρισμός κολλάει στην αγοραστική αξία των πραγμάτων, το υποτιμημένο χρήμα των καταθετών, δε φτάνει για ν’ αγοράσει νέα «αγαθά» (ο όρος μπαίνει εντός εισαγωγικών γιατί τα συγκεκριμένα αγαθά είναι η πηγή του κακού). Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αλλεπάλληλων δανεισμών. Ένα σταθερό, βασανιστικό χώσιμο στο λούκι της κατανάλωσης, της εκταμίευσης εύκολων, ετοιματζίδικων χρημάτων και του αέναου αγώνα – αγωνίας για την εξόφληση τους.
Παραμυθιού η συνέχεια με την κατηγορία των καλλιτεχνών να βάζει το αλάτι και το πιπέρι στα φαγιά και το κερασάκι στη τούρτα της κοινωνικής δραστηριότητας. Φτασμένοι όλοι τραγουδιστές, χορευτές, στιχοπλάστες, ηθοποιοί, περνάνε από τηλεοπτικές σχολές, κονταροχτυπιούνται για τα μάτια μιας κριτικής επιτροπής ‘ειδημόνων’ και παλεύουν να κερδίσουν τις… καρδιές του φιλοθεάμονος κοινού. Οι αυτοπροσδιοριζόμενοι αυτοί καλλιτέχνες, δεν είναι ότι έχουν απαραίτητα κάτι καινούργιο να πουν ή έστω να παρουσιάσουν κάτι παλιό με το δικό τους τρόπο, που ίσως αποτελούσε την ζητούμενη εξέλιξη. Αντίθετα, βαδίζουν βάσει προκαθορισμένου σχεδίου εκπονούμενου απ’ τη βιομηχανία θεάματος. Και τα σχέδια των βιομηχανιών απεχθάνονται τα ρίσκα, τις ιδιαιτερότητες και οτιδήποτε θα προκαλέσει τη θορύβηση και το ξύπνημα της μάζας. Έτσι, οτιδήποτε προσφέρεται ως θέαμα, βγαίνει από ένα καλούπι και εκατοντάδες αναλώσιμες ρεπλίκες παρελαύνουν απ’ την πίστα, το σανίδι, το πάλκο, νανουρίζοντας με το ίδιο μονότονο τρόπο το κοινό.
Τέλος είναι και η κατηγορία των πολιτών που εναποθέτει ‘διαιτητικά’ πιάτα στο μπουφέ, μεριμνώντας για το καλλίγραμμο των σωμάτων. Πρόκειται για τους εργάτες της βιομηχανίας της ομορφιάς, που ακολουθώντας το παράδειγμα των προηγούμενων κατηγοριών, σερβίρουν τους πελάτες με προγράμματα δίαιτας, τους βάζουν σε μηχανήματα λιποδιάλυσης, ανόρθωσης γλουτών, σύσφιγξης στήθους, τους κάνουν πλαστικές, προσθετικές, αφαιρετικές, κόβουν και ράβουν προκειμένου να… ομορφύνουν το υποκείμενο. Απ’ όλες αυτές τις μεταμορφώσεις που συντελούνται επί προσώπων και σωμάτων (για να διώξουν από πάνω τους την ασχήμια του στρες, τις στρεβλώσεις της ορθοστασίας ή της καθιστικής ζωής), δρομολογούνται όχι μόνο προβλήματα σωματικής υγείας, αλλά και ψυχολογικά προβλήματα, κρίσης ταυτότητας, κόμπλεξ, φοβίες πάσης φύσεως.
Όπως είδαμε τα ετοιματζίδικα είναι προϊόντα κακής ποιότητας, προετοιμασμένα από κάποιους για κάποιους άλλους, με υστεροβουλία και δίχως μεράκι. Είναι μεταλλαγμένα προϊόντα, από μεταλλαγμένους εργαζόμενους, για μεταλλαγμένους εργαζόμενους. Εξηγούμαι:
α) Η δημιουργία κατευθύνσεων και ‘απόψεων’, επί των καθαρά ενημερωτικών πληροφοριών των τηλεοπτικών εκπομπών, από τους διάφορους πανελίστες, δημοσιογράφους και ‘ειδήμονες’ παντός είδους, δε συνιστά επάγγελμα. Αντίθετα είναι μια δραστηριότητα που κατασπαταλά χρόνο, χρήμα και πόρους για τη χειραγώγηση των μαζών, την αλλοτρίωση και την αποξένωση τους. Η δημιουργία απόψεων, προκύπτει αβίαστα από την καθαρά ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία, για συζήτηση, για περίσκεψη ώστε να αρθεί το όποιο αδιέξοδο. Η δημιουργία απόψεων προκύπτει απ’ το προσωπικό ψάξιμο, μέσω του ίντερνετ, είτε πιο παραδοσιακά και ολοκληρωμένα από την ανάγνωση βιβλίων και ενημερωτικών εντύπων. Ο τηλεοπτικός χρόνος παράγει το ετοιματζίδικο, ο προσωπικός χρόνος αναζήτησης και επικοινωνίας παράγει το αγνό, το ευέλικτο, το διαρκώς ανανεούμενο. Βλέπουμε δηλαδή, πώς μια απλή κοινωνική και παράλληλα ατομική, υγιής δραστηριότητα, μεταλλάσσεται σε επάγγελμα με σαφώς μεταλλαγμένα προϊόντα. Η μεταλλαγή των αποδεκτών αυτών των ‘προϊόντων’(δηλαδή των πολιτών), φαίνεται στη μη σκέψη, στην ανία, στην αδιαφορία, στην κοινωνική αποξένωση και καχυποψία.
β) Τα κατεψυγμένα, προμαγειρεμένα φαγητά και τα ετοιμοπαράδοτα φαγητά, οδηγούν στην αλλοτρίωση των καταναλωτών από τις φυσικές πρώτες ύλες και τη διαδικασία παραγωγής της τροφής, τουλάχιστον στο στάδιο του μαγειρέματος. Δηλαδή διαμορφώνεται μια γευστική μανιέρα, με πολύ αλάτι και πολλά συντηρητικά, δίχως τη φαντασία και τη προσωπική σφραγίδα του τελικού καταναλωτή. Οπότε άλλη μια κοινωνική – ατομική δραστηριότητα μεταλλάσσεται σε επάγγελμα, που απορροφά πόρους και χρόνο και που συνεργεί στην ισοπεδωτική ομογενοποίηση των πάντων.
γ) Σε αντίθεση με τα προηγούμενα που είναι όπως αναφέρθηκε, απλές κοινωνικές και ατομικές δραστηριότητες, ανάλογα με τον τρόπο που εκτελούνται (σε κάποια μη μεταλλαγμένη κοινωνία), η διδασκαλία θα μπορούσε και στην ιδανική της κατάσταση να είναι επάγγελμα ή μάλλον πιο ταιριαστός όρος, για την ιδανική περίσταση, θα ήταν το ‘λειτούργημα επί πληρωμή’. Ωστόσο ο ετοιματζίδικος τρόπος με τον οποίο ασκείται, την καθιστά μεταλλαγμένο επάγγελμα - αγγαρεία. Ξοδεύεται πολύτιμος χρόνος, χρήμα, μπόλικη νεανική ψυχή και μυαλό, σε μια δογματική εκμάθηση επιστημονικών και φιλολογικών θεωριών. Αυτά τα δόγματα είναι που αποτελούν τη μεταλλαγμένη ‘γνώση’, που πρέπει να καταπιούν και ακολούθως να ξεράσουν οι μαθητές σε κάποια εξεταστική, διότι η μεταλλαγμένη ‘γνώση’ δε μεταβολίζεται.
δ) Το σεξ επίσης δεν είναι επάγγελμα. Εδώ θα μπορούσε να γελάσει κανείς λέγοντας πως και βέβαια μπορεί να είναι επάγγελμα και μάλιστα είναι το… αρχαιότερο του κόσμου. Ε λοιπόν το επαγγελματικό σεξ, είναι η αρχαιότερη στενά κοινωνική δραστηριότητα που μεταλλάχτηκε σε επάγγελμα – δουλεία. Διότι τι περισσότερο από δούλος μπορεί να είναι κάποιος που διαθέτει το κορμί του προς χρήση.
Απ’ την άλλη η σεξουαλική καθοδήγηση των μαζών με οπτικοακουστικά μέσα, τα οποία ψυχαναγκαστικά, πολλές φορές, επιβάλουν μια στρεβλή σεξουαλική συμπεριφορά, θα μπορούσε από μεταλλαγμένο εμπόριο, μεταλλαγμένων προϊόντων, να είναι επάγγελμα – λειτούργημα ορθής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των πολιτών.
ε) Η πολιτική είναι άλλη μια δραστηριότητα έμφυτη σε κάθε πολίτη, η οποία περιλαμβάνει την δημιουργία άποψης για τα κοινά και την ενεργή συμμετοχή στη διαμόρφωση και εξέλιξη των δημοσίων. Δηλαδή ο πολίτης ξεπερνώντας την μονοδιάστατη ατομικότητα του τίθεται στην υπηρεσία του συνόλου και έτσι ολοκληρώνεται ως άνθρωπος, ανακαλύπτοντας και άλλες διαστάσεις του μέσω της δημόσιας αλληλεπίδρασης.
Όμως η πολιτική, από συλλογική δραστηριότητα έχει μεταλλαχτεί σε επάγγελμα μιας μερίδας πολιτών. Έτσι μοιραία άλλαξε και το περιεχόμενο του όρου. Από δραστηριοποίηση όλων για όλους, έγινε δουλειά των ολίγων, υπέρ αυτών που τους αναδεικνύουν στηρίζοντας τους οικονομικά.
Η επαγγελματική πολιτική θα ήταν πιο σωστό να ονομάζεται επαγγελματικός κομματισμός που περιλαμβάνει τις εξής βασικές δραστηριότητες:
1) Την υποσχεσιολογία (που δεν είναι καν ρητορεία)
2) Το επικοινωνιακό παιχνίδι με βασικούς συνεργούς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης,
για ανάδειξη δήθεν κομματικού έργου
3) Τις ραδιουργίες και την σκανδαλοθηρία
4) Την αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση. Δηλαδή ακόμα κι αν δεν υπάρχουν
ουσιαστικές διαφορές στην προσέγγιση ενός θέματος μεταξύ των κομμάτων, αυτές
θα ανιχνευθούν και θα πάρουν διαστάσεις τρομερού κομματικού χάσματος,
προκειμένου να δικαιολογηθεί η ύπαρξη των κομματικών ταυτοτήτων. Ο
κομματιστής δηλαδή, πρέπει να μεριμνά ώστε ποτέ να μη γίνει μπορετή η
γεφύρωση των όποιων λεπτών διαφορών.
5) Την εκλογολογία και τον προεκλογικό ‘αγώνα’, που συντηρεί μια ολόκληρη
κλίκα διαφημιστών, ίματζ μέικερ και μεσαζόντων – κουμπάρων.
Όλες αυτές είναι φουλ τάιμ δραστηριότητες ενός κατ’ επίφαση επαγγελματικού κλάδου. Μάλιστα θα ήταν παράλογο να ζητήσει κανείς οτιδήποτε περισσότερο από τόσο πολυάσχολους εργαζόμενους. Και μόνο η οργάνωση όλων των παραπάνω συνιστά βαριά και ανθυγιεινή εργασία.
Το επάγγελμα του κομματιστή, περνώντας στη συνείδηση των πολιτών ως άσκηση πολιτικής, καταργεί αυτόματα οποιαδήποτε προδιάθεση για πραγματική πολιτική δραστηριότητα από τα μέλη της κοινωνίας. Οι πολίτες αποπροσανατολισμένοι και απελπισμένοι κλείνονται στον εαυτό τους και θεωρούν ψυχοφθόρο χάσιμο χρόνου την ενασχόληση με τα κοινά. Έτσι ο ύπουλος φασισμός της μοιρολατρίας που εκπορεύεται απ’ τους κομματιστές, κρατάει τα κεφάλια των ανθρώπων «μέσα», απαγορεύοντας τους να εκδηλώσουν την πολιτική τους θέση.
στ) Και αισίως ερχόμαστε σε μια τρίτη μεταλλαγμένη «επαγγελματική» κατηγορία.
Πρόκειται για αυτούς που υπηρετούν τη θητεία τους, ως μεταλλαγμένοι εργαζόμενοι
σε τράπεζες. Δεν πρόκειται για μεταλλαγή μιας φυσικής ατομικοκοινωνικής δραστηριότητας, ούτε συνιστά αλλοτρίωση ενός επαγγέλματος – λειτουργήματος. Πρόκειται για την αναγωγή των εγκληματικών πράξεων της τοκογλυφίας και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, σε νόμιμο επάγγελμα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην αρχή της ιστορίας τους, οι τράπεζες είχαν εκμεταλλευτεί την ανθρώπινη ανάγκη για ασφάλεια και αποταμίευση. Την ανάγκη του εργαζόμενου, για μια υλική επιβράβευση, ένα υλικό αντικαθρέφτισμα, των κόπων και των προσπαθειών του. Επίσης ότι υπήρξε εκμετάλλευση της επιθυμίας ενός λαού να γίνουν κρατικά έργα, τα οποία θα βελτίωναν την δημόσια ποιότητα ζωής. Και στα λόγια, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είχαν δημιουργηθεί τα κρατικά τραπεζικά ιδρύματα. Πάντοτε στην αρχή δε λείπουν οι αγαθές προθέσεις, άλλο αν στη συνέχεια η δημόσια κακοδιαχείριση του τραπεζικού πλούτου και τα ληστρικά δανειοδοτικά σοφίσματα τις διαψεύδουν.
ζ) Η κλάση των καλλιτεχνών επίσης αποτελούν μια μεταλλαγμένη επαγγελματική ομάδα, αποτελούμενη από αναλώσιμες, κλωνοποιημένες καρικατούρες, που προσπαθούν να ψυχαγωγήσουν τη μάζα.
Βέβαια, το κατά πόσο θα μπορούσε να υπάρξει επαγγελματίας καλλιτέχνης έξω απ’ τη μεταλλαγμένη πραγματικότητα, είναι συζητήσιμο, αφού η αιθεροβασία, η άσκηση της φαντασίας, το αχαλίνωτο πάθος και η καλλιτεχνική διέξοδος αυτών, μάλλον την εξωτερικοποίηση μιας εσωτερικής «αρρώστιας» συνιστούν, ώστε να μην «εκραγεί» μια ειδική κατηγορία πολιτών. Όμως από την άποψη του μεγέθους του χρόνου και του κόπου, που καταναλώνουν για να μορφοποιήσουν καλλιτεχνικά τις ανησυχίες τους, ασκούν πραγματικά ένα επάγγελμα, δεν είναι άνεργοι. Ακόμα, το ότι τελικά τα έργα μπορεί να μη δημιουργήθηκαν έχοντας κατά νου το ευρύ κοινό, αλλά πρόκειται να πουληθούν σ’ αυτό και να συντελέσουν στην ψυχαγωγία του, κάνει τους καλλιτέχνες πραγματικούς επαγγελματίες. Άρα το επάγγελμα του καλλιτέχνη θα μπορούσε να υπάρξει σε μη μεταλλαγμένη μορφή, αν καταργούταν η φιλοσοφία και η πρακτική των ετοιματζίδικων.
η) Το σώμα, το πνεύμα και η ψυχή (αυτή η ‘αγία’ τριάδα), θα μπορούσε να αποτελέσει τον ορισμό του ανθρώπου ως άτομο, ξεχωρίζοντας τον απ’ τα υπόλοιπα έμβια όντα. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει ισονομία μεταξύ των τριών αυτών συστατικών του ανθρώπου. Το σώμα είναι εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, γιατί απ’ αυτό εκπορεύονται οι σκέψεις και οι ψυχικές αρετές. Είναι το υλικό «σημείο» απ’ όπου πιάνονται το πνεύμα και η ψυχή, για ν’ αλλάξουν τον απτό μικρόκοσμο μας και για ν’ αλληλεπιδράσουν με άλλα πνεύματα και ψυχές.
Βάση των παραπάνω, αποτελεί αναγκαιότητα και υποχρέωση του καθενός, μέσω της σωστής διατροφής και γυμναστικής, να διατηρεί ένα υγιές σώμα, στον τύπο του φυσικά, χωρίς κοψίματα και ραψίματα ή οποιεσδήποτε άλλες τροποποιήσεις. Στο κάτω κάτω ο στόχος είναι η απελευθέρωση του πνεύματος και η ευεξία της ψυχής, όχι η μεταλλαγή στην εκάστοτε μοντέρνα άποψη του τι αποτελεί όμορφο και αποδεκτό από τη βιομηχανία μοντέλων.
Έτσι η βιομηχανία του καλλίμορφου δεν είναι παρά ένας μεταλλαγμένος κλάδος, που δεν κάνει άλλο απ’ το να προσπαθεί να μπαλώσει ή να σκεπάσει τις διατροφικές ατασθαλίες, τη χρόνια διαβίωση σ’ ένα ανθυγιεινό περιβάλλον και την ολοήμερη ακινησία ή ορθοστασία. Πρόκειται για ένα μεταλλαγμένο επάγγελμα που απευθύνεται σε μεταλλαγμένους πολίτες που δεν έχουν το χρόνο να γυμναστούν, αλλά έχουν και παραέχουν το χρόνο, το χρήμα και την ενέργεια να επιδοθούν σε κάθε είδους ανορθώσεις, βαψίματα και πλαστικές. Μόνο που τελικά αυτό το είδος της επιφανειακής, ετοιματζίδικης σωματικής ομορφιάς, της διαμορφωμένης σύμφωνα με κάποια μανιέρα, δεν προάγει παρά ένα βαλτωμένο πνεύμα (μη πνεύμα) και μια αγκυλωμένη ψυχή (μη ψυχή). Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, με τους πολίτες να μην μπορούν να σκεφτούν τις προοπτικές και τα λάθη τους, επαναλαμβάνοντας τα αέναα.
Αυτή είναι η άποψη του μεγάλου μπουφέ με τα ετοιματζίδικα, που στρώνουν μεταλλαγμένοι εργάτες. Και το ‘Μεγάλο Φαγοπότι’ των πολιτών καλά κρατεί, μόνο που όπως στη ταινία του Φερρέρι, όλοι έχουν βαλθεί ν’ αυτοκτονήσουν ασχημονώντας και τρώγοντας μέχρι σκασμού. Μπουκώνουν τα μεταλλαγμένα που παράγουν, λόγω λήθης, τεμπελιάς και απελπισίας.
Οι πολίτες αυτοκτονούν τρώγοντας ετοιματζίδικα προϊόντα που παράγονται από μη επαγγελματίες, πολύ απλά γιατί αυτά τα επαγγέλματα δεν είναι λογικό να υπάρχουν. Αυτοκτονούν με το να τρώνε έτοιμες απόψεις, γνώσεις, πολιτικές, φαγιά, σεξ, ομορφιά, στερώντας απ’ τον εαυτό τους δραστηριότητες που διαμορφώνουν όλα τα παραπάνω και τους βάζουν προσωπική σφραγίδα. Αυτοκτονούν γινόμενοι μονοδιάστατοι, μεταλλασόμενοι σε άκεφους και άνευρους πολίτες στις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής.
Οι μεταλλαγμένες δουλειές εφευρέθηκαν αφού μεθοδεύτηκε η κατάργηση των πραγματικών επαγγελμάτων, που οδηγούν στην ουσιαστική ανάπτυξη της οικονομίας, της ποιότητας ζωής και της γνώσης. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιομηχανική τυποποίηση και επεξεργασία των παραγόμενων προϊόντων, το εμπόριο, η ναυτιλία, ο τουρισμός, η εκπαίδευση και η τέχνη, είτε μεταλλάσονται, είτε εκλείπουν. Έτσι οι πολίτες λόγω απελπισίας για την ανεργία που προκαλεί η παρακμή των πραγματικών, ζωογόνων επαγγελμάτων, αναζητούν μια θεσούλα σε μια κατ’ επίφαση αγορά εργασίας, εκτελώντας μια μάταιη, αλγορυθμισμένη δουλειά. Ενώ λόγω λήθης – τεμπελιάς – βολέματος, αρνούνται να σκεφτούν ένα τρόπο να βγουν απ’ το λούκι. Πάντως υπάρχει μια ελπίδα. Όταν το βόλεμα στη μιζέρια καταντήσει καταφανώς ασύμφορο, τότε το λούκι θα έχει πολλά σκατά να επιστρέψει στη φύση.»
* * *
Το αντίπαλο δέος – Θεόδωρος Ραντικόφσκι
«Μέσα στις καφετέριες της Πανεπιστημιακής Πολιτείας γίνεται χαμός. Η ιδέα του Σπύρου Νταβατζίδη είχε κυκλοφορήσει από στόμα σε στόμα και είχε πολύ μεγάλη πέραση στα μέλη της ΧΛΑΠ (ΧΛΑΠ : Χώρια ο Λαός Απ’ τους Πλουσίους). Παρέες παρέες οι ‘χλαπίτες’ τραβούσαν κλήρους για τους αντιπροσώπους στο μάθημα της επόμενης ώρας. Όσοι λάχαινε να αναλάβουν την αγγαρεία της αντιγραφής από τον πίνακα, έκαναν πολύ φασαρία με τις φωναχτές διαμαρτυρίες τους, τους καυγάδες που ‘στηναν για δήθεν αδικίες και τα μουλωχτά παζάρια με τους πιο τυχερούς της παρέας. Πλήρωναν αδρά για μια ώρα εκδούλευσης, που θα τους γλίτωνε απ’ τη βαρετή και άβολη παραμονή στα ξύλινα αμφιθεατρικά έδρανα. Οπότε όποιος είχε τίποτα οικονομικές στενότητες, έβγαζε καλό μεροκάματο εκμεταλλευόμενος την περίσταση, συν το ότι ασκούσε τη καλλιγραφία του και την υπομονή του. Αμέ! Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Στο κάτω κάτω κανείς δε ξέρει τι δεξιότητες θα του φανούν χρήσιμες, αργότερα στη ζωή.
Αν και οι χλαπίτες ήταν πολλοί, εντούτοις υπήρχαν κι άλλες φοιτητικο – κομματικές οργανώσεις οι οποίες δυσανασχετούσαν που τον τρόπο (χωρίς κόπο) σπουδών, τον είχε θυμηθεί ένα βασικό στέλεχος της ΧΛΑΠ. Καταλάβαιναν καλά ότι το «πρώτο κόμμα» είχε με το ‘καλημέρα σας’ (της ταραγμένης επιστροφής στο Πανεπιστήμιο), να … επιδείξει έργο, φωτεινό και εμπνευσμένο, το νοικοκύρεμα των σπουδών. Γι’ αυτό και ανάλογα με την παράταξη στην οποία ανήκαν, αποφάσισαν να χαράξουν δική τους πορεία στον χάρτη της δράσης, που έτσι κι αλλιώς ήταν δεδομένος: Η δράση περιοριζόταν στην αντιγραφή σημειώσεων.
Όσο ο Νταβατζίδης διατράνωνε την κυριαρχία του ως κομματικό στέλεχος της ΧΛΑΠ, ανεβάζοντας ταυτόχρονα και τη δημοτικότητα του κόμματος, υπήρχαν και άλλοι, διόλου ευκαταφρόνητος ο αριθμός τους, που είχαν πιάσει παράμερα τραπέζια και αντάλλαζαν βαρύθυμες ματιές, ξεφυσούσαν ντέρτικα τον καπνό του τσιγάρου τους και μουτζούρωναν χαρτιά με συνθήματα διόλου κολακευτικά για τον Νταβατζίδη, τη θεια του και τους νεοφώτιστους υπηκόους του. Αυτοί ήταν μέλη της ΚΚΔΑ (ΚΚΔΑ: Κίνημα Κόντρας στη Διαφθορά των Άλλων) και θεωρούσαν υποχρέωση τους να μην είναι ποτέ ικανοποιημένοι με ξένες πολιτικές, ακόμα κι αν σ’ αυτές τους τις εριστικές ενστάσεις δεν μπορούσαν να δώσουν σαφή και ρεαλιστική ανταπάντηση.
Στις συζητήσεις των κδιτών, το βασικό τόνο έδινε η απαξίωση για οποιαδήποτε ενέργεια έκαναν άτομα που δεν ήταν δηλωμένοι δικοί τους. Μάλιστα ήταν περισσότερο εχθρικοί προς όσους είχαν κάμποσα κοινά σημεία στα λόγια και στις ενέργειες μ’ αυτούς. Αυτό ακούγεται παράλογο, μα στο κομματικό παιχνίδι τους, είχε υψίστη σημασία, κομματικής ζωής ή θανάτου. Ήθελαν να πείσουν τους πάντες, πως ήταν οι μόνοι που κατείχαν την αλήθεια και για τούτο μόνο το κόμμα τους ήταν άξιο για να προσχωρήσουν. Αν παραδέχονταν κοινά σημεία και τακτικές με άλλους, τότε τα ‘κουκιά’ μοιράζονταν, ο μέσος οπαδός δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει τις αμβλυμμένες διαφορές και ενδέχεται άλλες θέσεις που διαφοροποιούσαν πραγματικά τη ΚΚΔΑ, να μην ήταν και πολύ του γούστου του.
Έτσι, έστω ότι υπήρχε μια κλίμακα που χωριζόταν με διαβαθμίσεις και η ΚΚΔΑ ήταν αριστερά του κέντρου, τότε όλα τα κόμματα που βρίσκονταν επίσης αριστερά ήταν τα πιο εχθρικά και επικίνδυνα. Τα λοιπά αριστερά κόμματα, νόθευαν την ‘ιδεολογία’, αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο αιρέσεις της ΚΚΔΑ, άθλιοι καπηλευτές του αριστερού χώρου, τον οποίο οι κδίτες πίστευαν ότι έπρεπε να μονοπωλούν. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που σε κάθε διαμαρτυρία ή ξεσηκωμό, ενάντια σε μια τακτική του κυρίαρχου κόμματος που καταπατούσε το δίκιο του αριστερού φάσματος, η ΚΚΔΑ ύψωνε φωνή απ’ το δικό της πριβέ μετερίζι, σνομπάροντας κάθε προσφορά για συνασπισμό ακόμη και ενάντια στον κοινό εχθρό.
Η ΚΚΔΑ με τη ΧΛΑΠ δεν είχαν κανένα κοινό σημείο. Η ΧΛΑΠ βρισκόταν τοποθετημένη στα δεξιά του κέντρου και γι’ αυτό ήταν χτυπητές οι διαφορές απόψεων και συμφερόντων των δύο κομματικών παρατάξεων. Θα έλεγε κανείς ότι η ΧΛΑΠ ήταν το ‘κόκκινο πανί’ που έδινε λόγο ύπαρξης στη ΚΚΔΑ. Οι δυο τους δε χρειαζόταν να προσπαθήσουν και πολύ, για να στήσουν το σκηνικό της κόντρας. Κατά τους κδίτες, κάθε λόγος, κάθε πράξη των χλαπιτών, ενείχε διαφθορά, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της παραταξιακής κλίκας. Εντούτοις παρά τις συγκρούσεις, ένα αίσθημα άσπονδης φιλίας πλανιόταν στον αέρα, σαν να ήταν τα δύο κόμματα πυγμάχοι που ενώ οφείλουν να ανταλλάξουν γροθιές, στο τέλος του αγώνα αγκαλιάζονται, ευγνωμονώντας ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Άλλωστε, χωρίς την ύπαρξη της αντίπαλης πλευράς δε θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η μάχη, το θέαμα, οι κερκίδες, οι μοιρασμένοι οπαδοί, τα στοιχήματα, τα λεφτά, οι προπονητές, οι μάνατζερ, τα ‘στημένα’ παιχνίδια, οι έντονες συγκινήσεις των κροσσέ και των άπερκατ. Οι γροθιές, η επαφή, ο πόνος, το πάθος, ο θυμός, φέρνουν κοντά τους αντιπάλους, τους κάνουν να συμφωνούν ότι διαφωνούν και να κανονίζουν, αέναα, μετά το τέλος κάθε αγώνα, το τόπο και την ημερομηνία της ρεβάνς.
Έτσι ξεκάθαρα εχθρικές ήταν η ΧΛΑΠ και η ΚΚΔΑ, χωρίς κοινά σημεία ή σύμφωνες απόψεις που φέρνουν σε αμηχανία και ξενερώνουν το πάθος του αγώνα. Κι όμως τόσο φιλικές, λόγω αυτής ακριβώς της χτυπητής διαφορετικότητας και του πάθους που κερνούσαν η μια την άλλη. Μα με τον καιρό επήλθε οσμωτική ισορροπία και ο κορεσμός έκανε τη ΚΚΔΑ να περιορίσει τις επιθέσεις στην ΧΛΑΠ. Αν δεν συνέτρεχε σοβαρός λόγος, δεν έμπαινε στο κόπο να επιτεθεί αμυνόμενη. Για αντιστάθμισμα βρήκε ένα άλλο γουστόζικο παιχνίδι, να οξύνει τις μικροδιαφορές που είχε με τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς. Οπότε όλη η λύσσα και η ενέργεια των επιθέσεων ξοδευόταν στον αριστερό εμφύλιο.
Εξαιτίας αυτής της χαλάρωσης οι κδίτες δεν είχαν αντιδράσει με άμεσες φασαρίες και φωνές, στις ιδέες και τις προτάσεις του Νταβατζίδη. Η διαφωνία υπήρχε, ήταν δεδομένη και θα εκφραζόταν εν καιρώ, μόνο που έπρεπε να σκεφτούν πρώτα πιο ήταν ακριβώς, το σημείο με το οποίο διαφωνούσαν.
Με σκοτεινιασμένο ύφος, ο Θοδωρής Ραντικόφσκι, πολυκαιρισμένο στέλεχος της ΚΚΔΑ, τσαλάκωσε νευρικά το μισοκαπνισμένο τσιγάρο του στο ξέχειλο τασάκι. Τέντωσε τα πόδια και η καρέκλα του τριζοβόλησε άσχημα, σερνάμενη προς τα πίσω. Έπειτα καθώς σηκωνόταν βαριά, σαν απρόθυμα, κρατημένος απ’ το τραπέζι, έκανε νόημα στα συντρόφια να σηκωθούν κι αυτά και να τον βοηθήσουν να μεταφέρει έξω το τραπέζι και τις καρέκλες. Η χάβρα των Ιουδαίων που επικρατούσε εκεί μέσα, τον είχε βρει απροετοίμαστο και αυτό τον είχε πειράξει σοβαρά στο φιλότιμο.
Έστησαν λοιπόν το τραπέζι και τις καρέκλες στη σκιά του στεγασμένου υπαίθριου χώρου, που βρισκόταν έξω απ’ την είσοδο των αμφιθεάτρων του μαθηματικού και του φυσικού. Ο Ραντικόφσκι κοίταξε το τραπέζι, το βρήκε πολύ γυμνό και η ματιά του σβουρίστηκε στο γύρο χώρο προς ανεύρεση ‘τραπεζομάντιλου’. Πάνω στους τοίχους του κτιρίου του Χημικού, πιο πέρα, υπήρχαν ακόμα κάτι μισοξεσκισμένες αφίσες της ΚΚΔΑ, από, ποιος ξέρει, ποια εποχή. Μια και δυο, πήγε και ξεκόλλησε μερικές που κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να κραυγάσουν τα μηνύματα τους, αλλά ο τόνος τους έπεφτε σε ψίθυρο στις ξεθωριασμένες ή κομμένες συλλαβές. Ο Ραντικόφσκι όμως μ’ ένα κόκκινο μαρκαδόρο, έκανε το θαύμα του και οι αφίσες ξαναβρήκαν το ίσο τους. Έπειτα με ένα ρολό κολλητικής ταινίας που ‘βγαλε απ’ το σακίδιο του, κρέμασε διαδοχικά δυο απ’ τις αφίσες στη πλευρά του τραπεζιού που ‘έβλεπε’ προς το πλακόστρωτο δρομάκι, που έφερνε τους φοιτητές απ’ το πανεπιστημιακό πάρκιγκ στα αμφιθέατρα των θετικών επιστημών. Μπροστά και δεξιά (για όποιον καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στα κτίρια), οι μάγκες είχαν πολύ καλή θέα και στο εσωτερικό της καφετέριας, απ’ την οποία δεν τους χώριζαν παρά καμιά δεκαριά μέτρα και οι τζαμαρίες της πρόσοψης. Αφού στόλισε έτσι τη μόστρα, σα μαγαζάτορας που βγάζει στο μεϊντάνι δείγμα της πραμάτειας του, έστρωσε ακόμα τρεις αφίσες στο πάνω μέρος του τραπεζιού, να ‘χουν να διαβάζουν κι οι καφέδες. Τις καρέκλες τις τοποθέτησαν ημικυκλικά, στα πλάγια και στο πίσω μέρος του τραπεζιού – κομματικού μικρομάγαζου. Μετά ξαναστρώθηκαν όλοι στις καρέκλες, με το κέφι τους να έχει φτιάξει αισθητά, λόγω της μικρής τους δραστηριοποίησης, με την οποία έδειξαν κυριολεκτικά ότι διαχωρίζουν τις θέσεις τους.
Κάτι άλλο που τους τόνωσε αρκετά το ηθικό, ήταν πως τα καμώματα τους είχαν προσελκύσει κάμποσους περίεργους, που απόμειναν να διερωτούνται τι να σήμαιναν όλες αυτές οι ανακατατάξεις. Επειδή όμως κανείς εκ των κδιτών δε φαινόταν πρόθυμος ή έτοιμος να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση εκτός του ότι: «Δε μας αρέσουν τα χνώτα των χλαπιτών!», οι περίεργοι, επέστρεψαν στη καφετέρια, πήραν κάμποσες καρέκλες και τραπέζια και τα αράδιασαν έξω στον καθαρό αέρα. Πότε πότε έριχναν κλεφτές ματιές στο κομματικό τραπέζι της ΚΚΔΑ, αλλά κυρίως πασαλείβονταν με αντηλιακά και έπαιζαν παιχνίδια και μουσικές στα κινητά τους, ασχολίες, που εντέλει απορρόφησαν όλη τους την προσοχή.
Ο Θοδωρής Ραντικόφσκι από την ώρα που είχε ξανακαθίσει δεν είχε βγάλει μιλιά απ’ το στόμα του και άκουγε με μισό αυτί τις κουβέντες των συντρόφων του που καταδίκαζαν την άθλια τακτική που ακολουθούσε ο Νταβατζίδης για να προσελκύσει ψήφους:
- «Είδες αναισχυντία;», έλεγε ο ένας, «Να μοιράζει καρτούλες με κούφιες, υλιστικές υποσχέσεις, για γλέντια και εκδρομούλες. Να φτύνει έτσι ωμά, κατάμουτρα σε όλους: ‘Ξέρω ότι το μόνο που είστε ικανοί να επιθυμήσετε, είναι το φαΐ σας και τα φτηνά θεάματα σας.’. Πρόγραμμα στο χώρο μιας καρτούλας, που δε χωράει καλά καλά ούτε τα στοιχεία της μάνας μου, της οδοντογιατρού!»
-«Μωρέ να κάτσω να με γαμήσεις, αν με τη καρτούλα του δε ξεριζώσει αυτός δόντια… να φτιάξει μιλιούνια μασέλες. Όταν λιώνει τη μια θα φοράει την άλλη!», έλεγε ο έτερος των αποστόλων.
-«Πρόγραμμα στο χώρο μιας καρτούλας! ΨΨΨΨΕ! Μωρέ έχει άπλετο χώρο η καρτούλα, για να χωρέσει τα οράματα και τα προγράμματα για την πρόοδο και την ανάπτυξη, ενός υποκειμένου σαν τον Νταβατζίδη! Τι φτήνια! Και τα κορόιδα από κάτω να χειροκροτούν ευχαριστημένα τα σκουπίδια που τους πετούσε ο μπαγαπόντης! Μα τη μαύρη αλήθεια… σα να έβλεπα αμόρφωτο σκυλολόι περασμένων αιώνων, να γαβγίζει χαρούμενα κουνώντας την ουρά στον αφέντη!», μούτζωνε με τα τέσσερα ένας τρίτος.
-«Αμ ο χορηγός; Η βότκα; Τι σας λέει; Ε ρε! Στην υγειά των κορόιδων!», ξανάλεγε ο ‘έτερος’ και ρουφούσε με μανία το τσιγαράκι του, χωρίς ποτέ να ξεφυσάει το καπνό.
-«Και… και είδες ο πούστης; Να τολμάει να λέει πως με καταμερισμό εργασίας οι σπουδές μπορούν να γίνουν πιο εύκολες! Μωρέ ξέρουμε τον καταμερισμό σας! Στημένες κληρώσεις για να κάνουν πάντα οι πιο αδύναμοι όλη τη βρώμικη δουλειά, καθώς οι άρχοντες θα χουζουρεύουν στο κρεβατάκι τους μέχρι το μεσημέρι, περιμένοντας τις σημειώσεις έτοιμες σερβιρισμένες στο πιάτο. Για να μη πω και μασημένες κιόλας!», τσίριζε μονορούφι ένας τσίρος με πορτοκαλιά μαλλιά και χίπικη φούστα. «Και δώσ’ του να διορίζονται ενδιάμεσοι κληρωτάδες. Και δώσ’ του να λαδώνονται για να μη κληρώσουν τίποτα ‘δικά μας παιδιά’. Και δώσ’ του οι ασθενέστεροι οικονομικά, να χτυπάνε εξουθενωτικά δεκάωρα αντιγραφής, σε άθλιες συνθήκες εργασίας. Πάνω σε ξύλινα, άβολα έδρανα, με ψυχρά ρεύματα αέρα το χειμώνα να τρυπάνε τα αμφιθέατρα και πνιγηρή ζέστη το καλοκαίρι… Και δώσ’ του η διαφθορά και το ταξικό χάσμα να αυξάνονται και να πληθύνονται!», κυλούσε πιλάλα η γλώσσα του τσίρου εκθέτοντας όλο το άδικο και το προβληματικό της υπόθεσης.
-«Μάλιστα συντρόφισσες και σύντροφοι! Η κληρωτίδα δεν είναι η λύση. Πάντα η τύχη λαδωνόταν και δούλευε προς όφελος του δυνατού! Κάτω οι διεφθαρμένοι! Κάτω οι καπηλευτές του λαϊκού μόχθου! Μαύρο στον Νταβατζίδη και στις ακροδεξιές ιδέες του, που υποστηρίζονται φως φανάρι απ’ τις πολυεθνικές!», καταδίκαζε κοφτά, μια καθάρια φωνή και ήταν να θαυμάζει κανείς τη κοπελιά που χειριζόταν τόσο μαστορικά το στιλέτο του λόγου, χαρακώνοντας τον αέρα.
Εντωμεταξύ ο Θοδωρής, μη μετέχοντας στη κουβέντα, απασχολούσε τη ματιά και το νου του, με το θέαμα των δυο αιμόφυρτων κρητικών. Καθισμένοι στα πρώτα σκαλοπάτια που ανέβαιναν εξωτερικά κατά τον πρώτο όροφο του χημικού, ο Μητσάρας και ο Σήφης, γιατροπορεύονταν με τσικουδιά, πότε χύνοντας την στα λαρύγγια τους και πότε στις ανοιχτές πληγές τους. Με αυτή τη φροντίδα, οι πληγές στέρευαν για ένα δευτερόλεπτο και έπειτα ξανάφηναν το σκούρο αίμα να αναβλύσει. Τα παλικαράκια, που είχαν την ατυχία να τρομάξουν απ’ τον μονόπαντο τύπο που ξετρύπωσε απ’ τον πίνακα, χάνοντας προδοτικά την ευκαιρία ν’ αντιγράψουν τις πρώτες σημειώσεις, ξεκαρδίζονταν στα γέλια, αγκαλιάζονταν και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο φιλικά στη πλάτη. Είχαν κατορθώσει να φτιάξουν έναν τεράστιο μπάφο, που κολλούσε απ’ το πηχτό αίμα. Το λοιπόν, μόλις τον άναψαν, σαλτάρισαν πάνω του και έλυσαν τους κάβους για άλλους κόσμους.
Οι δυο μαστούρηδες, ήταν πρώην φίλοι του Θοδωρή και γι’ αυτό όσο τους κοίταζε, τη καρδιά του τη τρυπούσαν το σαράκι της ζήλιας και της νοσταλγίας. Κάποτε ήταν όλοι τους αφοσιωμένοι στη ΚΚΔΑ και συμμετείχαν με εξαιρετικό ενθουσιασμό σε καθετί που οργάνωνε το κόμμα. Οι απόψεις τους ήταν εναρμονισμένες με τη γραμμή του κόμματος και αν το κόμμα είχε ανάγκη τις ικανότητες τους, πάντα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή δράσης. Όμως κάποτε βρέθηκαν στην αμήχανη θέση να διαφωνήσουν. Δεν ήταν τόσο σοβαρό το ζήτημα (ούτε καν το θυμόταν ο Θοδωρής), αλλά πήρε διαστάσεις, όταν σώνει και καλά ο Σήφης θέλησε να εκθέσει τους λόγους της διαφωνίας του και απαίτησε να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Τότε του απάντησαν πως αυτή ήταν η επίσημη γραμμή, ότι δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει για χάρη του και ότι καλά θα έκανε να συμμορφωθεί, διαφορετικά θα του έπαιρναν τη κομματική ταυτότητα.
Τον απείλησαν ότι θα τον καθαιρέσουν από κομματικό στέλεχος, με τόσο επιτακτικό και αγνώμονα (για τη μέχρι τούδε δράση του) τρόπο, που ο Σήφης φώναξε: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σα γίδι στο μαντρί!» και νιώθοντας το ηρωικό της φράσης του, συμπλήρωσε αγριεμένα: «Αφήστε κάτω τη κρίση μου ρε! Για κανένα κουμάσι δε τη θυσιάζω, κανένα κόμμα δε θα μου τη καλουπώσει! Στο διάολο οι κομματικές σας ταυτότητες να να…(την ξέσκισε δημόσια, ιδρώνοντας και βρίζοντας λαχανιασμένα), η κομματική σας ασφάλεια, η κομματική σας θαλπωρή… μπας και θαρρείτε πως με δαύτη θα μου θολώσετε τη σκέψη; ΔΙΑΦΩΝΩ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΡΕΕΕΕ! ΑΕΡΑΑΑ! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΕΕΕΕ! ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΦΑΓΑ ΜΠΑΜΠΕΣΗΔΕΣ!». Λες και του ‘κοψαν το χαλινάρι, ξαμολήθηκε μέσα στο κομματικό στέκι και κατέστρεψε σχεδόν ολικά τον υπάρχοντα υλικό εξοπλισμό. Μ’ ένα καρεκλοπόδαρο (που επιμελήθηκε προσωπικά την αποσυναρμολόγηση του), έκανε τις οθόνες των υπολογιστών να χάσουν μια για πάντα το φως τους. Ενώ τρεις εκτυπωτές και ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, την ‘έκαναν με ελαφρά’ και… ούτε γράμμα, ούτε γραφή. Από θαύμα δεν είχαν θρηνήσει τότε θύματα, καθώς δυο σκληροπυρηνικοί διακομίστηκαν εσπευσμένα στην εντατική, με ανοιγμένα τα κεφάλια.
Ο Μήτσος αποκήρυξε κι αυτός τη κομματική του ταυτότητα, αν και όχι με τόσο βίαιο τρόπο, γιατί ήταν πράος χαρακτήρας. Έφυγε λέγοντας πως ο μεγαλύτερος αγώνας κατά τη γνώμη του ήταν ο αγώνας υπέρ του δικαιώματος στη διαφωνία και ότι ποτέ δε θα παρέμενε μέλος μιας οργάνωσης που το καταστρατηγεί. Μιας οργάνωσης που επιβάλει στρατιωτική μονοχρωμία στους κόλπους της, εκτοξεύοντας απειλές καθαίρεσης. Έμεινε μόνος αυτός, ο Θόδωρας, να τους παρακαλεί να ζητήσουν συγγνώμη, να προσπαθεί να τους πείσει ότι αντιδρούσαν υπερβολικά και ότι θα έπρεπε να κάνουν μια υποχώρηση για χάρη όσων είχαν περάσει μέσα στο κόμμα, για το κόμμα.
-«Ματαίως σπαταλάς το σάλιο σου!», του ‘λεγε ο Σήφης, «Σα ραγίσει το γυαλί δε ξανακολλά. Αν υποχωρήσω τώρα, αυτή θα είναι η αρχή για μια σειρά από παραχωρήσεις, μέχρι να μου ζητηθεί να παραχωρήσω το ίδιο μου το είναι. Εμένα η σκέψη μου, δεν σηκώνει καλουπώματα. Είναι ελεύθερη!» και τελειώνοντας πρόσθεσε επιτιμητικά, «Αν ήσουν πραγματικός φίλος θα έχεζες και συ το κόμμα, αντί να προσπαθείς να μας κάνεις να πουληθούμε! Αντί να πουλάς και τον εαυτό σου, για ν’ ανέβεις στην ιεραρχία του κόμματος. Αφού στο κάτω κάτω της γραφής και συ είχες τις ίδιες ενστάσεις με μας. Χέστη! Πουλημένε! Κομματική μαριονέτα!».
Ποτέ δεν του συγχώρεσε αυτά τα λόγια ο Θοδωρής. Οι σχέσεις τους ψυχράθηκαν και η παραμονή του στη ΚΚΔΑ, η ανέλιξη του στις ηγετικές θέσεις, συντέλεσαν στο να διακόψει κάθε επαφή με τους πρώην κολλητούς, τους αρνητές της κομματικής συνειδήσεως. Της δικιάς του συνειδήσεως.
«Και να τους τώρα και οι δυο!», σκεφτόταν ο Ραντικόφσκι, «Δαρμένοι, καταματωμένοι, χωρίς καμιά υποστήριξη από πουθενά! Ωραία ελευθερία μα την αλήθεια! Να τη χαίρονται! Για κοίτα εκεί καραγκιοζιλίκια! Η ελευθερία της μαστούρας!», σηκώθηκε πάνω και φώναξε δυνατά προς τους δύο, λες και συνέχιζε μιαν αρχινισμένη συζήτηση:
-«Λοιπόν, τι κερδίσατε μαλάκες;»
Οι δαρμένοι, που ήταν απασχολημένοι μέχρι εκείνη τη στιγμή, με το να στολίζουν με ματωμένα ινδιάνικα σημάδια, τα μάγουλα και το μέτωπο, ο ένας του αλλουνού, ξέσπασαν ταυτόχρονα, σε άγρια γέλια. Έπειτα, αφού πασάλειψαν για τα καλά τις παλάμες τους με φρέσκο αίμα, γέμισαν τους παρακείμενους τοίχους, με ορθάνοιχτες μούτζες.
Ο Ραντικόφσκι, αφέθηκε να ξαναπέσει στη καρέκλα του, ανοίγοντας τα χέρια του σε μια χειρονομία παραίτησης. Τούτοι οι δυο, που του θύμιζαν απλές, καλές, ψυχωμένες εποχές, ποτέ τους δε θα ‘βαζαν μυαλό, ποτέ τους δε θ’ ακολουθούσαν το ρεύμα και το ρεύμα θα τους ‘έτρωγε’.
Οι κδίτες, είχαν από ώρα αρχίσει να ανταλλάσσουν ματιές απορίας για την σιωπή του Ραντικόφσκι. Συνήθως ήταν ο ρήτορας, ο συντονιστής και ο μέντορας κάθε συζήτησης. Ακόμα και αν δεν υπήρχε τρέχον, ζουμερό θέμα προς ανάλυση, αυτός μπορούσε να επινοήσει κάποιο. Και τώρα που ο Νταβατζίδης δημιουργούσε πεδίο αντιπαράθεσης λαμπρό, αυτός απασχολούσε τη σκέψη του με τα καμώματα δύο αποστατών. Οι δελφίνοι της παρέας άρχισαν να μυρίζονται χαλάρωση ζήλου και παρεκτροπής απ’ τη κομματική γραμμή. Αυτό τους έκανε να τρίβουν με ικανοποίηση τις φιλόδοξες παλάμες τους.
Το οξυμένο κομματικό αισθητήριο του Θοδωρή Ραντικόφσκι, τον προειδοποίησε για τον κίνδυνο. Δε θα επέτρεπε ποτέ, στα δυο αλαφρόμυαλα τσογλάνια, να γκρεμίσουν ότι αυτός είχε χτίσει με τόσες θυσίες και συμβιβασμούς. Έτσι με αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία και προσαρμοστικότητα, γύρισε στην παρέα, πήρε τη σκυτάλη του λόγου και τη μετέτρεψε για άλλη μια φορά σε διευθυντική μπαγκέτα της συζήτησης.
-«Και πρώτα απ’ όλα σύντροφοι, πρέπει να επανασυγκροτηθούμε! Η ζέστη μας έκανε μεγάλο κακό. Καταρχήν μας έκανε να λησμονήσουμε ένα μεγάλο μέρος των πρωτινών δραστηριοτήτων μας. Κατά δεύτερον, μας έκανε να μην έχουμε την ετοιμότητα να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο Νταβατζίδη. Όπως ήδη πολύ σωστά επισημάνατε, το πρόγραμμα του είναι πράγματι γελοίο και μάλιστα διατυπωμένο στη σκανδαλωδώς μικρή επιφάνεια μιας καρτούλας. Πόσο μάλλον όταν τμήμα της επιφάνειας αυτής, καταλαμβάνει διαφήμιση πολυεθνικής! Δε λέω ότι είναι απαραίτητο να βρούμε αντιπροτάσεις. Άλλωστε στην παρούσα φάση αυτό είναι μάλλον αδύνατον, αφού οι δραστηριότητες των σχολών της Πανεπιστημιακής Πολιτείας είναι ακόμα ακαθόριστες. Πώς μπορούμε εμείς να οργανώσουμε κάτι το ακαθόριστο; Ο Νταβατζίδης στηρίχθηκε – όλοι είστε μάρτυρες σ’ αυτό – στις διηγήσεις δυο ατόμων περιορισμένης ευθύνης, για να οργανώσει υποτυπώδεις παρακολουθήσεις παραδόσεων, μέσω αντιπροσώπων. Οι οποίοι μάλιστα κληρώνονται με αμφίβολες διαδικασίες! Εδώ το πράγμα βρωμάει διαπλοκή, λαδώματα και εκμετάλλευση τις εργασίας των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών. Όλες αυτές τις αθλιότητες ΕΜΕΙΣ πρέπει να τις καταγγείλουμε! Στην καρτούλα του Νταβατζίδη θα αντιτάξουμε ένα λίβελο με όλα τα μελανά σημεία των προτάσεων του και των αθλιοτήτων που αυτές συνεπάγονται.».
Έτσι μίλησε ο Ραντικόφσκι και η παράφορη ευγλωττία του καταχειροκροτήθηκε από τους κδίτες. Επιτέλους ένιωθαν ότι η κομματική αντεπίθεση αποκτούσε σχέδιο, ότι οι λόγοι τους ενάντια στον Νταβατζίδη δεν θα έμεναν στο επίπεδο αντιπολίτευσης καφενείου, αλλά θα διοχετεύονταν συντονισμένα, σαν παλιρροϊκό κύμα, καταπάνω στους αμμόπυργους του εχθρού.
Ο Ραντικόφσκι έριξε μια γρήγορη ματιά κατά τον Μήτσο και τον Σήφη και ένιωσε πάλι την καρδιά του να πλημμυρίζει, από το γλυκόπικρο αίμα της νοσταλγίας. Συνέχισε λοιπόν, με προσποιητή αταραξία:
-«Επίσης ένα άλλο σημείο το οποίο πρέπει αρκούντως να προβάλλουμε, είναι η βάρβαρη επίθεση μιας ομάδας κομματικών τραμπούκων, ενάντια σε δύο άτομα τα οποία δε στέκουν και πολύ καλά. Τα οποία και στο παρελθόν, κατά την αποχώρηση τους απ’ την κομματική θαλπωρή της ΚΚΔΑ, απέδειξαν ότι είναι ψυχοπνευματικά ασθενεί. Εμείς επιδεικνύοντας κομματική μεγαλοθυμία θα καταγγείλουμε τον τραμπουκισμό ενάντια στην ασθενούσα μειοψηφία, επιδεικνύοντας το κοινωνικό μας πρόσωπο κόντρα στην απονιά των άλλων!». Πάλι ακούστηκαν επευφημίες. Ναι! Αυτός ήταν ο αρχηγός. Κι αν είχε χάσει στιγμιαία τη φόρμα του, ήταν μόνο και μόνο για λάμψη καλύτερα για μια ακόμη φορά το πολιτικό του πνεύμα…
Ναι! Αυτός ήταν ο Ραντικόφσκι. Ένας επιδέξιος κομματικός, που κατάφερνε να πάρει την εκδίκηση του στο όνομα μιας παλιάς φιλίας και ταυτόχρονα κατάφερνε να εκμεταλλευτεί αυτή τη φιλία στο όνομα της κομματικής στρατηγικής. Κατόπιν του ήρθε ακόμα μια φαεινή ιδέα.
-«Και τώρα σύντροφοι καθώς οι επίσημοι συγγραφείς μας θα ετοιμάζουν το μανιφέστο της αντεπίθεσης, το ηθικό μας θα το τονώσουμε με τα δυναμικά τραγούδια και τις μουσικές, που συντρόφεψαν τις επαναστατικές δράσεις παλιότερων γενιών! Τράβα Παπαριγόπουλε να φέρεις τη μπαλαντέζα, τα ηχεία και το κασετόφωνο! Καιρός να ξανακουστεί μετά μουσικής, ότι το άδικο δε θα περάσει, ότι είμαστε εδώ ενάντια σε όλους αυτούς που καπηλεύονται και διαστρεβλώνουν τα όνειρα και τις ελπίδες του φοιτητόκοσμου, αποφασίζοντας πριν από μας για μας!».
Περιμένοντας τα νταούλια και τα βιολιά, οι συντελεστές του Κινήματος της Κόντρας, αντάλλαξαν χειραψίες και σήματα νίκης, ρουφώντας άλλη μια γουλιά καφέ και άλλη μια τζούρα τσιγάρου. Απέναντι ο Μήτσος και ο Σήφης, ροχάλιζαν τα ταραγμένα τους όνειρα, κάτω από ένα επικίνδυνο ήλιο, που είχε αναλάβει να ξεράνει το αίμα τους.»
Η αντιμεταρρύθμιση της Γεωργίας Καλαμόν
«Στο μεταξύ στον επάνω όροφο της καφετέριας του Μαθηματικού και του Φυσικού, που είχε την πολυτέλεια δυο τραπεζιών μπιλιάρδου και ενός υποτυπώδους μπαρ, είχε καταλύσει ένα άλλο είδος φοιτητικού λαού, που τα όσα διαδραματίζονταν στο ισόγειο έφταναν σ’ αυτούς ως… διαρροές. Ο καλοθελητής – κουβαλητής των διαρροών αυτών, δεν ήταν άλλος απ’ τον Μυτιληνιό – έμπορα – φοιτητή, που είχε ήδη εμπλακεί στην ιστορία με τα βαρέλια και τις κουβέρτες. Τώρα ο μάγκας αυτός, πηγαινόφερνε ειδήσεις από τον κάτω στον πάνω όροφο και κοιτούσε πως να επωφεληθεί εμπορικά, από την καινούργια κατάσταση που είχε προκύψει, με την επιχείρηση αντιγραφής των σημειώσεων.
Ο λαός αυτός του πάνω ορόφου, χειροκροτούσε ένα άλλο κόμμα, οι θέσεις του οποίου, ξεπρόβαλαν με πολλά χαριτωμένα, ψευδιστά ταρατατζούμ, απ’ το λαρύγγι της Γεωργίας Καλαμόν. Το κόμμα αυτό δεν ήταν άλλο από το ΠΑΣΑΚΕ (ΠΑΣΑΚΕ: Πολιτική Αντιμεταρρύθμισης Στο Αντίπαλο Κόμμα Εξουσίας).
Η Γεωργία κρατώντας δυναμικά μια στέκα στο χέρι, ήταν φαινομενικά απασχολημένη με το να χώνει τη μια μπάλα μετά την άλλη στις τρύπες του μπιλιάρδου, αλλά στην πραγματικότητα κλωθογύριζε στο πολυμήχανο μυαλό της τα όσα της είχε σιγοψιθυρίσει ο Μυτιληνιός. Και να τι της είχε πει, καθώς εκείνη έσκυβε με στυλ, να δώσει τη χαριστική ‘στεκιά’, που θα βούλιαζε την μαύρη μπάλα και το ηθικό του συμπαίχτη της:
-«Γιουργία… Κάτου η Νταβατζίδσ’, ρητουρεύγ’ προυτάκουστεις πουλιτικές ρυθμίσεις για του κίλουγια πρεπ’ να γινόντει οι σπουδές! Προυκείν’ κ’ ‘τακτική τουν κληρώσιων’, ως τουν καλύτιρου τρόπου, μι τουν ουποίου μπρουρεί να γεν’ ένα συστηματικό σμάζουμα γνώισ’ , π’ θα ξιλασπώσ’ τσ’ φοιτητές στσ’ εξετάσεις!»
Έπειτα ο έμπορας, απόμεινε να καμαρώνει την εντύπωση που είχαν προξενήσει στην Καλαμόν, τα λόγια του. Η οποία Καλαμόν, απόμεινε χάσκοντας και το σβησμένο από ώρα αποτσίγαρο που έσφιγγε στα χείλη της, κύλησε στην πράσινη τσόχα. Αυτή η μικρή ιεροσυλία, την συνέφερε κάπως και την έκανε να πάρει το συνηθισμένο μειλίχιο ύφος της, ενώ ταυτόχρονα πετούσε το αποτσίγαρο έξω απ’ το χώρο του αγαπημένου της παιχνιδιού. Ανόρθωσε λίγο το ανάστημα της και χτύπησε ανυπόμονα τον Μυτιληνιό στην πλάτη και μαζί σπρώχνοντας τον, με ένα τρόπο σα να έλεγε: «Καλά, καλά! Πήγαινε τώρα λίγο πιο πέρα. Δε βλέπεις ότι έχω να κερδίσω άλλη μια παρτίδα;».
Όταν λοιπόν την κέρδισε κι αυτή τη παρτίδα, βάλθηκε να παίζει άλλη μια, κατά το συνήθειο της, όταν ήθελε να βοηθήσει το μυαλό της, να γεννήσει μια αντιμεταρρύθμιση. Με το που τέλειωσε το παιχνίδι, είχε κιόλας σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα έκανε τον Νταβατζίδη να φαντάζει ως αποτυχημένος μεταρρυθμιστής και διαπλεκόμενος απατεώνας.
Στο μεταξύ ο Μυτιληνιός χοροπηδούσε απ’ εδώ κι από κει μέσα στην αίθουσα, κατέβαινε ξανά στο ισόγειο για να δώσει και να πάρει πληροφορίες για τις νέες εξελίξεις, ανέβαινε πάλι πάνω και πολεμούσε εκτελώντας πολλές φορές παντομίμα να γίνει κατανοητός από τους συμφοιτητές. Αυτοί γελούσαν με τα καμώματα του, του έλεγαν να επαναλάβει μια φράση που τους φαινόταν ηχητικά παράξενη, του έβαζαν τρικλοποδιές, τον κερνούσαν ύπουλες φάπες και παγωμένο γάλα (το μόνο που έπινε ο πονηρός νησιώτης). Ήταν πραγματική ανακούφιση για τον φοιτητόκοσμο, να βλέπει κάποιον που να έχει πειραχτεί απ’ τη ζέστη περισσότερο απ’ τους ίδιους. Γιατί οι ολοφάνερα χαζές γκριμάτσες του Μυτιληνιού, οι δουλικές υποκλίσεις του, τα αλαφιασμένα τρεξίματα του που μεριμνούσαν για τη δήθεν πολιτική ενημέρωση του κοινού, τα ακατάπαυστα ρεπορτάζ, που μπορεί να είχαν το ίδιο περιεχόμενο αλλά αποδίδονταν κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, τι άλλο μπορεί να μαρτυρούσαν από άνθρωπο πειραγμένο; Έτσι ο Μυτιληνιός είχε γίνει ο Καραγκιόζης της παρέας, ο τρελός του χωριού, που αντάλλαζε την ανία με το κέφι και ταυτόχρονα έκανε το φιλοθεάμον κοινό να φτύνει στο κόρφο του, καθώς απευχόταν ένα τέτοιο ρόλο για το ίδιο. Ο «τρελός» έβλεπε με ικανοποίηση τις «μετοχές – συμπάθειας» του, να ανεβαίνουν και να του προσφέρουν ζηλευτή θέση στο απυρόβλητο. Πλέον οποιαδήποτε λαμογιά και να έκανε, θα θεωρείτο κάμωμα τρελού, αγαθό αστείο για να περνάει η ώρα και όλοι ξέρουν πως το «χωριό» δεν αλλάζει εύκολα τον τρελό του, ούτε παραδέχεται εύκολα πως πιάστηκε κορόιδο από τον υποτιθέμενο βλάκα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ασχολιόταν ο έμπορας – Μυτιληνιός και η αλήθεια είναι πως ξεδίπλωνε ένα φοβερό υποκριτικό ταλέντο, που ώρα με την ώρα, επιτυχία την επιτυχία, γινόταν ολοένα και πιο φοβερό. Ο «τρελός» κερνούσε τρέλα και ο «έμπορας» θα πουλούσε τα γεννήματα της άρρωστης πανεπιστημιακής κατάστασης, καλυμμένος απ’ την αύρα της εύνοιας που τα «κεράσματα» του εξασφάλιζαν.
Μ’ ένα χαμόγελο αυτοϊκανοποίησης, η Γεωργία πέρασε τη στέκα στους ώμους, σα να ‘ταν ανέμελος τσομπάνης με τη γκλίτσα του και άρχισε να κόβει βόλτες μπροστά από τα μπιλιάρδα. Ο κόσμος που θορυβούσε στα τραπέζια και ποτιζόταν τον φραπέ του, έστρεψε όλη του την προσοχή στο βηματισμό της, που προμήνυε λογύδριο. Πράγματι η κοπελιά δεν άργησε να σταθεί στο κέντρο της αίθουσας. Ξεσκάλωσε τα μπράτσα της απ’ τη στέκα, φέρνοντας την μπροστά, βαστώντας την και με τα δυο της χέρια, έκανε τη στέκα να ξηγιέται καλύτερα από ποιμαντορική ράβδο. Τότε ήταν ολοέτοιμη να μιλήσει και τότε μίλησε:
-«Συναδέλφισσες, συνάδελφοι… Όπως φρόντισε ήδη να μάθετε ο Μυτιληνιός – όσο είναι δηλαδή δυνατόν να καταλάβατε απ’ τα λεγόμενα του - …», είπε με μια δόση ειρωνείας στη φωνή η Καλαμόν, κοιτάζοντας με ανασηκωτό φρύδι τον Μυτιληνιό που μόρφαζε υποκλινόμενος δίπλα της και της παράστεκε με ένα ποτήρι νερό, τοποθετημένο νοικοκυρίστικα σ’ ένα δισκάκι, πάνω σ’ ένα λευκαδίτικο μεταξωτό σεμεδάκι… Τέλος πάντων, ο λόγος πάλι στην Καλαμόν:
-«…Όπως θα μάθατε ήδη, λέγω, ο άθλιος Νταβατζίδης, ξαναχτύπησε με μια μεταρρύθμιση του κώλου, την οποία πολύ φιλόδοξα βάφτισε προγραμματισμό διεξαγωγής σπουδών! Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι σπουδές στηρίζονται στο θεσμό των ‘κληρωτών’, οι οποίοι θα αποστέλλονται ως ανταποκριτές στις παραδόσεις και θα επιστρέφουν κομίζοντας τις περίφημες «Σημειώσεις»! Όπως καταλαβαίνετε οι ‘κληρωτοί’ είναι ένας θεσμός πρόσφορος για εκμετάλλευση, διαπλοκή και λαδώματα. Γι’ αυτό άλλωστε κατασκευάστηκε από τον Νταβατζίδη. Ο οποίος Νταβατζίδης, θέλησε άλλη μια «παραλία» για τα παιχνίδια του και τα τσαλαβουτήματα του. Πρόκειται για άλλο ένα ‘θεσμό’, ικανό να χύσει περίσσιο λάδι στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, αλλά ούτε μια σταγόνα τηγανόλαδου στα γρανάζια της πανεπιστημιακής μόρφωσης!».
Στο σημείο αυτό έπεσαν πολλά χειροκροτήματα και χάχανα, γιατί οι λόγοι της Καλαμόν συνοδεύονταν από τις παντομίμες του Μυτιληνιού. Ο μάγκας αυτός, είχε παρατήσει το δισκάκι με το νερό σ’ ένα παρακείμενο τραπεζάκι και είχε πάει στο μπαρ – κουζίνα, να παραλάβει τη μεσημεριανή του χωριάτικη σαλάτα. Καθώς λοιπόν η Καλαμόν ρητόρευε και είχε φτάσει ήδη στο ‘περίσσιο λάδι’, ο Μυτιληνιός άρπαξε επιδεικτικά ένα μπουκαλάκι με αγνό παρθένο ελαιόλαδο Μυτιλήνης, περιέλουσε με δαύτο τη σαλάτα και τσιμπώντας μια τραγανή φρατζόλα, έφτιαξε ένα μεγαλειώδες λαδομπούκι. Έπειτα, με χίλια τσακίσματα και ξερογλειψίματα, κατάφερε να το χώσει στο στόμα του, ενώ τα λάδια και ζουμιά κυλούσανε στο κατωσάγονο και στάζανε στη καρό πετσέτα με την οποία είχε ζώσει το λαιμό του. Ο άτιμος θεατρίνος, γούρλωνε τα μάτια του πότε σα για ν’ αποδώσει απόλαυση και πότε για να παραστήσει τρομαγμένος ότι πνίγεται. Αφού με κόπο κατάφερε να καταπιεί, έγειρε χαλαρά πίσω στη καρέκλα του, τρίβοντας τη κοιλιά του, με ένα τεράστιο λαδωμένο χαμόγελο να φέγγει καντήλι τη φάτσα του.
Μόλις ‘πεσαν τα χειροκροτήματα και τα γέλια ξεσπούσαν πλέον ασυγκράτητα , ο Μυτιληνιός κατάλαβε πως η Γεωργία Καλαμόν, είχε στραφεί κατά τη μεριά του. Την κοίταξε με βλέμμα παραστρατημένου σκύλου και ευθείς διέγνωσε ότι η αφεντικίνα έβραζε απ’ το κακό της, που της είχαν κλέψει την παράσταση με αρλούμπες και παιδιαρίσματα. Δήθεν προς κατευνασμό της, λοιπόν, κάρφωσε με οδοντογλυφίδα, μια στρουμπουλή ελιά καλαμών που στόλιζε τη σαλάτα του και την πρόσφερε στην… Καλαμόν. Αυτή καθώς φαίνεται, δεν είχε όρεξη εκείνη την ώρα να μεζεδιάζει ελιές, άλλα το βλέμμα της έλεγε ξεκάθαρα, πως πολύ ευχαρίστως θα κατασπάραζε τον Μυτιληνιό καραγκιόζη. Τον προστάζει λοιπόν απότομα, με στεγνό τ’ αχείλι:
-«Δώσ’ μου το νερό!»
Ο «Καραγκιόζης» έκανε πως κοιτάει έκπληκτος την οδοντογλυφιδάτη ελιά και χτυπώντας με μια αυτοαποδοκιμαστική κίνηση το χέρι στο μέτωπο, άλλαξε την οδοντογλυφίδα με το νεροπότηρο. Η Καλαμόν πήρε το ποτήρι και αφού ήπιε δυο γουλιές, δρόσισε το θυμό της ρίχνοντας το υπόλοιπο κατάμουτρα στον Μυτιληνιό. Ο αγύρτης όμως δε τα ‘χασε, ούτε σκουπίστηκε καν. Με χαμόγελο ευγνωμοσύνης που τον λύτρωσαν απ’ τη ζέστη, πήρε πίσω το νεροπότηρο και του ‘βαλε δυο δάχτυλα Πλωμαρίτικο ούζο. Έπειτα βούτηξε μέσα την ελιά και κράτησε το νεροπότηρο ανάμεσα στα δάχτυλα, σα να ‘ταν κολονάτο με μαρτίνι. Σουφρώνοντας τα χείλια του, ρούφηξε ηχηρά μια γουλιά ούζου. Η παράσταση συνεχίστηκε, με γελοίες προσπάθειες να τσιμπήσει με τα ακροδάχτυλα την οδοντογλυφίδα, για να χάψει επιτέλους την… καλαμών. Αφού την μασούλησε αναγυρνώντας αηδιαστικά, με τη γλώσσα, το πολτοποιημένο πράμα, βάλθηκε να κάνει ροκανιστούς ήχους, με το κουκούτσι ανάμεσα στα δόντια. Ώσπου ξαφνικά έφτυσε το κουκούτσι με πρωτοφανή δύναμη, κάνοντας γκελ στο κούτελο του δύστυχου που πέθαινε στα γέλια, ακριβώς απέναντι του. Ε, μετά απ’ αυτό πια, ήταν θαύμα πως ο όροφος δε γκρεμίστηκε απ’ τα γέλια, αν και είναι γεγονός ότι ύποπτες σεισμικές ρωγμές φάνηκαν στα γύρω ντουβάρια.
Μόνο η Γεωργία Καλαμόν είχε παραμείνει βλοσυρή, καρφώνοντας με αηδιασμένες ματιές τον Μυτιληνιό. Αυτή μόνο είχε μυριστεί, με το πολιτικό και συνάμα γυναικείο ένστικτο της, το τι κουμάσι ήταν ο γελωτοποιός. Αναρίγησε θυμούμενη την σπασμωδική της αντίδραση με το νερό, γιατί ποιος ξέρει με τι είδους υγρό θα της το ανταπέδιδε. Τελικά το πήρε απόφαση και στράβωσε τα μούτρα της σε ένα ψεύτικο γέλιο. Υποκρίτρια κι αυτή μέσα στους υποκριτές, να ρολάρει μια ανύπαρκτη ευθυμία, ένιωσε στιγμιαία τη δυσάρεστη κρυάδα του ξεπουλήματος, μα ύστερα έλαβε θάρρος και άρχισε τις απλωτές. Είπε με βραχνοκοκκοριασμένη φωνή, που ολοένα ξεκαθάριζε:
-«Είναι πράγματι να ευχαριστιέται κανείς με τις πνευματοδέστατες παντομίμες του Μυτιληνιού συναδέλφου! Και χαίρομαι που και γω έπαιξα ένα μικρό ρολάκι ώστε να επικρατήσει αυτή η γενική ευφορία… Ε χμ… Γιατί βέβαια το μπουγέλο, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα μικρό βοηθητικό αστειάκι. Ε…αυτό κι αν είναι κατανοητό! Έτσι δεν είναι αγαπητέ συμφοιτητή;».
Στράφηκε κατά τον ‘αγαπητό’ και σήκωσε το ασήκωτο χέρι της σε ένα φιλικό, διπλό χτύπημα στην πλάτη. Ο Μυτιληνιός έσπευσε να επιβεβαιώσει με γλοιώδη υπερβολή τα λεγόμενα της Καλαμόν:
-«Μα ναι… Βιβαίους, βιβαίους αγαπητή συνάδιλφη! Ημείς ήμιστει τσι θα ήμιστει πάντα συμπουρειυάμιν’! Αλίμουνου! Αλίμουνου! Έδιετσ’ αλληλουϋπουστηριζάμιν’ θα προυχουρέσουμι μπρουστά!»
Φωνάζοντας αυτά, έσπευσε να σφίξει το χέρι της αγαπητής συναδέλφου, με τη ξεχωριστή θέρμη του βόα. Εντωμεταξύ ο λαός άκουγε από κάτω εκστασιασμένος όλες αυτές τις ‘πασιφανείς’ διευκρινήσεις των φιλικών συναισθημάτων, θαυμάζοντας τη μεγαλοθυμία ενός ηγετικού στελέχους του ΠΑΣΑΚΕ, που ξέπεφτε ζητώντας τη συνεργασία και την αφοσίωση ακόμα κι αυτού του τελευταίου Καραγκιόζη! Χειροκρότησαν λοιπόν όλοι δυνατά, νιώθοντας να τους κυριεύει μια τρομερή αφοσίωση προς το κόμμα. Ήταν έτοιμοι να υποστηρίξουν ότι και να πρότεινε η Καλαμόν μόνο και μόνο για να έχουν την ευκαιρία μιας χειραψίας μαζί της.
Η Γεωργία έπιασε στον αέρα τη συσπείρωση που είχε πετύχει και ανακουφίστηκε κάπως απ’ την ενδόμυχη ντροπή, των όσων ο φόβος την είχε αναγκάσει να πει. Ξεφεύγοντας διακριτικά απ’ τη μέγγενη του Μυτιληνιού, χαιρέτησε το πλήθος ανεμίζοντας τις παλάμες. Καθώς η αποδοχή των οπαδών ήταν θερμή, παρασυρμένη απ’ τη ζέση τους, άρχισε να στέλνει φιλιά δεξιά και αριστερά φωνάζοντας:
«ΝΑΙ! ΚΑΙ ΓΩ ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΩ!»
Μόλις τ’ άκουσε αυτό ο νησιώτης, δάκρυσε συγκινημένος βαθιά και κρεμάστηκε στο λαιμό της Καλαμόν, κλαψουρίζοντας και μουγκρίζοντας με μοσχαρίσιο πάθος:
-«Ναι τσι μεις σ’ αγαπούμι Γιουργούλα!»
Αυτό ήταν αρκετό για να συνεφέρει τη πολιτευάμενη φοιτήτρια, που είδε κι έπαθε να ξεφύγει απ’ τους εναγκαλισμούς και τα σαλιάρικα φιλιά. Με μια κίνηση ανυπομονησίας, έκανε νόημα να σταματήσουν οι λατρευτικές εκδηλώσεις:
-«Καλά, καλά… Ησυχάστε τώρα! Ήρθε η στιγμή να σας εκθέσω την αντιμεταρρύθμιση που με φώτισε μια παρτίδα μπιλιάρδου!».
Άντε ξανά μανά χειροκροτήματα… Στοπ.
-« Η αντιμεταρρύθμιση μου…ε, δηλαδή μας, διότι σ’ αυτό το κόμμα είμαστε στο εμείς και όχι εις το εγώ (ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ), έχει ως εξής: Πρόκειται ουσιαστικά για μια τακτική κυκλικής αντιγραφής σημειώσεων. Δηλαδή τις σημειώσεις που τόσο φροντισμένα καταγράφουν οι πανεπιστημιακοί υπάλληλοι στον πίνακα, θα αναλάβουν να τις αντιγράφουν όλοι οι φοιτητές με τη σειρά. Η λίστα των φοιτητών κάθε έτους, θα χωριστεί σε ομάδες των δεκαπέντε ατόμων κατά αύξοντα αριθμό μητρώου. Η πρώτη ομάδα, θα αναλάβει να παρακολουθήσει την πρώτη εβδομάδα παραδόσεων, των μαθημάτων κορμού, του έτους της. Η δεύτερη ομάδα, θα καταγράψει τις σημειώσεις των μαθημάτων κορμού της δεύτερης εβδομάδας και ούτω καθ’ εξής. Μέχρι που κυκλικά να ξαναφτάσει η σειρά της πρώτης ομάδας ν’ ασκήσει την καλλιγραφία της.
Οι παρουσίες των ατόμων που θα συγκροτούν τις ομάδες θα καταγράφονται και αν κάποιος αμελήσει τα καθήκοντα που του ανέθεσε το σύνολο, θα υποστεί κυρώσεις! Κυρώσεις όπως παραδείγματος χάριν από το να χάνει το δικαίωμα του να λέει τη γνώμη του στις φοιτητικές συγκεντρώσεις, το να μη γίνεται αποδεκτός σε ομαδικές φοιτητικές δραστηριότητες, ταξίδια ή εκδρομές (στο σημείο αυτό έντρομα επιφωνήματα ακούστηκαν και η Καλαμόν έλαμψε ικανοποιημένη με την επιτυχία της απειλής), μέχρι το να γίνονται δυσμενείς εισηγήσεις για το άτομο του στους πανεπιστημιακούς υπαλλήλους, κάτι που προφανώς σημαίνει ότι δε θα περνάει το μάθημα (και εδώ ακούστηκαν επιφωνήματα, λιγότερο όμως έντρομα από τα προηγούμενα).»
-«Και τι θα γίνεται με τα υπόλοιπα μαθήματα που επιλέγονται απ’ τους φοιτητές;», ακούστηκε μια φωνή. Ο «τρελός», που μέχρι τότε κοιτούσε πότε με αφοσίωση και πότε έντρομα την «αφεντικίνα», αφήνοντας τις πιο πετυχημένες κραυγές, κοίταξε με απορημένη αυστηρότητα, κατά τη μεριά που ξεφύτρωσε η ερώτηση. Μετά πετάχτηκε πάνω και σερβίρισε την επίπληξη:
-«Καλά, συ ε μπουρείς α πειριμένσ’ κ’ κουπέλα α τειλειωσ’ ; Ούλα μαζουμένα θα σ’ τα πει;» Και αφήνοντας ένα επιφώνημα αγανάκτησης, κοίταξε την ηγέτιδα με ύφος εν αναμονή επιβράβευσης, που έβαλε τον βιαστικό στη θέση του.
Η Καλαμόν, αν και δε της άρεσε ούτε η διακοπή που μαρτυρούσε σκέψη, ούτε η θεατρική επίπληξη του μισητού διπρόσωπου, με τέλεια διπλωματία απάντησε:
-«Χαίρομαι που ο συνάδελφος προσέχει τα λόγια μου και του γεννούνται απορίες για τα επιμέρους ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν! Αλλά όπως πολύ σωστά επισήμανε ο αγαπητός κωμικός της παρέας, δεν πρέπει να προτρέχουμε! Όλα θα τακτοποιηθούν βήμα το βήμα.»
-«Βήμα του βήμα… Βήμα του βήμα…», έγνεψε συγκαταβατικά ο Μυτιληνιός.
-«Λοιπόν!!! Όσον αφορά τα μαθήματα επιλογής, οι φοιτητές που επέλεξαν το καθένα απ’ αυτά, θα χωριστούν κατά τον ίδιο τρόπο σε ομάδες, οι οποίες κυκλικά θα αντιγράφουν τις σημειώσεις. Τόσο απλά!
Τώρα… Οι υπόλοιποι που δεν θα έχουν παρακολουθήσει τις παραδόσεις, θα χωριστούν σε δεκαπέντε ομάδες. Κάθε ομάδα, θα απευθύνεται σε έναν συνάδελφο απ’ αυτούς που παρακολούθησαν, για να δανειστεί τις σημειώσεις και να τις βγάλει φωτοτυπία, όσες φορές είναι αναγκαίο.»
Αυτές τις δραστηριότητες ανέλυσε η Καλαμόν και ο λαός είχε καταζαλιστεί, προσπαθώντας να καταλάβει πως πήγαιναν τα χωρίσματα σε ομάδες και σε επιμέρους ομάδες.
Κρίσιμες ερωτήσεις βασάνιζαν το μυαλό όλων: Άραγε, πώς θα κατάφερναν να μαζευτούν πρώτα όλοι μαζί, ώστε να χωριστούν μετά; Ή πώς ήταν δυνατόν, κάθε βδομάδα που θα άλλαζε η ομάδα αντιπροσώπων, να χωρίζονται όλοι οι υπόλοιποι σε δεκαπέντε ομάδες, ώστε να δανείζεται, η καθεμιά οργανωμένα, τις σημειώσεις απ’ τον υπεύθυνο αντιπρόσωπο; Κι αν μερικοί δε συμφωνούσαν και δεν παρακολουθούσαν τα μαθήματα με τη σειρά τους, παρ’ όλες τις κυρώσεις, το όλο πρόγραμμα δεν θα τιναζόταν στον αέρα;
Κανείς όμως δε τολμούσε να εκφράσει τους προβληματισμούς αυτούς, από φόβο μήπως ο «τρελός», που διαμεσολαβούσε με τα κωμικά του καμώματα υπέρ της Καλαμόν, στρέψει καυστική γλώσσα κατά πάνω του. Έτσι όλοι υποκρίθηκαν ότι παραδέχονται το μπερδεμένο σχέδιο και ο θεός βοηθός…
Ο Μυτιληνιός έτριβε τα χέρια του. Το πολύπλοκο αυτό σχέδιο, η αποτυχία εφαρμογής του οποίου ήταν δεδομένη, του άνοιγε λαμπρές εμπορικές προοπτικές.
Η Γεωργία, τυφλωμένη απ’ την έπαρση και τον ενθουσιασμό, δεν έβλεπε τις αδυναμίες και τα εμπόδια, που καθιστούσαν ανεφάρμοστο το σχέδιο της.
-«Ναι!», έλεγε, «Είναι πράγματι ένα καταπληκτικό σχέδιο. Γιατί αντίθετα με τις ‘κληρώσεις’ του Νταβατζίδη, μέσω των οποίων όλη η δουλειά φορτώνεται στους οικονομικά ασθενέστερους, εδώ κανείς δε ξεφεύγει. Όλοι θα έχουν το μερίδιο τους στην αγγαρεία! Και τελικά θα δείτε… Με άψογη συνεργασία, όλοι θα πετύχουμε το στόχο! Όλοι θα περάσουμε τις εξετάσεις!»
Καταχειροκροτήθηκε. Η τελευταία πρόταση τους είχε κερδίσει όλους!
Το μπάχαλο και η Διογενία Κοπροσκυλέλλη
Μετά από κείνη την πρώτη μέρα της επανόδου στα Πανεπιστημιακά εδάφη, κατά την οποία οι φοιτητές προσπαθούσαν μέσα από συγκεχυμένες αναμνήσεις και αυτοσχεδιασμούς, να προσανατολίσουν τις δραστηριότητες τους, ήρθαν κι άλλες, που η εξέλιξη τους, δε ξεπερνούσε σε καθαρότητα τα πιο μεθυσμένα όνειρα. Τυφλοί ποδηγέτες, με τραμπαλιστό το βήμα, απ’ την ανοησία και τη κραιπάλη της εξουσίας, οδηγούσανε το κοπάδι των φοιτητών, στα παχνιά της ετοιματζίδικης ‘γνώσης’. Το κοπάδι μηρύκαζε το άνοστο, μεταλλαγμένο χορτάρι και δεν μπορούσε να το μεταποιήσει σε τίποτα περισσότερο από κοπριά. Κάπως έτσι τα αμφιθέατρα μετατράπηκαν σε σύγχρονους στάβλους του Αυγεία και η κατάσταση εκεί μέσα βρομούσε αφόρητα.
Οι πανεπιστημιακοί υπάλληλοι συνέχιζαν να μεριμνούν για το κόψιμο και το δεμάτιασμα της ζωοτροφής, αντιγράφοντας τις σημειώσεις τους στον πίνακα. Οι φοιτητές, είτε κληρωτοί, είτε τακτικά ομαδοποιημένοι, είτε ως ξέμπαρκοι τουρίστες, άντεξαν αυτό το τάισμα με το στανιό, τις πρώτες τρεις βδομάδες. Υπέμεναν με προβατίσια στωικότητα, τις ατέλειωτες ώρες αντιγραφής, όμως σιγά σιγά άρχιζαν να αποχωρούν απ’ τα αμφιθέατρα και ρεμπέλευαν στα κρεβάτια τους, στις καφετέριες και στα μπαρ. Όσοι είχαν ανάγκη από λεφτά, πουλούσαν τον χρόνο τους για μια χούφτα σέντσια, κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Επαγγέλονταν: φοιτητές – πιτσαδόροι, φοιτητές – διανομείς διαφημιστικών φυλλαδίων, φοιτητές – κούριερ, φοιτητές – σερβιτόροι, φοιτητές – κουβαλάω ότι μπορείς να φανταστείς… κι έτσι τράβαγε η φοιτητοζωή, κουβαλώντας τα λιθάρια, που άφησε κληρονομιά ο μπάρμπας ο Σίσυφος.
Υπήρχαν όμως κι αυτοί που τους βόλευε η βαλτωμένη κατάσταση. Αυτοί ήταν οι κομματικοί και οι τυχοδιώκτες έμποροι. Ανασκάλευαν και κοσκίνιζαν την κοπριά και με τις αλχημείες τους, κατάφερναν να εξορύσσουν χρυσόσκονη, για να πασπαλίζουν τα φτερά τους. Φτερά νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οι μεν, φτερά οικονομικής ευμάρειας (δηλαδή ποικίλης εξουσίας) οι δε.
Κομματικοί όπως ο Νταβατζίδης και η Καλαμόν, μόλις είδαν πως δε τραβούσαν άλλο οι προγραμματισμοί σπουδών που είχαν εκπονήσει, έριξαν όλο το βάρος τους σε προγράμματα διασκέδασης των φοιτητών, μπας και μπορέσουν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις του αρρωστημένου κενού. Κομματικοί όπως ο Ραντικόφσκι, καταδείκνυαν και αντιδρούσαν σπασμωδικά στα όσα έκαναν οι προηγούμενοι, μα να σηκώσουν τον φερετζέ, να δουν το χάος, να καταλάβουν ακριβώς τι το προκαλεί, να προσπαθήσουν να βάλουν τάξη στην αταξία, όχι, αυτό δε το μπορούσαν. Στην πραγματικότητα, ούτε και το ήθελαν. Όλοι είχαν βολευτεί στους ρόλους τους. Δράση (χωρίς νόημα) και αντίδραση (επίσης χωρίς νόημα).
