«Κίντα γίντσι μι του σπικ’ σας; Ούλα καλά;», με ρωτά η μπακάλισσα , πάνω που διάλεγα μοσκοβολιστές ντομάτες από τον επιμελημένο κωνικό λόφο.
«Όλα εντάξει… ευτυχώς… Μόνο ένα μπουκάλι που είχα πάνω
στο πάγκο της κουζίνας έπεσε, έσπασε και έκανε χαμό. Α … και κάτι σαμπουάν στο
μπάνιο, σαλτάραν στο νιπτήρα…»
«Εμ άμα σε σένα πέσαν κάτω δυο τρία πραματέλια και κάναν
πανικό, φαντάσου έδιου μέσα κι γίντσι!
Κάτου τα γάλατα, κάτου τα ξίδια, κάτου τ’ απορρυπαντικά, κατρατσλίσαν γι ντουμάτις τσι τα κρουμμύδια, κρίμας τουν
κόπου μ’ … Άστα! Τρέλα μ’ ήρτει !»,
χτυπιέται η φτωχή γυναίκα και συνεχίζει,
«Δε φτάνει η τρομοκρατία, τοσ’ ώρα πάνει τσ’ έλα, ύστερνα
είχα να σμαζώνου τσ’ ζημιές.»
«Πάλι καλά που δε συνέβη τίποτα χειρότερο, όπως να πάθει
ζημιά το κτήριο ή ακόμα χειρότερα εσύ, δε λες;» τις δείχνω τα θετικά εγώ.
«Μωρέ να μια ρωγμή στου ντουβάρ’ , έφνα, αψλά! Ήρτε του επιτελείο αρχιτεκτόνων, λουγιάξαν,
εντάξ’ είπαν, πράσινο το κτήριο. Δόξα τον Μεγαλοδύναμο! Αλλά η ρωγμή έφνα κίντα
‘ναι; », με κοιτά προβληματισμένη και στενάζοντας λέει:
«Άμα μι ρουτάς η σεισμός είνι ένα σατανικό πράμα. Έφτου
π’ κάθεσαι , έρχετει μια αόρατη, βουερή δύναμη τσι συ ταρακνά με βία. Άμα είσι
τυχερός τρομάζεις μονάχα, αν όχι , μπορεί να πάθεις μεγάλο κακό.» , φτύνει στον κόρφο της και
σταυροκοπιέται, «Πού θαρρείς ότι τσμούμι
κ’ νύχτα; Σε μια σκηνή που έστησα, στου κτήμα μ’ μέσα. Πράσινο ,
ξεπράσινο του σπικ’ ιμ , φουβούμι!»
Γυρίζω σπίτι με
τις σακούλες να τραβούν τα δυο μου χέρια ισοδύναμα προς τη ξυπνημένη γη. Στο δρόμο τα σημάδια της βίαιης αφύπνισης: Εδώ,
η πρόσοψη ενός απ’ τα πριν ερειπωμένου σπιτιού έχει πάρει κλίση προς τα έξω,
απειλώντας αφ’ υψηλού τους περαστικούς. Εκεί, ένα σπίτι υπεράνω πάσης υποψίας,
χάσκει επιδεικνύοντας τα έπιπλα στο εσωτερικό του. Το αυτοκίνητο του άτυχου
συμπολίτη μου, που σταθμεύει μπροστά του, είναι άσχημα σαραβαλιασμένο απ’ τον
λιθοβολισμό. Ευτυχώς τα περισσότερα σπίτια είναι φαινομενικά σώα.
Ύστερα από μια βδομάδα ξαναπάω στο μπακάλικο
για προμήθειες. Τα ράφια έχουν ενισχυθεί με σχοινί μπροστά, ώστε να
συγκρατούνται τα προϊόντα σε περίπτωση σεισμού.
«Τι βλέπω; Πήραμε μέτρα ασφαλείας;», λέω χαμογελώντας.
«Ε, αναγκαστικά… Μπρος να σμαζώνου τα πράματα που πετούν
κάτου, κάθι τρεις και λίγο, τα σεισμέλια, έβαλα σχοινί ασφαλείας!».
Τι στο καλό; Πολύ
ψύχραιμη τη βλέπω. Οπότε τη τσιγκλάω: «Πώς πάνε οι νύχτες στην ύπαιθρο;»
«Ποια ύπαιθρο; Για μια δυο βραδιές ήταν… Πολύ ξιβουλεύκα.
Σκουρπιοί, κνουπ’ , σκληρό του χώμα, πιάστηκαν τα παγίδια μ’ … Δεν είμι γω για
τέτοια. Κουνάει δε κουνάει , πάει, συνήθισα πια! Στου σπίκ’ ιμ, στου κριβατέλ’ ιμ !»
Στέκομαι και
κοιτάω στοχαστικά κάτι πεπόνια και στο μυαλό μου παίζουν κάτι παραλληλισμοί
παράξενοι. Ο Σεισμός είναι , λέει, η μεγάλη, αναπάντεχη (;) Κρίση, που έρχεται
να ταρακουνήσει, να τρομάξει, να σωριάσει, να ξεβολέψει, να δημιουργήσει
ανασφάλειες. Πλήττει κάμποσους φτωχούς άτυχους που ζούσαν απ’ τα πριν, σε
σπίτια ανίσχυρα, ορθωμένα στο λάθος μέρος και τους καταστρέφει.
Αρχικά τους λυπόμαστε και λέμε να τους συνδράμουμε. Μετά
τους ξεχνάμε.
Και οι ήπιοι
μετασεισμοί που τάχα φθίνουν την ακολουθία, τι είναι; Μικρές μετα-κρίσεις που ύπουλα
τρώνε ότι μπορεί ακόμα να φαγωθεί. Διακριτικά και ήρεμα όμως, με συχνότητα που
ευνοεί τη συνήθεια και τον εφησυχασμό. Εκτονώνουν το φαινόμενο μέχρι ενός σημείου,
διότι το τέρας του Θυμού κοιμάται ακόμη μέσα στο ρήγμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου