Μέσα σε χρόνια δανεικά/ απρόσμενα και ξένα/ μες τα ποτάμια τα θολά/ που ζω σα μαύρη σμέρνα... (Διάφανα Κρίνα) ...

Τρίτη, Νοεμβρίου 27, 2007

Σκίτσο:Ο Κύκλος του Αίματος



ΑΘΕ12 – Μαθηματικό Πατρών

Ο δρόμος το ‘φερε και περνούσα έξω απ’ αμφιθέατρο (ΑΘΕ12) του Μαθηματικού.
Κίνηση είχε, λέω: «Τι διάλο κάνουν τόσοι μαζεμένοι, τέτοια ώρα (14:50);»
Κάνω πως προβάλω λίγο στην πόρτα… Ναι, μάλιστα, τα παιδιά έχουν συνέλευση…
Έχω να μπω σε συνέλευση (να δω, όχι τίποτα άλλο), πολλάααα χρόνια. Γιατί κάθε φορά που άκουγα για τίποτα τέτοιο, έριχνα νοερά δυο φάσκελα (κατά παντώς ανευθύνου) και ‘την έκανα’.

Τώρα στέκομαι και κοιτάζω πανοραμικά όλο το αμφιθέατρο. Είναι δυο φοιτητές που μιλάνε (στεκάμενοι στα σκαλιά στη μέση του αμφιθεάτρου) σε γλώσσα πολιτικάντιδων του κοινοβουλίου, συνεπώς δε καταλαβαίνω γρι απ’ αυτά που λένε, ούτε και για ποιο λόγο τα λένε, αφού κανείς δε μοιάζει να τους παρακολουθεί.
Είναι και όλοι οι άλλοι, που μιλάνε στη γλώσσα των ινδιάνων, δηλαδή ξεφυσώντας μηνύματα καπνού στο ταβάνι. Αλλά επειδή καταφανώς πρόκειται για έλληνες ινδιάνους, έτσι που «μιλάνε» ταυτόχρονα, οι καπνοί μπλέκονται και γω χάνομαι στη καπνομετάφραση.

Ήθελα να ‘ξερα ποιος στοιχειωδώς λογικός άνθρωπος, θ’ άντεχε μέσα σ’ αυτό τον αμφιθεατρικό θάλαμο αερίων, για πάνω από ένα δευτερόλεπτο. Έτσι, αφού τσεκάρω ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει από πολιτική άποψη:
Ότι δημοκρατικότατα εξορίζονται όχι μόνο όλοι οι μη καπνιστές, αλλά και πολλοί απ’ αυτούς που καπνίζουν και δεν αντέχουν (φαντάσου μπόχα και ορατότητα!)
Και ότι η στρέβλωση της πολιτικής, δηλαδή ο κομματισμός, είναι εδώ κραταιός, ακμαίος, δυνατός.
Βγαίνω σα κυνηγημένη και αρκούντως αηδιασμένη…

Και ρωτάω τούτο: Ποιοι είναι αυτοί που μένουν; Μήπως αυτοί που αποφασίζουν και διατάζουν; Και αφού κανένας λογικός άνθρωπος δε θ’ άντεχε εκεί μέσα, τότε προφανώς αυτοί που μένουν είναι ηλίθιοι. Άρα αυτοί που αποφασίζουν (για ποιο πράγμα ερευνάται ακόμα) είναι ηλίθιοι. Όπερ έδει δείξε… Βασιλευομένη ηλιθιότητα!

Έτσι λέω ότι η αναρχία τελικά είναι μια ουτοπία. Αφού η ηλιθιότητα είναι αήττητη.

Υ.Γ. ΣΚΑΤΑ.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 26, 2007

Πού ‘ν’ το, πού ‘ν’ το, το προφιτερόλ;

Σήμερα θα εκτροχιαστώ απ’ τα συνηθισμένα μου… Τη συνηθισμένη θεματολογία μου, τη συνηθισμένη δίαιτα μου και δε με νοιάζει! Ξύπνησε πάλι μέσα μου ο Βενιζέλος. Κρατάει μια κουτάλα σούπας, τη κραδαίνει και απειλεί να τα κάνει όλα λίμπα αν δεν τον ταΐσω επειγόντως προφιτερόλ!

Μια και δυο λοιπόν βγαίνω στη γύρα, προς ανεύρεση ενός πραγματικού προφιτερόλ, γιατί αν το προφιτερόλ δεν είναι προφιτερόλ, τότε τι να το κάνω; Δε τρώω καλύτερα μια σπανακόπιτα;
Και θα μου πεις… Πώς το θες;
Και απαντώ. Ακριβώς όπως το περιέγραψε ο Γιώργος Κωνσταντίνου σε μια παλιά ελληνική ταινία, με μπόλικες εκφραστικές χειρονομίες και ξερογλειψίματα: Με τα αφράτα ‘σου’ του, παραγεμισμένα με μοσκοβολιστή, μαστιχωτή κρέμα, με τη γυαλιστερή μαύρη σοκολατένια λάβα να τα καλύπτει, με την αμυγδαλάτη γαρνιτούρα του και στην κορφή ένα άσπρο βουτυρένιο συννεφάκι.

Σ’ ακούω που ειρωνικά επαναλαμβάνεις: Πώώώς το θες;
Βέβαια! Έχω συναίσθηση της δυσκολίας ανακάλυψης ενός τέτοιου γαστρονομικού θαύματος, διότι δεν είναι η πρώτη φορά που μου ‘ρχεται να κάνω επιδρομή σε ζαχαροπλαστείο. Αλλά κάθε φορά που επιστρέφω με τα ‘λάφυρα’ στη φωλιά μου, μια νέα οδυνηρή απογοήτευση με περιμένει. ΌΧΙ! Ούτε αυτή τη φορά, δεν ήταν ‘σου’, το βουναλάκι, το σκεπασμένο με το καφετί στρώμα! Ήταν απλούστατα μια περίτεχνη οφθαλμαπάτη, σκαρωμένη απ’ το κορνέ του ζαχαροπλάστη. Πρόκειται για ένα ‘βουναλάκι’ από γλυκανάλατα, λιπαρό αφρό, μια κατ’ επίφαση «κρέμα σοκολάτας», που το μόνο που αφήνει είναι μια δυσάρεστη λιπώδη αίσθηση μαργαρίνης στο στόμα.
Στο πάτο δε του κύπελου, άντε να υπάρχει μια ιδέα παντεσπάνι, σα να λέμε: Φάγαμε όλη αυτή τη γλυκερίλα ας σκουπίσουμε και τη γλώσσα μας…

Τι τα θες όμως… Η βραχύβια μνήμη του είδους μου, με κάνει κάθε φορά να ελπίζω ότι ‘τώρα’ είναι που θα πετύχω το Προφιτερόλ! Καθώς λοιπόν κοντοφτάνω σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, κόβω ταχύτητα και στραβολαιμιάζω κατασκοπεύοντας διακριτικά τη βιτρίνα με τις πάστες. Χαμηλώνω… χαμηλώνω… Τσουπ! Φτάνω στον τομέα «προφιτερόλ». Ανιχνεύω με βλέμμα λέιζερ την επιφάνεια του κυπελακίου. Αν έχει εξογκώματα, υπάρχει μια υποψία ότι από κάτω κρύβεται ‘σου’. Μπαίνω, σκάω τον παρά, τζίφος! Από κάτω ή αφρός αφρίζει φαντασιωτικά ή τίποτα άνοστα μπισκοτοειδή τρίζουν ή και γω δε ξέρω τι άλλο.

Κάποτε τρακάρω μια βιτρίνα, κεντρικού Πατρινού ζαχαροπλαστείου και κιαλάρω κάτι κυπελάκια με περιεχόμενο που αυτή τη φορά λέω δε μπορεί… είναι προφιλερόλ με βούλα! Σπρώχνω τη γυάλινη πόρτα και στέκομαι αποθαυμάζοντας τα γλυκά. Λίγο ακόμα και θα κολλήσω παλάμες και μύτη στο τζάμι, σα κάτι παιδάκια που ξέρω. Εκεί που κοιτάω, πέφτει το μάτι μου στο τιμοκατάλογο, που παραστέκει σε μια γωνιά τις πάστες. Κάπου εδώ, παύω πια να κοιτάζω και αλληθωρίζω μουδιασμένη τις τιμές!
- «Παρακαλώ! Τι θα πάρετε;», γλυκορωτά μια κοπελιά, που στέκεται χαμογελαστά πίσω απ’ το εκθετήριο της πάστας.
-«Ε, γεια σας…», λέω βραχνά, προσπαθώντας να ξελαμπικάρω. «Ε, χμ! Έχετε προφιτερόλ;». Το πως έχει, έχει… απλά κερδίζω χρόνο αποχαιρετώντας τα!
-«Μάλιστα έχουμε! Εδώ είναι!»
-«ΑΑΑΑ! Και πόσο κάαανουν;»
-«2.90€ το κομμάτι!». Τα λόγια τις επικυρώνουν αυτό που ήδη έχω δει και ξαναμουδιάζω.
-«Ωχ! Είστε πολύ ακριβά!», της λέω κάνοντας μεταβολή κάπως ζεσταμένη, από αγανάκτηση, από ντροπή και από λύπη που την άφησα να χαμογελάει αμήχανα, κλίνοντας το κεφάλι με μια κίνηση σα να έλεγε: «Όπως θέλετε…»