Έξω απ’ τη καφετέρια του Μαθηματικού και του Φυσικού, στεγασμένα από μια πιλοτή, είχαν στηθεί κι άλλα κομματικά τραπέζια εκτός απ’ της ΚΚΔΑ. Η ΧΛΑΠ και η ΠΑΣΑΚΕ , έχοντας ζηλέψει την αισθητική που απέπνεε ο αφισοστολισμός του τραπεζιού του Ραντικόφσκι, στόλισαν με τα δικά τους χρώματα και τα δικά τους συνθήματα, τις φάτσες και τις επιφάνειες των δικών τους τραπεζιών. Έπειτα, φόρτωσαν τα τραπέζια με τα ‘φρούτα’ τις κομματικής σκέψης που πρέσβευαν. Επρόκειτο για στοίβες από προκηρύξεις, που πάνω τους είχαν τυπωμένες θέσεις και αντιθέσεις, σε ξύλινο, πολυκαιρισμένο, πολιτικό λόγο. Στα κάγκελα πάνω απ’ την πιλοτή, είχαν κρεμάσει πανό, υμνολογώντας τους νόμους που θα «περνούσαν» ή βρίζοντας τους νόμους που θα έκαναν τα πάντα για να μη «περάσουν». Τη μόνιμη επαναστατική περιβολή του χώρου, συνόδευε το ανάλογο επαναστατικό σάουντρακ. Γενικά όλα διαπνέονταν από μια βαρετή, ξεφτισμένη, ξεπουλημένη επαναστατικότητα. Όλο κάτι θα γινόταν και όλο κάτι θα ξεγινόταν, μα το ‘θα’ συνέβαλε στη σήψη των πάντων.
Εντωμεταξύ ο Μυτιληνιός είχε βρει το ίσο και εκμεταλλευόταν την κατάσταση στο έπακρο, αποκομίζοντας τρελά κέρδη. Η δράση του είχε δύο συνισταμένες. Πρώτα άνοιξε ένα γραφείο αντικαταστατών. Σ’ αυτό απευθύνονταν όλοι όσοι είχαν υποχρέωση να παρακολουθήσουν κάποια παράδοση μαθήματος, αλλά δεν είχαν την όρεξη. Έτσι λοιπόν, μέσω του γραφείου νοίκιαζαν ένα συμφοιτητή τους, που παρακολουθούσε τα μαθήματα και κρατούσε σημειώσεις στο όνομα τους. Μ’ αυτή τη τακτική, η ελίτ των φοιτητών αγόραζε χρόνο για άλλες ασχολίες, που θεωρούσε ή ήταν στην πραγματικότητα, πιο δημιουργικές, χωρίς να την απασχολούν οι κυρώσεις και το πως θ’ αντεπεξέλθει στην εξεταστική. Χάρης την ευρηματικότητα του έμπορα, μια νέα τάξη εργαζομένων δεν άργησε να δημιουργηθεί. Αυτή των επαγγελματιών αντιγραφέων, που συναγωνίζονταν για το ποιος θα κάνει τα καλύτερα γράμματα, ποιος θ’ αποδώσει τις σημειώσεις του πίνακα πιο κατανοητά και ποιος θα φτιάξει τα ποιο όμορφα σχήματα που συνόδευαν το κείμενο και τις αποδείξεις των ασκήσεων.
Το γραφείο των αντικαταστατών είχε πλεόνασμα προσφερόμενων εργατικών χεριών και πελατών. Αυτό καθιστούσε τους εργάτες αναλώσιμους και ανοχύρωτους, απέναντι στην στυγνή εκμετάλλευση του Μυτιληνιού, που κρατούσε μέχρι και πενήντα τις εκατό προμήθεια, από κάθε αντιγραφέα που νοίκιαζε.
Σε δεύτερη φάση, για να εξυπηρετήσει και τους οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές, οι οποίοι δεν είχαν το χρόνο να παρακολουθήσουν τα μαθήματα λόγω εργασίας, βάλθηκε να εκδώσει τις σημειώσεις των πανεπιστημιακών υπαλλήλων, συνεργαζόμενος με πολλά φωτοτυπάδικα της Πάτρας. Το σπάσιμο της διαδικασίας της έκδοσης σε πολλά διαφορετικά φωτοτυπάδικα, δεν εξυπηρετούσε μόνο την εξάπλωση της φήμης του ως επιδέξιου επιχειρηματία, αλλά συντελούσε αποτρεπτικά στο να ιδιοποιηθεί ο ένας φωτοτυπατζής, την επιχείρηση της αναπαραγωγής των σημειώσεων. Με τον τρόπο αυτό, κανείς δεν είχε τη λίστα των πανεπιστημιακών που παρέδιδαν σημειώσεις και ακόμα χειρότερα, κανείς δεν είχε (και ήταν πολύ δύσκολο να βρει) τη λίστα των καλύτερων αντιγραφέων που απέδιδαν τις σημειώσεις. Έτσι ο Μυτιληνιός εξασφάλισε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το μονοπώλιο στην αγορά σημειώσεων.
Για να μη θέσει σε κίνδυνο τα κέρδη του απ’ την πρώτη του επιχείρηση, εξέδιδε τις σημειώσεις σε ανακυκλωμένο χαρτί δευτέρας ποιότητος, τυπώνοντας τες με το φτηνότερο μελάνι, ανώνυμης εταιρίας. Άφηνε δε να εννοείτε, ότι κάτι τέτοιες πρόχειρες αισθητικά δουλειές, δε ταιριάζουν παρά σ’ αυτούς, που δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος ενοικίασης του προσωπικού τους αντιγραφέα. Επίσης εξέδιδε τις σημειώσεις με διαφορά φάσης δύο εβδομάδων από τη μέρα που αντιγράφονταν και διέδιδε ότι όποιος ήθελε φρέσκο πράμα, δεν είχε παρά να απευθυνθεί στο γραφείο αντικαταστατών. Οι τεχνητές αυτές διαφοροποιήσεις, απέφεραν καρπούς και οι δύο επιχειρήσεις πήγαιναν το ίδιο καλά.
Οι εύποροι φοιτητές δε καταδέχονταν να αγοράσουν σημειώσεις τυπωμένες σε φτηνό και ανώνυμο υλικό κι ας επρόκειτο να τις πετάξουν μετά την εξεταστική. Ούτε διανοούνταν ν’ αγοράσουν μπαγιάτικες σημειώσεις κι ας επρόκειτο να τις διαβάσουν μια φορά, λίγο πριν την εξεταστική. Ακόμα παρατηρήθηκε το φαινόμενο και οικονομικά ασθενέστεροι φοιτητές να προτιμούν την ενοικίαση αντικαταστατών, μετά το μάρκετινγκ διαδόσεων του Μυτιληνιού υπέρ του γραφείου του. Θεωρώντας πως η χαμηλή ποιότητα των υλικών έκδοσης, συνεπάγεται και χαμηλή ποιότητα του περιεχομένου (αν και αυτό μέσα από μια πρόχειρη σύγκριση δεν ευσταθούσε), ορισμένοι φτωχότεροι φοιτητές δούλευαν περισσότερο ή δανείζονταν, προκειμένου να έχουν τον προσωπικό τους αντιγραφέα.
Η Διογενία Κοπροσκυλέλλη, ετών εικοσιέξι, εκτιούσε τη θητεία της ως φοιτήτρια μαθηματικός, χωμένη η μισή σ’ ένα βαρέλι. Η άλλη μισή ξάπλωνε στο βελούδινο γκαζόν, κάτω απ’ τα πυκνά κλαδάκια μιας αγριελιάς και κάπνιζε ολημερίς τσιγάρα ευκάλυπτου. Ήθελε να κόψει το κάπνισμα και τα τσιγάρα ευκάλυπτου, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί.
-«Τι διάολο… Ο ευκάλυπτος βοηθάει στην αναπνοή.», μουρμούραγε και έφτυνε κάποιο κομματάκι αποξηραμένου φύλλου, που κολλούσε που και που στη γλώσσα της, καθώς ρουφούσε τον καπνό. Ύστερα προτού καν καπνίσει το ένα τσιγάρο, έστριβε άλλο. Άναβε το επόμενο με τη φωτιά του προηγούμενου και έτσι έκανε οικονομία στα σπίρτα που είχε στο κουτί της. Ένα σπίρτο το μήνα ξόδευε.
-«Ξέρεις πόσα δάση αποψιλώνονται για να γίνουν τα γαμημένα σπίρτα;»
Μετά, ξεκούραζε για μια μέρα τα πνευμόνια της απ’ τη θεραπεία του ευκάλυπτου και ζητούσε χίλιες φορές συγγνώμη απ’ της Δρυίδες, προτού χαλαλίσει το επόμενο σπίρτο. Οι Δρυίδες την συγχωρούσαν και της έστελναν, με ταχυδρόμο τον αέρα, πεσκέσι φρέσκα φύλλα, απ’ τους ευκάλυπτους που αναμάλλιαζαν στα πέριξ της Πανεπιστημιακής Πολιτείας.
Το βαρέλι το είχε κονομήσει τότε που είχε γίνει η εκστρατεία συγκέντρωσης βαρελιών, για να μπορέσουν οι φοιτητές να ζεστάνουν το κοκαλάκι τους, την πρώτη εκείνη νύχτα της επιστροφής τους, στην λησμονημένη πανεπιστημιακή γη. Το είχε αδειάσει με τα χέρια της απ’ τη βρεμένη μπαρούτη και έτσι μπαρουτοκαπνισμένη, φορτώνοντας το στις φαρδιές της πλάτες, το ανέβασε στην επιφάνεια της γης. Ήταν η μόνη από τους εκστρατείς, που δεν άφησε το βαρέλι της, για να πάει να δει με ποιο θαυμαστό τρόπο την είχε βολέψει ο λαός των συμφοιτητών της. Εκείνη είχε κυλήσει το βαρέλι της σε μια απάνεμη γωνιά και είχε κουλουριαστεί μέσα. Κατασκόπευε τα τρεχάματα και τη βαρελοκαπηλεία του Μυτιληνιού, μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Τα όνειρα της Διογενίας εκείνη τη νύχτα ήταν ταραγμένα:
-«Με κυνηγούσαν οι μπάτσοι, οι κομματικοί… με στρίμωχναν με κλομπ στα αστικά. Έπειτα με κυνηγούσαν βαρέλια σε αραχνιασμένα πανεπιστημιακά υπόγεια και στράγγιζε τον ιδρώτα των μαλλιών μου ένας Μυτιληνιός και τον πουλούσε γι’ ακριβό άρωμα, μέσα σε μυριάδες μικροσκοπικά βαρελάκια.».
Το πρωί είχε ξυπνήσει πασαλειμμένη με μαύρες μύξες και δάκρυα, ιδρώνοντας φρίκη. Παρηγορημένη κάπως απ’ το φως της ημέρας, πήγε να κάνει ένα ντουζ, κυνηγώντας ολόγυρα το νερό που εκτόξευαν τα ποτιστικά του γκαζόν.
-«Είναι το πιο υγιεινό ντουζ του κόσμου. Πλένεσαι κάνοντας πρωινή γυμναστική. Άκρως αναζωογονητικό!».
Έπειτα η Διογενία τη φύλαξε του Μυτιληνιού, καθώς αυτός ήταν απασχολημένος να κατεβάζει τις αγορασμένες κοψοχρονιά κουβέρτες, στα πανεπιστημιακά υπόγεια. Του έκλεψε τρεις πλάκες παραδοσιακό, πλωμαρίτικο σαπούνι, φτιαγμένο από χρησιμοποιημένο λάδι ελιάς και ένα υφαντό αγιασότικο προσόψι. Μ’ αυτά έτριψε καλά το εσωτερικό του βαρελιού της απ’ τη μπαρουτόσκονη και το άφησε στον ήλιο να στεγνώσει. Έτσι το βαρέλι έγινε κατοικήσιμο. Χωρίς έπιπλα, χωρίς προίκες, χωρίς μαλακά χράμια, το χαμένο κορμί της Διογενίας, απέκτησε το καβούκι του.
Με ορμητήριο αυτό το ιδιότυπο, τσίγκινο καβούκι, το καμουφλαρισμένο με κλαδιά για να μη το πυρώνει ο ήλιος,
-«…και για να μη προσβάλει τη φύση με τη παρουσία του», η αλήτισσα, παραμόνευε τις εξελίξεις στα πανεπιστημιακά έδρανα και στις καφετέριες:
-«Να μάθουμε καλά το ποιηματάκι συμφοιτητάκια μου. Να αποστηθίσουμε καλά τους ΣΟΣ στοίχους και να πάμε να τους ξεράσουμε στην εξεταστική. Μετά ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Δε θα αισθανόμαστε να βαραίνει τίποτα το κεφάλι μας, ούτε τη συνείδηση μας. Για ποιο λόγο άλλωστε; Το καθήκον μας θα το έχουμε διεκπεραιώσει στο έπακρο. Θα λέμε: « Αποδείξαμε τις «γνώσεις» που μας σημείωσαν στον πίνακα. Τις σημειώσαμε στο ‘πρόχειρο’ του μυαλού μας, τις κάναμε γαργάρα και τις φτύσαμε…». Χε, χε… Όχι στα μούτρα των ‘καθοδηγητών’ μας. Όχι, δυστυχώς όχι… Αλλά σε κάμποσες κόλλες χαρτί. Μερικοί θα ζητήσουμε κι άλλες και θα συνεχίσουμε να φτύνουμε μέχρι που να ξεφορτώσουμε. Γκούχου! Γκουχ! Φτου!…Φυματικοί από κούνια…»
Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις κινήσεις του Μυτιληνιού, τις διαβουλεύσεις του με τους κομματικούς, τις ραδιουργίες του, τις διακομματικές ρουφιανιές του και το τυχοδιωκτικό στήσιμο των επιχειρήσεων του. Κρατούσε σημειώσεις κόκκινου στυλό σε ρολό κωλόχαρτου και τις ονόμαζε ‘Ημερολόγιο Λαμόγιου’. Το κωλόχαρτο, περιείχε όλα τα κομμάτια του παζλ, των δραστηριοτήτων του έμπορα, ενωμένα. Αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως κατηγορητήριο, που βρωμούσε λες κι ερχόταν κατευθείαν απ’ τον καμπινέ και ήταν ικανό (αν έπεφτε στα χέρια μεγαλύτερου λαμόγιου), να στείλει τον Μυτιληνιό εξορία στον Αϊ – Στράτη.
Παρόλα αυτά, μεγαλύτερο λαμόγιο για την ώρα δε βρισκόταν και η Διογενία φοβόταν μήπως το ρολό της το φάει η υγρασία ή τίποτα εξοχικά ποντίκια. Οπότε ελλείψει χρημάτων, «δανείστηκε» απ’ τις αποθήκες του Μυτιληνιού, ένα λάπτοπ, το οποίο δεν άργησε να γίνει προέκταση των χεριών της. Πού την έχανες που την έβρισκες, εκείνη εκεί, ξαπλωμένη μπρούμυτα, μισή μέσα στο βαρέλι, μισή έξω, με τους αγκώνες στηριγμένους στο απαλό γκαζόν, να πληκτρολογεί με μανία τα πανεπιστημιακά ‘σημεία και τέρατα’.
Έτσι το κωλόχαρτο αποθηκεύτηκε στην ηλεκτρονική μνήμη, με τις ευλογίες του Μυτιληνιού. Διότι ο Μυτιληνιός ήξερε για τις κλεψιές της Διογενίας, αλλά ήξερε επίσης ότι η άτιμη Κοπροσκυλέλλη τον παρακολουθούσε και είχε φακελώσει πολλές απ’ τις ανομίες του. Δεν τον συνέφερε λοιπόν να μεταφέρει την υποβόσκουσα αμοιβαία αντιπάθεια, σε ένα ανοιχτό πόλεμο, κατά τον οποίο θα έβγαιναν πολλά απ’ τα άπλυτα του στη φόρα. Και έστω ότι θα κατάφερνε να αποδείξει ότι δε καταπατούσε κανένα συγκεκριμένο νόμο και να αμβλύνει τις εντυπώσεις, υποστηρίζοντας ότι έπεσε θύμα προβοκάτσιας των ανταγωνιστών του. Παρόλα αυτά η ρετσινιά των κατηγοριών, θα του έμενε και θα έκανε τα υποψήφια θύματα προς εκμετάλλευση πιο προσεκτικά και καχύποπτα.
Άφηνε λοιπόν την αλήτισσα, να πραγματοποιεί τις μικρές κλεψιές της, χωρίς συνέπειες. Τα σαπούνια, το πεσκίρι και το λάπτοπ, που του είχε κατά καιρούς σουφρώσει, τα έβλεπε σα λύτρα που έπρεπε να πληρώσει, για να κρατήσει το στόμα της Διογενίας κλειστό, εξευμενίζοντας το θιγμένο της αίσθημα δικαίου και το πνεύμα αντεκδίκησης. Ως μετρ της κομπίνας ήξερε ότι κάποιες φορές είναι αναγκαίο κάποιος, να κάνει τα στραβά μάτια σε ενοχλητικές καταστάσεις, που αντικαθιστούν όμως, άλλες χειρότερες.»
* * *
«Γραπωμένη απ’ το λούκι κατεβαίνω. Σα γάτα απλώνω το πόδι μου, ψάχνοντας το επόμενο πάτημα. Που και που, τα πόδια μου τα χάνουν και αρχίζουν να σπινιάρουν απεγνωσμένα πάνω κάτω στον τοίχο. Δε βρίσκουν πουθενά να σταθεροποιηθούν και έτσι τα σφίγγω όσο μπορώ στο λούκι για να ελαφρώσουν λίγο απ’ το βάρος μου. Καιρός ήταν. Λίγο έλειψε να ξεκολλήσει η ωμοπλάτη μου. Έτσι σφιγμένη πάνω στο λούκι κατεβαίνω έρποντας. Γλιστράω λίγο προς τα κάτω τα χέρια. Τσουλάω λίγο προς τα κάτω τα πόδια. Και ούτω κάθ’ εξής.
Όπα! Σα να βρήκα ένα σταθερό εξόγκωμα, για να ξαποστάσω. Είναι μια δέστρα που κρατάει το παλιό λούκι, γερά κολλημένο στο τοίχο. Τέτοιες δέστρες, υπάρχουν ανά δυο μέτρα στο σώμα της υδρορροής. Σα να προνόησε ο προ τριακονταετίας τεχνίτης, σκάλα για τους παθιασμένους εραστές ή για τους νυχτερινούς κλέφτες με άντερα. Παίρνω λαχανιασμένες ανάσες, νιώθοντας τους γδαρμένους αγκώνες μου να τσούζουν. Μαζώνω θάρρος και στρίβω το κεφάλι μου προς τα δεξιά, από κει που ακίνητο ιδροκοπούσε μπροστά στο τυφλό τοίχο. Σχεδόν το ακούω να τρίζει, τόσο μαγκωμένο νιώθω τον λαιμό μου. Ωραία! Έχω φτάσει δίπλα στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου. Λίγο κουράγιο ακόμα και τα τρεμάμενα πόδια μου, θα βρουν την παρηγοριά τους στα πλακάκια της εσωτερικής αυλής.
Ο ιδρώτας θολός, στάζει στα μάτια μου και με στραβώνει. Πεταλουδίζουν τα βλέφαρα μου και τα αντικείμενα γίνονται πάλι συγκεκριμένα. Ο πολύχρωμος, βουερός μπόγος που πάει πέρα δώθε στο μπαλκόνι του δευτέρου, είναι ένα αγοράκι ως τεσσάρων χρονών, καβάλα σε ένα τρίκυκλο ποδηλατάκι. Μόλις με παίρνει χαμπάρι, τσουλάει, κάνοντας κουπί με τα πόδια του, προς τη μεριά μου. Παρκάρει και αποβιβάζεται απ’ το όχημα του. Χουφτιάζει τα πλαϊνά κάγκελα του μπαλκονιού και με μωρουδίστικο κόπο ανεβαίνει το πεζούλι πάνω στο οποίο είναι στερεωμένα. Με τα μάτια του συνεχώς καρφωμένα πάνω μου, πιπιλίζει τη κουπαστή του μπαλκονιού. Μετά αφού βεβαιώνεται ότι έχει καλοκαθαρίσει το σίδερο, εναποθέτει συλλογισμένα το πιγούνι του πάνω. Αναμετριόμαστε ακίνητοι, σα καουμπόηδες της άγριας δύσης πριν βγάλουν τα πιστόλια.
Λαχανιάζω ακόμα, ενώ κάτι μου λέει να απλώσω το χέρι και να χαστουκίσω το νιάνιαρο που με περιεργάζεται, με το κεφάλι βολικά τοποθετημένο για καρατόμηση. Ο μικρός χωρίς να ξεκολλά το πιγούνι απ’ τη κουπαστή, ανασηκώνει λίγο τις μύτες των ποδιών του και κοιτά κάτω, τα παραδοσιακά πλακάκια της αυλής. Δε κρατιέμαι κοιτάω και γω τα γκριζόμαυρα, ψυχεδελικά σχέδια με τις ρωγμές, κατά το κέφι των καιρών που χορεύουν πάνω τους. Βλέπω μια ρουφήχτρα να ανοίγει εκεί κάτω και με το ζόρι κρατιέμαι για να μη με αποσπάσει απ’ το λούκι μου. Νιώθοντας έντονη ναυτία ανασηκώνω το κεφάλι και ξαναντικρίζω τα ίδια επίμονα μάτια να με κατασκοπεύουν, μόνο που τώρα έχουν γίνει γελαστά.
Δυο κόκκινα υγρά χειλάκια σαλεύουν. Ο ήχος ενός ξένοιαστου γέλιου ξεφεύγει. Μια παιδική φωνούλα συλλαβίζει. Την πρώτη της εντολή αυτοκτονίας…
-«ΠΕ – ΣΕ!», κι ύστερα πάλι πιο επιτακτικά, «ΠΕΣΕ!».
-«ΠΕΣΕ ΕΣΥ!», απαντάω χωρίς δισταγμό.
Ο μικρός στέκεται ξέπνοος για μια στιγμή, κάνοντας πως πατάει τα κλάματα, αλλά όταν παρατηρεί την ψυχρή, χαιρέκακη ματιά μου, αλλάζει γνώμη και ξεσκαλώνει απ’ τα κάγκελα. Τα μικρά του ποδάρια τρέχουν προς το ποτιστικό λάστιχο, που βρίσκεται τακτικά κουβαριασμένο κάτω από μια βρύση, στο κέντρο του μπαλκονιού. Πιάνει τη μια του άκρη και προσπαθεί να την εφαρμόσει, όσο πιο βαθιά μπορεί στη μπούκα της βρύσης.
Αμάν! Καλά το κατάλαβα πως έχω να κάνω με διάβολο. Αυτός έχει σκοπό να με ποτίσει μέχρι τελικής… πτώσης. Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω βιαστικά τη κάθοδο μου, ενώ απ’ το μπαλκόνι ακούω χαρχαλέματα, βιαστικά τρεχαλητά και νερό που τρέχει με ορμή. Προφανώς το λάστιχο θα έχει ξεφύγει απ’ τη βρύση. Χαίρομαι γιατί ξέρω ότι θα πάρει ώρα στο διώκτη μου να το ξαναβάλει στη θέση του, χώρια που μέχρι τότε θα έχει γίνει ο ίδιος μουσκίδι.
-«ΤΩΡΑ ΘΑ ΔΕΙΣ, ΜΑΛΑΚΑ!», ακούω τη γρουσούζικη παιδική φωνούλα.
Γυρίζω έντρομη τα μάτια μου προς τα πάνω, περιμένοντας ν’ αντικρίσω ένα καταρράκτη από νερό να έρχεται καταπάνω μου. Αντί γι’ αυτό βλέπω τον μικρό να κρατάει ένα πλαστικό ποτιστηράκι – παιχνίδι και μ’ αυτό να προσπαθεί να με καταβρέξει. Εντάξει, μερικές ψιχάλες καταφέρνουν να πιτσιλίσουν τη μύτη μου.
-«ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ!», γελάω ειρωνικά, «Τι γίνεται; Απέτυχαν τα σχέδια με το λάστιχο, μπασταρδάκι;».
Τι το ‘θελα να τον τσιγκλήσω; Μου ‘ρχεται το ποτιστηράκι σούμπιτο κατακέφαλα.
-«ΑΑΑΑΧ! Τι δροσιά του να ‘χεις, διάολε!», καταριέμαι νιώθοντας τον δεξί μου ώμο μούσκεμα.
Μετά απ’ αυτό γλιστράω στα γρήγορα, ολοταχώς προς το πάτο, προτού με βρει και καμιά γλάστρα στο δόξα πατρί. Τα τελευταία τρία μέτρα σχεδόν τα πηδάω. Καιρός ήταν, γιατί απ’ το μπαλκόνι του πιτσιρικά ακούγονται μαλώματα. Έχει βγει η μάνα του έξω και ωρύεται για τα καμώματα του γιόκα της.
-«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΣΠΥΡΟ; ΠΩΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΣ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΕΤΣΙ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ; ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΠΙΣΩ ΣΟΥ ΘΑ ΤΡΕΧΩ; ΚΟΙΤΑ… ΚΟΙΤΑ ΧΑΛΙΑ! ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ! ΛΙΜΝΗ! ΠΑΕΙ ΚΙ Η ΜΠΙΓΚΟΝΙΑ, ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ, ΤΗΝ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΣΟΥ! Ι Ι Ι Ι !!! ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ! ΧΤΕΣ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΖΑ ΑΦΙΛΟΤΙΜΕ! ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΡΕ ΓΩ; ΔΟΥΛΑ ΣΑΣ ΕΙΜΑΙ; ΕΛΑ ΔΩ ΜΗ ΣΟΥ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ! ΤΣΟΓΛΑΝΕ!».
Ε ρε γλέντια! Πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Ακούγονται κάτι φάπες ξεγυρισμένες και ο Σπύρος τσιρίζει σα γουρούνι που το σφάζουν. Μάνα ν’ αγιάσει το χέρι σου, μ’ αυτό παίρνω την εκδίκηση μου.
-«ΑΑ..ΑΥΤΗ… ΑΥΤΗ ΚΑ…ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΑΠ’ ΤΟ… ΑΥΤΟ!», τσέβδιζε και έχανε τις λέξεις ο Σπύρος, προφανώς δείχνοντας το λούκι.
Η μάνα του σέρνει τα τσόκαρα της κατά το κάγκελο που της δείχνει το βλαστάρι της και σκύβει να ελέγξει το πεδίο. Ένα αποτσίγαρο προσγειώνεται, ένα μέτρο από εκεί που είμαι ακουμπισμένη. (Η μανούλα κάπνιζε για να καλμάρει τα νεύρα της). Κοιτάει κάτω, μα δε μπορεί να με δει. Γιατί εγώ, κρυμμένη κάτω απ’ το μπαλκόνι του πρώτου, ευχαριστιέμαι τις κατσάδες απαριθμώντας τις απόλυες μου. Δυο ματωμένοι αγκώνες, δυο τριμμένα γόνατα (ευτυχώς το τζιν είχε πάρει όλοι τη μπόρα), μισή μουσκεμένη μπλούζα απ’ το νερό και η άλλη μισή μουσκεμένη απ’ τον ιδρώτα, ένας ψιλοστραμπουλιγμένος αστράγαλος. Διόλου άσχημα για μια πρωτάρα αναρριχήτρια, που επιχειρεί κατάβαση απ’ τον τρίτο.
-«ΤΙ ΠΑΠΑΡΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΡΑΔΙΑΖΕΙΣ ΑΧΑΪΡΕΥΤΟ; ΠΟΙΑ ‘ΑΑ..ΑΥΤΗ’ ΚΑΙ ΤΙ ‘ΑΥΤΟ’ ; ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΜΟΥ ΨΑΧΝΕΙΣ ΤΩΡΑ; ΜΟΝΟ ΤΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΑΚΙ ΒΛΕΠΩ ΠΕΤΑΜΕΝΟ ΚΑΤΩ ΝΑ ΞΕΧΕΙΛΙΖΕΙ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ. ΕΜΠΡΟΟΟΟΣ ΜΑΡΣ, ΜΕΣΑ! ΘΑ ΣΕ ΚΛΕΙΣΩ ΚΑΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΣΤΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ, ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΕΓΩ!»
Καλά ξεμπερδέματα Σπυράκοοοο! Εγώ τη κάνω τώρα για μια τσάρκα στην πρωινή Πάτρα. Άμα θες σου φέρνω λουκούμια και τσιγάρα στη φυλάκα. Αντιός αμίγκο!
Τούτη την εσωτερική αυλή δεν την έχω ξαναεπισκεφτεί, παρά μόνο με το βλέμμα την αλώνιζα από ψηλά. Έχει πλακοστρωμένη, μια αρκετά μεγάλη, ορθογώνια επιφάνεια, το κέντρο της οποίας στολίζει ένα παλιό μαγκανοπήγαδο. Ο κουβάς έχει από καιρό συγχωρεθεί και το κουφάρι του σκουριάζει ξεπατωμένο, πάνω στο ερμητικά κλειστό καπάκι του πηγαδιού. Υποθέτω τιμής ένεκεν του νερού, που κάποτε τράβαγαν για να ποτίσουν τις πορτοκαλιές, οι οποίες σκιάζουν περιφερειακά την αυλή. Υπάρχουν κι άλλα κομφόρ, που δείχνουν πως οι τυχεροί ένοικοι των δύο ισόγειων διαμερισμάτων που τη μοιράζονται, τη χαίρονται πολύ, την κρυφή, ιδιωτική τους πλατεΐτσα. Εδώ υπάρχουν δυο παγκάκια βαμμένα πρόσφατα με πράσινη λαδομπογιά, στην απόχρωση των παλιών μαθητικών θρανίων. Είναι διαγώνια βαλμένα, αντικριστά, στις γωνίες του πλακοστρωμένου ορθογωνίου. Γνέφουν κωδικοποιημένα, το ένα στ’ άλλο, μηνύματα ονείρων και ερώτων, έχοντας από δυο πορτοκαλιές – κηδεμόνες στις άκρες τους. Επίσης υπάρχουν δυο τσίγκινα, στρογγυλά τραπεζάκια καφενείου και πέντε ψάθινες, ρεμπέτικες καρέκλες. Αμολημένα στη πλατεία, ουζάρουν αέναα τον μεζέ του απόβραδου.
Είναι ειρήνη εδώ και επικρατεί πρωινή σιγαλιά, λες και η πόλη τριγύρω ερημώθηκε. Το άρωμα απ’ τις ανθισμένες πορτοκαλιές, μουσκεύει το στομάχι μου με ναρκωτική νοσταλγία. Δε θέλω να πάω πουθενά, εδώ θα μείνω.
-«Ι Ι Ι Χ!!! Κόρη μου! Πού πλήγιασες τους αγκώνες σου; Έλα μέσα να σε γιατροπορέψω.»
Η γριά νοικάρισσα του εξ αριστερών διαμερίσματος, έχει βγει με μια σκούπα στο κατώφλι, να σαρώσει τα ανύπαρκτα φρόκαλα. Κρατώντας το σκήπτρο της νοικοκυροσύνης της, χαίρεται που η μουσαφίρισσα δεν την έπιασε να κάθεται άεργη, ενώ επιπλέον της δίνεται η ευκαιρία να βγει απ’ την ανία της επιτελώντας θεάρεστο έργο, την περίθαλψη των τραυμάτων μου.
Η παρουσία ενός άλλου ατόμου με βγάζει απ’ τη νιρβάνα.
-«Μα… όχι… Παρακαλώ μην ενοχλείστε…», μουρμουρίζω, αλλά θέλω πολύ να σκουπιστώ απ’ τα πηγμένα αίματα.
Αυτή με καλοσυνάτη επιμονή, με πιάνει προσεκτικά απ’ το μπράτσο και με καθίζει σε μια παλιά κασέλα στρωμένης με χράμια, που εκτελεί χρέη καναπέ, παράπλευρα στην εξώπορτα. Ακολούθως, με χτυπάει δυο φορές στον ώμο, σα να μου λέει μείνε όπως είσαι, επιστρέφω αμέσως.
Σαν από μάγια επιστρέφει η γριά πραγματικά αμέσως, λες και ο χρόνος ακινητοποιήθηκε για πάρτη της. Πότε πρόλαβε να νοιαστεί για το βαμβάκι, το οινόπνευμα και τους επιδέσμους, το ‘βαρύ γλυκό και όχι’ καφεδάκι, τα κουλουράκια με χιώτικη μαστίχα, το στολισμό του δίσκου τραταρίσματος με το κοφτό σεμεδάκι; Ο Θεός κι η ψυχή της… Πάντως τώρα το ρολόι ξαναρχίζει να χτυπά. Περιποιείται πιο μαστόρικα κι από έμπειρη ερυθροσταυρίτισσα, τα γδαρσίματα μου κι απαιτεί να σηκώσω τα μπατζάκια μου για να ελέγξει και τα γόνατα.
-«Εντάξει είμαι θεία…»
-«Μαρίτσα»
-«Εντάξει είμαι θεία – Μαρίτσα σ’ ευχαριστώ πολύ!»
-«Την ευχή μου να ‘χεις παιδί μου, ο Θεός σ’ έστειλε ουρανοκατέβατη να παρηγορήσεις λίγο τη μοναξιά μου. Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι; Δοκίμασε τα κουλουράκια να μου πεις αν τα πέτυχα.»
-«…»
-«ΈΙ! Τι κάνεις βλογημένο!»
-«Τι… τι κάνω θεία – Μαρίτσα;», τραυλίζω μπουκωμένη.
-«Βουτάς το κουλούρι στον καφέ; Τώρα πώς θα σου πω το φλιτζάνι; Στάσου, στάσου να πάω να σου φτιάξω έναν άλλο…»
-«Εχ, αυτό ήταν θεία; Άσε μη κάνεις τον κόπο, προτιμώ να μη γνωρίζω τα μελλούμενα. Να ‘χω περιέργεια για το τι θα γίνει παρακάτω.»
-«Αμ η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, πουλάκι μου! Τι να το κάνεις το σασπένς; Καλύτερα να ξέρεις για να λαμβάνεις τα μέτρα σου!»
Άλα της μάρκετινγκ η καφετζού! Να δεις που τούτη δω ξέρει τι καπνό φουμάρω και βιάζεται να σπάσει πλάκα με τις «προβλέψεις» της.
-«Καλά θεία, μιαν άλλη φορά θα έρθω να κάτσουμε, να μου ‘δώσεις’ τα επικίνδυνα σταυροδρόμια. Τώρα καλύτερα να βουτήξω τα θαυμάσια κουλουράκια σου, όσο ο καφές είναι ακόμη ζεστός. Να… Έτσι τα φχαριστιέμαι καλύτερα! Γεια στα χέρια σου!»
-«Όπως θες παιδί μου. Την επόμενη φορά θα σε τρατάρω μπακλαβά με τον καφέ, που δε βουτιέται.»
-«ΓΚΟΥΧΟΥ! ΓΚΟΥΧΟΥ! ΓΚΟΥΧ!», αμάν αυτή θα με πνίξει με τις ατάκες της.
-«Χριστός! Χριστός παιδί μου! Έλα πιες μια γουλιά νερό να πάει κάτω… Ο εξαποδώ με στράβωσε και μου ξέφυγε, φαίνεται, ολόκληρο κομματάκι μαστίχας στο ζυμάρι!»
Αφού η γριά με καμαρώνει λιγάκι να τρώω τα κουλουράκια, σα να την πιάνει νευρικότητα με την ακινησία των χεριών της. Κομπολόι να παίξει δεν έχει, δημιουργικό οίστρο έχει, οπότε πιάνει και βγάζει από ένα καλοδιπλωμένο πεσκίρι το πλεχτό της και τα χάρτινα σχέδια αυτού. Το εργόχειρο είναι μια ροτόντα, κοντά στη μέση της ολοκλήρωσης της. Η γριά συμβουλευέται τα σχέδια και για να μη χάνει τη σειρά, μπήγει μια καρφίτσα στο σημείο οπού βρίσκεται. Το βελονάκι μπλέκει σα φρενιασμένο το νήμα (λευκές θηλιές «Πεταλούδα» Νο40), σε μπουκέτα από τριαντάφυλλα, σπασμένους κίονες και κορδέλες από μαιάνδρους.
-«Ωραίο σχέδιο θεία – Μαρίτσα. Πολεμικό! Τριαντάφυλλα λευκά που αποζητούν το κόκκινο τους. Σπασμένες κολώνες – σμπαραλιασμένες πολιτείες. Μαίανδροι… το παρελθόν που μας κατατρέχει, μας σαρκάζει και ζητάει εκδίκηση…»
-«Εμένα πάλι παιδί μου, μου φέρνει μια δροσιά… Μέσα στα τριαντάφυλλα, τα σπασμένα αρχαία και στα κύματα των μαιάνδρων, βλέπω χαμένα νησιά εξαγνισμένα απ’ τα λιοπύρια, ακινησία μεσημεριανή, λευκό παρελθόν. Και μέσα σ’ όλα αυτά, ο ανεμοδείκτης της ψυχής μου, πιάνει να ‘ρχεται το μελτέμι, του πιο αισιόδοξου μέλλοντος.».
Μιλάει σα να διηγιέται παραμύθι και με παραμυθιάζει στο πι και φι, ήδη νιώθω γαληνεμένη απ’ τα αισιόδοξα προμηνύματα. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να δω μέσα σ’ ένα τόσο ειρηνικό σχέδιο, τόση φλόγα και αίμα. Αλλά μέσα μου βαθιά το ξέρω, πως αν απομακρυνθώ απ’ την ακτίνα επιρροής της παράξενης γριάς, πάλι τα σώψυχα μου θ’ απεικονίζω, στα όσα νομίζω ότι βλέπω.
Χτυπάει το κουδούνι. Σημαίνει συναγερμό. Πολύ κάθισα και ο χρόνος αρχίζει να μετράει αντίστροφα. Σε λίγο, θα ξυπνήσουν, θα δουν ότι λείπω και θ’ αρχίσουν να με ψάχνουν, ξεκινώντας από τούτα τα ισόγεια της αυλής. Από τούτα τα ισογ…. Έχει γούστο να είναι αυτοί! Πετάγομαι πάνω και κοιτάω γύρω μου έξοδο διαφυγής, δε βλέπω καμιά, οπότε τρέχω, σκαρφαλώνω σε μια πορτοκαλιά και καθώς σφίγγομαι μέσα στα κλαριά της κλείνω σφιχτά και τα μάτια μου. Συνειδητοποιώ το πόσο γελοία είναι η αντίδραση μου, αλλά δε ξέρω τι άλλο να κάνω, παρά να κάθομαι κει πάνω στην πορτοκαλιά, με τα μάτια ερμητικά κλειστά.
Η γριά έρχεται και στέκεται από κάτω, με τα χέρια στη μέση.
-«Κατέβα κάτω. Τα πορτοκάλια αργούν να γίνουν ακόμα. Θα τρομάξεις την πορτοκαλιά και θ’ απορρίξει τον ανθό!»
Το κουδούνι χτυπάει πιο επιτακτικά και μια γυναικεία φωνή: «Κυρία Μαρίτσαααα!»
Κατεβαίνω ντροπιασμένη.
-«Έλα μαζί μου.», με παίρνει απ’ το χέρι.
Έπειτα, πιο βιαστική από μένα που σέρνω απρόθυμα τα πόδια μου, μ’ αφήνει και τρέχει ν’ ανοίξει την πόρτα. Έτσι καθώς αυτή ανοίγει την εξώπορτα, εγώ βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο πριν το χωλάκι και κάνω πως περιεργάζομαι κάτι παλιές, κιτρινόμαυρες φωτογραφίες.
Σα σίφουνας περνάει από δίπλα μου ένα πιτσιρίκι, φωνάζοντας:
-«Γιαγιάκαααα! Θα μείνω, αλλά θέλω κουλουράκια με μαρμελάδα νεράντζι, ένα μεγάααλο ποτήρι βυσσινάδα, να μου πεις το παραμύθι με την ‘Κουτσλού’ και να παίξουμε σκάκι!»
-«Κάτσε ήσυχος βρε ντέρτι κι έχω μουσαφίρισσα!», φωνάζει από μέσα η γιαγιάκα.
-«Τι μουσαφίρισσα κυρία Μαρίτσα; Αν ενοχλεί ο μικρός, να δω μήπως βρω κάπου αλλού να μου τον κρατήσουν για σήμερα.», λέει με αγωνία η γυναίκα και μετά αγριεύοντας, «Κάτσε φρόνιμος! Δε σου ‘φτανε η ‘πρωινή μερίδα’; Θες να ‘φας’ κι άλλο;»
Εντωμεταξύ εγώ κι ο μικρός έχουμε αναγνωριστεί. Ο διάολος. Νάτος πάλι μπροστά μου.
Ο Σπύρος κάνει να τρέξει μισοτρομαγμένα, μισοθριαμβευτικά στη μάνα του. Αλλά κοντοστέκεται και με ρωτάει:
-«Πώς σε λένε;»
-«Καμιά!», του απαντάω.
-«Κάμπια, θέλεις να πεις.», με διορθώνει εκείνος.
-«Όπως σε βολεύει.», συμβιβάζομαι.
-«ΜΑΜΑ ΜΑΜΑ! Η ΚΑΜΠΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΑΠ’ ΤΟ ΛΟΥΚΙ!!! ΜΑΜΑΑΑΑ! ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ! ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!»
-«Το κέρατο μου! Τι ανοησίες είναι αυτές που λες; Δε καταλαβαίνεις ότι ενοχλείς τον κόσμο με τις φωνές σου;», η μανούλα παρουσιάζεται κι αυτή.
Μια λιπόσαρκη γυναίκα, με καμένο απ’ τις βαφές, πλατινέ μαλλί. Γαλάζια μάτια, υπογραμμισμένα με μαύρο μολύβι. Λεπτά, απαλά χείλη που φαίνονταν πιο άχρωμα απ’ το κανονικό. Αυτή η απουσία χρώματος σε κάνει να ξεχνάς το υπόλοιπο πρόσωπο και να βλέπεις μόνο μάτια.
-«Συγγνώμη… Απ’ το πρωί είναι όλο αταξίες και απίθανες φαντασίες! Τώρα τα έχει βάλει με το λούκι δίπλα απ’ το μπαλκόνι μας και κάτι εξωγήινους που κατεβαίνουν απ’ αυτό.»
-«Τιιιιιι; Είσαι εξωγήινη;», με ρωτά ο μικρός με διάπλατα μάτια.
-«Ναι είναι εξωγήινη και θα σε πάρει μαζί της να ησυχάσω!», απαντά η μάνα.
-«ΜΑΜΑ! ΜΑΜΑ, ΜΗ Μ’ ΑΦΗΝΕΙΣ! ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!», κλαίει κι οδύρεται ο Σπύρος. Κρεμιέται απ’ το λαιμό της μάνας του και δεν την αφήνει να κάνει ρούπι.
-«Να τα μας τώρα! Άσε με παιδί μου κι έχω αργήσει για τη δουλειά!»
-«Έλα, έλα Σπυράκο! Και η κοπελιά έφευγε τώρα. Εμείς θα κάτσουμε εδώ και θα πούμε παραμύθια, θα παραγγείλουμε πίτσες… θα περάσουμε ωραία όπως πάντα τα δυο μας! Ε;»
Δε περίμενα να το ξανακούσω δεύτερη φορά.
-«Ναι, ναι, εγώ φεύγω τώρα! Αντίο, αντίο! Θεία – Μαρίτσα σ’ ευχαριστώ για όλα!»
-«Να ξανάρθεις σύντομα, παιδί μου! Να σου πω το φλιτζάνι … που δεν πρόλαβα σήμερα. Ο Θεός μαζί σου!»
-«Φεύγει! Η εξωγήινη κάμπια φεύγει! Έχει αφήσει και το φλιτζάνι της… Θα τα μάθουμε γι’ αυτήν όλα! Κι η μαμά θα με πιστέψει. Έτσι δεν είναι γιαγιάκα;»
Η γριά κλείνει το μάτι της χαμογελώντας. Σε μένα; Στον Σπύρο; Ποιος ξέρει. Ποιος νοιάζεται; Όχι πάντως εγώ, που βγαίνω βιαστικά. Ο Σπύρος τρέχει βιαστικά στην εσωτερική αυλή, στυλώνει τα μάτια του στον ουρανό και βλέπει το ούφο ν’ απογειώνεται.»
συνεχίζεται...
Παρασκευή, Ιανουαρίου 04, 2008
Μέρος 1ο: ΤΟ ΛΟΥΚΙ (μυθιστόρημα για μερικούς φοιτητές)
Τραγουδάκι αρχής: Το λούκι
Το φως της μέρας αντίκρισα βγαίνοντας από λούκι,
τη προίκα μου τη φύλαγαν σ’ ένα παλιό σεντούκι.
Ο λάρυγγας μου έπαιζε κομμάτια για μπουζούκι
και θάρρεψα πως η ζωή γλένταγε σε κουτούκι.
Το λούκι, το λούκι, γεννήθηκα και έπεσα ευθείς σε άλλο λούκι.
Ελευθερίας άνεμος; Καπνός από τσιμπούκι.
Ταυτότητα μου δώσανε, πάσο για το μπουλούκι.
Ολημερίς τσιγκλίζαμε τη γης, μ’ ένα παλούκι
και οι ψυχές μας ντύνονταν ένα σκληρό καβούκι.
Το λούκι, το λούκι, οι λύκοι σκύλοι γίνανε και φέρνουν το παλούκι.
Όλες οι μούτζες έγραφαν πως έπεσα στο λούκι,
το σύστημα μου φύτεψε για έλεγχο ένα κούκι.
Τα μέσα μου σαπίζανε κι ας ήμουνα μπουμπούκι.
Άσπρη καπνιά αλείφτηκα και παίζω στο Καμπούκι.
Το λούκι, το λούκι, για κάθε κώλο ταιριαστό, υπάρχει ένα παλούκι.
Δίχως παγάκια η φραπελιά, κούφιο το ξεροκούκι,
μα η κυβερνώσα κουμπαριά μασάει λαδομπούκι.
Οι νταβατζήδες κέρναγαν φέτες από χαστούκι
κι οι μπάτσοι με τρομάζανε μ’ ένα βαρύ ματσούκι.
Το λούκι, το λούκι, στους δρόμους κατεβήκαμε και γίναμε μπουλούκι.
Ορδή ζητιάνων που ποθούν το πλαστικό σουζούκι,
μέσα στη νύχτα συγκροτούν, στρατό οι Μαμελούκοι.
Με τέτοια κόλπα αν θαρρούν πως θα ‘βγουν απ’ το λούκι,
να με γαμήσουν θα σταθώ, τους παίρνω και ‘τσιμπούκι’.
Το λούκι, το λούκι, για κάθε κώλο θα κρατώ πεσκέσι ένα παλούκι.
Αρχή Παραμυθιού Καλημέρα σας...
Ιδεατή Πανεπιστημιακή Πολιτεία
Μερικές φορές, δε ξέρω, σκέφτομαι ότι όπου να ‘ναι θα ξυπνήσω και θα ανακλαδιστώ τεντώνοντας παιδικά χεράκια και ποδαράκια. Και τότε θα ανακαλύψω πως όλη μου τη ζωή την ονειρεύτηκα. Πως τάχα μεγάλωσα, έδωσα εξετάσεις, πέρασα Πάτρα, πήγα Πάτρα, έκανα μπρος πίσω στο Πανεπιστήμιο, ξερνούσα χολή και ρουφούσα σκοτάδι και σκιαμαχούσα εξαντλητικά. Ο σβέρκος μου θα ‘χει πιαστεί απ’ τη τρομάρα ή το ανοιχτό παράθυρο, αλλά γω θα έχω πολλές άγραφες σελίδες μπροστά μου και την ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη που ονειρεύτηκα.
Σκούπισε τα σάλια που σου τρέξανε στο μαξιλάρι μωρό μου, γιατί τώρα είναι που ονειρεύεσαι. Είσαι εκατό χρονών γριά, σε πάρτι φαντασμάτων και μοστράρεις φιογκάκια στα μαλλιά και στριγκάκια στο κώλο. Ανασταίνεις το παιδί, ξεθάβεις και την έφηβη. Πιάνετε το χορό. Το χορό του Ζαλόγγου.
-«Πάτρα, Οκτώβριος 1999… Μπαίνω στο λούκι.
Είναι που ξεκινάει το φιάσκο των σπουδών. Σβήνω το φως. Στη κάμαρα έχω φωτάκι νυκτός, τη πορτοκαλή λάμπα του δήμου, που γέρνει το κεφάλι της κοιτάζοντας αφ’ υψηλού τους διαβάτες. Τα αυτοκίνητα επί της Αγίας Σοφίας, δε σταματούν. Ο σφυριχτός ήχος που τα συνοδεύει στο πέρασμα τους, με νανουρίζει. Ύπνος. Βγαίνω απ’ τον ύπνο. Τινάζομαι μανιασμένα, να διώξω μια αράχνη που προσγειώθηκε στο στήθος μου. Είναι αυτή η μαύρη, η χνουδωτή, που είδα το πρωί να κλωσάει ένα πακέτο τσιγάρα που διαφημίζονταν στα πλευρά του αστικού λεωφορείου…
Το γέρικο, γερμανικό σασί του «Νο6 Πανεπιστήμιο-Νοσοκομείο» με βόλεψε στα σωθικά του για ένα διόλου αξιοκαταφρόνητο αντίτιμο (80 σέντσια! σε σημερινά λεφτά), παρόλη την φοιτητική έκπτωση. Με ξέρασε στην πανεπιστημιούπολη και εγώ ως άλλος, ψαρωμένος Ιωνάς περιηγήθηκα στα αμφιθεατρικά ενδότερα της σχολής μου…»
* * *
-«Ρε μαλάκα…Πόση κόκα της έδωσες;»
* * *
«Το πρώτο εξάμηνο με βρήκε στα σύγχρονα τσιμεντένια περιστύλια να φιλοσοφώ με πεφωτισμένους διδασκάλους για τη χρησιμότητα των μαθηματικών εννοιών, το πόσο βαθιά ριζωμένοι είναι οι αριθμητικοί τύποι μέσα στις δομές των πραγμάτων, ώστε πολλές φορές να μην είναι μπορετό να καθοριστεί με σαφήνεια ποιο προϋπήρξε ποιανού. Ρωτούσε τον διπλοπόδι καθούμενο φοιτητόκοσμο, ο Σοφός, περιφέροντας το βλέμμα:
-« Ήταν άραγε οι μαθηματικοί αλγόριθμοι που πρωτογεννήθηκαν, καθορίζοντας τη φόρμα του απτού κόσμου; Ή ήταν τα πράγματα που πρωτοπλάστηκαν και μέσα από τη θαυμαστή χαοτική αρμονία τους αναδύθηκαν οι αριθμητικές νότες για να συναρπάσουν αποκλειστικά τα ονειροπαρμένα μαθηματικά μυαλά;».
Την έκπληκτη σιωπή μας, την ακολουθούσε μια βουή έντονων αντιπαραθέσεων. Κάτι τέτοια συζητούσαμε ολημερίς και πολλές φορές συλλογισμένοι ξεχνιόμαστε, μέχρι που το σούρουπο έβαζε φωτιά στο ουρανό, κατά τη μεριά της Μεγάλης Ελλάδας. Απτόητοι όμως εμείς διαμελίζαμε χειρουργικά διαφορικούς τύπους, ανασυνθέταμε παραστάσεις με νέες αρχικές συνθήκες και γενικά ερευνούσαμε υποπεριπτώσεις υποπεριπτώσεων. Παραστάτες σ’ όλες αυτές τις συναρπαστικές έρευνες, οι Δάσκαλοι μας, έπαιζαν το ρόλο του συντονιστή και του μέντορα, ενώ αμέριστη ήταν η χαρά τους όταν μια νέα χρήσιμη γνώση έκανε πως μπουσούλαγε έξω απ’ το δοκιμαστικό σωλήνα, οπού συντήκονταν οι προσπάθειες εκατοντάδων φοιτητών.
Όλες αυτές οι δοκιμές, τα πειράματα και οι ασκήσεις, όλες οι χαρές μα και οι απογοητεύσεις που μας κερνούσαν οι προσπάθειες μας για εξέλιξη των ήδη κεκτημένων γνώσεων, μας έκαναν φοβερά καχύποπτους και κριτικούς. Κάθε παλιότερη θεωρία που μας σερβίριζαν, τα κατά τα άλλα πολύ προσεγμένα και σύγχρονα εγχειρίδια, που μας μοιράζονταν εγκαίρως απ’ τους πνευματικούς καθοδηγητές μας, ώστε να έχουμε ένα σχετικό σχέδιο πλεύσης στις εξερευνήσεις μας, περνούσε από ψιλή κρησάρα. Οι θεωρίες και οι ορισμοί των μίστερ Γκάους, Λέιμπνιτς, Βάιστρας, Καντόρ, Μπολζάνο, Κοσή και άλλων πολλών, είτε «ανακαινίζονταν» με χρήση νέων όρων , είτε επεκτείνονταν ώστε να γίνει πιο γόνιμη η προσφορά τους, είτε απορρίπτονταν πάραυτα διαγκωνισμένοι από νέες θεωρίες φοιτητών, που διεκδικούσαν μια θέση κάτω απ’ τον Ήλιο της ισονομίας της γνώσης, που φώτιζε τη πανεπιστημιακή πολιτεία μας. Κανείς δεν είχε το αλάθητο, σε κανέναν δεν παρεχωρείτο η ντε φάκτο αλήθεια των λόγων, άγιοι στις επιστήμες δεν υπάρχουν και έτσι εμείς, ελεύθεροι από δογματισμούς και προκαταλήψεις, είχαμε το ελεύθερο να κάνουμε οποιαδήποτε αλχημεία μας περνούσε απ’ το μυαλό. Άλλωστε η νεανική ζέση και ο ενθουσιασμός, μας υπαγόρευε να επαναστατούμε διαρκώς απέναντι στο καθετί προϋπάρχον, στο καθετί που ανέδινε έστω και την παραμικρή υποψία οσμής σήψης. Επαναστατούσαμε μόνο και μόνο για τη χαρά της επανάστασης και… να δεις κάτι πράγματα (!), κάθε φορά ερχόταν η δικαίωση του αγώνα: Μια νέα ήπειρος γνώσης, ακόμα κι αν δεν υπήρχε για να την ανακαλύψουμε, εμείς τη θεμελιώναμε με σεισμούς και λάβα, εκεί που συναντώνται οι τεκτονικές πλάκες της άγνοιας και του σκοταδισμού.
Κάθε φορά που το Καθεστώς… Καθεστώς βλέπεις λέγαμε εμείς κάθε κομματικό, κυβερνητικό σχηματισμό που κρατούσε τα πόστα της εξουσίας για πάνω από χρόνο. Κι αυτό γιατί η εξουσία φθείρει και κάνει αφέντες με μαστίγιο και καρότο αυτούς που κανονικά θα έπρεπε να είναι υπηρέτες του λαού. Λοιπόν, κάθε που το Καθεστώς, πήγαινε να ρουφήξει πόρους που δικαιωματικά ανήκαν στον Οίκο της Ιδεατής Πανεπιστημιακής μας κοινότητας και να τα δώσει είτε σε τίποτα «ειρηνευτικές» αποστολές που πότιζαν κόκκινο την έρημο, είτε σε τίποτα «μη κερδοσκοπικά» ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, εμείς κάναμε επαναστατικά ντου:
Πνίγαμε με προκηρύξεις-ερευνητικά προγράμματα το κοινοβούλιο, διεκδικώντας έτσι δυναμικά άμεση καταβολή κονδυλίων, καταθέταμε σχέδια ανάπτυξης για τη χώρα που προϋπέθεταν την δική μας ενεργό συμμετοχή για την υλοποίηση τους, καταθέταμε τους κλάδους ελιάς και τα δάφνινα στέφανα που αποκόμιζαν οι τιμημένες ερευνητικές μας αποστολές, όταν συμμετείχαν επιτυχώς σε παγκόσμια προγράμματα συνεργασίας για την ευημερία του πλανήτη. Όταν έσφιγγαν τα πράγματα πολύ, τα σαΐνια μας οι κομπιουτεράδες, απειλούσαν τους «κυβερνώντες» με αποκλεισμό από το κυβερνοχώρο και μια πανεπιστημιακή υπερδραστηριότητα απειλούσε με έμφραγμα τις αρτηρίες του συστήματος που τροφοδοτούνταν με γνώση και νοητικά επιτεύγματα. Στην πραγματικότητα, ήταν αυτές οι εποχές της πολιτικής αποθράσυνσης και αλαζονείας, που έκαναν το Πανεπιστήμιο να σφύζει από ζωντάνια και δημιουργικότητα. Τότε σαν κάποια που επαναπροσδιορίζει την αξία της, τη θέση και τη λειτουργικότητα της, μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, η Πανεπιστημιακή κοινότητα, αγωνιζόταν να πείσει το «σύμπαν» ότι τα κεκτημένα όφειλαν να παραμείνουν κεκτημένα, γιατί αυτή που τα κατείχε, δεν είχε πεθάνει ώστε να τα κληρονομήσουν τίποτα συγγενείς εξ αγχιστείας…»
* * *
-«Ρε μαλάκα, πόση κόκα της έδωσες να σνιφάρει; Γαμώ τις εγκεφαλικές σου πουτάνες μέσα γαμώ! Κάθε φορά τα ίδια θα ‘χουμε; Στο είπα χίλιες φορές. Δίνε της τόση ώστε να την κάνεις ευτυχισμένη να παίρνει πίπες απ’ τους πελάτες, όχι να μας τσαμπουνάει τις πίπες της.»
-«Εντάξει ρε μαλάκα! Της τα παίρνεις. Δε της τα παίρνεις, πουλώντας το μουνί της;
Άστη τουλάχιστο να κάνει παιχνίδι στη φαντασία της. Έτσι δεν είναι μωρό; Ε, μωρό;»
-«Τι διάολο κοιτάει έτσι μουρλά τώρα; Να της δώσω κάνα φούσκο να ξυπνήσει;»
-«Μπα! Θα μας τα πρήξει χειρότερα.»
-«Καλά… δε λέω, χρυσοφόρο το «ορυχείο», αλλά το έχει παραχέσει. Ξέρεις τι έλεγε σε κείνο το πολιτευάμενο, πανεπιστημιακό καθίκι που ήρθε χτες για τις τρελίτσες του;»
-«Έβαλες τη κάμερα που έλεγες στο δωμάτιο;»
-«Χα! Ναι. Αχρείαστες να ‘ναι, αλλά ποτέ δε ξέρεις αν θα αποφασίσει κάποιος απ’ αυτούς τους καυλιάρηδες, να παίξει τον άγγελο του δικαίου, ξεκαθαρίζοντας ολίγο από κύκλωμα μαστροπείας. Στο έτσι… Για να δείξει καλή θέληση.»
-«Σωστοοός! Φύλαγε τα ρούχα σου να ‘χεις τα μισά…Λοιπόν; Τι του ‘λεγε, το κομμάτι;»
-«Χα χα χα! Τραγούδαγε λοιπόν, ξανά και ξανά το ίδιο σύνθημα: ‘Το λούκι, το λούκι, για κάθε κώλο ταιριαστό, υπάρχει ένα παλούκι.’ Σα να της είχε κολλήσει, ρε μαλάκα, η βελόνα. Για μια στιγμή είπα, πως δε μπορεί θα απηυδήσει ο πηδηχταράς, θα την αφήσει σύξυλη και θα έρθει να μου ζητάει τα ρέστα. Αλλά αυτός , ο μαλάκας, εκεί… Και… «Σ’ αρέσει κούκλα μου;», και … «Το θες πιο βαθιά μάνα μου;»και… «Αυτό το παλούκι σου εφαρμόζει τέλεια μωρό μου!»… Είχα ξεραθεί στα γέλια. Αλλά πάνω στο τελευταίο, η δικιά σου, λες και της κατεβάσανε τον διακόπτη, σταματάει τα τραγούδια και πέφτει σε κώμα, με κάτι ορθάνοιχτες ματάρες, να ζουμάρουν στη φρίκη.»
-«Και τι έκανε τότε ο καράφλας;»
-«Τίποτα…Έπεσε πάνω της και με τα σάλια να τρέχουν, ξεράθηκε στον ύπνο.»
* * *
Τα αστικά «Νο6»
«Όλα πήγαιναν τόσο καλά …Κάθε πρωί, αχάραγα ακόμα, έπαιρνα με λαχτάρα το αστικό «Νο6 Πανεπιστήμιο-Νοσοκομείο», για να φτάσω μια ώρα αρχύτερα στην Ιδεατή Πανεπιστημιακή Πολιτεία της Πάτρας. Μαζί με μένα και ένα ολάκερο λεφούσι από συμφοιτητές μου, πρόσμεναν με ανυπομονησία στη στάση και μόλις το λεωφορείο διαφαινόταν στον ορίζοντα, το καλωσόριζαν με ουρανομήκης ιαχές και ορμούσαν πατείς με πατώ σε, ποιος θα πρωτοβολευτεί στα σωθικά του μάτζικ μπας. Αποτέλεσμα αυτού του άναρχου πανικού, ήταν να στριμωχνόμαστε, οι πιο τυχεροί, σα σαρδέλες στο εσωτερικό του λεωφορείου. Άλλοι, οι πιο άτυχοι, γαντζώνονταν και κρεμιούνταν απελπισμένοι απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, ενώ οι περισσότερο πωρωμένοι και ριψοκίνδυνοι σκαρφάλωναν στην οροφή του αστικού και περνούσαν ένα τρελό εικοσάλεπτο κάνοντας ένα ιδιότυπο λακουβο-σέρφιγκ , μέχρι το Πανεπιστήμιο. Όλος αυτός ο χαμός γινόταν παρά τις παρακλητικές διαβεβαιώσεις του οδηγού, ότι σε κανένα δεκάλεπτο θα περνούσε και άλλο λεωφορείο. Ουδείς δεχόταν να διακινδυνεύσει την παραμικρή καθυστέρηση, κανείς δε μπορούσε να διανοηθεί ότι θα έχανε έστω την εισαγωγή κάποιας συζήτησης ή παρουσίασης. Μερικοί, μπορεί ακόμα και να έπεφταν από τις άκρες των παραθύρων απ’ όπου κρεμιούνταν, καθώς ο τσουχτερά ψυχρός πρωινός αέρας, ξύριζε το τρεχάτο λεωφορείο. Αλλά παρόλο που έπεφταν και σέρνονταν αρκετά μέτρα πάνω στην άσφαλτο, εντούτοις ξανασηκώνονταν και έτρεχαν κουτσά και μανιασμένα, να προλάβουν το «Νο6». Πολλές φορές, δε, έφταναν στη «Ιδεατή Πολιτεία» πριν από το λεωφορείο, που φαινόταν κανένα δίλεπτο αργότερα, στενάζοντας απ’ το βάρος, που το ‘χανε ως δια μαγείας δέκα μέτρα πριν την πολυπόθητη στάση. Το ξεφόρτωμα ήταν εξίσου εντυπωσιακό με το φόρτωμα. Κανείς δεν περίμενε να ανοίξουν οι πόρτες, όλοι έσπευδαν να βγουν από τα παράθυρα ή από τους ‘φεγγίτες’ της οροφής. Όλο το λεωφορείο παρουσίαζε διαρροή από φοιτητές, που έρεαν με συγκινητική ορμή και πάθος προς τα πανεπιστημιακά περιστύλια.
Αργά το βράδυ, πάλι, γινόταν ενός άλλου είδους χαμός. Τα λεωφορεία έφταναν στην στάση το ένα μετά το άλλο και βρίσκοντας την έρημη, κόρναραν και διαμαρτύρονταν για την αργοπορία του έθνους των φοιτητών. Οι οποίοι φοιτητές είχαν γίνει ένα με τα πεζούλια, τα έδρανα, τους πίνακες και τα ντουβάρια του Πανεπιστημίου και αρνούνταν πεισματικά να ανταποκριθούν στα κελεύσματα για αποχώρηση από την αγαπημένη γη της γνώσης, όπου το καλό μπορεί να ήταν καλό, αλλά αυτό δεν του στερούσε την ταυτόχρονη ιδιότητα του κακού. Σιγά σιγά, καθώς μαζεύονταν ολοένα και περισσότερα λεωφορεία, η ανυπομονησία κορυφωνόταν και μερικοί έξαλλοι οδηγοί δεν μπορούσαν ούτε ελιγμό να κάνουν και να φύγουν, αφού οι γύρω δρόμοι είχαν ήδη καταληφθεί από μια μακριά φιδογυριστή ουρά αστικών. Τότε έρχονταν οι καθαρίστριες σε βοήθεια των αγανακτισμένων λεωφορειατζίδων. Έπλεναν με λάστιχα τα πεζούλια, έτριβαν τα έδρανα, σφούγγιζαν τους πίνακες και έξυναν τα ντουβάρια, μέχρι που κανένας φοιτητής δεν μπορούσε να αντέξει άλλο αυτή την ισοπεδωτική επιχείρηση καθαριότητας. Αναγκάζονταν λοιπόν με θρήνους και βαρυγκώμιες, να επιβιβαστούν σέρνοντας στα λεωφορεία του γυρισμού. Αυτή τη φορά τηρούσαν ευλαβικά την τάξη, τη κοσμιότητα και τη σειρά προτεραιότητας, σε σημείο που η υπερβολική ευγένεια να προκαλεί χειρότερους καυγάδες, απ’ ότι θα προκαλούσε μια αγκωνιά.
-«Παρακαλώ, κυρία συνάδελφε, περάστε… Να σας βοηθήσω με τα βιβλία σας. Φαίνονται, πραγματικά πολύ βαρεία!», έλεγε ο συνάδελφος, πότε ρίχνοντας πίσω του ματιές θλίψης και αγωνίας και πότε βλεφαριάζοντας με έκδηλη περιέργεια τα βιβλία της συναδέλφου.
-«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε συνάδελφε, δεν συντρέχει κανένας λόγος να ενοχλήστε, τα καταφέρνω μια χαρά και μόνη μου. Περάστε παρακαλώ.», απαντούσε η συνάδελφος, καθώς συλλογιόταν απ’ τη μια να κάνει μεταβολή και να τρέξει πίσω στο αμφιθεατρικό στασίδι της και απ’ την άλλη να μην αφήσει τον βάρβαρο να πάρει τα βιβλία απ’ τα χέρια της.
-«Μα φαίνεστε πραγματικά καταβεβλημένη αγαπητή μου. Δεχτείτε παρακαλώ τη βοήθεια μου.», ξανάλεγε ο ιπποτικός συμφοιτητής, τραβώντας τα βιβλία.
-«Σας ευχαριστώ πολύ κύριε, μπορώ να τα κουβαλήσω και μόνη μου. Κοιτάξτε να βολευτείτε εσείς…».
-«Μα εγώ να σας βοηθήσω θέλω…».
-«Θα ξεκολλήσεις τα ξερά σου από τα βιβλία μου παλιομαλάκα;».
-«Εγώ φταίω που προσφέρθηκα, φεμινίστρια παλιογκαμήλα!».
-«Άντε στο διάολο, προχώρα. Καραγκιόζη!», κραύγαζε τρεμάμενη η φοιτήτρια και σφίγγοντας τα βιβλία στην αγκαλιά της ριχνόταν στο πλήθος που έμπαινε με το πάσο του μέσα στα σκυθρωπά, βραδιασμένα λεωφορεία. Αλλά το πλήθος ήταν τόσο πηχτό που δεν μπορούσε να το διαπεράσει. Έτσι, συμβιβαζόταν με τα κλάματα και την απελπισία της και γυρνούσε ρουφώντας τις μύξες της, στην ουρά που χωνόταν στο λεωφορείο του γυρισμού. Εντωμεταξύ η αναστάτωση που είχε δημιουργήσει το επεισόδιο στο φοιτητόκοσμο, έπαιρνε άλλη μισή ώρα για να καταλαγιάσει.
Εντέλει ένα μακρύ κομβόι από αστικά λεωφορεία, άφηνε τα Πανεπιστημιακά εδάφη αργά και τελετουργικά. Μέσα στη χειμωνιάτικη νύχτα, ένας μακρύς δράκος κυλούσε πάνω στις ρόδες του σαν σε όνειρο. Οι προβολείς, φλογισμένα μάτια, άχνιζαν, πυκνώνοντας την υγρή ομίχλη της εξοχής του Ρίου και τα πορτοκαλιά φλας αναβόσβηναν σαν μετακινούμενοι, παραπλανητικοί φάροι. Τα παχνισμένα παράθυρα της λεωφορειοπομπής ήταν πρόχειρα σκουπισμένα από τα φοιτητικά μανίκια. Πάνω τους ήταν κολλημένα σκυθρωπά μέτωπα και λιγνές παλάμες, αποχαιρετώντας με παραιτημένο τρόπο, τα τελευταία πανεπιστημιακά δέντρα που ρίζωναν στη στροφή. Η ησυχία που επικρατούσε ήταν απόκοσμη, λες και τα πάντα συνέβαιναν σε μακρινή ανάμνηση, οπού οι ήχοι μονώνονται από το βάθος του χρόνου.
‘Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά’, τα λεωφορεία γυρνούσαν στην Πάτρα , κάνοντας ένα μεγαλειώδη γύρο, που περνούσε από την παραθαλάσσια οδό της Ηρώων Πολυτεχνείου. Καθώς η πομπή κοντοζύγωνε στο απλοϊκό, τσιμεντένιο μνημείο των επαναστατημένων φοιτητών του παρελθόντος, μια έντονη συγκίνηση πύκνωνε τον αέρα εντός των αστικών. Οι κόρες των ματιών μεγάλωναν και φόρτιζαν την ατμόσφαιρα με ερμαφρόδιτα, θετικαρνητικά ιόντα, ενώ μια βουή προμήνυε την οργισμένη καταιγίδα που θα ξεπάτωνε εντός ολίγου τα «αστικά» (λεωφορειακά) καθίσματα… Η βουή καθώς ερχόταν πιο κοντά στο μνημείο, έπαιρνε μορφή, ντυνόταν κάτι ξέμπαρκες νότες του δρόμου, φοδραρισμένες με καψαλισμένες σελίδες ιερόσυλων βιβλίων, που τις γλίτωσε τελευταία στιγμή ένας μάγκας άνεμος:
«Ένα το χελιδόνι, κι η άνοιξη ακριβή. Για να γυρίσει ο Ήλιος, θέλει δουλειά πολύ…»
Έτσι μορφωνόταν η βουή, γινόταν ο ύμνος εκατοντάδων φοιτητών…
«Θέλει νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς, θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους...» Έτσι σαρκωνόταν η βουή, γινόταν ύμνος προς γνώση και συμμόρφωση.
Όταν τα λεωφορεία έφταναν εντέλει στο μνημείο, τραβούσαν χειρόφρενο και έσβηναν τις μηχανές τους, τηρώντας ενός λεπτού σιγή. Τότε ήταν που η πυκνότητα της ατμόσφαιρας γινόταν τέτοια, που οι ακίνητες μορφές των φοιτητών έμοιαζαν με τις λαστιχάτες ανθρώπινες φιγούρες του Θεοτοκόπουλου. Ήταν όλοι τους επικίνδυνα πιεσμένοι και παρατεντωμένοι, λες και προσπαθούσαν να φτάσουν το άφταστο. Και κει που όλοι παραστέκονταν να περάσει το λεπτό, οι δείκτες των ρολογιών επιμηκύνονταν κι αυτοί και ο χρόνος διαστελλόταν ως το άπειρο. Μέσα σ’ αυτό το άπλετο του χρόνου, γίνονταν πράγματα και θάματα. Γύρω απ’ το μνημείο σχιζόταν η γης και απ’ τις φρακταλιασμένες ρωγμές, ξεφύτρωναν, φρεσκοαναστημένοι οι Πολυτεχνικοί Ήρωες, χωρίς τα σάβανα της αλλοτρίωσης που ντύνει η ράφτρα ενηλικίωση και οι μόδιστροι του Συστήματος… Πολλοί απ’ τους αναστημένους Ήρωες κρατούσαν πλαστικές σακούλες του σούπερ μάρκετ που περιείχαν τα λιγοστά τους υπάρχοντα και μιλούσαν πακιστανικά. Συζητούσαν πρακτικο-φιλοσοφικά για πόλεμο, μετανάστευση, φορτηγά, αμπάρια, για μια γη της επαγγελίας που λέγεται Ιταλία και συμβουλεύονταν την πυξίδα για να δουν που τους ξέβρασε ο χωροχρόνος. Μετά περνούσε το «λεπτό της σιγής» και αποσυμπιεζόταν το σύμπαν. Οι φοιτητές ξανακάρφωναν τα καθίσματα στις θέσεις τους, ενώ η γης ρουφούσε στα σπλάχνα της τους αποπροσανατολισμένους Πακιστανούς και τους κλωσούσε.
Ξανάπαιρναν μπροστά οι μηχανές των «Νο6» και μπαίνοντας στην τελική ευθεία, τσουλούσαν στους δρόμους της πόλης, κόβοντας και μοιράζοντας τη φοιτητική τράπουλα στις γειτονιές. Χτυπούσαν μεσάνυχτα καθώς όλοι οι φοιτητές το έσκαγαν υπνοβατικά για τα κρεβάτια τους και πολλά παπούτσια έχαναν το ταίρι τους, για να μη το ξαναβρούν ποτέ…»
* * *
-«Οι πίτσες έφτασαν!»
-«Άντε ρε Σπύρο! Πού διάολο ήσουν δυο ώρες και έχω λυσσάξει απ’ την πείνα; Κουνήσου ρε μαλάκα. Μπες μέσα και κλείσε την πόρτα. Πάγωσα! Τι έφερες;»
-«Δύο σπέσιαλ οικογενειακές…»
-«Ναι…για πολύ οικογενειακές καταστάσεις. Φέρ’ τις εδώ!»
-«…Και κόκα κόλα λάιτ, μια και προσέχεις τη σιλουέτα σου, χοντροκώλη.»
Γυρίζει ο Σπύρος και με κοιτάει. Το μυαλό μου είναι μοιρασμένο. Απ’ τη μια ανακυκλώνει το παρελθόν και απ’ την άλλη αφουγκράζεται τα ομιχλώδη τεκταινόμενα του παρόντος. Για την ομίχλη ξέρω… Φταίει η κόκα. Είναι η ομίχλη που ρουφάει το ρουθούνι μου. Αλλά η ματιά του Σπύρου, πάντα βρίσκει τρόπο και διαπερνά την ομίχλη.
-«Και για το μωρό, τι έφερα;…»
-«Σιγά που σε ακούει μαλάκα. Όλη την ώρα με μπάφιασε με τα παραμιλητά της. Τι της έβαλα τις φωνές, τι τη τράνταζα, τι τη τρατάρισα χαστούκια, τζίφος. Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα!»
-«Στο έχω πει χίλιες φορές να μη τη χτυπάς!»
-«Όπα ρε νταβατζή με τη χρυσή καρδιά. Είσαι πρωτάρης αλλά πάρ’ το χαμπάρι όσο είναι ακόμα καιρός. Τις γκόμενες τις βαράς για να μη σε καβαλήσουν. Αν δε σε φοβούνται οι πουτάνες, πάει το ‘χασες το παιχνίδι. Αλλά αυτή είναι περιπτωσάρα, δε το βουλώνει με τίποτα, τη φίμωσα και γω και ησύχασα. Για λίγο…Γιατί μετά πάτησε κάτι κλάματα, που την έπνιξαν οι μύξες και έτσι αναγκάστηκα να τη λύσω. Ε, εντέλει έγινε αφασία και επιτέλους μπόρεσα να δω τη ταινία, χωρίς να την έχω να μουρμουρίζει τα δικά της.»
-«Μαλάκα στο ξαναλέω. Μη τη ξαναχτυπήσεις γιατί θα γίνουμε κώλος…»
-«Άκου αδερφέ…Δε μου αρέσει να μου λένε τι να κάνω και ειδικά όταν πρόκειται για μια καμένη κουφάλα. Πρόσεξε γιατί αν σ’ αφήσω, τέρμα η προστασία απ’ τους μπάτσους, τέρμα οι επαφές με το Αφεντικό, πες αντίο στις μεγάλες δουλειές… Το ‘πιασες; Άντε τώρα, άσε με να φάω και… πού ‘σαι; Σκέψου το λογικά το πράμα και θα δεις πως έχω δίκιο. Άμα θες να πετύχεις στην παρανομία ή θα είσαι πολύ κακός ή θα είσαι ένας φτωχομπινές μικροεγκληματίας ανίκανος να αρμέξεις μια ‘αγελάδα’. Μουουου! Και γαμώ τις πίτσες!»
-«…Και για το μωρό, τι έφερα; Ορίστε! Παγωτό αγριοκέρασο που του αρέσει και… Μωρό, κοίτα! Τα σπίρτα σου!»
ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ ΜΟΥ! ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ ΜΟΥ! Δε το ξέχασε, έφερε σπίρτα!
-«Καλά είσαι και πολύ μαλάκας! Δίνεις στη μαστουρωμένη σπίρτα; Να μας βάλει καμιά φωτιά εδώ μέσα; Πάρ’ της τα αμέσως!»
-«Δεν έχεις δίκιο. Εμένα μου φαίνεται ότι όταν ανάβει τα σπίρτα της, ξαφνικά σα να γαληνεύει. Καθένας με τα βίτσια του…Άσε να κάνει το κομμάτι της. Θα την προσέχω εγώ.»
-«Και γω σου λέω πως δε σου ταιριάζει να πουλάς νταβατζιλίκι και βγες απ’ το χορό όσο είναι ακόμα καιρός. Έχεις ακόμα ένα μικρό περιθώριο. Δεν είσαι χωμένος τόσο βαθιά στο λούκι… Και τέλος πάντων μου λες τι παριστάνει τώρα αυτή καίγοντας σπίρτα; Το κοριτσάκι με τα σπίρτα; Και τι διάολο βλέπει στη φλόγα; Το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τη γαλοπούλα;»
Δε βλέπω τίποτα στη φλόγα τσογλάνια! Στο καμένο ξύλο βλέπω…ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ!
Τσαφφφ! Ανάβω ένα σπίρτο και στιγμιαία φουντώνει η φλόγα. Αλλά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια κίτρινη, φουντωτή, βελούδινη στο μάτι και αγκυλωτή στην αφή φλόγα. Ένα τρεμουλιαστό πνεύμα που έχει ριζώσει πάνω στο ξυλαράκι και χορεύει κεφάτα καθώς το τρώει, καθώς μεταποιεί την ουσία του: η απανθράκωση! Χα! Ζήτω η φλόγα! Ότι αυτή καρβουνιάζει τις ψυχές. Η φλόγα του πάθους για ελευθερία, επανάσταση, γνώση, αλήθεια, δράση, αντίδραση…Η φλόγα του πάθους για χρήμα, δόξα, φήμη, εξουσία, κατανάλωση, ισοπέδωση, λήθη… Φσσσς…Λογιών λογιών φλόγες μασουλάνε τα σπίρτα μου και τσουρουφλίζουν τα δάχτυλα μου και τα δάχτυλα της ψυχής μου. Κλαίει. Κλαίω.
Όταν η φλόγα σβήσει, ένας θύσανος καπνού ξεσπά και ανεβαίνει μια ελικοειδή σκάλα, έξοδο κινδύνου προς τον ουρανό. Αναλόγως σε ποιο πάθος είναι αφιερωμένη η φλόγα, ο καπνός της, τρυπώνει στα ρουθούνια του αντίστοιχου θεού και τον εξευμενίζει. Έτσι και γω συνεχίζω μανιωδώς να ανάβω σπίρτα και να ονοματίζω τους θεούς των παθών μου. Δεν είμαι το κοριτσάκι με τα σπίρτα, τσογλάνια! Είμαι η γυναίκα πυρομανής και τα σπίρτα μου είναι σύντομες τελετές θυσίας, σε πρόχειρους βωμούς. Σε κάθε αφή καίγεται και ένα δάχτυλο της μέδουσας ψυχής μου.
Οι φλόγες δεν είναι το κατάλληλο υλικό πάνω στο οποίο παίζονται ταινίες οικογενειακής θαλπωρής. Παραγεμισμένες γαλοπούλες με κάστανα, η γιαγιά να λέει παραμύθια, η μαμά να κόβει το γλυκό, ο μπαμπάς να ψήνει κρεμμύδια στο τζάκι, η γιαγιά, η μαμά, ο μπαμπάς να παρακολουθούν το «σούπερ ντίαλ» στη τηλεόραση και να προτρέπουν τον καλλίφωνο, άνεργο αδερφό μου να δηλώσει συμμετοχή στο «φαίημ στόρυ ΙΧ»… Η οικογενειακή θαλπωρή εντυπώνεται σε άλλο, πιο φτηνό υλικό, όπως όλα τα βολέματα και οι μούχλες της ιστορίας.
-«Μπα! Δε νομίζω να βλέπει τίποτα στη φλόγα! Πάω στοίχημα πως ανάβει σπίρτα έτσι, μόνο και μόνο επειδή είναι νυχτοπεταλούδα και σε κάτι τέτοιες αρέσει να κάνουν κύκλους γύρω απ’ τη φωτιά. Μέχρι που οι κύκλοι στενεύουν τόσο τη μπούκα τους, που το σώμα της πεταλούδας φλογοβολείται και εξαερώνεται.»
Αυτός ο Σπύρος!
-«Τι να σου πω ρε φίλε…Νομίζω πως έχεις μπλέξει τα πιάνα. Εδώ δεν είμαστε φιλολογική συγκέντρωση για να παριστάνεις τον ποιητή ή τον ψυχολόγο χαμένων κορμιών.»
-«Τους ψυχολόγους, όμως, και τους ποιητές, τους γουστάρουν πολύ οι γυναίκες. Όταν πασάρεις τις κατάλληλες ατάκες στις κατάλληλες στιγμές μπορείς να γίνεις ο θεός τους. Να τις δέσεις με μια σχέση ψυχολόγου – ψυχολογούμενου, ώστε να νιώθουν ότι δεν είναι δυνατόν να σε προδώσουν, χωρίς να προδώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Πίστεψε με…μια βελούδινη μέθοδος χειραγώγησης, είναι πολλές φορές αποτελεσματικότερη και μεγαλύτερης διάρκειας από τη βία. Ειδικά στις γυναίκες το παιχνίδι παίζεται και κερδίζεται ή χάνεται στο μυαλό.»
Χα! Χα! Χα! Τραντάζεται το κουφάρι μου απ’ τα γέλια, ριγμένο ανάσκελα στο κρεβάτι. Τι μας λες ρε φίλε; Αν το παιχνίδι παιζόταν στο μυαλό, η πουτανιά θα είχε εκλείψει. Γιατί, για να γίνει κάποια πουτάνα, θα πρέπει είτε πολύ ηλίθια να είναι, δηλαδή εντελώς ζώον προς εκμετάλλευση. Είτε εξαρτημένη από τα ναρκωτικά, δηλαδή πάλι να το έχει καμένο το περιεχόμενο του κρανίου της. Είτε να είναι πολύ τεμπέλα για οποιαδήποτε άλλη κίνηση, εκτός από το να ψιλοανοίγει τα σκέλια της. Είτε να είναι θύμα εξαπάτησης και εκβιασμού, από τα σύγχρονα κυκλώματα δουλεμπορίας. Χα! Χα! Χα! Άκου το παιχνίδι παίζ…Βρε, αν το παιχνίδι παιζόταν στο μυαλό, η περηφάνια και η αηδία που πάνε αντάμα με τη λογική, θα στερούσε απ’ την πιάτσα το… «λειτούργημα». Ποιος νοήμον άνθρωπος θα καταδεχόταν να νοικιάζει το κορμί του για να ικανοποιήσει ο πάσα ένας την ανάγκη του για εκσπερμάτωση; Ποιος νοήμον άνθρωπος δε θα πέθαινε από αηδία, καθώς ένα κακοσχηματισμένο, ξένο σώμα, άδειο από συναισθήματα, ερχόταν σε επαφή μαζί του; Χα! Χα! Χα! Άσε τη λογική κατά μέρος Σπύρο! Εδώ το παιχνίδι παίζεται στο θέατρο του παραλόγου!
-«Χα! Χα! Μου φαίνεται ότι η μαστουρωμένη γκομενίτσα, σε πήρε στο ψιλό. Την πέθανες στο γέλιο. Καθώς φαίνεται έχει διαφορετική άποψη και διόλου δε τη συγκινεί η ποιητική, ψυχογραφική σου ευφράδεια. Παρ’ το χαμπάρι, όλα αυτά που λες, είναι προφάσεις…της φέρεσαι καλά επειδή ή τη λυπάσαι ή την έχεις πατήσει μαζί της.»
-«Κάνεις λάθος μαλάκα! Αυτό είναι το στυλ μου, έτσι γουστάρω να φέρομαι στις γυναίκες, ιπποτικά. Δε βλέπεις πως φέρονται οι πετυχημένοι παράνομοι στις ταινίες; Σκληροί είναι την ώρα που πρέπει να είναι. Τις άλλες ώρες χαλαρώνουν με χάδια και γλυκόλογα. Τις γυναίκες δεν κάνει να τις χτυπάς, παρά μόνο με τριαντάφυλλα.»
-«Καλά θα σου κάνω μια παραγγελία στο ανθοπωλείο της γειτονιάς να ‘χεις να πορεύεσαι.»
Για κοίτα! Το χιόνι που έχει μαζευτεί στις άκρες του κρεβατιού έπιασε φωτιά. Μια γλυκιά φλόγα παντρεύεται τη δροσιά του και το αφήνει μαύρο κι έρημο.