Άκου 2,90 το κομμάτι! 1000 παλιές δραχμούλες για ένα κυπελάκι προφιτερόλ! Ακούς παππού; Συνομιλώ νοερά με τον συχωρεμένο τον έμπορο παππού μου, που ανατρίχιαζε με κάτι τέτοια…
Μέχρι τώρα, έχω πληρώσει για προφιτερόλ – μαϊμού, 1.60, 1.70, 1.80, 1.90, 2.00 ευρά. Τώρα που έχω βάσιμες υποψίες περί αυθεντικότητας πρέπει να σκάσω 2.90!
Έπρεπε να τα δώσω; Και για ένα γνήσιο προφιτερόλ να πω: Χαλάλι; Κι αν δεν ήταν;
Φρικάρω! Ακούς υπερτιμές;! Ν’ αντιστοιχούσαν και σε υπερποιότητες, καλά θα ήταν!

Να μένει το προφιτερόλ! Από δω και πέρα όποτε ξυπνά ο Βενιζέλος μέσα μου, ένας αναρχικός θα του σκάει μια μολότοφ στα μούτρα και μετά θα ξεχύνεται στους δρόμους. Όπου συναντάει ζαχαροπλαστείο θα γράφει με μαύρο σπρέι στα τζάμια:
«ΑΠ’ ΤΑ ΚΥΠΕΛΑΚΙΑ ΣΑΣ, ΛΕΙΠΟΥΝ ΤΑ ΠΡΟΦΙΤΕΡΟΛ»
Ή «ΒΑΛΤΕ ΤΑ ‘ΣΟΥ’ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΣΟΚΟΛΑΤΑ ΚΑΡΙΟΛΙΔΕΣ»
Ή «ΤΟ ΚΕΡΑΣΑΚΙ ΞΕΡΕΤΕ ΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΒΑΛΕΤΕ…
ΤΙΣ ΛΙΠΑΡΕΣ ΣΑΣ ΚΡΕΜΕΣ ΕΠΙΣΗΣ.»

Ή «ΜΟΥ ΠΗΡΕΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ. ΒΑΛΕ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΠΟΥ
ΠΛΗΡΩΣΑ ΣΤΟ ΚΥΠΕΛΑΚΙ. ΖΑΧΑΡΟΣΑΔΙΣΤΑ!»

Παρασκευή, Νοεμβρίου 23, 2007

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ - ΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ (βασισμένη στο χτεσινό σχόλιο του Μορφέα)