Για κοίτα πως κάνουν οι …άνθρωποι! Σαν τρελοί χοροπηδάνε. Με τα μούτρα ξαναμμένα απ’ τη τρομάρα και τη σύγχυση. Χα! Χα! Τι αστείοι παλιάτσοι που είναι. Αρπάζουν κουβέρτες και στέλνουν για ύπνο φλόγες και χιόνι. Και γω τώρα με τι θα παίξω; Αμάν έρχονται… τώρα έρχεται και καταπάνω μου. Καλά, καλά, κατάλαβα Σπύρο! Τα κουβαδάκια μου και σε άλλη παραλία!
-«Μαλάκα! Φωτιά! Τα σεντόνια έπιασαν φωτιά και αυτή χαϊδολογάει τις φλόγες! Πιάσε ρε μαλάκα τη κουβέρτα! Κουνήσου! Γαμώ τη τρέλα σας βραδιάτικα, μέσα γαμώ!»
-«Σκατά! Σκάσε ρε, να… την σβήνω…την έσβησα! Εντάξει; Σκάσε και συ μωρή! Τι γελάς, παλιοπουτάνα; Κόντεψες να καείς ζωντανή!»
Με γραπώνει απ’ τα μαλλιά και με στρώνει στο πάτωμα. Τι είναι; Μάντεψε.
Ένας πόνος στη κοιλιά και άλλοι δύο στα μούτρα. Τι είναι; Ο Σπύρος διάλεξε στρατόπεδο. Το βρωμόνερο στο λούκι τον πήγε παρακάτω.
-«Χα! Χα! Χα! Περίμενε ρεεεε!!! Μη ξεκινάς χωρίς την παραγγελιά!»
Ναι. Μη ξεκινάς χωρίς την παραγγελιά. Έχουν και τα τριαντάφυλλα κοτσάνια, με πολύ πρακτικά αγκάθια.
* * *
Αλληλεπίδραση Πανεπιστημιακής Πολιτείας – Κοινωνίας
«Όλα κυλούσαν πολύ ομαλά στο Πανεπιστήμιο. Παρακολουθήσεις, έρευνες, πειραματισμοί, παρατηρήσεις, εκπονήσεις νέων κοινωνικών προγραμμάτων, μελέτες αποδοτικής διαχείρισης των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, διαβουλεύσεις για την καλύτερη δυνατή εφαρμογή των επιχορηγούμενων προγραμμάτων, με τις κοινοπραξίες νέων επιχειρηματιών και τους συνεταιρισμούς των νέων αγροτών. Η Πανεπιστημιακή Πολιτεία μας ήταν η καρδιά, που τροφοδοτούσε με αίμα τα μέλη του σώματος της κοινωνίας. Η Πανεπιστημιακή Πολιτεία μας ήταν και το μυαλό, που διέγειρε τα νεύρα και έκανε τα καλά αιματωμένα μέλη να εργάζονται για την πρόοδο και την ολοένα ποιοτικότερη διαβίωση.
Ο πνευματικός κόσμος του Πανεπιστημίου και το πρακτικό σύμπαν της Κοινωνίας αλληλεπιδρούσαν αρμονικά, με αναλογίες που μεταβάλλονταν. Κάθε φορά που προέκυπτε κάποιο πρόβλημα ή μια ανάγκη στο «σώμα» της Κοινωνίας, το «Μυαλό» ήταν εκεί για να το συντρέξει. Όταν μια ιδέα, για κατάλυση του προβλήματος ή κάλυψη της ανάγκης, ‘έπεφτε στο τραπέζι’ , απαιτείτο πιότερο η καινοτόμος σκέψη και η μεθοδική οργάνωση, απ’ όσα ήταν τα πρακτικά ζητούμενα. Έτσι, τα φοιτητικά γρανάζια αύξαναν τις στροφές τους και η ζυγαριά της δραστηριότητας και της παραγωγής έγερνε προς το Πανεπιστήμιο. Καθώς η ιδέα έπαιρνε μορφή σχεδίου, αποκτώντας έναν αλγοριθμικό μπούσουλα και η ‘λίστα’ των υλικών για την υλοποίηση της, αποκτούσε τις βασικές τις καταχωρήσεις, ερχόταν η ώρα για τον έλεγχο του κατά πόσο το σχέδιο μπορούσε να σταθεί στο σκελετό του κοινωνικού γίγνεσθαι. Ερχόταν δηλαδή η ώρα του δούνε και λαβείν, Πανεπιστημίου-Κοινωνίας. Σ’ αυτό το στάδιο η ζυγαριά δραστηριότητας άρχιζε να παίρνει τα ίσα της, επερχόταν μια ισονομία στις σχέσεις αλληλεπίδρασης φοιτητών – εργαζομένων πολιτών.
Οι φοιτητές έκαναν μετρήσεις στην περιοχή του πραγματικού, έπαιρναν γνώμες των ιδικών που είχαν αρχικά επισημάνει το πρόβλημα, προμηθεύονταν τα υλικά, από συνεταιριζόμενους, εξειδικευμένους παραγωγούς, που θα τους βοηθούσαν να υλοποιήσουν ένα πρότυπο μοντέλο για το (μέχρι τότε) ‘επί χάρτου’ σχέδιο τους. Σιγά σιγά , μέσω αλλεπάλληλων πειραματισμών και βάση των νέων δεδομένων που προέκυπταν κάθε φορά, από τις «ενέσεις» του μοντέλου στο «σώμα» της Κοινωνίας, το μοντέλο εξελισσόταν. Αν κρινόταν ικανοποιητική κάποια απ’ τις φάσεις της εξέλιξης, τότε ήταν η σειρά των κοινωνικών εργατών (που έφτιαχναν, αναπαρήγαγαν, εμπορεύονταν και εφάρμοζαν το τελικό μοντέλο – προϊόν), να πάρουν τη σκυτάλη της έντονης δραστηριότητας από τους φοιτητές. Οι οποίοι φοιτητές στο τελικό αυτό στάδιο παρακολουθούσαν την παραγωγή, προνοούσαν τυχόν κολλήματα στη διεξαγωγή της και είχαν μερίδιο στην ευθύνη του καταμερισμού των χρημάτων του προϋπολογισμού.
Αυτό το μερίδιο στην ευθύνη για το ‘που πήγαιναν πόσα’, που είχαν οι φοιτητές, ήταν πολύ σημαντικό, γιατί δεν ήταν λίγες οι φορές που είχαν παρατηρηθεί παρατυπίες, παρεκκλίσεις έως και χρηματικές καταχράσεις, κυρίως από άτομα που η χρόνια κυβερνητική εξουσία, έκανε άπληστα και αναίσχυντα. Ο έλεγχος όμως που εκπονούσαν οι φοιτητές άμβλυνε την παρουσία τέτοιων φαινομένων, κυρίως για τους εξής λόγους: α) Οι φοιτητές, ως νεαρά άτομα, είχαν ψυχή που διαρκώς ντυνόταν τα ‘ουτοπικά’ φορέματα της ανόθευτης από συμβιβασμούς και σκοπιμότητες, φαντασίας. Είχαν οράματα και διψούσαν να χτίσουν το νέο, ξεσκαρτάροντας το παλιό, που τους άφηνε κληρονομιά το έθνος των γονιών τους. Έτσι ήταν φυσικό να είναι αμείλικτοι και μαχητικοί κάθε φορά που υπήρχε έστω και η παραμικρή υπόνοια για διαφθορά και χρηματισμό. β) Οι φοιτητές είχαν ως απολαβή, απ’ όλη αυτή την αλληλεπίδραση με τη Κοινωνία, την γνώση, το προβληματισμό και μέσω αυτών, την εξέλιξη της επιστήμης τους. Χώρια βέβαια που τους δινόταν η ευκαιρία να κάνουν πράξη ή να δοκιμάσουν στην πράξη, τα οράματα και τις ιδέες τους έχοντας έτσι την ηθική ικανοποίηση της συμμετοχής, στην καλυτέρευση της ποιότητας ζωής των συμπολιτών τους. Προσωπικές υλικές απολαβές δεν υπήρχαν, ώστε να ανοίξει η όρεξη κάποιου για περισσότερα. γ) Η ομάδα των φοιτητών που συμμετείχε στον έλεγχο των διαμοιραζόμενων χρημάτων, ήταν διαφορετική για κάθε πρόγραμμα και απαρτιζόταν από τα νεαρότερα άτομα που μπορούσαν να διαχειριστούν την περίπτωση. Διότι όσο πιο μικροί ήταν ηλικιακά οι φοιτητές, τόσο πιο σίγουρη ήταν η μη εμπλοκή τους σε τυχόν παραφοιτητικά κυκλώματα, που σκάρωναν ορισμένοι επιτήδειοι κομματικοί, με στόχο τη διάσπαση και τον αποπροσανατολισμό των φοιτητών, από τους στόχους τους και το κοινό συμφέρον. Όχι βέβαια ότι η δράση τέτοιων κυκλωμάτων ήταν διαδεδομένη, αλλά όλοι ήξεραν πως έπρεπε να προβλέπονται όλες περιπτώσεις, ακόμα και αυτές με τη μικρότερη πιθανότητα.
δ) Η ρετσινιά που θα συνόδευε τον φοιτητή, που θα δεχόταν να κάνει τα στραβά μάτια χρηματιζόμενος, θα ήταν φριχτή. Έτσι κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί, έστω και για μια στιγμή, να δώσει το όνομα του σε μια τέτοια αποτρόπαια πράξη εξαγοράς. Κανείς δεν θα καταδεχόταν να γίνει ο «Εφιάλτης» της πανεπιστημιακής Ιστορίας.
Έτσι είχε το αλισβερίσι μεταξύ Πανεπιστημίου και Κοινωνίας. Αυτό το ατέρμονο, παραγωγικό ‘πάρε – δώσε’, είχε οργάνωση απαλλαγμένη από γραφειοκρατικές τρικλοποδιές, από ‘μεσάζοντες’ και διαφημιστές. Γινόταν απευθείας μεταξύ της εργατικής ομάδας που είχε ανάγκη και της αρμόδιας φοιτητικής ομάδας.
Για παράδειγμα αν ένας συνεταιρισμός ελαιοπαραγωγών, ήθελε να βρεθεί ένας τρόπος να ποτίζονται με τον πιο παραγωγικό και οικονομικό τρόπο, τα κτήματα της δικαιοδοσίας του, απευθυνόταν στην ομάδα των Μηχανικών. Αν ο ίδιος συνεταιρισμός προβληματιζόταν για το πώς να βελτιώσει την ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου, απευθυνόταν στους Βιολόγους. Αν ήθελε να εφευρεθεί ένα νέο, χρήσιμο προϊόν το οποίο θα αξιοποιούσε παραπροϊόντα της επεξεργασίας του ελαιοκάρπου, απευθυνόταν στους Χημικούς. Αν ο συνεταιρισμός αντιμετώπιζε τίποτα οικονομικά προβλήματα λόγω κακοδιαχείρισης ή υπέρμετρου δανεισμού, απευθυνόταν σε ομάδα φοιτητών της νομικής, που αφιλοκερδώς, μελετούσαν την υπόθεση και βρίσκοντας τα κατάλληλα νομικά παράθυρα, έδιναν μια δεύτερη ευκαιρία στην ομάδα των εργατών να ορθοποδήσει.
Βέβαια όταν γίνεται λόγος για συνεργασία ομάδων φοιτητών με ομάδες επαγγελματιών, δεν εννοείται μια στεγνή ‘ένα προς ένα’ αντιστοιχία μεταξύ μιας σχολής με έναν επαγγελματικό κλάδο. Όση ήταν η συνεργασία των σχολών με τον ‘κόσμο’ εκτός Πανεπιστημίου, άλλη τόση ήταν η συνεργασία των σχολών μεταξύ τους. Οι νευρώνες του ‘Εγκεφάλου’ επικοινωνούσαν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας δεδομένα και μεταφέροντας ερεθίσματα, ανατρέχοντας σε διαδικασίες του παρελθόντος και συνδυάζοντας τις με στατιστικές του παρόντος, ώστε να αποδοθεί το μέλλον βελτιωμένο. Δηλαδή, μπορεί οι ελαιοπαραγωγοί να απευθύνονταν στους Μηχανικούς, για το πώς θα ποτίζουν καλύτερα τα κτήματα τους, αλλά αυτοί, για να προχωρήσουν στην μελέτη τους και την εξαγωγή ενός, άξιου προς εφαρμογή, μοντέλου άρδευσης, συνεργάζονταν με ομάδες από Φυσικούς, Μαθηματικούς, Γεωλόγους και Βιολόγους. Για την βελτίωση της ποιότητας του λαδιού μπορεί να απευθυνόταν ο συνεταιρισμός στους Βιολόγους, αλλά αυτοί αμέσως έστελναν μήνυμα συνεργασίας σε ομάδες Χημικών και Γεωπόνων. Για την εφεύρεση ενός προϊόντος, μπορεί οι καλλιεργητές να απευθύνονταν στους Χημικούς, αλλά αυτοί σήμαιναν συναγερμό στα τμήματα των Χημικών Μηχανικών και της Φαρμακευτικής.
Για τις νομικές δυσκολίες μπορεί να απευθύνονταν στην ομάδα της Νομικής, αλλά αυτοί αμέσως ζητούσαν την συνδρομή ομάδων από τη Φιλολογία, τη Διοίκηση Επιχειρήσεων και το τμήμα Οικονομικών Επιστημών.
Αν η ενδοπανεπιστημιακή συνεργασία δεν ήταν αρκετή, οι πληροφορίες αναζητούνταν σε άλλους «Εγκεφαλικούς» κόμβους ανά τη χώρα ή ανά τον κόσμο. Διότι υπήρχε μια αγαστή συμφωνία μεταξύ των Πανεπιστημιακών Πολιτειών, για κοινοκτημοσύνη της γνώσης και αμέριστη προσφορά βοήθειας στην έρευνα, όποτε αυτή ζητιόταν. Η βοήθεια δεν περιοριζόταν στο πνευματικό επίπεδο, αλλά συμπεριλάμβανε και τα υλικά μέσα παρατήρησης, έρευνας και επεξεργασίας.
Για τις ανάγκες αυτής της επικοινωνίας μεταξύ των Πανεπιστημιακών Πολιτειών (εγχώριων και ξένων), είχε διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο δίκτυο επικοινωνίας, που διακρινόταν για την ταχύτητα, την αμεσότητα, το μέγεθος και την ποιότητα πληροφορίας που διακινούσε στις ηλεκτρονικές φλέβες του. Η δομή του στηριζόταν στις έννοιες των «δωματίων», των «επίπλων» και των «συρταριών».
Τα «δωμάτια» ήταν χώροι ηλεκτρονικής συγκέντρωσης φοιτητών, τα οποία ήταν εξοπλισμένα με τα κατάλληλα βοηθητικά ‘εργαλεία’ για να διεξαχθεί μια σοβαρή επιστημονική συζήτηση, που ανήκε όμως σε μια συγκεκριμένη θεματική κατηγορία. Παραδείγματος χάριν υπήρχαν «δωμάτια» Πολιτικής, Κοινωνιολογίας, Δικαίου, Γεωργίας, Βιομηχανίας, Ναυτιλίας, Εμπορίου, Τέχνης, Αθλητισμού…
Μέσα στα «δωμάτια» υπήρχαν «έπιπλα», τα οποία με τη σειρά τους ήταν αφιερωμένα σε διαφορετικές ενότητες προβληματισμού. Έτσι, παραδείγματος χάριν, μέσα στο «δωμάτιο» της Πολιτικής, στέκονταν αραδιασμένες, κόντρα στους δικτυακούς τοίχους, κάτι ψηλές «ντουλάπες», που στα φύλλα τους είχαν ταμπέλες όπως: «Ντουλάπα για τα Μοντέλα Πολιτικής», «Ντουλάπα Ιδεών για τους Τρόπους Συνύπαρξης Διαφορετικών Ιδεολογιών», «Ντουλάπα για τους Τρόπους Διαχείρισης Κρίσεων μεταξύ Αντίπαλων Ιδεολογιών», «Ντουλάπα για την Εξυγίανση και την Εξέλιξη Πολιτικών Συστημάτων, (σύμφωνα με τα εκάστοτε κοινωνικοοικονομικά δεδομένα)»...
Μέσα στις θηριώδεις «ντουλάπες», ναι, βρίσκονταν τα «συρτάρια». Καθένα από αυτά, είχε εικονικά σκαλισμένο στη ταμπελίτσα του, το όνομα της Πανεπιστημιακής Πολιτείας στην οποία ανήκε. Έτσι, μέσα σε κάθε «ντουλάπα» γινόταν χαμός από τα αναρίθμητα, ξέχειλα «συρτάρια», που φιλοξενούσαν ‘Ιδέες και Συμπεράσματα’ απ’ όλες τις γωνιές του πλανήτη. Επρόκειτο για μια πραγματική Βαβέλ Ιδεών, που ο Πύργος της ολοένα και γιγαντωνόταν σε ύψη δυσθεώρητα, από τα μυστριά των εργατοφοιτητών που έχτιζαν αδιάκοπα. Όταν κάποιος φοιτητής είχε μια Ιδέα ή ένα Πρόβλημα, τα διατύπωνε διεξοδικά και τα έριχνε στο ταχυδρομικό κουτί που ήταν καρφωμένο στην πρόσοψη του «συρταριού» του Πανεπιστημίου του. Φυσικά, προτάσεις και ερωτήματα, θα έπρεπε να είναι σχετικά με το θέμα στο οποίο ήταν αφιερωμένη η «ντουλάπα».
Υπήρχαν περιπτώσεις που μια καταχώρηση στο ταχυδρομικό κουτί, προκαλούσε το γενικό ενδιαφέρον, αρχικά των ομόγλωσσων Πανεπιστημιακών Πολιτειών και αργότερα των ξένων Πανεπιστημίων. Τότε ήταν που ξεσπούσαν έντονες συζητήσεις, δημιουργούνταν σχισματικές φιλοσοφίες πάνω στην αρχική διατυπωθείσα άποψη και μέσα απ’ όλο αυτό το αμάλγαμα ξεπηδούσε κάτι νέο και χρήσιμο, άξιο να ενταχθεί στην παγκόσμια παρακαταθήκη. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, οι αντιδράσεις ήταν από χλιαρές έως ανύπαρκτες. Έτσι η τύχη της πρότασης, κρινόταν από το κατά ποσό ο εμπνευστής της είχε το σθένος να επιμείνει, εφευρίσκοντας τρόπους προβολής ή αναδιατυπώνοντας την με ποιο ελκυστικό τρόπο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μια παλιά περιφρονημένη πρόταση, με νέο ένδυμα, είχε τρομερή απήχηση. Αυτό το φαινόμενο, δίδασκε τους φοιτητές να μη παρατάνε ποτέ κάτι που είχαν τη βαθιά πίστη ότι αξίζει και να παλεύουν διαρκώς για την καταξίωση του.
Συνήθως δεν ήταν ένας ο φοιτητής που έριχνε την Ιδέα ή την Απορία του στο ‘κουτί’. Αλλά ήταν ολόκληρα τμήματα σχολών, που μέσα από πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις (συντονιζόμενες από τον ‘Σοφό’ ή τη ‘Σοφή’), είχαν δει μια καινούργια Έννοια να μορφώνεται μπροστά τους. Βάφτιζαν λοιπόν, την πρωτοφανή αυτή Έννοια, δίνοντας της όνομα και τυπικό ορισμό. Έπειτα καθόριζαν την πρακτική της χρησιμότητα και τελικά την ξαπόστελναν στα δικτυακά μονοπάτια να δοκιμάσει τη τύχη της. Η Έννοια θα είχε επιτυχία μόνο αν αποδεικνυόταν χρήσιμο εργαλείο στα «χέρια» της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Πανεπιστημιακών Πολιτειών. Αλλιώς καταδικαζόταν να αποσυντεθεί στα εξ’ ων συνετέθη.
Άλλες φορές δεν ήταν φιλοσοφική συζήτηση, αυτό με το οποίο καταπιανόταν το τμήμα μιας σχολής, αλλά ήταν μια καθαρά επιστημονική μελέτη ή πείραμα. Τότε, η Ιδέα δεν είχε την μορφή μιας θεωρητικής Έννοιας (με πιθανολογούμενη πρακτική εφαρμογή), είχε τη μορφή επιστημονικού σχεδίου εξέλιξης της γνώσης (πάλι με πιθανολογούμενες πρακτικές εφαρμογές).
Τέλος υπήρχαν και οι φορές που η δραστηριότητα του τμήματος των φοιτητών, δεν ήταν ούτε φιλοσοφική συζήτηση, ούτε μελέτη, ούτε πείραμα, αλλά ήταν αλληλεπίδραση με την Κοινωνία, στα πλαίσια στήριξης (μέσω καινοτομιών) και προγραμματισμού (μέσω σχεδιασμού της δράσης και της κατανομής οικονομικών πόρων) ομάδων επαγγελματιών. Σ’ αυτήν την περίπτωση, της ‘αλληλεπίδρασης’, η ‘Ιδέα’ δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα ‘Μοντέλο’, με πιθανολογούμενη κοινωνική ή εργασιακή εφαρμογή. Το αν πράγματι ήταν εφαρμόσιμο και αποδοτικό, μπορούσε να ελεγχθεί άμεσα από τους εργάτες που το είχαν θέσει ως ζητούμενο. Έτσι ένα επιτυχημένο ‘Μοντέλο’ – ‘Ιδέα’, μπορούσε να τοποθετηθεί θριαμβευτικά, στο ‘κουτί’ της Πανεπιστημιακής Πολιτείας, ώστε να γνωστοποιηθεί και να χρησιμεύσει ως μπούσουλας σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις. Μπορεί όμως το ‘Μοντέλο’ να αποτύγχανε στην κοινωνική του εφαρμογή. Τότε προέκυπτε ένα Μοντέλο – Πρόβλημα, το οποίο πάλι έμπαινε στο ‘κουτί’ του Πανεπιστημίου, αναζητώντας τη λύση του. Αν η ανάγκη για λύση του προβλήματος ήταν έκτακτη (και τις περισσότερες φορές ήταν), τότε αποστελλόταν ένα μήνυμα ΣΟΣ σε άλλα Πανεπιστήμια, προκειμένου να ελέγξουν άμεσα το περιεχόμενο π.χ. του ‘κουτιού’ της Πανεπιστημιακής Πολιτείας της Πάτρας, και να φωτίσουν, αν μπορούσαν, την προβληματική υπόθεση.
Όταν το Πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί είχε χαρακτηριστικά που απαντώνται σε ορισμένες Κοινωνίες ή Γεωγραφικές περιοχές, τότε το μήνυμα σωτηρίας ήταν φυσικό να αποστέλλεται στις Πανεπιστημιακές Πολιτείες που άνθιζαν στους κόλπους τους. Αν για παράδειγμα οι Χημικοί Μηχανικοί, οι Χημικοί και οι Βιολόγοι φοιτητές αντιμετώπιζαν πρόβλημα σε κάποιο ‘Μοντέλο’ που είχαν αναπτύξει για την οικολογική διαχείριση των λυμάτων, κατά την παραγωγή πυρήνας και πυρηνελαίου από τα κουκούτσια της ελιάς, τότε απευθύνονταν σε Πανεπιστήμια χωρών που είχαν ελαιώνες. Έστελνε κάποιος πανεπιστημιακός «τηλεγραφητής» μήνυμα: «ΕΔΩ Πανεπιστημιακή Πολιτεία της Πάτρας! ΕΔΩ Πανεπιστημιακή Πολιτεία της Πάτρας!… Πανεπιστημιακή Πολιτεία της Νότιας Ισπανίας…Λαμβάνεις; Ζητούμε την άμεση συμβολή σας, για την επίλυση του προβληματικού ‘Μοντέλου’ με κωδικό Γ-Δ.Λ.Ε.Γ.Π.3 . Όβερ!». Ο κωδικός προέκυπτε από τα αρχικά των λέξεων: ‘Γεωργία’ που ήταν το «δωμάτιο», στο οποίο βρισκόταν η «ντουλάπα» με την πινακίδα «Διαχείριση Λυμάτων από την Επεξεργασία Γεωργικών Προϊόντων», ενώ ο αριθμός 3 αναφερόταν στο τρίτο κατά σειρά Πρόβλημα, που ήταν τοποθετημένο στο «συρτάρι» του Πανεπιστημίου Πατρών.»
* * *
-«Εδώ Πανεπιστημιακή Πολιτεία της Πάτρας! ΕΔΩ Πανεπιστημιακή Πολιτεία της Πάτρας!… Πανεπιστημιακή Πολιτεία της Νότιας Ισπανίας…Λαμβάνεις;… Μμμμμμ;»
-«Λαμβάνω! Λαμβάνω κουκλάρα μου! Φυσάει, αλλά σε λαμβάνω καθαρά!»
-«Ο κωδικός του προβληματικού ‘Μοντέλου’ είναι Γ-Δ.Λ.Ε.Γ.Π.3 ! Όβερ!»
-«Διάολε! Δε ξέρω για προβληματικό, πάντως μυστήριο μοντέλο είσαι σίγουρα. Οι ατάκες σου είναι πολύ βιτσιόζικες. Τις γουστάρω πολύ! Πες μου κι άλλα, μωρό!»
-«Σεβαστέ μου Διδάσκαλε, τα αποτελέσματα της έρευνας για τη καλύτερη δυνατή διάταξη των αυτόματων ποτιστικών, στον Κ-3 τομέα του πορτοκαλεώνα της Κάτω Αχαγιάς, είναι πολύ σημαντικά!»
-«Σοβαρά γλυκιά μου; Γιατί αυτό; Έλα δω, κάθισε στα γόνατα μου και πες μου…έτσι μπράααβο. Βολέψου! »
-«Μα είναι φανερό ότι έτσι αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά η σημαντικότητα των κλασματομορφικών αντικειμένων και κατ’ επέκταση η αναγκαιότητα εκτενέστερης μελέτης των δυναμικών συστημάτων! Αφού…»
-«Ναι, ναι…είναι αναγκαία η μελέτη των δυναμικών συστημάτων. Αν τα μελετήσουμε μαζί, θα μου δώσεις ένα φιλάκι;»
-«…είναι αναγκαία γιατί αποδοτικότερο πότισμα επιτυγχάνεται με μια φράκταλ διάταξη των ποτιστικών και…ο βαθμός…μα Σοφέ Καθοδηγητή, τι ψάχνετε εκεί κάτω; Αχ!»
-«Αααχ!; Ο Σοφός Καθοδηγητής ανακάλυψε σκονάκια στο βρακάκι σου και είναι πολύ θυμωμένος. Έλα μανάρι μου! Τι θα κάνεις για να μη σου μηδενίσω τη κόλλα;
-«Μα Δάσκαλε! Δάσκαλε…σας παρακαλώ. Ο βαθμός δυσκολίας του εγχειρήματος, δεν είναι τίποτα μπροστά στα οφέλη…Άλλα αν δε μείνατε ικανοποιημένος απ’ την έρευνα, σας βεβαιώ ότι θα ξαναμελετήσω τα δεδομένα απ’ την αρχή και θα διορθώσω τα λάθη μου!»
-«Να μελετήσεις απ’ την αρχή; Να διορθώσεις τα λάθη σου; Την ευκαιρία σου την είχες στην εξεταστική του Φεβρουαρίου και την έχασες. Σε τσάκωσα με σκονάκια! Τώρα πρέπει να με καλοπιάσεις με τα κολπάκια σου. Έλα μωρό μου…δείξε μου πόσο καλή είσαι!»
-«Έκανα λάθος! Δεν είσαι εσύ ο Δάσκαλος μου. Άφησε με!»
-«Και βέβαια είμαι εγώ μικρή ανόητη. Δε θυμάσαι; Δυο εξάμηνα παρεούλα τα … ‘περάσαμε’.»
«Θυμάμαι. Πως δε θυμάμαι. Αυτή είναι, σε πολύ γενικές γραμμές, η φιγούρα του Δασκάλου μου. Μόνο που τα σοφά, πρόθυμα μάτια του, έχουν αποκτηνωθεί. Η πεφωτισμένη φαλάκρα του, έχει θαμπώσει από κάτι κρύες στάλες ιδρώτα. Τα αυλάκια στο μέτωπο του δε φανερώνουν περίσκεψη, αλλά οργώνονται από μια άλλου είδους ‘προσπάθεια’, που ούτε να τη σκέφτομαι, ούτε να τη νιώθω, θέλω.
Φοβάμαι! Ο λύκος είναι εδώ. Η Κοκκινοσκουφίτσα είμαι εγώ.
-Δάσκαλε γιατί έχεις τόσο παγερό βλέμμα;
-Είναι για να σε απομακρύνω καλύτερα!
-Δάσκαλε γιατί έχεις τόσο ανασηκωμένο το φρύδι;
-Είναι για να ξέρεις ποιος έχει το πάνω χέρι!
-Δάσκαλε γιατί έχεις τόσο μικρά αυτιά;
-Είναι για να αποθαρρύνουν τις άβολες ερωτήσεις σου, μικρή φλύαρη!
-Δάσκαλε…
-Σκάσε! Ότι πρέπει να μάθεις, το σημείωσα στον πίνακα. Άλλο δεν έχει!»
* * *
Ζέστη ή Το πώς ξεκίνησε το κακό
«Μια Γεναριάτικη μέρα, ο χειμώνας είπε ψέματα πως είναι καλοκαιράκι. Φόρεσε στον ήλιο κάτι ξανθά εξτένσιονς, έβγαλε στη μόστρα ένα γαλάζιο ουρανό και γλύκανε την ανάσα του με ένα μυρωδάτο αεράκι. Ανέβασε το θερμοστάτη και η φύση μπερδεμένη και παραζαλισμένη απ’ τη ζέστη, έβαλε τα χειμωνιάτικα στο πατάρι. Οι άνθρωποι, νοερά, κινούσαν ξανά για διακοπές, προτού καλά καλά χάσουν το μαύρισμα που τους είχε φιλοδωρήσει ο Αύγουστος.
Οι φοιτητές εκείνη τη μέρα ξύπνησαν αργά. Λουσμένοι στον ιδρώτα, με τα παπλώματα τους κουβαριασμένα στο πάτωμα, με το μυαλό λιωμένο σα βούτυρο, προσπαθούσαν να καταλάβουν τι δεν πήγαινε καλά. Γιατί οπωσδήποτε κάτι παράξενο συνέβαινε, που έκανε τους δείκτες των ρολογιών να δείχνουν περασμένο μεσημέρι και τις μικρές τους γκαρσονιέρες, να καίνε σαν φούρνοι της κολάσεως. Το παραζαλισμένο ξύπνημα το διαδέχτηκε ένα αγχωτικό, κρύο ρίγος (ανακουφιστικό κατά τα άλλα). Η ώρα είχε περάσει και αυτοί δε βρίσκονταν στο Πανεπιστήμιο. Πανικός! Το Πανεπιστήμιο πως θα λειτουργούσε χωρίς τους δουλευτάδες του; Οι επαγγελματίες, από ποια δεξαμενή θα αντλούσαν ιδέες και πάθος; Η Επιστήμη και η Φιλοσοφία, ποιους θα είχαν τώρα να τις τρέφουν και να τις υπηρετούν; Πανικός! Ένα πρώιμο καλοκαίρι αναστρέφει τα δεδομένα και καταλύει την παγκόσμια τάξη, την Πανεπιστημιακή Τάξη. Ένα πρώιμο καλοκαίρι βγάζει τους φοιτητές απ’ το ρυθμό της σχολής και τους βάζει στο ρυθμό της σχόλης, βάζοντας λουκέτο στο πανεπιστημιακό άσυλο της γνώσης και τη δράσης, με το πιο δραματικό τρόπο: Με μια υπνωτιστική ζέστη, που παραπέμπει στο φασισμό του Νταχάου.
Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς φοιτητές; Μέσα στη πυροστιά της κίτρινης μέρας, τα φοιτητάκια προσπαθούσαν μεθυσμένα, με σλόου μόσιον χορευτικές κινήσεις, να βάλουν τα ρούχα τους. Τα πουκάμισα μπήκαν ανάποδα και αμέσως βγήκαν, για να αντικατασταθούν από τσαλακωμένα κοντομάνικα μπλουζάκια. Τα τζιν δεν έλεγαν να ανέβουν και μπουρδούκλωναν στα μπατζάκια τους τα ασήκωτα πόδια των φοιτητών, που τελικά αποφάσισαν ότι τα σορτς ήταν περισσότερο κατάλληλα για τις συνθήκες που επικρατούσαν. Από την υπερπροσπάθεια που κατέβαλαν για να ντυθούν, οι φοιτητές κύλησαν κατάχαμα, λαχανιασμένοι και αποκαμωμένοι, με τα γυμνά τους μέλη, μάταια να προσπαθούν να ανιχνεύσουν λίγη δροσιά. Τα πλακάκια που συνήθως τέτοια εποχή ήταν παγωμένα, είχαν γεμίσει ρωγμές, σαν ξεροψημένη γη. Η όλη κατάσταση φαινόταν σαν μια κακόγουστη φάρσα, που έθετε σε δοκιμασία τη δύναμη της σκέψης των γλαρωμένων φοιτητών.
Η ανάμνηση του Πανεπιστημίου (και αυτό ήταν το πιο φρικιαστικό), δεν τους συγκινούσε πια. Το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να κοιμηθούν…να κλείσουν τα μάτια τους ερμητικά και να παραδοθούν στον ακάματο και αξόδευτο κόσμο των ονείρων. Ίσως πάλι, να ήταν ακόμα καλύτερο να μη δουν καν όνειρα. Ναι! Ακόμα και η εναλλαγή εικόνων, θα ήταν πολύ κοπιαστική για το θολωμένο τους μυαλό. Ακόμη καλύτερα λοιπόν, να πέσουν ευθείς σε ένα μαύρο, βελούδινο ‘Τίποτα’ και κει να αρμενίζουν χωρίς να αισθάνονται, χωρίς να ελπίζουν, χωρίς να σκέφτονται… Χωρίς να σκέφτονται; Πάνω εκεί, μισάνοιξαν τα μάτια τους με φρίκη, αφού από κεκτημένη ταχύτητα, η αγάπη τους για το Πανεπιστήμιο ως πηγή γνώσης, κρίσης και αμφισβήτησης, υπερίσχυσε.
Βάλθηκαν να σκέφτονται χωρίς να θέλουν: «Ποιος θα είχε συμφέρον από τη σημερινή μας απουσία από τη Πανεπιστημιακή Πολιτεία;», «Τι θα γινόταν σήμερα στη σχολή;», «Είχε προγραμματιστεί άραγε καμιά διατμηματική εκδήλωση, σύσκεψη ή παρουσίαση;»…Το ήξεραν πως κάτι σημαντικό είχε ματαιωθεί, μα δεν μπορούσαν να θυμηθούν ποιο ήταν αυτό το κάτι. Ευτυχώς, τους έσωσε η πρωτινή τους επιμέλεια και ο σχολαστικός προγραμματισμός. Στις ατζέντες τους, το μελάνι πότιζε την εξής υπενθύμιση: «9 Ιανουαρίου 2007: ΔΙΑΤΜΗΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ (Ε.Η.) , ΣΤΗ ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ + ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΤΡΟΠΟ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ Α.Π.Ε. + ΠΩΣ ΑΥΤΕΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΤΟΥΝ ΠΙΛΟΤΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ».
Σαμποτάζ! Η Ε.Η. σαμποτάρισε την παρουσίαση της έρευνας. Η διοίκηση της εταιρίας, καλά πληροφορημένη από τους ιντερνετικούς χαφιέδες που είχε βάλει να παρακολουθούν τα ερευνητικά προγράμματα του Πανεπιστημίου, αποφάσισε και διέταξε το σαμποτάρισμα της απειλητικής έρευνας. Άλλωστε η διοίκηση ξέρει, ότι μ’ αυτά τα πράγματα δεν παίζουν, όσοι πάνε κόντρα στα συμφέροντα της μαμάς εταιρίας, πρέπει να εξουδετερώνονται άμεσα. Αυτό δα έλειπε στις ‘Κεφαλές’, να μπει και το Πανεπιστήμιο στην παραγωγή ενέργειας. Κάτι τέτοιο δεν το θέλουν ούτε οι θεοί των πολυεθνικών και του πετρελαίου, που εξευμενίζονται απ’ τη τσίκνα που εκπέμπουν οι ψηλές τσιμινιέρες ιερών εργοστασίων.
Συναγερμός στο σύστημα! Η παραγωγή ενέργειας από το Πανεπιστήμιο θα προκαλούσε πλήθος αλυσιδωτών αντιδράσεων, που οι κεφαλαιοκράτες μόνο στους πιο φρικιαστικούς εφιάλτες τους θα μπορούσαν να δουν.
Να ποια θα πρέπει να ήταν η ακολουθία σκέψεων, των Πατρόνων της οικονομίας:
«Τα άθλια εργατοφοιτητάκια, θα ξεκινήσουν με μελέτες πάνω στις Ανανεώσιμες
(-Ανεκμετάλλευτες) Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Το ‘πανηγύρι’ θα συνεχιστεί με πραγματείες επί πραγματειών για το πώς και σε ποιες περιοχές, οι ΑΠΕ είναι αποδοτικότερες. Θα ακολουθήσουν σχεδιασμοί και προϋπολογισμοί έργων, διαβουλεύσεις με συνεταιριζόμενους ελεύθερους κατασκευαστές και όταν το όλο πλάνο δράσης θα είναι έτοιμο…Τότε βουρρρ! Θα πάρουν φόρα διεκδικώντας δυναμικά, λεφτά από Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης και από τα κρατικά ταμεία. Θα τα πάρουν, το δίχως άλλο! Γιατί τα καταραμένα φοιτητάκια όταν ξεσηκώνονται, με έτοιμα σχέδια δράσης και ακράδαντα επιχειρήματα, καταφέρνουν πάντα αυτό που θέλουν. Αφού υλοποιήσουν τα σχέδια τους παστρικά, τακτικά και με διαφάνεια, όπως πάντα, θα βαλθούν να τα εξελίξουν και να τα επεκτείνουν. Τούτη τη φορά όμως θα έχουν επιπλέον πόρους, από την πώληση της παραγόμενης ενέργειας (την οποία ασφαλώς θα πουλούν σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές) και από την εξοικονόμηση των χρημάτων που παλιότερα πλήρωναν σε μας. Άρα θα έχουν μεγαλύτερη ανεξαρτησία και δύναμη επιβολής, ώστε να υλοποιούν οποιαδήποτε Ιδέα τους κάνει κέφι. Τελικά υπάρχει κίνδυνος το ολοένα επεκτεινόμενο αλισβερίσι τους με την Κοινωνία, να εξυγιάνει σε τέτοιο βαθμό τους θεσμούς και τη κοινωνική αντίληψη, που να εκλείψουν οι βάρβαροι του δημοσίου… Μα που πάμε βρε Κουμπάρε!; Στο κάτω κάτω της γραφής τι θα γίνουμε χωρίς Βαρβάρους;».
Σαμποτάζ! Των πολυεθνικών, των πετρελαιάδων, των μεσαζόντων και των λοιπών διαπλεκόμενων δυνάμεων. Έτσι σκέφτηκαν οι φοιτητές, μέσα στη νάρκη τους. Έπειτα, με κόπο σύρθηκαν μέχρι τους τοίχους των δωματίων τους. Άρχισαν να τους ψηλαφούν, προσπαθώντας να δουν με ποιο τρόπο οι εχθροί, τους είχαν παγιδεύσει με θερμαντικές μηχανές. Πασπάτευαν έτσι τους τοίχους ώρα πολλή, παρουσιάζοντας ένα αλλόκοτο θέαμα από ταλαντευόμενες, υπνοβατικές φιγούρες, κολλημένες στους τοίχους. Ώρα με την ώρα, πολλοί φοιτητές ξεχνούσαν, τι ήθελαν να κάνουν ή τι έψαχναν να βρουν και καταντούσαν σκιές του εαυτού τους, που αφού χαριεντίζονταν για κάμποσο ακόμα με τους τοίχους, σωριάζονταν βαριά στο πάτωμα. Λίγοι ήταν αυτοί που έφταναν μέχρι την εξώπορτα και με λαχτάρα γράπωναν το καυτό πόμολο. Αλλά μόλις το γύριζαν, ένα κίτρινο κύμα τους παραμόνευε έξω απ’ το ασανσέρ και τους σώριαζε κάτω.
Και ο μήνας είχε εννιά… εκείνη τη μέρα στη Πάτρα. Με τους φοιτητές αποβλακωμένους και αναίσθητους, κόντρα στους τοίχους ή χύμα στους διαδρόμους. Με τους πολίτες επίσης αποβλακωμένους, να ονειροπολούν την επόμενη εξόρμηση στα τρέντι θέρετρα, στις καφετέριες και στα τηλεοπτικά γήπεδα. Το γλυκό, χαρωπό καλοκαιράκι, στη καρδιά του χειμώνα είχε αποδιοργανώσει τους πάντες και τους έκανε να πασαλείβονται προκαταβολικά με αντηλιακά, μόνο και μόνο για να αγναντέψουν την παραλία από ένα φεϊγβολάν, ταμπουρωμένοι στο μετερίζι του γραφείου τους. Έτσι γλυκονανουρισμένοι όλοι, παραδομένοι σε μακάρια χαύνωση, αδιαφορούσαν για όλους και για όλα, την ώρα που οι Κεφαλές της Ε.Η., έτριβαν τα χέρια τους. Η επιχείρηση απορύθμισης των φοιτητών και των πολιτών είχε πετύχει. Μπλεγμένοι στα δίχτυα της ηλεκτρικής θαλπωρής, διεκπεραίωναν μια υποχρεωτική, αλγοριθμημένη, κατ’ επίφαση εργασία, χωρίς τα κίνητρα του πάθους και τη δημιουργικότητα της φαντασίας.
Στο απόσωμα της μέρας. Καθώς οι πολίτες επέστρεφαν στα σπίτια τους, έβλεπαν τα κορμιά των φοιτητών που ακόμα κείτονταν στους εξωτερικούς διαδρόμους. Δεν τους έκαναν όμως καμία εντύπωση. Παρέκαμπταν λοιπόν τα ‘χαμένα’ κορμιά ή τα πηδούσαν και ως ένδειξη μέγιστης αδιαφορίας, κάποιοι σκόνταφταν πάνω τους και συνέχιζαν την πορεία τους χωρίς να νοιαστούν για το ‘αντικείμενο’ στο οποίο είχαν σκοντάψει (ήταν άραγε το πόδι, το στομάχι ή ίσως το κεφάλι, του δύστυχου ‘πτώματος’;). Ορισμένοι περίεργοι γείτονες, βλέποντας τις μισάνοιχτες πόρτες που είχαν αφήσει πίσω τους οι σωριασμένοι, έμπαιναν μέσα στα μικρά διαμερίσματα και έκοβαν βόλτες σαν νοικοκυραίοι, επιθεωρώντας το περιεχόμενο των ντουλαπιών, της ντι-βι-ντοθήκης και του ψυγείου. Αν κάποιο μπουφάν ή ντι-βι-ντι τους έκανε εντύπωση, το «ψώνιζαν» ανενδοίαστα, αν θυμούνταν ότι ξέχασαν να αγοράσουν γάλα, έπαιρναν το γάλα του υπήρχε στο φοιτητικό ψυγείο (αυτή η τελευταία κλεψιά δεν ήταν και τόσο επιλήψιμη, μια και το γάλα είτε είχε λήξει από κάμποσες μέρες, είτε είχε ξινίσει κατά τη διάρκεια εκείνης της μέρας, από την απότομη άνοδο της θερμοκρασίας).
Εντωμεταξύ, η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει, καθώς πλάκωνε μια νύχτα με παγερά, υγρά δάχτυλα. Αυτά τα δάχτυλα τρύπωσαν στο σβέρκο των φοιτητών και τους ανασήκωσαν τα κεφάλια. Τα κεφάλια, με έκπληκτα μάτια βολιδοσκοπούσαν το χώρο και προσπαθούσαν να στείλουν τις κατάλληλες εντολές στα πιασμένα άκρα, ενεργοποιώντας τα. Μόλις κατάφερναν να σταθούν όρθιοι, σκουντουφλώντας, επέστρεφαν στα διαμερίσματα τους. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που απορημένα, στάθηκαν μπροστά στη θέα, ενός γείτονα μπουκωμένου με τα δικά τους μακαρόνια, μέσα στο δικό τους πιάτο, περιχυμένα με τη δική τους σάλτσα, να κάθεται στο δικό τους καναπέ και να παρακολουθεί με περίσσια αφοσίωση μια σαπουνόπερα στη δική τους τηλεοπτική συσκευή.
-«Συγνώμη κύριε Τράκα … Νιώθω λίγο αποπροσανατολισμένος. Μπορείτε να μου πείτε αν βρίσκομαι στο δικό μου διαμέρισμα;», ρώτησε δειλά ο αναστημένος φοιτητής. Αλλά απάντηση δεν πήρε απ’ τον αυτόκλητο επισκέπτη, που δεν ξεκολλούσε τα μάτια του απ’ τη τηλεόραση. Μαζεύοντας όλο το φοιτητικό του θάρρος και θράσος, στάθηκε ανάμεσα στον γείτονα και τη μοιραία γκόμενα που δάκρυζε και αγκάλιαζε γλυκανάλατα τον μοιραίο γκόμενο. Ο γείτονας έμεινε για λίγο χάσκοντας μπροστά στον όγκο που ευθυνόταν για την έκλειψη της σαπουνοπερικής κατάστασης. Έπειτα, ανασηκώνοντας σιγά σιγά το βλέμμα κοίταξε ηλίθια τον φοιτητή, ενώ ένα μισοφαγωμένο μακαρόνι κρεμόταν απ’ την άκρη των μισάνοιχτων χειλιών του. Το μακαρόνι έπεσε, φυσώντας τον αέρα μιας πιο γοργής κίνησης στο αργόστροφο φιλμ. Παίρνοντας παράδειγμα απ’ το μακαρόνι, ο εκνευρισμένος πολίτης που έχανε το καλύτερο πλάνο πρωταγωνίστριας – πρωταγωνιστή, άρχισε να κουνάει πέρα δώθε το χέρι του λες και έδιωχνε μια ενοχλητική μύγα.
Ο φοιτητής παραμέρισε, φοβούμενος την εκτόξευση του πιάτου με τα απομεινάρια των μακαρονιών και πήγε στην ντουλάπα να πάρει το μπουφάν του. Όμως το μπουφάν είχε γίνει άφαντο και ανάμεσα στα υπόλοιπα ρούχα κρέμονταν κάμποσες ακόμα γυμνές κρεμάστρες. Ο φοιτητής ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι, μαζί με την ανάμνηση της εφιαλτικής μέρας . Το επικίνδυνο κοκτέιλ ξεχείλισε το ποτήρι και με μεγάλα βήματα πήγε και ξαναστάθηκε μπροστά στον τηλεοπτικά αφοσιωμένο πολίτη, ουρλιάζοντας επιτακτικά:
-«Πού πήγαν τα ρούχα μου; Εεε;! Σε ρωτώ παλιομινάρα! Πού εξαφανίστηκαν τα ρούχα απ’ τη ντουλάπα μου;».
Φοιτητής και πολίτης κοιτάζονταν αγριεμένα, ο ένας όρθιος, περιτριγυρισμένος από την άγια λάμψη που εξέπεμπε πίσω του η τηλεόραση και ο άλλος, καθιστό βαμπίρ, με τα υπολείμματα της κόκκινης σάλτσας γύρω απ’ το κακοφανισμένο του μουσούδι. Εκεί που κοιτάζονταν, άφωνοι από λύσσα, ο φοιτητής παρατήρησε ότι ο γείτονας φορούσε το μπουφάν που γύρευε. Τότε έπεσε πάνω του και άρχισε να τον τραντάζει.
-«Βγάλε αμέσως το μπουφάν μου παλιοκλεφταρά!», ξελαρυγγιαζόταν.
-«Καλά, καλά, πάρε το γαμημένο σου μπουφάν.», γρύλισε ο άλλος και με τσαντισμένες κινήσεις πέταξε το μπουφάν από πάνω του.
Ο φοιτητής το άρπαξε στο αέρα και το φόρεσε. Μετά, αρκετά αναζωογονημένος απ’ τη σύγκρουση, μα νιώθοντας έντονη επιθυμία για πιοτό, βγήκε φουριόζικα απ’ τη γκαρσονιέρα, το ασανσέρ, την πολυκατοικία, το τετράγωνο και κατευθύνθηκε σ’ ένα σκοτεινό ροκ μπαράκι για να καταλαγιάσει το τρελό σβούρισμα του ανεμοδείκτη, της τρομαγμένης του ψυχής.
Αποκλεισμένοι στα μπαρ
«Εκείνη τη νύχτα όλοι οι φοιτητές, κόντρα στη συνήθεια (δηλαδή παρόλο που δεν ήταν σαββατόβραδο), την έβγαλαν στα μπαρ, πίνοντας τεκίλα ή εναλλακτικά, ούζο ‘Πλουμαρέλι’ . Κατά τα ξημερώματα της Τετάρτης, δεκάτης του ζεστού μήνα Ιανουαρίου, άρχισαν τα μάτια να γλαρώνουν και οι γλώσσες να μπερδεύονται, στο παραμιλητό των κοιμισμένων. Παραμιλούσαν τα μεθυσμένα τους όνειρα, που η τεκίλα τα έκανε βαριά και αγχωτικά, ενώ το ούζο τα έκανε να μυρίζουν κάτι από ψημένο χταπόδι στα κάρβουνα. Εκεί που κάποιος από τους νεόκοπους καταλυματίες των μπαρ κοιμόταν, ξαφνικά πετιόταν πάνω, με δυο χοντρές στάλες ιδρώτα να ποζάρουν στους κροτάφους του και με σφυριχτή ανάσα, ψέλλιζε προγράμματα ενάντια στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Όμως η τεκίλα παράστεκε στο πλευρό του και με ένα χοντρό σφυρί - ΝΤΑΝΓΚ!!! - τον ξανάστρωνε στη βολική επιφάνια του μπαρ.
Έτσι, όταν τα κοκόρια των πατρινών προαστίων λαλήσανε, κανείς δεν τα πήρε χαμπάρι και το ξύπνημα παραωρίμασε, με τα βλέφαρα των φοιτητών να τραβάνε ρολά τ’ απομεσήμερο. Εντωμεταξύ έξω απ’ τα φιμέ τζάμια των μπαρ, τα τζιτζίκια που τα είχε προγκίξει η ζέστη της προηγούμενης μέρας, σαμάτευαν, τρίβοντας τα κρόταλα των κοιλιών τους. Η οποία ζέστη, ακάθεκτα συνέχιζε να ρουφά την ενέργεια από τα λασκαρισμένα νεύρα των ζώντων.
Τις δύσκολες αυτές ώρες, το ξύπνημα των φοιτητών υπήρξε ακόμα πιο δύσκολο, με αρχή ιδιαίτερα επώδυνη. Η έξοδος απ’ την αγκάλη του Μορφέα, συνοδεύτηκε από απόλυα της υπνοβατικής ισορροπίας και όλοι βρέθηκαν να βογκάνε, αγκαλιά με τρίποδα σκαμπό, στο πάτωμα. Ευτυχώς που τα δάπεδα των μπαρ ήταν αμελώς επιμελημένα, με μια παχιά στρώση αποτσίγαρων, που κάπως μετρίασε τον πόνο. Μια και είδαν όμως όλοι πως κανείς δεν βρισκόταν εκεί γύρω για να τους λυπηθεί, άφησαν κατά μέρος τα βογκητά και ξαναστήθηκαν στα πόδια τους, χρησιμοποιώντας τα τρίποδα σκαμπό σαν πατερίτσες. Μετά, νιώθοντας τον οργανισμό τους αφυδατωμένο, μην έχοντας την υπομονή να ψάξουν για καμιά βρύση με νερωμένο χλώριο, βάλθηκαν να αδειάζουν στα λαρύγγια τους τα υγρά απομεινάρια των ποτηριών τους. Αυτό όχι μόνο επέτεινε την δίψα τους, αλλά παραμεγάλωσε τον πονοκέφαλο και προκάλεσε ναυτία, στους παρθένους από κραιπάλες οργανισμούς των φοιτητών. Έξω απ’ τη μια και μοναδική τουαλέτα του κάθε μπαρ, σχηματίστηκαν ουρές, σα να επρόκειτο για καταυλισμό θυμάτων χημικού πολέμου, που περίμεναν ανυπόμονα να ανακουφιστούν απ’ τα περισσευούμενα σωματικά υγρά. Οι μπάρμαν και οι μπαργούμαν, αναγκαστικά, εκτελούσαν χρέη αδελφών του ελέους. Έβγαζαν νάιλον παγοκύστες από τους επαγγελματικούς καταψύκτες και τις απόθεταν ευλαβικά στα τυραννισμένα μέτωπα, κερνούσαν σφήνακια καφέ με αλάτι, έκαναν εντριβές με οξειδωμένα κρασιά στα μηνίγγια των μισολιπόθυμων, έδιναν στους αποκαμωμένους απ’ τη ναυτία να μασουλίσουν φέτες λεμονιού και έπαιζαν το ρόλο ψυχολόγων στους άσωτους, που ένιωθαν τις τύψεις της αργίας να παχνίζουν τα μάτια τους. Όλες αυτές οι περιποιήσεις και τα νταντέματα έφεραν το παγερό βραδάκι.
Κανείς δεν είχε τη δύναμη να θυμηθεί κατά που πέφτει το σπίτι του, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει μια πεζοπορία χωρίς πυξίδα και χάρτη, μέσα σ’ αυτό το ερημικό ψύχος, μιας πόλης-φάντασμα, με τους πολίτες αιχμάλωτους της τηλεόρασης και τους φοιτητές αποκλεισμένους στα μπαρ. Έτσι λοιπόν, αφού οι φτωχοί, αποσταμένοι μπαρτέντερς σφούγγισαν πρόχειρα το πάτωμα, έστρωσαν κάτι μπαλωμένες κουρελούδες όπου ξάπλωσαν ριγώντας οι φοιτητές. Από το κρύο και την ανάγκη να παρηγορηθούν από κάποιον ομοιοπαθή, ‘σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλο’ και αναρωτιόντουσαν παραιτημένα τι είχε φταίξει και άρχισε αυτός ο εφιάλτης. Ποιος δαίμονας, ποιο κακό ριζικό, ποια στραβοτιμονιά, τους είχε ρίξει σ’ αυτό το σκοτεινό λούκι. Ένας ένας όμως, έπαυαν τις ερωτήσεις νιώθοντας το μάταιο της ώρας και απόμεναν να κοιτούν τα χρωματιστά σποτ που έπαιζαν περίεργα παιχνίδια με τα φωσφοριζέ λικέρ στα ράφια. ‘Έτσι βουβοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα’... γύρισαν απ’ τ’ άλλο πλευρό...»
* * *
-«..βουβοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα.»
-«Πιάσε το πακέτο με τα τσιγάρα, κοριτσάκι μου. Άντε μπράβο, εκεί δίπλα στο κομοδίνο είναι... Τα σπίρτα;... που χάθηκαν τα σπίρτα γαμώ τη μου;»
Τα έχω σουφρώσει εγώ. Τσαφφφφ! Ανάβω ένα σπίρτο. Κοιτάζοντας τη φλόγα του απαγγέλλω ολοκάθαρα και με πάθος:
-«Τι φταίει; Φταίει το κακό το ριζικό μας; Φταίει ο θεός που μας μισεί; Φταίει το κεφάλι το κακό μας; Φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί!...»
Φςςςςς! Σβήνει η φλόγα. Συνεχίζω την απαγγελία πιο στριγγλιάρικα και υστερικά:
-«Τι φταίει; Κανείς δε το ‘βρε, δε το ‘πε ακόμα...»
Τσαφφφφ! Σέρνω με την ηδονή πυρομανούς, ακόμη ένα σπίρτο, στα πλαϊνά του κουτιού του. Φέρνω τη φλόγα πιο κοντά στα μάτια μου και χαμογελώντας επαναλαμβάνω σε χαμηλότερο τόνο:
-« ..βουβοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα!»
Το χέρι μου υπακούοντας στη δύναμη ενός άλλο χεριού, παίρνει τη φλόγα απ’ το πρόσωπο μου και ευθείς μου χτυπάει τη μύτη μπόχα τσιγάρου.
-«Τι τον θες τον Βάρναλη βραδιάτικα; Ο Βάρναλης πάει... πέρασε η μπογιά του. Τώρα, σε σας τα κοριτσάκια, πρέπει να αρέσουν άλλα τραγουδάκια. Να μου τραγουδήσεις το ‘Γλύκα γλύκα’, μάλιστα! Και να το χορέψεις, μάλιστα! Να κάνουμε κέφι. Πού είναι; Δεν έχεις το σι-ντι που σου ‘δωσα;»
-«Τσου...», νεύω αρνητικά με το κεφάλι και ετοιμάζομαι να βγάλω άλλο ένα απ’ τα κλεμμένα σπίρτα. Δεν προλαβαίνω. Τ’ αρπάζει απ’ τα χέρια μου.
-«Γαμώτο, μανία μ’ αυτά τα σπίρτα! Μερικές φορές γίνεσαι πολύ παράξενη και βαριά. Απαγγελίες και σπίρτα... Έλα, τράβα καμιά τζούρα να ξεδώσεις.»
Μου προτείνει διαδοχικά το τσιγάρο και μετά ένα μπουκάλι με ουίσκι. Χα! Με τίποτα «σοφέ μου διδάσκαλε».
-«Έλα τώρα. Μη μου μουτρώνεις καπριτσιόζα! Θες να μιλήσουμε για τον Βάρναλη; Να μιλήσουμε για τον Βάρναλη. Τι να σου πω; Δε ξέρω και πολλά... Δε θυμάμαι και πολλά. Έχουν περάσει πολλά φεγγάρια από τότε που μιλούσε στη ψυχή μου. Τώρα οι στίχοι του είναι κενοί ή μπορεί κι ο χώρος που κατοικούσε κάποτε η ψυχή μου, να είναι κενός. Δε θέλω να μιλήσω για τον Βάρναλη. Με μελαγχολεί, ο κερατάς, δε μου δίνει κανένα κίνητρο. Κατάλαβες γλύκα γλύκα; Τώρα μ’ αρέσουν οι φοιτητριούλες μου, που εκπορνεύονται. Τώρα μ’ αρέσεις εσύ, που δε ξέρεις που παν τα τέσσερα, που έχεις χάσει το μπούσουλα, που έχεις ανακατέψει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον και δεν ξέρεις ποιο να πρωτοζήσεις και γιατί να το ζήσεις. Ναι, τώρα μ’ αρέσεις εσύ... έτσι... αυτοκαταστροφική, από λύσσα, που δεν έκανες την επανάσταση σου. Χα! Αυτοκαταστρέφεσαι πολύ επαναστατικά! Χα, χα, χα! Κατάλαβες μωρό μου; Έλα τώρα δώσε μου ένα φιλάκι! Πολλά είπα και πικράθηκε το στόμα μου. Δώσ’ μου ένα φιλάκι να το γλυκάνεις!»
Πλησιάζουν δυο στενά, στεγνά χείλια, που ζέχνουν τσιγαρίλα και πιοτό. Τι τα θες τώρα τα φιλιά ρε μαλάκα; Να πάρει! Μου ‘ρχεται να ξεράσω... Αρπάζω το μπουκάλι και απολυμαίνω μάνι μάνι το στόμα μου με οινόπνευμα.
-«Χα, χα, χα! ‘...κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι...’ Χα, χα, χα! Κατάλαβες κούκλα μου;».
Κατάλαβα. Έχω καταλάβει προ πολλού. Θέλω να ξεράσω. Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι. Άσε! Μια άλλη φορά... μαζεμένα... στο μέλλον.»
* * *
«Την τρίτη μέρα, κατά τας γραφάς, οι φοιτητές ξύπνησαν, σχετικά με την προηγουμένη, νωρίς. Δέκα και μισή τόξωσαν προς τα πίσω τις μέσες τους που είχαν πιαστεί, επειδή τα κιλίμια δεν ήταν και πολύ αναπαυτικά. Αφού μπήκαν στη σειρά για την πρωινή τους τουαλέτα, βγήκαν ελάχιστα αναζωογονημένοι, αν και το χλιαρό νερό που έσταζε στ’ αυλάκι του σβέρκου τους, προσπαθούσε φιλότιμα να τους τονώσει. Οι μπαρτέντερς είχαν σερβίρει για κολατσιό, αρμυρά κρακεράκια, κομπόστα ροδάκινο και χυμό ανανά, αλλά παρ’ όλη τη καλή τους διάθεση να ευχαριστήσουν την φιλοξενούσα πελατεία, στολίζοντας ιδιότροπα τον μπουφέ, κανενός η όρεξη δεν άνοιξε ιδιαίτερα. Μάλιστα μετά από λίγο, εκεί που κάποιοι τσιμπολογούσαν ξανόρεχτα, μόνο και μόνο για να παρατείνουν το χρόνο αναχώρησης, κατέφθασαν οι μύγες, που μυρίστηκαν ακάλυπτα σιρόπια. Η ενοχλητική αυτή άφιξη, έκανε τους φοιτητές να βιάσουν το φευγιό τους.».»
Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων
«Έτσι, παρόλη την αβεβαιότητα και το φόβο για το τι θα αντικρίσουν βγαίνοντας στο κόσμο και παρόλη τη δυσφορία για την απολυταρχία της ζέστης, οι φοιτητές ξεμύτισαν ένας ένας. Στην αρχή μάλιστα ένιωσαν ένα ευχάριστο συναίσθημα φρεσκάδας, μια και ο αέρας μέσα στα μπαρ είχε μπαγιατέψει. Άλλα μετά κατάλαβαν ότι η δικτατορία της ζέστης θα τους έκανε να φτύσουν αίμα. Είδαν ότι η απαίσια αυτή ζέστη δεν προερχόταν από τίποτα θερμαντικές συσκευές, για χάρη των οποίων είχαν τρελαθεί να ψαχουλεύουν τους τοίχους, αλλά προερχόταν από κάποια πιο σοβαρή και μεγαλύτερης εμβέλειας κομπίνα της Ε.Η., προκειμένου να αποβλακωθούν οι φοιτητές και να μην έχουν πλέον όρεξη για μελέτες, αμφισβητήσεις και προγράμματα. (Πράγματι, μετά από λίγες μέρες διαδόθηκε, ότι η Εταιρεία Ηλεκτρισμού, με ειδικές ρυθμίσεις στην ποσότητα και την ποιότητα εκπομπής ρύπων, σε μια ιδιαιτέρως ευαίσθητη περιοχή, κατάφερε να μεταβάλει το κλίμα απ’ τη μια μέρα στην άλλη, έτσι ώστε να εξυπηρετήσει τα ποταπά της συμφέροντα. Είχε μάλιστα φτάσει σε τέτοιο σημείο αποθράσυνσης και ασυνειδησίας, που δεν δίστασε χρησιμοποιώντας κατάλληλη παράνομη τεχνολογία, να εκτρέψει μεγάλο μέρος της κοσμικής, υπεριώδους ακτινοβολίας, σε περιοχές όπου σπούδαζαν και δραστηριοποιούνταν φοιτητές.).
Οι παρέες των φοιτητών διάβαιναν τους δρόμους της Πάτρας με βήμα νωχελικό. Η ζέστη τους δημιουργούσε την ψευδαίσθηση, ότι βρίσκονται σε καλοκαιρινές διακοπές και έτσι κοίταζαν τριγύρω με μάτι τουριστικό. Και πράγματι, αυτή η πόλη (λίγο έξω απ’ την οποία εδραζόταν η Πανεπιστημιακή Πολιτεία), που την ένιωθαν σαν σιαμαία αδερφή, είχε μεταβληθεί σ’ ένα ξένο σώμα. Εκεί που η πόλη ανέπνεε επειδή το Πανεπιστήμιο ανέπνεε, εκεί που τα μέλη της ήταν ζωντανά και δραστήρια επειδή η Πανεπιστημιακή καρδιά λειτουργούσε, ξαφνικά ήταν σα να διαχωρίστηκαν βίαια αυτοί οι δύο οργανισμοί και η πόλη να κρεμάστηκε βαμπιρικά στο ‘λαιμό’ της Πανεπιστημιακής Πολιτείας. Τώρα η Πάτρα δεν επιζητούσε τη συνεργασία του Πανεπιστημίου για να κινηθεί και να προοδεύσει, αλλά απλώς ρουφούσε το ευρωαίμα των φοιτητών, σαν μια άνευρη, άκαρδη και ανεγκέφαλη μάζα, που το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η ενστικτώδικη συντήρηση της.
Αυτή τη μοιραία αλλαγή την μύριζαν οι φοιτητές στον αέρα και οι καρδιές τους χτυπούσαν δυνατά απ’ τη ταραχή. Παλιότερα οι πολίτες της πολυαγαπημένης τους ‘ομογάλακτης’, τους πλησίαζαν χαμογελαστά στο δρόμο, τους χαιρετούσαν δια χειραψίας και τους ρωτούσαν για τις εξελίξεις στα ερευνητικά προγράμματα που τους αφορούσαν, για το ποιες ήταν οι δυσκολίες, για το ποιοι είχαν συμφέρον να βάλουν φραγμούς στις προσπάθειες και με ποιο τρόπο σκέφτονταν να τους αντιμετωπίσουν. Δεν ήταν λίγοι οι πολίτες, που κατά τη διάρκεια αυτών των συζητήσεων του δρόμου, μιλούσαν για τις δικές τους προτάσεις και αν προξενούσαν το ενδιαφέρον των φοιτητών, κλείνονταν ραντεβού για να δοθεί η ευκαιρία στον πολίτη να τις αναπτύξει εκτενέστερα. Στους δρόμους της πόλης υπήρχε μια συνεχής ροή πληροφοριών, γνωμών, διαθέσεων. Υπήρχαν πηγαδάκια αλληλεπίδρασης φοιτητών – πολιτών, απ’ όπου ακούγονταν φωνές έντονων συζητήσεων, ρητορικών αγορεύσεων, φιλικά, αισιόδοξα γέλια και πολλές φορές ακουγόταν και η φωνή μιας συλλογισμένης σιωπής, καθώς οι συζητητές λίπαιναν τις γλώσσες τους στο μυαλό, προτού αποφασίσουν να ξαναμιλήσουν.
Εκείνο το πρωινό όμως, μέσα σ’ αυτό τον αποπνιχτικό, κίτρινο αέρα, που κολλούσε σα μελάσα, οι λιγοστοί πολίτες που κινούνταν στα πεζοδρόμια, είχαν ένα ύφος απόλυτης αδιαφορίας και εγκατάλειψης. Με μάτια απλανή, βιάζονταν να φτάσουν στον προορισμό τους και στη θέα των φοιτητών, τα χαρακτηριστικά τους δε μεταβάλλονταν από κανένα μορφασμό αναγνώρισης, χαράς ή ενδιαφέροντος. Δεν ήταν οι πολίτες που γνώριζαν οι φοιτητές, ήταν βαριεστημένα ζόμπι, χωρίς καμιά ερώτηση, χωρίς καμιά πρόταση. Οι φοιτητές αν και βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση απενεργοποίησης, εντούτοις, λόγω κεκτημένης ταχύτητας σκέψης και ευαισθητοποίησης (που κάπως τσούλαγαν ακόμη, χάρης το εκρηκτικό της ηλικίας τους), διατηρούσαν μια ανάμνηση των περασμένων φιλικών και δημιουργικών σχέσεων και κύματα νοσταλγικής θλίψης χτυπούσαν τα μουράγια των στομαχιών τους. Τους ερχόταν η παρόρμηση, να αρπάξουν κάποιο διερχόμενο πολίτη, αν όχι επειδή είχαν κάτι ουσιαστικό να του πουν, τουλάχιστον επειδή ήθελαν τραντάζοντας τον, να του υποβάλουν τη μια και μοναδική απελπισμένη ερώτηση που τους είχε κολλήσει στο μυαλό: «ΤΙ φταίει γι’ αυτή τη βαλτωμένη κατάσταση; Ε;!»
Κι όμως ,δεν άρπαζαν κανένα πολίτη απ’ το γιακά, γιατί απλούστατα τα είχαν τόσο πολύ χαμένα, ακόμα και για να υλοποιήσουν μια απλή παρόρμηση. Οι μόνοι που τους χαμογελούσαν και τους καλημέριζαν εγκάρδια, ήταν οι έμποροι, που στέκονταν στα κατώφλια των μαγαζιών τους και βαρούσαν μύγες. Μόλις πήραν είδηση το λεφούσι των φοιτητών να ξεπροβάλει απ’ τα μπαρ, τσακίστηκαν να φορέσουν το πιο ελκυστικό τους χαμόγελο. Διαλαλούσαν την άριστη ποιότητα των εμπορευμάτων τους, τις ασύγκριτες τιμές, τις μεγάλες προσφορές, την τεράστια ποικιλία και υποκλίνονταν μπροστά στους υποψήφιους πελάτες. Μοίραζαν φεϊγβολάν, στα οποία ‘αναβόσβηνε’ η σημείωση των ‘ειδικών’ τιμών και ‘πακέτων’ για τους φοιτητές. Πολλοί έμποροι είχαν πιαστεί στα χέρια και άλλοι τραβολογούσαν τους φοιτητές προς διάφορες κατευθύνσεις. Αυτή η συμπεριφορά, δεν παράλλαζε από τη συμπεριφορά που επιφυλάσσουν οι ντόπιοι επιχειρηματίες στους ξένους, γκρουπαρισμένους τουρίστες, αποβλέποντας λιμασμένα στον παρά τους. Σε τέτοιους εφήμερους επισκέπτες είχαν μεταβληθεί και οι φοιτητές στα μάτια των εμπόρων.
Όσο για τις πλατείες οπού συνήθως γινόταν κάποια φοιτητική εκδήλωση, συζήτηση, ενημέρωση ή ακόμη και συναυλία από φοιτητικές μπάντες, εκείνο το πρωινό, είχαν μεταμορφωθεί σε γκρίζα, άδεια ξέφωτα στο κίτρινο της πόλης. Μόνο μια ομάδα περιστέρια τσιμπολογούσε μεζέδες, πιο πολύ από συνήθεια, παρά γιατί υπήρχε κάτι φαγώσιμο στην πραγματικότητα.
Κάτι άλλο που έκανε ζωηρή εντύπωση στους φοιτητές, αφού ήταν ξένο προς την εικόνα που είχαν για τους δρόμους της Πάτρας, ήταν ότι ενώ επικρατούσε σχεδόν ερημιά στα πεζοδρόμια, οι δρόμοι ήταν πήχτρα στα αυτοκίνητα, που κινούνταν με τη φοβερή ταχύτητα του ενός μέτρου ανά ώρα. Το όλο σκηνικό ήταν μια ζοφερή, μηχανικά βουερή, νεκρή φύση. Κι αυτό γιατί, οι πολίτες που επέβαιναν στ’ αυτοκίνητα, δεν φαίνονταν, κρυμμένοι καθώς ήταν από ερμητικά κλειστά, σκούρα τζάμια, που εμπόδιζαν τη δροσιά του ερ κοντίσιον να δραπετεύσει στο εξωτερικό και το λιωμένο μολύβι του γεναριάτικου ήλιου να εισβάλει στο εσωτερικό. Σε ορισμένες φάσεις έντονης ανυπομονησίας, όταν δηλαδή η ταχύτητα κίνησης των οχημάτων έπεφτε κάτω από το ένα μέτρο την ώρα, ξέσπαγε μια καταιγίδα, από διαπεραστικά κορναρίσματα και μαρσαρίσματα, ενώ πυκνά σύννεφα καυσαερίων στούμπωναν τον ορίζοντα. Αυτά τα ξεσπάσματα τρομοκρατούσαν τους φοιτητές και μετέτρεψαν το νωχελικό τους βήμα σε έναν αλαφιασμένο, γοργό βηματισμό. Καμιά φορά τους τρόμαζε και τους αποσυντόνιζε ακόμα χειρότερα, ένα άλλο φαινόμενο. Μηχανάκια καβαλούσαν τα πεζοδρόμια και ελίσσονταν ανάμεσα στους παραζαλισμένους πεζούς, στάθμευαν μπροστά τους, κόρναραν στους ‘κουφούς’ και έσπαζαν τις πεζοδρομιακές πλάκες. Όλος αυτός ο χαμός προγκούσε τα φοιτητικά κοπάδια, να βιάσουν κι άλλο το βήμα προς τις στάσεις των αστικών, που θα τους μετέφεραν στην Πανεπιστημιακή Πολιτεία. Εκεί, ήλπιζαν ότι θα ανακτούσαν τη χαμένη τους διαύγεια και θέληση. Αναθύβαζαν τα πανεπιστημιακά εδάφη, ως γενναιόδωρη γη, απ’ όπου θα αντλούσαν μαχητική δύναμη.»
Περιμένοντας στις αστικές στάσεις
«Οι στάσεις των αστικών λεωφορείων που ήταν πιο κοντά στα μπαρ, άρχισαν να γεμίζουν από τις πρώτες ομάδες φοιτητών. Πολλά μπουλούκια τις προσπερνούσαν, ψάχνοντας σαν λαγωνικά να βρουν τις οικείες στάσεις, διότι είχαν την ψυχολογία ανθρώπων που έχουν πάθη αμνησία και προσπαθούν να ανακτήσουν τις θύμησες τους, πασπατεύοντας κάθε γνώριμο πράγμα, τριγυρίζοντας σε κάθε περιοχή που τους ξυπνά εικόνες, αναμασώντας κάθε λέξη που τρέχει ανακυκλούμενη στο νου τους. Έτσι και οι φοιτητές, αν και είχαν μυαλό βαθιά νυχτωμένο, σάμπως να είχε εφοδιαστεί το ντι-εν-εϊ τους με μια ατομική πυξίδα, που τους επέστρεφε αυτόματα, στην προσωπική τους στάση.
Θα είχε γεμίσει και η πιο απομακρυσμένη στάση, από τους φοιτητές – χέλια, αλλά τα αστικά «Νο6 Πανεπιστήμιο – Νοσοκομείο» δεν είχαν φανεί ακόμη. Κάτι άρχισε να ψιθυρίζεται στα ‘πηγαδάκια’ των στάσεων. Άλλοι κάνανε λόγο για μια τετράωρη απεργία των λεωφορειατζίδων, που διαμαρτύρονταν για τις ασφυκτικές συνθήκες που επικρατούσαν στο εργασιακό τους περιβάλλον. Άλλοι λέγανε πως οι οδηγοί ακόμα χουζούρευαν στα κρεβάτια τους μπαϊλντισμένοι απ’ τη ζέστη. Και άλλοι πως γιόρταζαν τα γενέθλια ενός συναδέλφου τους, ρουφώντας φραπεδιές στον πεζόδρομο της Αγίου Νικολάου. Αυτοί οι τελευταίοι, γίνονταν πιο πιστευτοί και πολλοί εκ των φοιτητών προθυμοποιήθηκαν να συστήσουν μια αντιπροσωπία, που θα πήγαινε στις καφετέριες, με αίτημα να ξεκινήσουν τα δρομολόγια των «Νο6». Η προσφορά εκπροσώπων ήταν πολύ μεγάλη, όχι τόσο εξαιτίας της πρεμούρας που τους έπιασε να επιστρέψουν στη Πανεπιστημιακή Πολιτεία (άλλωστε κανείς δε θυμόταν καν με ποιες δραστηριότητες καταγίνονταν εκεί πέρα), ούτε εξαιτίας της ευχαρίστησης που θα τους προσέφερε η μικρή αυτή κινητοποίηση με την υποβολή του αιτήματος. Αλίμονο, το ισχυρό κίνητρο των προθυμοποιημένων, ήταν η ελπίδα, ότι θα τους δινόταν η ευκαιρία να απολαύσουν κι αυτοί, μια τεράστια, δροσιστική φραπεδιά ή έναν παγωμένο φρέντο, αναλόγως τις ορέξεις βρε αδερφέ!
Καθώς η ένταση των διαφωνιών, για το ποιος θα πήγαινε, μεγάλωνε. Καθώς το μεσημεράκι πλησίαζε. Καθώς όλα τα δέντρα ήταν κλαδεμένα, προσμένοντας την άνοιξη για να θεριέψουν, οπότε δεν υπήρχε ούτε ένα χλωρό κλαδί να σκιάσει τα πεζοδρόμια. Η ανάγκη για ένα παγωμένο ‘κάτι’ μεγάλωνε και ήταν θέμα αυτοσυντήρησης πλέον για κάποιους θερμοκέφαλους, να πάνε στις καφετέριες.
Όταν ένα είδος παλεύει για την αυτοσυντήρηση του, μπορεί οι ενέργειες του να αγγίξουν τα όρια της παράνοιας. Ένα τέτοιο κλίμα μεσαιωνικής παράνοιας επικράτησε στις λεωφορειακές στάσεις, με βάρβαρα σπρωξίδια, χυδαία βρισίδια, φανατισμένες κραυγές και υστερικά κλάματα. Σα να μην έφταναν όλα αυτά, οι παρακείμενοι κάδοι απορριμμάτων και ορισμένοι ξεροί κορμοί δέντρων, παραδόθηκαν στις φλόγες μυστηριωδώς. - Αργότερα είπαν πως τις φωτιές τις έβαλαν κάτι σκοτεινοί τύποι με κουκούλες, που βγήκαν ανασηκώνοντας τις πλησιέστερες σχάρες των υπονόμων. Τις έβαλαν από μακριά, πετώντας βόμβες μολότοφ, πολλές απ’ τις οποίες, χάνοντας το στόχο, έσκαβαν κρατήρες στην άσφαλτο. Αφού επιτέλεσαν αυτό το θεάρεστο έργο, οι κουκουλοφόροι, ξανάκλεισαν ήσυχα και ανενόχλητα τις σχάρες των υπονόμων, πάνω απ’ τα κεφάλια τους.- Τελικά, επικράτησε το δίκαιο του ισχυρότερου και για την Αγίου Νικολάου ξεκίνησαν οι πιο ρωμαλέοι φοιτητές. Οι οποίοι, αφού είχαν ρίξει αρκετές μπουνιές και κάμποσες ύπουλες αγκωνιές, έφευγαν χαϊδεύοντας τ’ αυτιά του πλήθους των ταλαίπωρων που παρέμεναν στις στάσεις, με υποσχέσεις για γρήγορη επάνοδο, μέσα στα αστικά αυτή τη φορά.
Κανά μισάωρο αφότου έφυγαν κι αυτοί, ακούστηκαν σειρήνες. Οι φοιτητές, άλλοι τυραννισμένοι απ’ τον ήλιο (της ηλεκτρικής δικαιοσύνης) και άλλοι παραζαλισμένοι απ’ το ξύλο (της ‘των ισχυρών’ δικαιοσύνης), κάθονταν χάμω ανακούρκουδα και η απελπιστική τους όψη παρέπεμπε σε προαυλιζόμενους, στις φυλακές του Γκουαντάναμο. Στο άκουσμα των σειρήνων, ανασήκωσαν απορημένα τα γερτά τους κεφάλια και είδαν να φρενάρουν απότομα μπροστά τους, αστυνομικά περιπολικά. Από μέσα, πετάχτηκαν κάτι αγριεμένα ζουλάπια, κρατώντας μαύρα ματσούκια με μεταλλικές λαβές, στολισμένες με κουμπάκια. Αυτά τα ματσούκια είχαν διπλό ρόλο. Είτε περιποιόντουσαν το θύμα, ερχόμενα άμεσα σε επαφή με (κατά προτίμηση) το κεφάλι του. Είτε το φρόντιζαν από μακριά, έμμεσα, ρυθμιζόμενα από τα εντυπωσιακά κουμπάκια τους. Ανάλογα με το πόσο γυρίζονταν, από τους διαόλους με τις κλιματιζόμενες στολές, τα κουμπάκια έκαναν τη δουλειά τους, καψαλίζοντας με καυτά μικροκύματα το δέρμα του άτυχου, που βρισκόταν στην ευθεία που ‘έδειχνε’ το ματσούκι.
Κανείς δεν κατάλαβε, πώς ο χρόνος χώρεσε όλες τις ωμότητες που ακολούθησαν … Μόλις είδαν τους ορεξάτους αστυνομικούς, οι καθισμένοι φοιτητές τα χρειάστηκαν. Υπακούοντας στο λεγάμενο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που πρωτύτερα τους υπαγόρευε να δείρουν ή να καλυφτούν και εκείνη τη στιγμή να το βάλουν στα πόδια, πετάχτηκαν τρεκλίζοντας πάνω. Πριν προλάβουν να κάνουν ένα βήμα, έζησαν τη κόλαση. Το αίμα κάτω απ’ το δέρμα τους άρχισε να κοχλάζει, υπό τη διευθυντική μπαγκέτα, ή πιο σωστά, υπό τα διευθυντικά ματσούκια των…‘της αστικής τάξης’. Πανικόβλητα ουρλιαχτά, κατρακύλησαν θεούς και δαίμονες απ’ τις καρέκλες τους. Οι κολασμένοι έπαιρναν το λουτρό τους, το λουτρό του πυρός. Μπουσουλώντας, γύρευαν οδό διαφυγής, μα δε την έβρισκαν. Γύρευαν και έλεος, μα ούτε απ’ αυτό έβρισκαν. Οπότε τελικά υπάκουσαν στις ντουντούκες, που τους πρόσταζαν να μείνουν ακίνητοι με τα χέρια ψηλά. Δεκάδες χέρια, σε κάθε λεωφορειακή στάση, υψώθηκαν μουντζώνοντας και εκλιπαρώντας ταυτόχρονα. Η έκκληση για έλεος απορρίφθηκε. Οι μούντζες απαντήθηκαν δεόντως. Τα ματσούκια έκαναν και από κοντά τη δουλειά τους, δείχνοντας μια περίεργη προτίμηση, στους πιο αδύναμους και κακοπαθημένους.
Κάποτε, μετά από πέντε λεπτά ανυπολόγιστου χρόνου, όλα τέλειωσαν. Μόνο κάμποσα πνιγμένα βογκητά και το ήδη πηγμένο αίμα, υπαγόρευαν τα συμβάντα, κατά πολύ λογοκριμένα. Οι αστυνομικοί όπως ήρθαν, το ίδιο ξαφνικά έφυγαν, φορτώνοντας τις μπαγκαζιέρες των περιπολικών με δυο τρία ‘ταραχοποιά’ στοιχεία, που έδειξε η ρουλέτα.
«Λίγο νερό! Λίγο νερό, στη κόλαση…!», ψέλλιζαν οι φοιτητές ή αυτό που κάποτε αποτελούσε το φοιτητόκοσμο.
«Νερόοοο!!!!!», ακούστηκε μετά από λίγο μια σπαραχτική κραυγή.
Η κραυγή αυτή ήταν το σύνθημα. Οι κινέζοι της Πάτρας, τσίτωσαν τ’ αυτιά τους και σαν ακούστηκε δεύτερη φορά η κραυγή, φορτώθηκαν στο λαιμό τα τελάρα τους. Με χαλαρό τρεξιματάκι, έσπευσαν στις στάσεις, με τα τελάρα γεμάτα καλούδια. Πουλούσαν ξίδι μπαλσάμικο από αναποφλοίοτο ρύζι και γυαλιά ηλίου ‘μαϊμούδες’.
Οι φοιτητές αγόρασαν κι απ’ τα δυο.»
* * *
-«Λίγο νερό! Λίγο νερό στη κόλαση…!», λέω το σύνθημα και κοιτάζω προς τη μεριά της κρυφής κάμερας.
Είναι το σύνθημα πως δεν αντέχω άλλο τον πελάτη και να έρθει ο Σπύρος να με γλιτώσει. Το λέω σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν με πνίγει πολύ ο κόμπος στο λαιμό μου, τόσο που λέω ότι όπου να ‘ναι θα πάθω σπασμούς απ’ την ασφυξία. Το έχω πάθει ήδη μια φορά και είδαν κι έπαθαν να με συνεφέρουν. Ο γιατρός που μ’ εξέτασε είπε πως είναι απ’ τη κατάχρηση κοκαΐνης, αλλά ξέρω πως δεν είναι αλήθεια. Είναι απ’ τη κατάχρηση απελπισίας, απ’ τη μόνιμη αίσθηση του αδιεξόδου.
Οι νταβατζήδες μου έκτοτε, φοβούμενοι μη χάσουν τη κότα με τα χρυσά αυγά, μου έδωσαν την άδεια να τους προειδοποιώ όταν κάτι δεν πήγαινε καλά.
«Αλλά αλίμονο σου αν μυριστούμε ότι δε λες την αλήθεια!», μου είπαν.
Τρίχες! Πώς θα μυριστούν ότι δε λέω την αλήθεια; Ακόμα και οι τότε σπασμοί μου, ψεύτικοι ήταν, θέατρο έπαιζα. Αλλά θα ‘θελα πολύ να τους είχα. Τόσο που ξεγέλασα τους πάντες. Ακόμη και τον γιατρό – πελάτη!
«Αλίμονο μου αν δε λέω την αλήθεια;». Χα! Χα! Καλό κι αυτό! Λες και θα τους φοβηθώ. Γιατί; Τι μπορούν να μου κάνουν; Δε φοβάμαι κανέναν, παρά μόνο τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι αν τους αφήνω να με εκμεταλλεύονται, είναι γιατί δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω. Δε μπορώ να σκεφτώ τίποτα καλύτερο να κάνω. Έχουν θεριστεί όλα τα καλύτερα και βαριέμαι φρικτά.