- Έτσι είναι ... Δυστυχώς οι φοιτητές, όχι μόνο στην Πάτρα, έτσι αντιμετωπίζονται: Ως τουρίστες. Δε δίνονται κίνητρα ώστε κάποιοι φοιτητές να παραμείνουν, να δουλέψουν μετά τις σπουδές τους, να κάνουν οικογένεια, να ζήσουν.
- Σα να μου φαίνεται, ότι πας να βγάλεις λάδι τους φοιτητές. Διότι η κλάση τους όχι μόνο αντιμετωπίζεται έτσι, αλλά έτσι αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι τον εαυτό τους. Σχεδόν κανείς δε κάνει το παραμικρό, για να δείξει ότι τα κοινωνικά προβλήματα του τόπου που κατοικεί, είναι και δικά του προβλήματα… Ότι το πρόβλημα της ανάπτυξης της πόλης, είναι και δικό του πρόβλημα. Ένα πρόβλημα – ευκαιρία, για να δοκιμάσει τις νεανικές δυνάμεις του.
>Μα ακολουθώντας μια τέτοια λογική τουριστικής αμεριμνησίας, αποκτούν ψυχή τουρίστα. Και αν κρίνω απ’ τη σημερινή κατάσταση της χώρας – καφετερίας, του κράτους της αναξιότητας, της χώρας με «βαριά» βιομηχανία τον τουρισμό, του κράτους των πτυχιούχων σερβιτόρων, αυτή η ψυχή τους ακολουθεί και στην μετέπειτα ζωή τους. Την έχουν συνηθίσει, την έχουν βολευτεί, είναι σούπερ ανατομική βρε αδερφέ: Δεν έχει βάρος και δε καμπουριάζεις φορώντας την.
- Δεν έχεις δίκιο να είσαι τόσο σκληρή! Μόλις χτες πολυάριθμοι αναρχικοί φοιτητές διαδήλωσαν, διαμαρτυρόμενοι για την άθλια αντιμετώπιση των μεταναστών, από αστυνομικούς, λιμενοφύλακες και την κρατική εξουσία! Και όχι μόνο αυτό, αλλά και είναι πρόθυμοι να παν να διαδηλώσουν κι αλλού, με αφορμή την δολοφονία ενός 45αχρονου αλβανού μετανάστη στο Αμύνταιο Φλώρινας, από μπάτσο που… σκόνταψε και όλως τυχαίως το όπλο εκπυρσοκρότησε, βάλλοντας το θύμα.
> Και εκτός αυτού υπάρχει και η δράση των φοιτητών – ποδηλατιστών που με πορείες (την 1η Παρασκευή κάθε μήνα) και με έντυπη ενημέρωση του κοινού, διαμαρτύρονται για την ανυπόφορο πρόβλημα του κυκλοφοριακού στην Πάτρα, τους ‘βομβαρδισμένους’ δρόμους, την έλλειψη ποδηλατικών λωρίδων, την απαίδευτη και συνεπώς ασυνείδητη συμπεριφορά των αυτοκινητιστών.
- Ναι φίλε… Καταλαβαίνω πολύ καλά τη χρησιμότητα όλων αυτών των διαδηλώσεων και των εντύπων ενημερώσεων. Αφυπνίζουν όσους έχουν τ’ αυτιά, τα μάτια και τη καρδιά ν’ αφυπνιστούν. Οι λοιποί κορνάρουν βρίζοντας, που τα κωλόπαιδα ξαναμπλόκαραν τους δρόμους.
- Χα χα! Μπορεί να κορνάρουν…όμως παρόλα αυτά, δημιουργείται ένα κλίμα κατακραυγής και αντίστασης απέναντι σε όσους καταπιέζουν την καθημερινότητα του Ανθρώπου. Το μήνυμα αιωρείται στον αέρα, ότι είμαστε εδώ, παρακολουθούμε τις συνταγματικώς κατοχυρωμένες ανομίες σας και το μάτι του ‘Μεγάλου Αδερφού’, δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά στα δικά μας μάτια.
- Μήπως το μήνυμα που αιωρείται για πολύ καιρό στον αέρα, τελικά αποδεικνύεται μια ατάκα – φούσκα; Μια ατάκα τόσο κοινή, δεδομένη, προβλεπόμενη, που κανέναν πια δε συγκινεί, κανέναν δεν παρασύρει. Στο κάτω κάτω κι αν έχουν γίνει διαδηλώσεις για τους μετανάστες, η κατάσταση όχι μόνο δε βελτιώθηκε, αλλά έχει χειροτερέψει αισθητά: Οι μετανάστες τους οποίους ΔΕΝ υποδέχεται η Πάτρα έχουν αυξηθεί σε αριθμό, ενώ ο ηλικιακός μέσος όρος όλο και μικραίνει.
- Και τι προτείνεις δηλαδή; Να βρούμε νέα, πιο συγκινητικά συνθήματα, μπας και παραξενευτεί στο άκουσμα τους, κανένα αυτί παραπάνω; Ή μήπως το ‘Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι’ έχασε τη διαχρονικότητα του, τόσο που ούτε το αυτί των μπάτσων δεν ιδρώνει;
- Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι καλά είναι τα συνθήματα και οι διαδηλώσεις και η ενημέρωση, μα ο εχθρός την έχει μεγαλύτερη, πιο φαντασμαγορική και πιο ύπουλη… την ενημέρωση βεβαίως, βεβαίως… Για να γίνει ένα σύνθημα κατανοητό πρέπει να συνοδεύεται από πράξη. Όχι βέβαια από βίαιη πρακτική συνοδεία, που ουσιαστικά στρέφεται εναντίων των «Ξένων, μεταναστών, αδερφών μας». Αλλά από πρακτική που θα ωφελήσει άμεσα τους μετανάστες.
- Σαν τι είδος πρακτικής να επιδείξουν οι φοιτητές; Σάματις έχουν τα μέσα, να υλοποιήσουν κάτι;
- Σαφώς και έχουν! Την επιστήμη τους, τη ψυχή και τα χέρια τους. Έχουν μυαλό, έχουν ιδέες… (Αλήθεια πόσο μυαλό περνάει απ’ τις σχολές, κοινωνικά ανεκμετάλλευτο! Πόσες ιδέες δε γεννήθηκαν ποτέ, γιατί κρίθηκαν ανεπιθύμητες; )
> Σάμπως δε θα μπορούσαν απ’ το τμήμα των πολιτικών μηχανικών, να κάνουν μια μελέτη, ένα σχέδιο, για ένα πρότυπο κέντρο υποδοχής μεταναστών και να συνδιαλαγούν με την πολιτεία, την υλοποίηση του;
Ή φοιτητές της ιατρικής δε θα μπορούσαν να έχουν λόγο για τις συνθήκες υγιεινής που θα πρέπει να υπάρχουν και την πρόληψη μετάδοσης ασθενειών;
Ή ψυχολόγοι και κοινωνιολόγοι να παρέχουν ηθική στήριξη και πολιτισμική ενημέρωση;
Ή απ’ το παιδαγωγικό να υπάρχει μια στοιχειώδη διδασκαλία τις γλώσσας;
- Και οι μαθηματικοί τι θα κάνουν;
- Χα! Ώστε ειρωνεύεσαι ε; Μην ανησυχείς και έχουν μπόλικη οργανωτική δουλειά να κάνουν και ίσως να ήταν απαραίτητο να μοντελοποιήσουν το προφίλ των μεταναστών, ώστε η βοήθεια να είναι πιο εύκολη. Βέβαια πάντα ενέχεται ο κίνδυνος τα μοντέλα να χρησιμοποιηθούν για λάθος λόγους ή λόγω αυτονόητης δυσπιστίας να είναι ψευδή και συνεπώς άχρηστα…
- Σα να λέμε κατά σένα, μια Ιδανική Πανεπιστημιακή Πολιτεία, δε μπορεί να υπάρξει αν δεν αλληλεπιδρά με την Πόλη της Πάτρας, ε;
- Ούτε πραγματικά προοδευτικό Πανεπιστήμιο μπορεί να υπάρξει, ούτε φοιτητές – επιστήμονες. Το Πανεπιστήμιο αποκομμένο απ’ την κοινωνία, θα παραμένει στείρο και καταπιεστικό και οι φοιτητές του, θα φέρουν το τίτλο του τουρίστα, για μια ζωή.
Αλλά το πραγματικό απόκτημα μιας τέτοιου είδους αλληλεπίδρασης ξέρεις ποιο είναι;
- Το ότι θα αποκτήσουν χρήσιμη εμπειρία πρακτικής εφαρμογής της επιστήμης τους, αναζωπυρωμένο ενδιαφέρον για παραπέρα μελέτη, κοινωνική ευαισθησία, φιλοσοφική διάθεση… Πολλά θα ‘ναι τ’ αποκτήματα τους. Πολλά επίσης θα ‘ναι και τα οφέλη της Πάτρας… Κι ίσως πιο αισιόδοξα, μια ολοκληρωτική μεταστροφή της λαϊκής συνείδησης.
- Σύμφωνοι! Αλλά πάνω απ’ όλα οι φοιτητές αποκτούν την αυτοπεποίθηση και την ετοιμότητα για αυτόνομη δράση. Μιας δράσης που δε προσμένει κανενός αφέντη το κέλευσμα ή τον προγραμματισμό. Κάνεις πράγματα, ιδρώνεις, εργάζεσαι ουσιαστικά για σένα και για τους συμπολίτες. Δε γίνεται το αίμα σου μαγιά, για κανενός μασκαρά τοκογλύφου το κεφάλαιο.
- Τι να τα κάνεις; Τέτοια πράγματα δε γίνονται. Είναι καταδικασμένα να παραμείνουν σε φανταστικές σφαίρες… Συ θα τις πετάς ψηλά και αυτές θα κάνουν χιόνια. Θα ‘ναι απ’ το κουρνιαχτό που σηκώνουν τα πόδια των αδικημένων. Άδικα τα συλλογιέσαι. Το μυαλό όλων είναι στη μάσα!
- Ναιαιαι… Στη μάσα. Η μάσα όμως καταλήγει μπούμερανγκ. Διότι αν περιμένεις αραχτός ή γινόμενος γραναζάκι στη μηχανή άλλου, είναι φυσικό να κακοπληρώνεσαι, οπότε χαιρέτα μου τη μάσα. Επιπλέον νιώθεις φριχτή ανία, μεμψιμοιρείς (το εθνικό μας σπορ) και καταφεύγεις σε υποκατάστατα ζωής.
- Εγώ πάντως ένα βλέπω, πως πας να κάνεις κάτι, κάτι έξω απ’ το ρεύμα και βρίσκεις και τον μπελά σου από πάνω.
- Ε και; Στο κάτω κάτω γιατί ζεις; Για ν’ ακολουθήσεις τα τετριμμένα και να κυλάς τα λιθάρια που άφησε κληρονομιά ο μπάρμπας σου ο Σίσυφος;

Πέμπτη, Νοεμβρίου 22, 2007

Πανεπιστημιακό Γκέτο


Είσαι μετανάστης; Πάρε την οδό Ηρώων Πολυτεχνείου, πίσω ακριβώς απ’ το μνημείο είναι το γκέτο σου. Χώσου μέσα.
Είσαι τσιγγάνος; Πάρε την οδό Πανεπιστημίου κι ο δρόμος θα σε τσουλήσει στο γκέτο σου. Εκεί… λίγο έξω απ’ τα Πανεπιστημιακά εδάφη.
Είσαι αγρότης; Κάτσε στο γκέτο σου, στα Αχαϊκά πέριξ και περίμενε να ‘ρθουν οι έμποροι με τα καμιόνια να παραλάβουν τους καρπούς των κόπων και της αγωνίας σου. Για ποια αμοιβή μιλάς; Για ποιο ξανάσαμα;
Είσαι νέος επιχειρηματίας; Θες να εφαρμόσεις τίποτα ιδέες και όνειρα; Welcome to the geto of your dreams! Άμα χορτάσεις όνειρα, έλα να δουλέψεις σε μας!
Είσαι ηλικιωμένος; Φτωχός και άρρωστος; Εθισμένος στα ναρκωτικά; Τράβα στο γκέτο σου και λούφαξε, γιατί χαλάς την εικόνα της ευημερίας μας.

Είσαι φοιτητής; Ναι! Τώρα έχεις κι εσύ το γκέτο σου, στας εξοχάς της Πάτρας! Κι αν η εξοχή είναι πολύ ωραία και το καθαρό αεράκι πνέει ζωογόνα, εντούτοις η μούχλα της δογματικής παιδείας μένει. Περιβάλλει την Πανεπιστημιακή Πολιτεία, τείχος αδιαπέραστο απ’ τον απόηχο των κοινωνικών προβλημάτων.

Κι αν η μούχλα αναδίνει τίποτα το ναρκωτικό και μερικοί θαρρούν πως λόγω ύπαρξης κομματικών τραπεζιών, ο κοινωνικός προβληματισμός καλά κρατεί, δεν έχουν παρά να αναλογιστούν τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη τους παρεμβαίνει και αλληλεπιδρά μ’ αυτούς που πράγματι την έχουν ανάγκη. Μ’ αυτούς των γκέτο…
… Ή με την ίδια την πόλη της Πάτρας. Που αφού μαράζωσε οικονομικά, μετά δεν μπόρεσε να αναλάβει δυνάμεις.
Πώς αντιμετωπίζει η Πάτρα τους φοιτητές; Μα σαν τουρίστες φυσικά. Που θα νοικιάσουν το «προσωρινό» κατάλυμα τους, θα ψωνίσουν τα φαγιά και τα ρούχα τους, θα διασκεδάσουν στα νυχτομάγαζα…
Μια ολόκληρη πόλη ψάχνει να βρει το φως της, από τους φοιτητές – τουρίστες και όχι από τους φοιτητές – επιστήμονες. Οι οποίοι, θα μπορούσαν συνεργαζόμενοι αρμονικά με τους ντόπιους όχι μόνο να βάλουν την Πάτρα σε άλλους ρυθμούς, μα και οι ίδιοι να ωφεληθούν, αποκτώντας ουσιαστικό ενδιαφέρον και εμπειρία της επιστήμης τους, βασισμένα στις κοινωνικές ανάγκες.