Χτυπάει η πόρτα διακριτικά. Είναι ο Σπύρος.
-«Κύριε Λεκτορακόπουλε, εντ οφ δε τάιμ! Ετοιμαστείτε να περάσετε στον πάγκο. Στο δεύτερο ημίχρονο παίζει άλλος!».
-«Οκεΐ κόουτς! Πάγκο; Πάγκο.»
Σηκώνεται, φιλοδωρώντας τα οπίσθια μου με μια τσιμπιά. Βάζει τα σώβρακα του, ανεβάζει το παντελόνι, τραβάει και το φερμουάρ, πολύ ‘αντρίκια’. Σιγά… θα ‘βρεις’!
Δε κρατιέμαι. Κοιτάω τη κάμερα και βγάζω τη γλώσσα.
-«Μωρό! Φεύγω. Τα λέμε!»
Μακάρι να τα λέγαμε μόνο Δάσκαλε Λεκτορακόπουλε!
Ανοίγει την πόρτα και έρχεται φάτσα φάτσα με τον νταβά. Ο Σπύρος έχει ακουμπήσει με τον ώμο στην κάσα της πόρτας και ρουφάει ένα τσιγάρο. Ξεφυσάει απότομα τον καπνό και με ένα στραβό χαμόγελο, που του ανεβαίνει πονηρά στα μάτια και τα μισοκλείνει, λέει:
-«Τι έγινε μεγάλε; Πόσα γκολ έβαλε σήμερα η Πανάχα;». Τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Ο άλλος γελάει συνωμοτικά. Ένας καραγκιόζης που παραστέκει πάντα στο πλευρό μου, δίνει πάσα τρία φάσκελα. Κανείς μας δεν έχει παράπονο.
Αφού τελειώνει τα χαριεντίσματα και τις δημόσιες σχέσεις του κώλου, κλείνει πίσω του την πόρτα.
-«Λοιπόν; Τι τρέχει; Δε μπορούσες να περιμένεις ακόμα ένα τέταρτο;», ρωτάει ξερά. Όοοοχι φίλε. Ένα λεπτό ακόμη και θα μπορούσες να απολαύσεις ένα ακόμη δείγμα της υποκριτικής μου τέχνης και μα την αλήθεια, αυτή τη φορά θα ενσάρκωνα με όλο μου το είναι τη δαιμονισμένη. Χαμογελάω γλυκά και μόνο στη λύτρωση που μου προσφέρει η σκέψη.
-«Άσε τα χαζά χαμόγελα. Το έχεις παρακάνει. Νομίζεις ότι θα σε κανακεύω συνέχεια; Αν σ’ αφήσω στον άλλον, θα δεις τι πάει να πει πραγματικό νταβατζιλίκι.»
Ναι, έτσι μπράβο. Πούλα μας και φούμαρα τώρα. Λες και δε ξέρω πως έχετε συστήσει δίπολο. Εσύ στο ρόλο του μαλακού, του παρηγορητή, του καλού και ο άλλος στο ρόλο του μπαμπούλα. Ο ένας λασκάρει και ο άλλος τραβάει τα λουριά. Καλό κουμάντο παλικάρια. Πιάνει πάντα κι ας είναι το σύστημα γνωστό. Βολεύτηκα και γω σ’ αυτό και βαριέμαι να του πάω κόντρα…Οι αιώνιοι νταβατζήδες, οι αιώνιες πουτάνες. Αιωνία μας η μνήμη! Αθάνατοι.
Το χαμόγελο δε μου φεύγει. Μια και πλήρωσε το πάγιο, είπε να μην αποχωριστεί τη φάτσα μου. Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, ανάσκελα, με τα γόνατα λυγισμένα, να κοιτάνε στο ταβάνι. Το ένα γόνατο κατεβαίνει αργά αργά στο πλάι, σημαίνοντας προσκλητήριο.
-«Ναι…γέλα, γέλα… Πήγαινε πλύσου! Σε λίγο θα ‘ρθει ένας φρέσκος. Κοίτα να κρατήσεις την όρεξη σου…», λέει, δείχνοντας με έντονο βλέμμα, το πλαγιασμένο μου πόδι.
Βροντάει πίσω του την πόρτα. Δε με θυμάται καθόλου. Το νερό στο λούκι ξεπλένει κάθε ανάμνηση.
Πάω στο μπάνιο και αφήνω το νερό να τρέξει ώρα πολλή, πάνω μου. Με τα μαλλιά βρεγμένα, κολλημένα στο αυλάκι της πλάτης μου, κοιτάζομαι στο καθρέφτη και όσο μπορώ, δε με βλέπω. Αλλά δε μπορώ να μη προσέξω, πως το χαμόγελο, είναι ακόμα εκεί. Έτσι λοιπόν και γω, το τονίζω ακόμη περισσότερο, με ένα φωτεινό μακιγιάζ. Έτοιμη η μάσκα!
Σφίγγω τριγύρω μου ένα κλαρωτό, κερασί κιμονό. Έτοιμη η γκέισα!
Σιγοτραγουδάω:
«Άσπρη καπνιά αλείφτηκα και παίζω στο Καμπούκι…», ταμ, ταμ, ταμ, χτυπάω ρυθμικά τα τσοκαράκια μου, στα μάρμαρα του μπάνιου. Νταπ, νταπ, ντοπ, κάνει και η βούρτσα μου στο νιπτήρα.
«Το λούκι, το λούκι, για κάθε κώλο ταιριαστό, υπάρχει ένα παλούκι…». Ω! Γες!»
* * *
Η βελούδινη απολυταρχία της κυρίαρχης «δημοκρατίας»
«Το σινάφι των ανθρώπων είναι μυστήριο. Μπορεί ο καθένας από μας που το απαρτίζουμε, να έχει ένα μυαλό άλλοτε γόνιμο και άλλοτε στείρο, ανάλογα με το ποια αυλάκια του, έχουμε σκαλίσει περισσότερο. Αλλά όλοι μαζί, δεν έχουμε περισσότερη λογική, απ’ τη λογική που έχει ο ψαρίσιος γόνος, που τον παρασέρνουν τα θαλάσσια ρεύματα όπου τους κάνει κέφι.
Στροβιλιζόμαστε από πολιτικά ρεύματα. Άλλοτε γκαρίζοντας: «Ζήτω ο βασιλιάς!» και άλλοτε υμνολογώντας: «Βίβα λα Δημοκρατία!». Και καλά, η έννοια του βασιλιά είναι σαφώς οριζόμενη από το: ‘Αποφασίζουν (οι χρηματοδότες της βασιλείας μου), διατάσσω (αυτά που είναι προς το συμφέρον τους και κατ’ επέκταση αποτελούν και δικό μου συμφέρον), μοστράρω τη κορώνα μου, τρέφω τον κώλο μου και αποκτώ διάδοχο.’
Αλλά η έννοια της ‘Δημοκρατίας’, αυτή που χειροκροτούν οι μάζες, είναι κλούβιο αυγό. Δηλαδή και άδεια είναι και βρωμάει. Εξηγούμαι:
Άδεια είναι, διότι ο λαός αποτελείται από διάφορες εισοδηματικές, μορφωτικές, ηλικιακές και ιδιοσυγκρασιακές τάξεις. Αυτές οι τάξεις έχουν διαφορετικά συμφέροντα και επιδιώξεις, με αποτέλεσμα να δίνουν και διαφορετικούς ορισμούς στην έννοια της Δημοκρατίας. Έτσι μέσα στο δοκιμαστικό σωλήνα μπαίνει η δημοκρατία του κεφαλαιούχου, του μικροαστού, του αγρότη, του έμπορα, του άνεργου, του μεροδούλι-μεροφάι. Επίσης μπαίνει η δημοκρατία του αποφοίτου του δημοτικού, της δευτεροβάθμιας, της τριτοβάθμιας και της νιοστοβάθμιας εκπαίδευσης. Ακολούθως μπαίνει η δημοκρατία του εφήβου, του νεανία, του ώριμου και του ηλικιωμένου. Ακόμα μπαίνει η δημοκρατία του δουλευτή, του τεμπέλη, του συνειδητοποιημένου, του ωχαδερφιστή, του σοβαρού και του χάχα. Τέλος μπαίνουν και όλες οι δημοκρατίες που μπορεί κανείς να σκεφτεί, που δεν αναφέρθηκαν και που είναι οι περισσότερες.
Αφού ανακινήσουμε το δοκιμαστικό σωλήνα , τον παραγεμισμένο με τόσες δημοκρατίες, έκπληκτοι θα διαπιστώσουμε ότι ο σωλήνας είναι κενός. Η αντίδραση επετεύχθη και το πηλίκο μηδενικό. Δημοκρατία της μάζας δεν υπάρχει, είναι όρος κενός, λόγω αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, που αντιδρούν και εξαφανίζονται.
Και Βρωμάει. Γιατί πάντα κάποιοι θα αναλάβουν να παραστήσουν τους σωτήρες δημοκρατικούς, γενόμενοι παάντα (μα πάντα;), βασιλικότεροι του βασιλέως. Αυτοί που τάχα θα ‘μεριμνήσουν’ για την δημοκρατία των μαζών και θα κόπτονται ρητορεύοντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κοινό συμφέρον, την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, δεν έχουν άλλο στο μυαλό τους παρά να εξυπηρετήσουν τους ανθρώπους της κλάσης τους, τα δικά τους παιδιά. Και είναι απολύτως φυσικό, αφού η δημοκρατία που έχουν κατά νου είναι έτσι δομημένη, ώστε να διευκολύνει την ύπαρξη τους και να αναβαθμίζει τη δικιά τους ποιότητα ζωής. Η ‘βρώμα’ δεν έγκειται σ’ αυτό που είναι απολύτως φυσικό, αλλά στο ότι κάθε φορά, γίνεται χρήση (κατάχρηση) αθέμιτων μέσων και κατασπατάληση πόρων, ενέργειας και χρόνου, προκειμένου οι λαϊκοί ποδηγέτες, να διαφημίσουν την καλή ποιότητα της δημοκρατίας τους. Έπειτα όταν αναλάβουν την εξουσία και γίνει πλέον πασιφανές για τι σόι δημοκρατία πρόκειται, συνεχίζουν την κατασπατάληση δημοσίου χρήματος και εργατοωρών, σε αλχημείες με αριθμούς (στα οικονομικά, στα γκάλοπ και στους δείκτες (ανεργίας φερειπείν)) και σε συντήρηση τσιρακιών, μεσαζόντων και προβοκατόρων. Έτσι παστρικά και οργανωμένα, όλη η βρωμιά μπαίνει κάτω απ’ το χαλί.
Οι μάζες (οι υπόλοιπες κλάσεις που είναι διάφορες της κλάσης των εξουσιαστών), τα νιώθουν όλα αυτά, τα καταλαβαίνουν στο πετσί τους, αφού η ζωή τους καταντά μάχη για επιβίωση. Μάχη των δικών τους «δημοκρατιών», ενάντια στη κατεστημένη «δημοκρατία». Αλλά αλίμονο, ο ‘πολεμικός προϋπολογισμός’ δεν κατανέμεται ομοιόμορφα. Η καταστημένη «δημοκρατία» έχει τη μερίδα του λέοντος και τα πυροβόλα ανέκαθεν νικούσαν τις σπάθες. Και ο ρόλος των πολυβόλων αυτών είναι ύπουλος, γιατί δεν είναι πολυβόλα που καθαρά και ξάστερα αφαιρούν ζωές. Όχι. Πρόκειται για ‘πολυβόλα’ που δημιουργούν ρεύματα αποπροσανατολισμού, που εξωθούν σε σπασμωδικές αντιδράσεις, που στρέφουν τις επίλοιπες τάξεις στο αλληλοφάγωμα, σύμφωνα με την κλασική τακτική του διαίρει και βασίλευε.
Και η ιστορία πάει ως εξής: Οι εξυπηρετητές του κατεστημένου, κάθε φόρα φέρνουν στη μόδα και ένα «νέο» πρόβλημα, που είναι γνωστό προ πολλού. Το φέρνουν στην επικαιρότητα όμως, με τρόπο γενικόλογο, αμπελοφιλοσοφικό, το πιάνουν περιφερειακά, χωρίς να αγγίζουν τα βαθύτερα αίτια του, χωρίς καμιά πρόθεση να δώσουν λύση. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, δηλαδή. Φανατίζουν τις μάζες, με τις διαρκείς επιφανειακές ρητορείες τους, ότι άλλο πια η κατάσταση αυτή δεν πάει και καλά θα κάνει ο κόσμος να ξεσηκωθεί. Ο ‘κόσμος’ παρασυρμένος απ’ το ρεύμα του τρέχοντος προβλήματος, κάνει έναν κατ’ επίφαση ξεσηκωμό με καθοδηγούμενες πορείες, λαοσυνάξεις και προβοκατόρικα έκτροπα. Συμμετέχει σε άσκεφτες καταλήψεις δημοσίων χώρων, βιάζοντας τις «δημοκρατίες» άλλων, ποδοκροτεί και φτύνει σάλιο κι αίμα σπασμωδικά. Η υστερική αυτή κατάσταση μένει στη συλλογική συνείδηση ως αγώνας, για την αντιμετώπιση του προβλήματος για το οποίο ευθύνεται η εξουσιάζουσα «δημοκρατία». Έπειτα, αφού περάσει η μπόρα, όλοι είναι ευχαριστημένοι ότι έκαναν το χρέος τους. Οι κυβερνώντες επαίρονται ότι κατάφεραν να διαχειριστούν τη κρίση, υποκρινόμενοι ότι σκέφτηκαν κάποιες λύσεις. Οι θιγόμενοι απ’ τις συνέπειες του προβλήματος, χαίρονται για την τόλμη που επέδειξαν κατά τον ξεσηκωμό τους και τη πίεση που άσκησαν στην εξουσία προκειμένου να μεριμνήσει για τα συμφέροντα τους. Οι προβοκάτορες τρίβουν τα χέρια τους που μπόρεσαν να αναμοχλεύσουν το λαϊκό αίσθημα και ακολούθως να το κατευνάσουν. Πραγματικά στο τέλος όλοι είναι νικητές. Εκτός από το πρόβλημα, που έχει ηττηθεί κατά κράτος.
Μετά απ’ το πρόβλημα που δήθεν αντιμετωπίστηκε, ένα άλλο πρόβλημα σύρεται στην επιφάνεια. Πρόβλημα μιας άλλης κοινωνικής ομάδας και όλοι οι προβολείς πέφτουν επάνω του. Το προηγούμενο πρόβλημα ξεχνιέται (μέχρι να ξαναανακαλυφτεί κάποια στιγμή στο μέλλον) και όλοι ασχολούνται - φωνασκώντας, χωρίς βαθιά διερεύνηση αιτιών και προτάσεις λύσεων - με το καινούργιο κόσκινο. Η φωτιά του ενδιαφέροντος για το τρέχον καυτό πρόβλημα, συνδαυλίζεται από τους «ειδήμονες» της ειδησιογραφίας, τους μαχητικούς τηλεδημοσιογράφους (με τις πολεμικές ανταποκρίσεις για την καυτή πατάτα στα χέρια της κυβέρνησης), τους αντιπολιτευόμενους της συμπολίτευσης, την αγχωμένη αντιπολίτευση, τα σκάνδαλα επί του παρόντος προβλήματος, που κανονίζουν οι μεσάζοντες και οι προβοκάτορες.
Κάθε φορά, ένα πρόβλημα – φούσκα (στο κοινωνικό χρηματιστήριο), δεν ξεφουσκώνει μόνο επειδή σταματάνε οι γνωστοί άγνωστοι να τρομπάρουν αέρα. Ούτε μόνο επειδή οι υστεριάζοντες κάποια στιγμή βαριούνται τα κούφια καμώματα τους. Αλλά κυρίως επειδή η θιγόμενη τάξη, αντιδρώντας με καταλήψεις, μαζικές διαδηλώσεις, απεργίες, καταστροφές, αιματηρές συγκρούσεις, βιαιοπραγεί εναντίον της «δημοκρατίας» άλλων τάξεων. Οι άλλες τάξεις στην αρχή κάνουν τουμπέκι, όχι από αλληλεγγύη, αλλά αναλογιζόμενες πως θα ‘ρθει κάποια στιγμή, που και κείνες θα θέλουν να ξεσαλώσουν και τότε θα εξαργυρώσουν την υπομονή που επέδειξαν. Όμως σιγά σιγά, καθώς βλέπουν πως το πράγμα παρατείνεται και πως μάλιστα καταντά οικονομικά ασύμφορο, αρχίζουν ν’ αγριεύουν και να στρέφονται εναντίων των «αγωνιστών». Στο σημείο αυτό η εξουσία, η κυρίαρχη «δημοκρατία», τρίβει τα χέρια της από ενθουσιασμό. Οι υπόλοιπες «δημοκρατίες» μπορούν άνετα να βγάλουν τα μάτια τους, χωρίς η ίδια να κουνήσει το δαχτυλάκι της. Έτσι, τελικά ο «αγώνας» μιας τάξης για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, εκφυλίζεται σε μια αόριστη μάχη για την υποχρέωση διεκδίκησης των δικαιωμάτων γενικά και τις παρακλήσεις προς τους έτερους πολίτες για ανοχή. Όλα λοιπόν ξεφουσκώνουν έτσι άδοξα, με τους πολίτες όλων των τάξεων, εκτός της κυρίαρχης, παραζαλισμένους, μισοικανοποιημένους γιατί ύψωσαν την φωνή τους, μισομπερδεμένους από τη τρύπα που βλέπουν στο νερό…
Οι διαπλεκόμενες «δημοκρατίες» στην πραγματικότητα, δε διέπονται από κανένα συναίσθημα αλληλεγγύης. Καθεμιά βλέπει με μισό μάτι τους «αγώνες» της άλλης. Τους βιώνει με αίσθημα καχυποψίας, για το γνήσιο των κινήτρων που διακηρύττονται και με αίσθημα ζήλιας. Γιατί να ασχοληθούμε με το δικό σας πρόβλημα και όχι με το δικό μας; Έτσι οι «αγώνες», είναι μια σειρά από πασαλειμμένες υποθέσεις, μια ακολουθία άρπα – κόλλα, που βολεύει μόνο την κυρίαρχη «δημοκρατία».
Αν κάνει πως ξεσηκώνεται η τάξη των ηλικιωμένων, για το άθλιο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα και την ανύπαρκτη κοινωνική πρόνοια. Τότε υπάρχει η τάξη των νέων ανέργων και η τάξη των συμβασιούχων, που τους κοιτάνε στραβά. Νιώθουν τη «δημοκρατία» τους να απειλείται, καθώς η αύξηση των συντάξεων, θα βαρύνει την δικιά τους καμπούρα, που ήδη είναι φορτωμένη με την απελπισία της ανέχειας. Θεωρούν ότι τα διεκδικούμενα λεφτά, θα ήταν προτιμότερο να διατεθούν σε προγράμματα που θα τους βγάλουν απ’ το τέλμα της απραξίας, της φτώχιας και της εξάρτησης απ’ τους γονείς, παρά να δοθούν σε κάποιους που ήδη έχουν ζήσει τη ζωή τους και θα μπορούσαν να τα κουτσοβολέψουν με λιγότερα. Βέβαια όλα αυτά δεν λέγονται ανοιχτά, γιατί όλοι γερνάμε βρε αδερφέ! Αλλά το φωνάζει η συμμετοχή στις διαδηλώσεις, οι ηλικιωμένοι είναι μόνοι τους.
Αν κάνουν πως ξεσηκώνονται οι φοιτητές, στην αρχή όλοι θα τους στηρίξουν γιατί είναι η νέα γενιά και οφείλει να διαθέτει μια επαναστατικότητα (εντός πλαισίου βεβαίως βεβαίως), αν δε κάνει τους «αγώνες» της τώρα, πότε θα τους κάνει; Τα απωθημένα είναι βλαβερά! Και έπειτα, πώς να το κάνουμε; Είναι τα παιδιά μας και τα αγαπάμε. Είμαστε μαζί τους και τα στηρίζουμε. Αν όμως το παρακάνουν με τις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις και τα «έκτροπα», τότε η τάξη των γονιών, των φορολογούμενων πολιτών, στρέφεται εναντίον των ασυνείδητων παλιόπαιδων, που τους πίνουν το αίμα και παραμελούν τις σπουδές τους.
Αυτά είναι παραδείγματα του πως η μια «δημοκρατία», καταλύει την άλλη, μόνο και μόνο επειδή γίνονται άθυρμα, στα χέρια της μιας κυρίαρχης «δημοκρατίας», που καταληστεύει τα κρατικά ταμεία και πετάει το κόκαλο σε ένα τσούρμο σκυλιά. Η εξουσία εκμεταλλεύεται την κατά φαντασίαν δημοκρατία της μάζας, για να λεηλατήσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Βίβα λα Δημοκρατία, λοιπόν; Αν υπήρχε, βεβαίως βίβα. Χίλιες φορές βίβα. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για Δημοκρατία. Πρόκειται για την απολυταρχία της μιας «δημοκρατίας». Δημοκρατία, ισότητα και αδελφότητα, υπάρχει μόνο μέσα στη τάξη που κυβερνά, όποια κι αν είναι αυτή.
Αν απλοποιώντας τις τάξεις, τις χωρίσουμε με βάση τα σημερινά δεδομένα, σε κεντροαριστερά, κεντροδεξιά, αριστερά, δεξιά, κομούνα, αναρχία, άκρα δεξιά, τότε όποια τάξη και να επικρατήσει στα γυρίσματα του χωροχρόνου, πραγματική Δημοκρατία δεν πρόκειται να υπάρξει. Και καλά η άκρα δεξιά, ο φασισμός, είναι εξ’ ορισμού κατάλυση της Δημοκρατίας. Στο φασισμό είναι ξεκάθαρο, ότι ελευθερία άποψης δεν υπάρχει, ή τον υπηρετείς ή είσαι νεκρός. Άλλωστε πάντα στις περιπτώσεις ακραίου φανατισμού και συντηρητισμού (δηλαδή στις περιπτώσεις καθαρόαιμης βλακείας), υπάρχει η απλοϊκότητα των συνοπτικών διαδικασιών. Όμως όλες οι άλλες προαναφερθείσες τάξεις, μπορεί να μην είναι τόσο ξεκάθαρα ανελεύθερες, αλλά οποιαδήποτε απ’ αυτές και να επικρατήσει, θα θελήσει να επιβάλει την ιδεολογία της, την κοσμοθεωρία της, να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ανθρώπων της και όσοι της πάνε κόντρα, το λιγότερο που μπορούν να πάθουν, είναι να αγνοηθούν και να υποσκελιστούν. Αν μάλιστα η τάξη, έχει πάρει το έργο επιβολής της «δημοκρατίας» της, πολύ στα σοβαρά, ως έργο σωτήριο για το κοινωνικό σύνολο, οι αμφισβητίες, οι αρνητές της κυρίαρχης συνειδήσεως, άνετα οδηγούνται στην καρμανιόλα (θεατή ή αθέατη).
Οι εκλογές είναι ένας σαφέστατα δημοκρατικός θεσμός. Όμως το ότι μέσω αυτών, ανεβαίνει στην εξουσία μια συγκεκριμένη ιδεολογική τάξη, δεν καθιστά και το πολίτευμα δημοκρατικό, μόλο που οι μάζες έχουν συνηθίσει να πιστεύουν κάτι τέτοιο. Πρόκειται για καθαρή ψευδαίσθηση. Καθαρή ψευδαίσθηση είναι επίσης και η πίστη ότι η δημοκρατικά εκλεγμένη τάξη, θα μεριμνήσει για τα προβλήματα του συνόλου, τηρώντας τις υποσχέσεις που έχει δώσει αφειδώς προεκλογικά. Η κυβέρνηση θα μεριμνήσει μόνο για τα συμφέροντα των οικείων, δηλαδή μόνο για τα συμφέροντα αυτών που συμμερίζονται τη δική της αντίληψη για το τι είναι δημοκρατία. Οι υπόλοιποι μπορούν να βολευτούν με το κόκαλο, με τους αλληλοφαγωμούς, τις μνησικακίες και τις μάταιες ελπίδες.
Και είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πόσο μεγάλη διάρκεια ζωής έχουν η πίστη και οι ελπίδες της μάζας. Η μάζα διαθέτει ιώβειο υπομονή, εμπιστεύεται τα παχιά λόγια και ίσως κιόλας να τα προτιμά από τα έργα, μόνο και μόνο για να έχει κάτι να περιμένει και ένα λόγο να γκρινιάζει. Το ακόμη πιο ωραίο είναι ότι αφού φτάσει το τέλος της θητείας μιας κυβέρνησης και παρόλο που δεν έχει υλοποιηθεί ούτε μια υπόσχεση, η μάζα είναι έτοιμη να πιστέψει τις ίδιες ψευτιές και να ξαναπαραδοθεί στη βελούδινη απολυταρχία της κυρίαρχης «δημοκρατίας». Η μάζα περιμένει, επιμένει να εκπληρωθούν οι ελπίδες της. Κακοπαθημένη, παραζαλισμένη, βουβή, μοιραία, έτοιμη για το δις και τρεις εξαμαρτείν…»
* * *
Η επάνοδος
«Κακοπαθημένοι, παραζαλισμένοι, βουβοί, οι φοιτητές έλιωναν στον ήλιο του απομεσήμερου, περιμένοντας τα αστικά, που ακόμη δεν είχαν φανεί. Τα ξίδια που είχαν αγοράσει από τους κινέζους πλανόδιους, τα είχαν από ώρα κατεβάσει και μάταια προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν τίποτα τελευταίες σταγονίτσες, για να πιπιλίσουν. Είχαν φορέσει όλοι, τα γυαλιά – μαϊμούδες και τα μάτια τους άρχισαν να πονούν, περισσότερο απ’ ότι θα πονούσαν εκτεθειμένα στην άπλετη, υπεριώδη ακτινοβολία. Παρόλα αυτά, δεν τα έβγαζαν. Είχαν αρχίσει να βρίσκουν μια διαστροφική ηδονή, στην άθλια κατάσταση τους και κοιτούσαν πώς να την κάνουν ακόμα χειρότερη.
Κάποτε, μέσα απ’ τους υδρατμούς που έβγαζε η άσφαλτος, φάνηκαν τα λεωφορεία. Όμως οι φοιτητές δεν κουνήθηκαν απ’ τις πεζοδρομιακές πλάκες, νομίζοντας ότι πρόκειται για αντικατοπτρισμό. Άκουσαν και κάτι ενθουσιώδη, ‘προεκλογικά’ κορναρίσματα, αλλά πάλι δε ξεκουνήθηκαν, θαρρώντας πως είχαν παραισθήσεις. Το μόνο που έκαναν, ήταν να χαμογελάσουν εκστατικά, στο λυτρωτικό όραμα.
Εντέλει, τα ζελεδένια σασί των αστικών, άραξαν μπροστά στις στάσεις. Κάθε οδηγός, φορούσε (κι αυτός) μαϊμού γυαλιά ηλίου και ρουφούσε με καλαμάκι φραπεδιά, από ένα τεράστιο, πορτοκαλί, καλά καπακωμένο, πλαστικό σέικερ. Πότε πότε ρουφούσε τζούρες απ’ ένα τσιγάρο, που έμοιαζε να μη καίγεται με τίποτα. Δίπλα σε κάθε οδηγό, στεκόταν κι από ένας ρωμαλέος, φρέσκος φρέσκος φοιτητής, χαμογελώντας θριαμβευτικά. Κουνούσε τα χέρια του, δημιουργώντας τεταρτοκύκλια πάνω απ’ το κεφάλι του, χαιρετώντας τα πλήθη που μαραίνονταν στις στάσεις, κατά το πρότυπο των παλιών, μπαλκονάτων πολιτικών. Έτσι κι αυτός, από το ύψος του ‘αστικού’ του βήματος, χαμογελούσε, χαιρετούσε, ανέκραζε : «ΙΔΟΥ! Σας φέραμε τα αστικά λεωφορεία που σας υποσχεθήκαμε! Δοξάστε μας!».
Καθώς όμως, οι φοιτητές με την πολιτική προγονοπληξία, έβλεπαν ότι το πλήθος τον στάσεων δε σάλευε, θύμωσαν. Πήραν λοιπόν τις ντουντούκες τους και κατέβηκαν τσαντισμένα, τα σκαλιά των λεωφορείων. Πήγαν και στάθηκαν πάνω απ’ τα κεφάλια των εκστασιασμένων φοιτητών και φώναξαν πάλι θριαμβευτικά:
«ΙΔΟΥ, τιμημένο έθνος των φοιτητών! Σας φέραμε τα αστικά λεωφορεία που σας τάξαμε! Κρατήσαμε την υπόσχεση μας και παλέψαμε σκληρά για να το κατορθώσουμε αυτό!». Έπειτα, κοιτώντας διακριτικά, κάτι κινέζικα ξυπνητήρια, που έβγαλαν από τις εσωτερικές τσέπες των σακακιών τους, συνέχισαν:
«Δεν έχει σημασία ο χρόνος που μας πήρε για να το πετύχουμε αυτό! Σημασία έχει το ότι το πετύχαμε! Δεν έχει σημασία ο κόπος μας! Χάρισμα σας! Είμαστε εδώ για σας, για τα συμφέροντα σας, σεμνοί και ταπεινοί υπηρέτες σας!».
Ψαχουλεύοντας ξανά τις τσέπες τους, έβγαλαν τούτοι τη φορά κάτι περίτεχνα, κεντημένα, κινέζικα μαντιλάκια, αγορασμένα ένα ευρώ την εικοσάδα. Μ’ αυτά τα φίνα μαντιλάκια, σκούπισαν τον ιδρώτα του ρητορικού πάθους τους, αναθυμούμενοι με νοσταλγικό χαμόγελο, τις ευχάριστες, καφενόβιες ώρες, με τάβλι, στριφτό τσιγαράκι και χαλαρή δροσιά, που είχαν περάσει «παλεύοντας» να πείσουν τους οδηγούς των λεωφορείων, να επιστρέψουν στα δρομολόγια τους. Άλλωστε τι φταίγαν αυτοί, αν οι «σκληρές» τους διαπραγματεύσεις, είχαν διανθιστεί από πλακίτσες, γκομενοκουβέντες, ποδοσφαιροφιλικές εξάρσεις και αμπελοφιλοσοφικά θεωρήματα;
Όλα αυτά, ήταν μέσα στο παιχνίδι, για να κερδίσουν την εύνοια των λεωφορειαζτίδων. Σάμπως το διασκέδαζαν; Όλα κι όλα… Αυτοί είχαν κάνει το χρέος τους. Φέραν για δε φέραν τα αστικά; Τι παραπάνω ήθελαν τώρα, αυτοί οι αποβλακωμένοι σερσέμηδες;
«Λοιπόν τι κάθεστε και κοιτάτε; Δεν είναι βόας, δεν είναι κροταλίας…Είναι τα αστικά! Και αυτό το θαύμα το πετύχαμε εμείς!». Φώναξαν με λύσσα οι ντουντούκες.
Επειδή όμως, ακόμα κανείς απ’ το ψόφιο πλήθος, δεν γινόταν κοινωνός του ενθουσιασμού τους, οι … ηρωικοί μαχητές, έκαναν νόημα στους αρουραίους των υπονόμων, για έφοδο. Οι σκάρες των υπονόμων σηκώθηκαν πάλι και γκρίζες, ανασηκωτές ουρές, περικύκλωσαν τον φοιτητόκοσμο, που τα χρειάστηκε.
Ένα ξεψυχισμένο παλαμάκι ακούστηκε από κάπου και ένα στεγνό ‘ζήτω’. Μετά κι άλλο, κι άλλο…Μέχρι που τα παλαμάκια απέκτησαν αυθυπαρξία, τα ‘ζήτω’ έγιναν αυτόφωτα και έφεγγαν με γνήσιο, πατριωτικό ενθουσιασμό και δεν χρειαζόταν πλέον κανένας μεσάζον αρουραίος να τα προγκάει. Έχοντας λοιπόν επιτελέσει την αποστολή τους, οι αρουραίοι, πήδησαν ξανά στον καταχθόνιο κόσμο τους, βυσσοδομώντας τα θεμέλια της πόλης.
Στηριζόμενοι ο ένας πάνω στον άλλο, οι φοιτητές, κουτσά κουτσά, φορτώθηκαν στα αστικά λεωφορεία. Τα ψόφια κέφια, είχαν γυρίσει σε μια μαστουρωμένη υπερδιέγερση. Χάχανα και ξερατά, ασελγούσαν στον χώρο.
Όταν αντίκρισαν τα πρώτα κτίρια της Πανεπιστημιακής Πολιτείας, οι μαστούρηδες των αστικών, σα να ξενέρωσαν απότομα. Η σοβαρότητα τους, ήταν αποτέλεσμα της ταραχής που τους προκάλεσε η θέα των κτιρίων. Βίωσαν το δυσοίωνο συναίσθημα, που βιώνουν οι άνθρωποι, όταν οι παραστάσεις της μέρας τους θυμίζουν τα συγκεχυμένα όνειρα της νύχτας. Τους τα θυμίζουν, αλλά δεν μπορούν να προσδιορίσουν επακριβώς, ούτε τι γεύση τους είχε αφήσει το όνειρο, ούτε ποια ήταν η κατάληξη του. Και αυτό τους ενοχλεί. Τους ανεβάζει αγχωτικά, την αδρεναλίνη και τους ενοχλεί.
Με τις καρδιές τους ταμπούρλα σε τρελό ρυθμό, δίσταζαν πολύ να κατέβουν. Φοβόντουσαν αυτή την Πολιτεία φάντασμα, που από κάπου την ήξεραν, αλλά τώρα τα ραντάρ της ψυχής και του νου τους, δεν μπορούσαν να πιάσουν το στίγμα της. Για ποιο λόγο είχαν πάει εκεί πέρα; Τι γύρευαν; Επιφυλακτικά, με τα χείλη πανιασμένα απ’ τις κακουχίες και την ανησυχία, έχοντας τα σβησμένα τα χαρακτηριστικά των πλατωνικών σκιών, πάτησαν στα πανεπιστημιακά εδάφη, λες και δοκίμαζαν τη θερμοκρασία του νερού, πριν βουτηχτούν στη θάλασσα. Ευτυχώς το χώμα δε τους ρούφηξε και έτσι, σα να στεριώθηκε κάπως το ηθικό τους.
Άλλοι κατηφόρισαν και άλλοι ανηφόρισαν κατά τις σχολές τους. Ο ήλιος, στο απόγερμα του, δεν έκαιγε πια και οι αχτίδες του, σε συμφωνία με ένα απαλό αεράκι, βάλθηκαν να γιατροπορέψουν, το βασανισμένο δέρμα των φοιτητών. Η γης ανάδινε νοσταλγικές ευωδιές από θρυστό χώμα, φρυγανισμένο χορτάρι και πευκοβελονάτο χαλί και έκανε την έδρα των συναισθημάτων (κάπου πάνω απ’ το στομάχι), να αναλιγώνει από λαχτάρα. Τα βήματα που σέρνονταν από μια κάποια κούραση στο έδαφος, σιγά σιγά, πιάνοντας το ρυθμό της ξεθωριασμένης μνήμης, βαθιά επηρεασμένα απ’ τη σιγαλιά της μη βίας, άρχισαν να σέρνονται στον αέρα. Οι αλαφρωμένοι φοιτητές, έτσι πατινάροντας στον αέρα, είχαν την ευκαιρία να νιώσουν για λίγο, τη μεγαλοσύνη του να είσαι ‘ιδέα’, πραγματικά ελεύθεροι από περιορισμούς και νόμους, αρμονικά συνταιριάζοντας τις αρετές και τις ‘αμαρτίες’, στην τέλεια τους μορφή. Έπειτα έπεσε η νύχτα ερήμου, αυλαία που έπεφτε σε όλες τις τελευταίες μέρες. Η ψύχρα βάρυνε ξανά τα κόκαλα των φοιτητών, επαναφέροντας τους στην τάξη της εγκόσμιας αταξίας.
Μην έχοντας προνοήσει για πιο ζεστό ρουχισμό, άρχισαν να τους «ζώνουν τα φίδια», προβλέποντας μια βασανιστική νύχτα. Μέσα στα αμφιθέατρα και στις υπόλοιπες αίθουσες του πανεπιστημίου, γνώριζαν καλά πως δεν θα μπορούσαν να κοιμηθούν. Όχι μόνο γιατί αυτή τη στιγμή διαπνέονταν από καταβλητικό δέος και απύθμενο σεβασμό γι’ αυτούς τους χώρους, αλλά και γιατί ένας θρύλος άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα. Διηγιόταν, ότι τις νύχτες περνοδιάβαινε τους τοίχους, το ιερό στοιχειό της γνώσης, θέτοντας πρωτόγνωρα ερωτήματα σε όποιον συναντούσε. Ο τυχερός – άτυχος, θαμπωμένος απ’ το συναρπαστικό ερώτημα που έμπαινε βουρλίζοντας το μυαλό του, ούτε εκείνη, ούτε τις επόμενες νύχτες μπορούσε να κοιμηθεί. Όλη την ώρα, είχε τη σφήνα του ερωτήματος στο νου, να τον στοιχειώνει, όπως το ιερό τέρας στοίχειωνε τα πανεπιστημιακά ντουβάρια. Διάβαζε οτιδήποτε είχε σχέση με το συγκεκριμένο ερώτημα και σκεφτόταν ολοένα, παραμελώντας τις ζωτικές του ανάγκες. Έτσι από μέρα σε μέρα, έχανε την αίσθηση οποιασδήποτε άλλης απορίας και πορευόταν αποκλειστικά στους δρόμους, που ανοίγονταν μέσα απ’ το συγκεκριμένο πρόβλημα. Η ιστορία είχε πάντα ευτυχισμένο τέλος για τον ‘δαιμονισμένο’, αφού είτε έφτανε στη λύτρωση βρίσκοντας τη λύση και το χαμένο του εαυτό, είτε πέθαινε από την εξάντληση του ταξιδευτή, προτού φτάσει στην Ιθάκη, αλλά και προτού γνωρίσει την αλλοτρίωση της Ιθάκης. Βέβαια για τους ‘υγιείς’ που ήταν έξω απ’ το παιχνίδι και δε βίωναν το στοίχειωμα του πάθους, η όλη κατάσταση φαινόταν τρομαχτική. Έτσι και οι φοιτητές, μόλο που παλιότερα θα έδιναν τα πάντα για να συναντήσουν το φάντασμα της Πανεπιστημιακής Πολιτείας, προτάσσοντας το καζαντζακικό σύνθημα: «Ελευθερία και Θάνατος», εκείνη τη στιγμή δεν ένιωθαν καμιά διάθεση να πεθάνουν για την ελευθερία της γνώσης.»
Τα βαρέλια
«Υπό αυτές τις συνθήκες δέους και δεισιδαιμονίας, έπρεπε να βρεθεί τρόπος, ώστε να κοιμηθούν στην ύπαιθρο, χωρίς να πουντιάσουν. Οπότε κάποιος, που δε χαλάλιζε τη βολή του και αυτό έδινε ώθηση στην σκέψη του, θυμήθηκε ότι κάπου υπήρχαν αποθήκες με σκουριασμένα παλιοβάρελα, γεμάτα είναι αλήθεια με μπαρούτι, αλλά αυτό δεν θα τους εμπόδιζε να τα αδειάσουν και να φτιάξουν με δαύτα πρόχειρες σόμπες. Το πρόβλημα ήταν το πού βρίσκονταν αυτές οι αποθήκες. Ρίχτηκαν λοιπόν όλοι στο ψάξιμο, άνοιγαν πόρτες με λοστούς, παραβίαζαν παράθυρα, έτρεχαν στους στοιχειωμένους διαδρόμους, τρύπωναν σε αραχνιασμένα γραφεία και ψαχούλευαν τα συρτάρια, όπως θυμόντουσαν να κάνουν οι ήρωες μιας ταινίας, χωρίς να ξέρουν πραγματικά τι ψάχνουν στα συρτάρια, αφού σκοπός τους ήταν να βρουν τις αποθήκες. Κι όμως! Τελικά τις αποθήκες τις βρήκαν στα συρτάρια! Δηλαδή όχι ακριβώς τις αποθήκες, αλλά τα σχέδια των πανεπιστημιακών, κτιριακών εγκαταστάσεων. Οι αποθήκες μπαρούτης, ανακαλύφθηκαν στα σχεδιαγράμματα του επιπέδου των υπογείων, του κτιρίου που στέγαζε μαθηματικούς και βιολόγους.
Κίνησαν λοιπόν καμιά πενηνταριά άτομα, να αλώσουν τις αποθήκες. Πριν κατεβούν στα υπόγεια, πέρασαν απ’ τα εργαστήρια των βιολόγων και πήραν οτιδήποτε τους φαινόταν ότι μπορεί να φωτίσει το πεδίο δράσης στα σκοτεινά υπόγεια, ανάμεσα τους και κάτι φλογάτα, θερμαντικά εργαλεία, που λειτουργούσαν με γκαζάκια. Κουτρουβάλησαν τις σκάλες, κρατώντας προτεταμένα τα μαρκούτσια των εργαλείων, απ’ όπου έβγαινε μια κιτρινογάλαζη φλόγα σφυρίζοντας και ανασκαλεύοντας χολερικά, το σκοτάδι. Εντούτοις κατάφεραν να βρουν τις πόρτες των αποθηκών, οι οποίες προτείνοντας το ενθαρρυντικό σχέδιο των νεκροκεφαλών, προειδοποιούσαν τους περίεργους να μην ανοίξουν το… ‘κουτί της Πανδώρας’.
Όμως οι φοιτητές δεν ήταν διόλου περίεργοι, απλώς κρύωναν, ενώ η θριλεράτη ατμόσφαιρα της εξερεύνησης, είχε προσθέσει στην παγερή υγρασία της ατμόσφαιρας και έναν κρύο ιδρώτα. Έτσι προκειμένου να ζεσταθούν, ήθελαν πάση θυσία, τα βαρέλια. Η ανάγκη τους έκανε αδίστακτους… Παραβίασαν με λοστάρια της πόρτες και έκαναν γιούργια στο κράτος των βαρελιών. Όμως ορισμένα, ψηλά τοποθετημένα βαρέλια, ενοχλημένα από τη βεβήλωση της νιρβάνας τους, κινήθηκαν απειλητικά εναντίον των βραδινών εισβολέων. Ο θόρυβος από το κατρακύλισμα ήταν πραγματικά τρομακτικός, σα να βρέθηκαν ακριβώς στην πηγή που γεννοβολούσε τις βροντές. Επειδή όμως κανείς δεν ήθελε να πιει απ’ αυτό το «νεράκι», οι φοιτητές σάλπισαν με ουρανομήκη ουρλιαχτά υποχώρηση και όρμησαν να βγουν πατείς με πατώ σε, απ’ τις αποθήκες.