Είναι να λυπάται κανείς τη θέση των φοιτητών. Διότι ο τίτλος του τουρίστα, είναι πολύ πιο μίζερος απ’ τον τίτλο του μετανάστη. Ο μετανάστης μπορεί να πάρει κάποτε πράσινη κάρτα εργασίας και να συνεισφέρει έμπρακτα. Ενώ ο τουρίστας, μπορεί να πληρώσει, να δει, αλλά δε μπορεί να μεταβάλλει το εργασιακό ή το κοινωνικό σύστημα (εκτός βέβαια απ’ το να το στρεβλώσει σε έναν απέραντο μηχανισμό παροχής υπηρεσιών).

Έτσι λοιπόν, φοιτητές, μειονότητες, αναξιοπαθούντες, παραμελημένες εργατικές τάξεις… Ο κάθε κατεργάρης στο γκέτο του.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 21, 2007

Σκίτσο: Μια ζωή στη ψύχρα, γλιτώνουμε τα σκοτσέζικα ντους!


Ήθελα να ‘ξερα… Αυτοί που κόπτονται για αύξηση της χρηματοδότησης υπέρ απόρου παιδείας, ξέρουν σε τι και πώς θα διαθέσουν τον παρά; Και άντε να δεχτώ πως έχουν διαμορφωμένη τη παιδευτική φιλοσοφία τους και καλοοργανωμένα τα πλάνα τους… Και πάλι… είναι εντελώς σίγουροι, πως μας συμφέρει μια πραγματική Παιδεία; Δηλαδή μια παιδεία που να ξυπνά τον νου, να γεννά απορίες, φιλοσοφικά ερωτήματα, ερευνητικές ανησυχίες, κοινωνικούς προβληματισμούς, οράματα, ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ;

Παλιότερα, που οι φοιτητές δε ήταν τόσοι πολλοί, που ο φοιτητόκοσμος, σχεδόν στο σύνολο του, αποτελείτω από παιδιά εύπορων οικογενειών, ίσως μια τέτοια παιδεία να ήταν εφικτή. Στο κάτω κάτω, το μυαλό των πλουσίων θα ευνοούσε, μέσα στα δικά τους πλαίσια και σύνορα θα έμενε. Παράδειγμα λαμπρό, οι φιλοσοφικές σχολές της αρχαιότητας.
Κι αν σε κάποιον θερμόαιμο, νεοφώτιστο αριστοκράτη, έμπαινε η ιδέα να τα εφαρμόσει στην πράξη τα διανοητικά του παιχνίδια, το χρήμα, βουλώνει πολλές φωνές, ειδικά του απαίδευτου όχλου.

Μα σήμερα που τα πανεπιστήμια ξεχειλίζουν ποτάμια – χειμαρώδικα – λαού, μια τέτοια ποιοτική παιδεία όχι απλώς δε συμφέρει, μα είναι εντελώς άχρηστη.
Διότι κύριε, ‘μορφωμένος δούλος’ = ‘μη δούλος’… Πώς ν’ αντέξει στο ζοφερό επαγγελματικό τοπίο (του σκάσε και κουβάλα), κάποιος που όλη την ακαδημαϊκή του ζωή, έχει συνηθίσει να απορεί, να αμφισβητεί και να οραματίζεται;

Οπότε καταλήγουμε στο λογικό συμπέρασμα, ότι όλοι αυτοί που θέλουν κονδύλια για την παιδεία, είναι εξαιρετικά σαδιστές: Πρώτα θέλουν να μορφώσουν τους νέους, δηλαδή να μεταμορφώσουν το πνεύμα τους σε σάρκινη φωτιά. Ενώ έξω απ’ τα πανεπιστημιακά εδάφη, έχουν σκαμένη μια βαθιά χαβούζα με κρύο νερό, με μια ταμπέλα πρόχειρα μπηγμένη στην όχθη… «Εργασιακά Λουτρά Η Μεγάλη Πούντα».