Προτού προφτάσουν να το σκάσουν όλοι, ένας φοιτητής σκόνταψε κι έπεσε, ενώ το φωτιστικό γκαζάκι που κρατούσε στα χέρια του, του ξέφυγε σουρίζοντας και στάθηκε δυο μέτρα μπροστά απ’ το κεφάλι του. Εντωμεταξύ ένα βαρέλι, επιδεικνύοντας υπερβάλλοντα ζήλο, βγάζοντας ένα βρυχηθμό άγριας χαράς, έπεσε φαρδύ πλατύ, καταπλακώνοντας τα δύστυχα πόδια. Ταυτόχρονα το καπάκι του άνοιξε με ορμή και ο φοιτητής λούστηκε απ’ ένα χείμαρρο μυρωδάτης μπαρούτης. Ο χείμαρρος έφτασε μέχρι την γαλαζοκίτρινη φλόγα και αυτό έκανε τους υπόλοιπους φοιτητές που κρυφοκοίταζαν απ’ την πόρτα, σχεδόν να λιποθυμήσουν απ’ την αίσθηση του επικείμενου τέλους. Η φλόγα έπαιξε τριγύρω τα ρουθούνια της σα λαγωνικό, μα ξανάστησε τη μύτη της ακατάδεχτα, καθώς δε βρήκε και πολύ του γούστου της, το ‘μαύρο χαβιάρι’ που ξεχύθηκε απ’ την… κονσέρβα.
Σαν το είδαν αυτό οι μισολιπόθυμοι σύντροφοι, αναθάρρησαν. Ο καταπλακωμένος ατζαμής, που όση ώρα η φλογίτσα γλειφόταν με το μπαρούτι, είχε πάψει τα πονεμένα ουρλιαχτά και τη κοίταζε με γουρλωμένες, έντρομες ματάρες, απαγγέλλοντας αντί άλλης προσευχής, το «Φεγγαράκι μου λαμπρό», ξαναπάτησε τα κλάματα και τα ουρλιαχτά, καλώντας σε βοήθεια. Ωστόσο κανείς δεν αποφάσιζε ακόμα να πλησιάσει τον λαβωμένο, από φόβο μη κλέψει τη δόξα του Παλαιόν Πατρών Γερμανού. Τα ουρλιαχτά του φοιτητή βράχνιαζαν πια και θύμωναν ολοένα, μα ξαφνικά μεταλλάχτηκαν σε τραχιά γέλια. Γελούσε, γελούσε και τα μάτια του έτρεχαν βρύσες.
Χούφτιασε μπαρούτι και το έτριψε καλά στα μούτρα του. Ύστερα άρπαξε άλλη μια χεροβολιά και την πέταξε σπασμωδικά πάνω στη φλόγα. Σβουριζόταν και σπάραζε το πάνω μέρος του κορμιού του απ’ τα γέλια. Έκανε πως κολυμπούσε στη λίμνη της μπαρούτης, μοιράζοντας μούτζες στα αποσβολωμένα συντρόφια.
«ΝΑΑΑΑ ΜΑΛΑΚΕΣ!», κραύγασε βραχνά,
«ΤΟ ΜΠΑΡΟΥΤΙ ΕΙΝΑΙ ΒΡΕΜΕΝΟ ΡΕΕΕΕ!!!». Πάνω στην ώρα, το γκάζι τέλειωσε και η κεφάτη φλόγα άφησε τη τελευταία της πνοή.
Η δραματική σκηνή έμεινε λοιπόν χωρίς επαρκή φωτισμό, λες και έπεσε η αυλαία του έργου. Μόνο χειροκροτήματα που δεν ακούστηκαν. Το μόνο που ακουγόταν, ήταν η λαχανιαστή ανάσα του φοιτητή και οι προσπάθειες που κατέβαλε, να απελευθερωθεί απ’ τη βαρελίσια παγίδα. Κάποιοι με γκαζοφάναρα στα χέρια φιλοτιμήθηκαν να συνδράμουν στις προσπάθειες του, αλλά μόλις θυμήθηκαν τι κρατούσαν, γύρισαν και τ’ απόθεσαν στην εμπάτη της αποθήκης… προληπτικά.
«Άντε ρε μαλάκες. Αφού σας λέω…Το μπαρούτι βρεμένο είναι.», ξανάπε ο απηυδισμένος τραυματίας. Μετά κι απ’ αυτή τη κομψή λεκτική παρέμβαση, οι σπεύσαντες προς βοήθεια, σήκωσαν το βαρέλι απ’ τα τσακισμένα πόδια και μετέφεραν, όσο πιο μαλακά μπορούσαν, τον πληγωμένο, έξω απ’ το πεδίο της μάχης.
Αφού τέλειωσαν με τις πρώτες βοήθειες και μ’ ένα πρόχειρο φορείο ανέβασαν τον τραυματία στην επιφάνεια της γης, έμπαιναν ανά τετράδες μέσα στις βαρελαποθήκες και με προσοχή, μη τυχόν προκαλέσουν κι άλλη ‘κατολίσθηση’, έβγαζαν τα βαρέλια έξω. Άδειαζαν το περιεχόμενο τους, σε μια παρακείμενη κενή αίθουσα και ύστερα, έτσι άδεια και ελαφριά καθώς ήταν, τα ανέβαζαν στον πάνω κόσμο.
Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν μετέφεραν και το τελευταίο βαρέλι. Στάθηκαν να ξανασάνουν, τεντώνοντας προς τα πίσω τις αποσταμένες μέσες τους και τους έκανε εντύπωση η τρομερή ερημιά που επικρατούσε. Τόση ώρα, πάνω στον πυρετό της δουλειάς, δεν είχαν πάρει χαμπάρι ότι όλοι φοιτητές που πλημμύριζαν τον προαύλιο χώρο του μαθηματικού, περιμένοντας τις βαρελόσομπες, είχαν αποχωρήσει. Εκεί που αναρωτιόνταν, βλέπουν έκπληκτοι να περνάει ένας συμφοιτητής τους τυλιγμένος, σα ναυαγός λαθρομετανάστης, με μια κουβέρτα, μασουλώντας ένα σουβλάκι από καπνιστό χέλι. Τον ρώτησαν, λοιπόν, πού την είχαν κοπανήσει όλοι και αυτούς τους είχαν αφήσει εκεί, να σκοτώνονται στη δουλειά. Αν έκριναν δε, από τη κουβέρτα και το σουβλάκι, δε κακοπέρναγαν καθόλου εκεί που ήταν.
Ο κουβερτοκουκουλωμένος, βύθισε με απόλαυση τα δόντια του σ’ ένα ακόμη κομμάτι ψαριού και το τράβηξε απ’ το καλαμάκι του. Μπουκωμένος καθώς ήταν εδέησε ν’ απαντήσει: «Να… κει πα, στου ‘Πάρκου τς Ειρήνης’ πήγαν… Πλακώσαν οι κινέζ’ απ’ το Μισουλόγγι, μι κηγανιστά ρύζια τσι καπνιστά χελιοσουβλάκια! Πλούν κουβιρτέλια τσι σουμπούδις…» . Για όποιον δε κατάλαβε, η απάντηση δόθηκε με μια ακατάληπτη, Μυτιληνιά διάλεκτο, με τόσο έντονη προφορά, που ουδείς κατάλαβε το παραμικρό. Ειδικά οι Αθηναίοι παριστάμενοι, κοιτούσαν το κουκουλωμένο υποκείμενο, τόσο χαμένα και απαξιωτικά, που ο ‘λαθρομετανάστης’ δεν επιχείρησε να προχωρήσει σε περαιτέρω περιγραφές, παρά μόνο επαναλάμβανε δείχνοντας πίσω του: «Κει πα. Κει πα…».
Παρατώντας τα βαρέλια, τα κουρασμένα παλικάρια, πήραν το δρόμο για το λεγάμενο «Πάρκο της Ειρήνης», που βρισκόταν μπροστά από την Πρυτανεία.
Εκεί τα μάτια τους αντίκρισαν ένα θέαμα, που παρέπεμπε σε πανηγύρι. Κινέζοι είχαν στήσει μέσα στο πάρκο, πελώριες καραβάνες, άλλες με τηγανητό ρύζι και άλλες με κομμάτια από καπνιστά χέλια, απ’ τα ιχθυοτροφία του Μεσολογγίου. Στο δρόμο πάνω απ’ το πάρκο, είχαν στήσει ένα πολύχρωμο παζάρι, με πάγκους ξέχειλους από κουβέρτες και ατομικές ψευτοθερμάστρες υγραερίου. Αυτά πουλιόντουσαν σχετικά φτηνά, αν και οι τιμές ‘τσιμπούσαν’, όσο κυλούσε η νυχτιά και έσφιγγε το κρύο. Το ωραίο ήταν ότι παράμερα, υπήρχαν άλλοι πάγκοι, φορτωμένοι με ατομικές μποτίλιες υγραερίου, των οποίων οι τιμές είχαν φτάσει σε ύψη θεόρατα, κατά την πιο κρύα ώρα της νύχτας. Αποτέλεσμα αυτών των ανατιμήσεων, ήταν, οι περισσότεροι απ’ αυτούς που είχαν ήδη αγοράσει θερμάστρα, να μην μπορούν να τη λειτουργήσουν και έτσι να μένουν αγκαλιά με το κρύο μέταλλο. Αλλά τέλος πάντων, όλοι τα είχαν κουτσοβολέψει με τις κουβέρτες και ο καθένας τραβούσε να ‘βρει καμιά απάνεμη γωνιά, για να κοιμηθεί όπως όπως.
Οι μουτζουρωμένοι εργατοφοιτητές, μόλις τα είδαν όλα αυτά, θύμωσαν πολύ που, ενώ αυτοί σκίζονταν στη δουλειά και έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα – γράμματα, οι υπόλοιποι συμφοιτητές τους, τους είχαν παρατήσει για λίγο ρύζι και μια κουβέρτα. Αλλά μόλις τους πήρε η μυρωδιά απ’ το καπνιστό χέλι, ξέχασαν τους θυμούς τους και θυμήθηκαν την βασανιστική τους πείνα. Έπεσαν λοιπόν κι αυτοί με τα μούτρα στο φαΐ, έχοντας περασμένη αναριχτά, μια κινέζικη κουβέρτα, γύρω απ’ τους ώμους τους. Έτρωγαν, έτρωγαν και δε χόρταιναν, μέχρι που (παρόλη τη φτήνια του γεύματος) τους τέλειωσαν τα λεφτά. Από κει κι ύστερα παραμόνευαν για τίποτα αποφάγια και οι κινέζοι έκαναν γούστο να τους ρίχνουν μπουκιές μπουκιές το φαΐ και οι εργατοφοιτητές να το πιάνουν λιμασμένα στον αέρα. Στο τέλος, μπορεί να αποχόρτασαν, μπορεί να παρακουράστηκαν ή μπορεί και να τους πήρε η ντροπή, κανείς δε ξέρει. Πάντως γεγονός είναι, πως πήγαν και ξαπλώθηκαν κάτω από ένα πλάτανο κι αποκοιμήθηκαν.
Εντωμεταξύ, ο Μυτιληνιός, αφού μάσησε και κατάπιε το σουβλάκι του, έριξε μια λοξή ματιά στα βαρέλια, που παράστεκαν αραδιαστά. Ανασκουμπώθηκε και παρέταξε δέκα απ’ αυτά σε ίσες αποστάσεις, κοντά σ’ ένα τοίχο που έκοβε τον αέρα και την υγρασία. Έπειτα τα παραγέμισε με κούτσουρα, κλαδιά και φρύγανα, που είχαν στοιβάξει εκεί κοντά οι κλαδευτάδες, που περιποιούνταν τα περιβόλια του Πανεπιστημίου. Χρησιμοποιώντας για προσάναμμα κάτι μισοξεσκισμένες αφίσες, άναψε δέκα όμορφες φωτιές, που κάθε τόσο τις συνδαύλιζε, ώστε είχε δημιουργηθεί μια χουχουλιάρικη ατμόσφαιρα στο μέρος εκείνο, μπροστά απ’ τον μεγάλο τοίχο. Σιγά σιγά άρχισε να καταφθάνει η πελατεία. Ήταν φοιτητές, που φεύγοντας απ’ το πάρκο, έψαχναν να βρουν απάγκιο να κουρνιάσουν. Με ένα προσιτό αντίτιμο, ο πονηρός Μυτιληνιός, κατάφερε να νοικιάσει όλες τις διαθέσιμες θέσεις γύρω απ’ τα βαρέλια και επιστατούσε με περήφανο μάτι το ιδιότυπο υπνωτήριο που είχε στήσει. Λογάριαζε μάλιστα, αν έκαναν πως φαίνονταν κατά κει οι ‘βαρελάδες’ και του ζητούσαν τα ρέστα, να δώσει και σ’ αυτούς ένα μικρό ποσοστό απ’ τα κερδισμένα, μόνο και μόνο για να μην έχει φασαρίες. Αλλά όσο περνούσε η ώρα και κανείς δεν ερχόταν, κατάλαβε πάνω κάτω τι είχε γίνει και ησύχασε.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μυτιληνιού, έστησαν ιδιωτικά υπνωτήρια ακόμα μερικοί με επιχειρηματικό δαιμόνιο. Χρησιμοποιώντας όλα τα υπόλοιπα βαρέλια, νοίκιαζαν ζεστασιά και θαλπωρή κατασκήνωσης. Το επόμενο πρωί, οι πενήντα ‘βαρελάδες’, βρήκαν τα βαρέλια τους, ζεστά ακόμα, αν και ξενοδόχοι – νοικάρηδες είχαν γίνει άφαντοι. Έτσι τα βαρέλια που προορίζονταν για τη δωρεάν εξυπηρέτηση των φοιτητών και που με τόσο κόπο και κίνδυνο είχαν εξασφαλιστεί, εντέλει πουλήθηκαν ακριβά, από επιτήδειους τυχοδιώκτες, μετρ της αρπαχτής.»
Η πρώτη Πανεπιστημιακή «μέρα» - Σπύρος Νταβατζίδης
«Η επόμενη μέρα στην Πανεπιστημιακή Πολιτεία, ξεκίνησε με το πάσο της, αφού τα καθήκοντα των φοιτητών δεν ήταν σαφώς καθορισμένα. Οι κουβέρτες είχαν παραπεταχτεί στο πλάι των φρεσκοξυπνημένων, καθώς η ζέστη είχε επανέλθει δριμύτερη και όλοι απομακρύνονταν με περιφρόνηση από τα ζεστά ακόμη βαρέλια. Καθώς η συλλογική μνήμη δε φημίζεται για το εύρος των χρονικών της ορίων, όλοι άρχισαν να αναρωτιούνται για πιο λόγο είχαν πληρώσει το λαμόγιο, τον Μυτιληνιό, για μια ζέστη, που στο κάτω κάτω της γραφής, είχε αποδειχτεί εντελώς περιττή και άτοπη. Πάνω που συζητούσαν γι’ αυτή την εξαπάτηση και πολλοί είχαν αρχίσει ν’ αγριεύουν, ζητώντας το κεφάλι του Μυτιληνιού επί πινάκι, εκείνος, σε μια έξαρση διπλωματικού ταλέντου και εμπορικού δαιμονίου, πρότεινε να αγοράσει τις ‘άχρηστες’ κουβέρτες τους, ώστε να εξιλεωθεί για την αχρηστία στην οποία είχε περιπέσει η ζεστασιά που τους είχε πουλήσει. Οι φοιτητές, που δεν τους είχαν απομείνει και πολλά φράγκα και τα στομάχια τους λιγουρεύονταν βαρβάτο μπρέκφαστ, δέχτηκαν ευχαρίστως. Βλέποντας μάλιστα τις κουβαριασμένες, παραπεταμένες κουβέρτες, γεμάτες χώματα και χορταράκια, σκέφτηκαν ότι δε θα έχαναν τίποτα, πουλώντας τα στραπατσαρισμένα και μπελαλίδικα αυτά αντικείμενα.
Έτσι ο Μυτιληνιός, αγόρασε τις κουβέρτες των περισσοτέρων (υπήρξε μια μειοψηφία που αποφάσισε να τις κρατήσει), στο ένα τρίτο της χτεσινοβραδινής τους τιμής. Τους έβαλε μάλιστα να υπογράψουν ένα χαρτί, που έλεγε ότι ευχαρίστως και με μεγάλη ευγνωμοσύνη, πουλούσαν τις κουβέρτες τους, προς το τάδε, απολύτως ικανοποιητικό ποσό. Ο Μυτιληνιός, αφού μοίρασε τα ψίχουλα που του ζητούσαν και τσέπωσε τις δηλώσεις - πειστήρια της ομαδικής βλακείας (και της δικής του εμπορικής ντομπροσύνης), μάζεψε, τίναξε και καλοδίπλωσε τις κουβέρτες. Πάνω εκεί, το πλήθος άρχισε πάλι να μουρμουρίζει, ότι πήρε ψίχουλα ως αντίτιμο, για κάτι εντελώς καινούργιο, αλλά αναθύμονταν τις δηλώσεις που είχαν υπογράψει και έκαναν τουμπέκι. Βέβαια, ο έμπορας – φοιτητής, για καλό και για κακό, τις αποθήκεψε μάνι μάνι, σ’ ένα υπόγειο δωματιάκι του Πανεπιστημίου, αλλάζοντας του λουκέτο. Και είχε λογαριάσει καλά. Γιατί μόλις χάθηκαν οι κουβέρτες απ’ τα μάτια του φοιτητόκοσμου, εξαφανίστηκε και το θέμα της όποιας ανησυχίας. Λες και η κατάργηση της θέας ,του απτού αντικειμένου, σημαίνει αυτόματα και την κατάργηση της έννοιας του ή των συνεπειών τις ύπαρξης του.
Τέλος πάντων. Το βράδυ, όταν οι κουβέρτες θα πουλιόνταν στο διπλάσιο της αρχικής τους τιμής (ελλείψει κινέζων ανταγωνιστών) , ήταν ακόμη μακριά…»
«Αφού τέλειωσαν με τις αγοραπωλησίες, στον Οίκο του Ορθού Λόγου, χωρίς να βρεθεί κανένας μεσσίας με μαστίγιο, αποφάσισαν πως καιρός ήταν να ασχοληθούν με τα του Πανεπιστημίου. Δε θυμόταν όμως κανείς, με τι έπρεπε να καταπιαστούν πρώτα. Έτσι αποφάσισαν να ακολουθήσουν το ένστικτο τους, που υπαγόρευε χαλαρό τσιγαράκι, καφεδιά και μπουγάτσα. Οπότε ξεχύθηκαν στις πανεπιστημιακές καφετέριες και μάλιστα με καθαρή συνείδηση και τη σιγουριά ότι έτσι έπρεπε να κάνουν. Η συλλογιστική ήταν απλή και ορθολογικά διατυπωμένη ως εξής, απ’ τον εμπνευσμένο φοιτητή, που ήδη ρουφούσε με δυο καλαμάκια τον φραπέ :
-«Οι καφετέριες είναι εντός σχεδίου της Πανεπιστημιακής Πολιτείας, άρα αποτελούν κι αυτές, πανεπιστημιακό έδαφος, άρα πρόκειται για κτίρια γνώσης, στα οποία τυγχάνει να σερβίρεται καφές και η ατμόσφαιρα να είναι πιο πυκνή λόγω του νέφους νικοτίνης. Αλλά καφεΐνη – νικοτίνη είναι ουσίες διεγερτικές για το πνεύμα, ιστορικά συνδεδεμένες με την ομαδική φιλοσοφία, άρα με την κοινωνικοποίηση. Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ων και η γνώση κοινωνικό προϊόν. Άρα…Όπερ έδει δείξε! Η επιχείρηση ‘Γνώση’, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τις καφετέριες. Και μάλιστα …ΟΥΦ!!! Με τόση ζέστη… από πού αλλού; Ρε Σωτήρη! Χτύπα άλλη μια φραπεδιά!».
Ο ρήτορας, εντυπωσίασε το κοινό και απέσπασε χειροκρότημα. Κλαπ κλαπ κλάπ…Τους είχε πει ακριβώς αυτό που ήθελαν ν’ ακούσουν! Εύγε! Να ζήσουν οι καφενόβιοι, ότι αυτοί θα γίνουν οι φορείς της καθαρής αλήθειας, της μόνης αλήθειας!
Ευχαριστημένος και βαθιά συγκινημένος από την αποδοχή των λόγων του, ο φοιτητής, γυρίζει και φωνάζει ξανά στον Σωτήρη:
-«Πού ‘σαι Σωτήρη; Κέρνα όλο το μαγαζί φραπέ μερακλίδικο και μοίρασε στα παιδιά την κάρτα, με τις προεκλογικές μου εξαγγελίες!»
Εκεί πάνω πέσανε ξανά μανά ρυθμικά παλαμάκια, προεκλογικά σφυρίγματα (από καρναβαλικές σφυρίχτρες), ηχητικά εφέ από βιβλία που χτυπούσαν στα τραπέζια – ταμπούρλα και φωνές που τραγουδούσαν με φωτεινή κοσμιότητα :
«ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΝΈΝΑ, ΞΕΝΕΡΩΤΟ ΑΡΧΙΔΙ!
ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ ΘΑ ΠΑΜΕ, ΜΕ ΣΠΥΡΟ ΝΤΑΒΑΤΖΙΔΗ!»
Ο πολιτικός άντρας – ρήτορας – φιλόσοφος – (άντε και) φοιτητής μαθηματικός, Σπύρος Νταβατζίδης, ετών εικοσιπέντε, χαμογέλαγε πλατιά στους κομματικούς οπαδούς του και τους προέτρεπε με νοήματα, να ρίξουν μια ματιά στην καρτούλα που μοιραζόταν. Τι διάολο! Δεν είχε σκοπό να κουράσει τα συντρόφια. Τα είχε διατυπώσει όλα τηλεγραφικότατα:
«Σπύρος Νταβατζίδης – στοπ – Υποψήφιος με τη Χ.Λ.Α.Π. (Ένα είναι το κόμμα!)
– στοπ – Πρόγραμμα: Ταξίδια, Πάρτι, Εκδρομές, Μπουζούκια, Σκυλάδικα, Στριπτιτζάδικα, Σημειώσεις (μαθημάτων κορμού και κατευθύνσεων), Σι ντι, Ντι βι ντι, Κινητά (τελευταίας τεχνολογίας), Προσφορές Εργασίας (σε θελκτικές φοιτήτριες) – στοπ – γουέμπ σάιτ (για το ακριβές πρόγραμμα, με ημερομηνίες και προορισμούς): 3 ντάμπλιγιου. νταβαςχλαπνετ. τζι αρ ΣΤΟΠ!»
Το ‘ραβασάκι’ είχε πάνω – κεντρικά, ένα γραφικό, με τις λιτές γραμμές του γυναικείου σώματος αισθησιακά ξαπλωμένου, με προσκεφάλι ένα βιβλίο και απεριτίφ, ένα μπουκάλι βότκα. Η βότκα, γνωστής εταιρίας, ήταν χορηγός του Νταβατζίδη και της ΧΛΑΠ (ΧΛΑΠ : Χώρια ο Λαός Απ’ τους Πλουσίους). Το βιβλίο, κανείς δεν ήξερε τι ήταν, έκαναν μόνο εικασίες, ότι επρόκειτο είτε για αστρονομία, είτε για ονειροκρίτη.
Ο Σπύρος ύψωσε το ποτήρι της φραπεδιάς και καθώς τα παγάκια κουδούνισαν, είπε δραματικά: - «Και οι κερασμένοι καφέδες, είναι μόνο η αρχή!». Όλος ο κόσμος γέλασε εκστασιασμένος. Μόνο ο Σωτήρης στραβομουτσούνιαζε, είχε πιαστεί το χέρι του, να… κουνάει φραπεδιές.»
* * *
«Κάνει πολύ ζέστη, όπως… όπως τη μέρα που πρωτογνώρισα τον Σπύρο. Καλά. Ίσως όχι τόση πολύ, όμως, δεν προλαβαίνω να βγω απ’ τη ντουζιέρα και νιώθω την ανάγκη να κάνω ακόμα ένα ντουζ. Τα μαλλιά μου έχουν ήδη στεγνώσει και ιδρώνουν την πλάτη μου. Τα πιάνω ψηλά …
-«Οου μπέιμπι! Γιου καν κιπ γιορ χερ ον!», τραγουδάει ο Σπύρος εκείνης της μέρας.
Τριγύρω γίνεται χαμός. Οι φοιτητές, μέσα στη καφετέρια του μαθηματικού χειροκροτούν, επευφημούν, βαράνε ταμπούρλα και καραμούζες. Ποιος ξέρει από πού εμφανίστηκαν ξαφνικά, τόσα διονυσιακά όργανα.
«ΣΠΥΡΟ ΣΠΥΡΟ…», ξελαρυγγιάζονται και αρπάζοντας τον παραδειγματικό ποδηγέτη στα χέρια, τα κομματόσκυλα, τον σηκώνουν ψηλά, πάνω απ’ τα κεφάλια του πλήθους, πάνω απ’ τα ταπεινά εγκόσμια.
Ο Σπύρος γελά, γελά, ενθουσιασμένος απ’ την ανταπόκριση της μάζας στο όραμα του. Κουνάει τα χέρια του και χαιρετά. Ανοίγει τα χέρια του σαν ν’ αγκαλιάζει. Ανοίγει τα χέρια του και λέει δοξάστε με. Κι άλλο. Κι άλλο. Ναι ναι ναιαιαιαιαι…
(ΟΥΦ!… Κλείνω τα μάτια μου, που έχουν γλαρώσει απ’ την ηδονή και αφήνω το χέρι μου να πέσει στο πλάι. Τα υγρά μου δάχτυλα, ψηλαφίζουν αδύναμα, τα χρησιμοποιημένα σεντόνια.)
Ξαφνικά οι βαστάζοι κάνουν στροφή και βγαίνουν απ’ την καφετέρια. Κατευθύνονται τρέχοντας, με τον ‘βασιλιά’ στους ώμους, στα ποτιστικά μηχανήματα, που εκτοξεύουν το νερό γυρνώντας γύρω γύρω, δροσίζοντας το γκαζόν, των πανεπιστημιακών κήπων. Η νέα αυτή εμπνευσμένη στροφή, που ταυτόχρονα καταπραΰνει τη ζέστη, πυροδοτεί νέες εκδηλώσεις ενθουσιασμού και το πλήθος τρέχει αλαλάζοντας πίσω απ’ τη κουστωδία των σκληροπυρηνικών χλαπιανών.
Όλοι τώρα χορεύουν στους ρυθμούς της διονυσιακής γιορτής που στήθηκε μέσα στις δυνατές ριπές του νερού. Ποτίζουν το κέφι τους και το γκαζόν πρασινίζει, μέσα στα θερμοκήπια των κρανίων τους. Οι φοιτητές ορκίζονται πίστη στον φωτισμένο ηγέτη και οι φοιτήτριες προσπαθούν ν’ αγγίξουν, έστω και φευγαλέα τα ρούχα του Νταβατζίδη, λιώνοντας από έρωτα.
Διονυσιάζομαι και γω. Λικνίζομαι έξαλλα, αλλά κάπως απόμακρα απ’ τους υπόλοιπους. Είναι ο χαρακτήρας μου έτσι. Απόμακρος. Ακόμα και μέσα στο πιο τρελό κέφι, ακόμα και μέσα στο πιο πυκνό πλήθος, νιώθω αποκομμένη. Παρόλα αυτά, χορεύω σα φίδι, γοητευμένο απ’ τον γητευτή. Το παθιασμένο βλέμμα μου, δε ξεκολλάει από πάνω Του. Χορεύω μόνο γι’ αυτόν και το ξέρει. Ήδη μ’ έχει κοιτάξει ερευνητικά, δύο φορές. Το φανελάκι, υγρό, έχει κολλήσει πάνω στο κορμί μου και δημοσιοποιεί τις ‘αρετές’ του. Με χορευτικό αυθορμητισμό παραμερίζω τις βρεμένες τούφες, που κολλούν στο πρόσωπο και σηκώνω τα μαλλιά μου ψηλά, αφήνοντας τα έπειτα να πέσουν βαριά και μοιραία, γύρω μου.
Η προσοχή του Σπύρου, αποσπάται απ’ αυτή τη κίνηση και φωνάζει, απλώνοντας θεϊκό χέρι κατά το μέρος μου: -«Οου μπέιμπι! Γιου καν κιπ γιορ χερ ον!».
Το απλωμένο του χέρι λες και μου μεταβιβάζει όλη τη προσοχή και την εύνοια του πλήθους. Είμαι η εκλεκτή.
Σε χρόνο ασύλληπτο, βρίσκομαι στα χέρια των οπαδών, που με μεταφέρουν μισολιπόθυμη, στον ηγέτη τους. Εδώ πάνω, στα θεόρατα ύψη, όπου βρίσκομαι, τόσο ξαφνικά και ανέξοδα, ο αέρας είναι πιο αραιός και αναπνέω με δυσκολία. Το αίμα, που από πιο πριν ανέβαινε με κόπο, κατά τα εγκεφαλικά μου χωράφια, τώρα έχει σταματήσει εντελώς τη ροή του, συσκοτίζοντας τα πάντα. Συγχαίρω τον εαυτό μου, τώρα διαθέτω όλα τα προσόντα για να καταλάβω την προτεινόμενη θέση. Τη θέση της βασίλισσας.
Ο ‘βασιλιάς’ ακουμπάει το χέρι στον αριστερό μου ώμο και μετά το μεταφέρει στο δεξί. Αν είχε ξίφος, μπορεί και να με όρκιζε ιππότη. Μετά πιάνει το πιγούνι μου και προσπαθεί να ξαναστήσει, το ξεχαρβαλωμένο μου κεφάλι. Με χίλια ζόρια προσπαθώ να εστιάσω τα μάτια μου που αλληθωρίζουν, στο δικό του μεγαλόθυμο βλέμμα. Χαμογελάω, το λοιπόν, αλλήθωρα, πλέοντας στην απέραντη, ευτυχισμένη νιρβάνα των χαζών, αλλά μόλις το πιγούνι μου μένει χωρίς υποστήριξη, το κεφάλι ξαναπέφτει μπροστά. Το πλήθος όμως δε φαίνεται να πτοείται, απ’ τη μικρή λεπτομέρεια της αστάθειας της κεφαλής μου και ξαναρχίζει τις ζητωκραυγές:
«ΖΗΤΩ Ο ΝΤΑΒΑΤΖΙΔΗΣ! ΖΗΤΩ Ο ΗΓΕΤΗΣ! ΖΗΤΩ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ! ΖΗΤΩ Η ΧΛΑΠ! ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ! Ο ΘΕΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ! Ο ΘΕΟΣ ΣΩΖΕΙ ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΑ! ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΛΑΟ!
ΖΗΤΩ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΑΣ!».»
* * *
«Αφού καταλάγιασε ο κουρνιαχτός και σίγησαν οι καραμούζες, ακολούθησε η κατήφεια της περισυλλογής, για το τι έπρεπε να κάνουν έπειτα. Πάνω που το ‘φερναν από δω, το εξέταζαν από κει, άκρη μη βρίσκοντας, μπουκάρισαν στη καφετέρια δυο λαχανιασμένοι φοιτητές. Κόμιζαν, λέει, μαντάτα από τις εξελίξεις στα αμφιθέατρα.
Ο Νταβατζίδης, στερεώθηκε καλύτερα στη καρέκλα του, κατάπιε στα γρήγορα μια μπουκιά μπουγάτσα και πασπαλισμένος με ζάχαρη άχνη, ρώτησε:
-«Μα καλά, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν εξελίξεις στα αμφιθέατρα, αφού όλοι είμαστε εδώ. Εκτός κι αν θεωρείται εξέλιξη, το ότι τα έδρανα απέκτησαν παχύτερο στρώμα σκόνης.»
Μπροστά σ’ αυτή την ατράνταχτη λογική επιχειρηματολογία, οι κομματικοί, χειροκρότησαν σοβαρά, στραβοκοιτάζοντας μ’ ανασηκωμένο φρύδι, τους μαντατοφόρους και καγχάζοντας ειρωνικά. Εκεί που έλεγαν ότι κάτι τέτοιους ψευταράδες, μόνο ένα καλό χέρι ξύλο τους στρώνει και με μια γερή κλοτσιά στα πισινά πρέπει να πετιούνται έξω, ο αρχηγός ξανάπε χαμογελώντας μειλίχια:
-«Εκτός κι αν το ιερό φάντασμα της γνώσης, αποφάσισε να αρχίσει να κόβει βόλτες και τη μέρα. Προωθώντας τις δικές του φανταστικές εξελίξεις. Γράφοντας στους πίνακες και σημειώνοντας στα έδρανα, τύπους μυστικούς.»
Στο άκουσμα αυτών των λόγων, όλοι δαγκώθηκαν έντρομοι και με τα κεφάλια χωμένα βαθιά στους ώμους, έριχναν περιπολικά βλέμματα στους γύρω τοίχους. Το όνομα του ιερού φαντάσματος, αποτελούσε ταμπού. Έτσι, το άκουσμα του, τόσο ξένισε στ’ αυτιά των παρισταμένων, που πολλοί αυλοκόλακες απομακρύνθηκαν από τον ηγέτη, περιμένοντας να ξεσπάσει η οργή του φαντάσματος, στο κεφάλι του ιερόσυλου. Αφού πέρασε ένα λεπτό χωρίς να συμβεί καμιά συμφορά, τα κομματόσκυλα θεώρησαν ότι ο κίνδυνος είχε περάσει και έτσι ξανάφεραν τις καρέκλες τους κοντά στον αρχηγό, ξεπερνώντας με δειλά, γλοιώδη χαμόγελα το επιτιμητικό του ύφος. Έπειτα αναθάρρησε και ο υπόλοιπος λαός, ενώ στη σκέψη πως ο ‘μεγάλος’ τα είχε κάνει πλακάκια με το φάντασμα και μπορούσε χωρίς συνέπειες να αναφέρεται στη χάρη του, τον ανέβασαν κι άλλες σκάλες στην εκτίμηση του.
Τελικά ο Νταβατζίδης, αποφάσισε ότι καιρός ήταν, να δώσει ακρόαση και στους πελαγωμένους αγγελιοφόρους.
-«Εντάξει, μπορείτε να εκφράσετε και τη δική σας εκδοχή, παιδιά!», τους είπε.
Οι φοιτητές, ατένισαν με καθάριο βλέμμα, τα βουβά πρόσωπα που τους παρακολουθούσαν και απάντησαν με σταθερή φωνή:
-«Σύντροφοι, όσα θα σας πούμε είναι πέρα για πέρα αληθινά. Εκεί που καθόμασταν στα τελευταία αμφιθεατρικά στασίδια του ΑΘΕ12 και στρίβαμε έναν μπάφο, βλέπουμε να σούρνεται στο πλάι ο πίνακας και να ξεδιπλώνεται μια σκαλίτσα…»
-«Τι σκαλίτσα μας λες ρε μοσχάρι; Μαστούρι του κερατά! Ταγκισμένος ήταν ρε μαλάκες ο μπάφος; Καλά το ‘λεγαν τα παιδιά από δω, πως σας χρειάζεται κλωτσιά και έξω απ’ την παράγκα…»
-«Όχι όχι, μεγάλε! Νάτον ο μπάφος! Τον στρίβαμε, αλλά δεν τον καπνίσαμε. Μας πρόλαβε η σκαλίτσα!»
-«Γαμώ τη μου μέσα τη σκαλίτσα…Για φέρτε εδώ. Τι σόι πράμα είναι; Καλό; Κατάσχεται! Παρακάτω…»
-«Τότε, απ’ το μυστικό άνοιγμα κατέβηκε ένας τύπος σοβαρός, με ένα πάκο σημειώσεις στο χέρι και άρχισε να γράφει στον πίνακα. Μια κοιτούσε τις σημειώσεις, μια έγραφε στον πίνακα, μια γύριζε κατά τα άδεια έδρανα και παραμιλούσε τα όσα είχε ήδη γράψει και ευθείς ξαναγυρνούσε στα γραψίματα του. Σε μια στιγμή έπαιξε το κινητό του Μήτσου και παγώσαμε από τρομάρα. Είπαμε πως πάει, τώρα πια μας πήρε οπωσδήποτε χαμπάρι και ποιος ξέρει τι θα μας έκανε ο μυστήριος. Αλλά αυτός τον χαβά του. Δεν ακούω, δε βλέπω… μόνο παραμιλάω. Αυτιστικός στο έπακρο…»
Έτσι μιλούσε ο φοιτητής και ο Μήτσος επικύρωνε τα λεγόμενα του, κουνώντας ζωηρά την κεφάλα του και όλο κάτι πήγαινε να πει κι αυτός και όλο τον έκοβε η λογοδιάρροια του άλλου. Σαν κοντοστάθηκε ο ομιλητής να ξανασάνει, άρπαξε τη σκυτάλη ο Μήτσος:
-«Ναι, ναι! Δε καταλάβαινε τίποτα! Αρχίσαμε να ξεροβήχουμε, στην αρχή σίγα, μετά πάθαμε πραγματική κρίση βήχα…Βγάλαμε τα πνευμόνια μας κι αυτός τίποτα, ούτε ένα βλέμμα δε μας έριξε. Μετά, ο Σήφης ρούφηξε δυνατά τον καφέ του και έπαιξε το κομπολόι του, τόσο που μου ‘σπασε τα νεύρα και μου ‘ρθε να τον καταχερίσω. Αλλά παρόλα αυτά…ουδέν νεότερο απ’ το… μέτωπο.»
Στο σημείο αυτό πήρε αμπάριζα ο Σήφης:
-«Σε κάποια φάση, πήρε τ’ αυτί μας να λέει στο φανταστικό του ακροατήριο:
‘…και εδώ πέρα τίθεται το ερώτημα…’ . Μόλις ακούσαμε για ερώτημα, τα χρειαστήκαμε. Αμάν λέμε, το φάντασμα είναι και τώρα θ’ αρχίσει τις ερωτήσεις και δε θα ξεμπερδέψουμε ποτέ.»
-«Οπότε πεταχτήκαμε απάνω και γίναμε Λούηδες. Και δόξα τον Αλλάχ… είμαστε τώρα εδώ και τα λέμε. Αλλιώς ποιος ξέρει τι θα μας έκανε αν καθόμασταν παραπάνω!», αποτέλειωσε θριαμβευτικά, τη διήγηση ο Μητσάρας.
-«Ναιαιαιαι… Γιατί ποιος ξέρει τι θα σας έκανε μετά… Γιατί ποιος ξέρει τι θα σας έκανε μετά…», έκανε κοροϊδευτικά ο Νταβατζίδης, «Δε ντρέπεστε ρε; Κοτζάμ γάιδαροι να φοβάστε έναν πανεπιστημιακό υπάλληλο; Σας έδινε μωρέ ζαγάρια, τις σημειώσεις στο πιάτο και σεις γυρεύατε ν’ αποσπάσετε την προσοχή του; Ανεπρόκοποι! Λες και σας ζητούσε τίποτα σπουδαίο ο άνθρωπος, παρά να αντιγράψετε αυτά που σας αντέγραφε στον πίνακα. Καλοί μαλάκες είστε… Εξαιτίας σας, χάσαμε την απάντηση στο πρώτο θέμα της εξεταστικής. Πάνω τους παιδιά!», αμόλησε τα σκυλιά του ο Σπύρος.
Αλλά οι Κρητικοί μαντατοφόροι, δε μάσαγαν και το μπουνίδι πήγε σύννεφο.
Ο φοιτητόκοσμος έκανε κύκλο γύρω απ’ την πρόχειρη αρένα και φώναζε χτυπώντας ρυθμικά παλαμάκια: «ΞΥΛΟ ΠΕΦΤΕΙ! ΞΥΛΟ ΠΈΦΤΕΙ! ΞΥΛΟ ΠΕΦΤΕΙ!…»
Η άνιση μάχη είχε ως αποτέλεσμα (παρά τα όσα παρήγορα λέγονται περί Δαυίδ και Γολιάθ), οι δύο, να πεταχτούν έξω απ’ το μαγαζί και να σκάσουν σα σακιά (ευτυχώς για τα δύστυχα κεφάλια τους) στο γκαζόν.
Το περιστατικό ανέβασε κι άλλο τη δημοτικότητα του Νταβατζίδη.
Πρώτον γιατί απέδειξε ότι νοιαζόταν για τις επιδόσεις των φοιτητών στο γραπτό τους διαγώνισμα. Δεύτερον γιατί δεν ανεχόταν μύγα στο σπαθί του. Και τρίτον γιατι ήξερε να χειρίζεται τα προβλήματα, με τρόπο θεαματικό.
Αφού λοιπόν ξεμπέρδεψαν τα κουτσαβάκια, με την ‘περιποίηση’ των δυο, μαζεύτηκαν όλα γύρω απ’ το αφεντικό και του σήκωσαν τις γροθιές ψηλά, σε ένδειξη νίκης. Και ο λαός τριγύρω χειροκροτούσε:
«ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ, ΞΕΝΕΡΩΤΟ ΑΡΧΙΔΙ!
ΜΠΟΥΓΑΤΣΑ ΚΑΙ ΘΕΑΜΑΤΑ, ΜΕ ΣΠΥΡΟ ΝΤΑΒΑΤΖΙΔΗ!»
Ο Σπύρος, αφού απόλαυσε, για μια ακόμη φορά τα λιβανίσματα, έκανε συνωμοτικά νόημα να σωπάσουν όλοι. Ευθείς έγινε ησυχία και ο Νταβατζίδης μπόρεσε να εκθέσει το σχέδιο του:
-«Λοιπόν παίδες… Η κατάσταση μπορεί να αντιμετωπιστεί αν οργανωθούμε. Κάθε παρέα, με κλήρο ή εθελοντικά, θα αποστέλλει έναν αντιπρόσωπο στις παραδόσεις (άλλον για κάθε μάθημα), που θ’ αντιγράφει τις σημειώσεις. Έπειτα οι υπόλοιποι, θα τις βγάζουν φωτοτυπία και θα μαθαίνουν το ποιηματάκι τους. Από κει και πέρα στις εξεταστικές, όλοι θα ξελασπώνετε άνετα. Καθώς βλέπετε, με καταμερισμό εργασίας και σχέδιο, όλα γίνονται πολύ εύκολα. Ακόμα κι οι σπουδές!»
Μπροστά σ’ αυτήν την απλή και νοικοκυρεμένη λογική, όλοι έμειναν έκθαμβοι.
Ε λοιπόν, ζήτω και πάλι ζήτω στον Νταβατζίδη. Αν δεν υπήρχε κι αυτός, θα έσπαγαν ακόμη το κεφάλι τους να θυμηθούν, με ποιο τρόπο διεξάγονται οι σπουδές!
Με αναπαμένη συνείδηση, άρχισαν όλοι να γράφουν τα ονόματα τους σε κλήρους και να τα ρίχνουν στην πρόχειρα στημένη κληρωτίδα…»
* * *
συνεχίζεται...