Τρίτη, Νοεμβρίου 20, 2007

Σκίτσο: Μόρφωση = 'Φορτώνω' σημειώσεις. Ξεφορτώνω στην εξεταστική.

Νιώθω κομμάτια του μυαλού μου να ξεκολλάνε και να πέφτουν σα σοβάδες.
Δε ξέρω τι μου συμβαίνει. Παλιά κοιμόμουν μόνο στο κρεβάτι.
Τώρα κοιμάμαι όπου λάχει. Στο αστικό, όρθια στην πίσω τζαμαρία…
Και βλέπω όνειρο τ’ αυτοκίνητα που ακολουθούν.
Στο έδρανο, στο γραφείο, στο δρόμο περπατητή.
Οι σοβάδες συνεχίζουν να πέφτουν.
Ανάρτησαν ταμπέλα: «Κατεδαφιστέο»
Όταν θα συντελεστεί η κατεδάφιση, θα μπογιαντίσω σ' άλλη ταμπέλα:
«Προσεχώς Καινούριο Αυθαίρετο»

Όσο κι αν προσπάθησαν,
κανείς δε μπόρεσε να σκουπίσει την οργή απ’ το μυαλό μου.
Κι ο ιδρώτας που καίει πυρετικά μέσα μου,
συνέχεια θα στάζει.
Μέχρι που η πλημμύρα του, να σας πάρει παραμάζωμα.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 19, 2007

Σκίτσο: Αστικό "Νο6 Πανεπιστήμιο - Νοσοκομείο"


Μπαίνω στο αστικό "Νο6 ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ-ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ".
Σα να λέει: Όποιος φοιτητής κάθεται ήσυχα ρουφώντας τη φραπεδιά του και σαλαγώντας το μαραφέτι του (για το κινητό μιλάω), πάει Πανεπιστήμιο.
Όποιος έχει ανησυχίες και πιλατεύει τους δρόμους με συνθήματα, πάει Νοσοκομείο, να του σφουγγίσουν το μακιγιάζ που του επιμελήθηκαν οι μπάτσοι.
Ενίοτε λοιπόν και τα σαράβαλα γερμανοθρεμένα λεωφορεία έχουν φλεγματικό αγγλοθρεμένο χιούμορ.

Κυριακή, Νοεμβρίου 18, 2007

ΤΟ ΛΟΥΚΙ

Το λούκι

Το φως της μέρας αντίκρισα βγαίνοντας από λούκι,
τη προίκα μου τη φύλαγαν σ’ ένα παλιό σεντούκι.
Ο λάρυγγας μου έπαιζε κομμάτια για μπουζούκι
και θάρρεψα πως η ζωή γλένταγε σε κουτούκι.
Το λούκι, το λούκι, γεννήθηκα και έπεσα ευθείς σε άλλο λούκι.

Ελευθερίας άνεμος; Καπνός από τσιμπούκι.
Ταυτότητα μου δώσανε, πάσο για το μπουλούκι.
Ολημερίς τσιγκλίζαμε τη γης, μ’ ένα παλούκι
και οι ψυχές μας ντύνονταν ένα σκληρό καβούκι.
Το λούκι, το λούκι, οι λύκοι σκύλοι γίνανε και φέρνουν το παλούκι.

Όλες οι μούτζες έγραφαν πως έπεσα στο λούκι,
το σύστημα μου φύτεψε για έλεγχο ένα κούκι.
Τα μέσα μου σαπίζανε κι ας ήμουνα μπουμπούκι.
Άσπρη καπνιά αλείφτηκα και παίζω στο Καμπούκι.
Το λούκι, το λούκι, για κάθε κώλο ταιριαστό, υπάρχει ένα παλούκι.

Δίχως παγάκια η φραπελιά, κούφιο το ξεροκούκι,
μα η κυβερνώσα κουμπαριά μασάει λαδομπούκι.
Οι νταβατζήδες κέρναγαν φέτες από χαστούκι
κι οι μπάτσοι με τρομάζανε μ’ ένα βαρύ ματσούκι.
Το λούκι, το λούκι, στους δρόμους κατεβήκαμε και γίναμε μπουλούκι.

Ορδή ζητιάνων που ποθούν το πλαστικό σουζούκι,
μέσα στη νύχτα συγκροτούν, στρατό οι Μαμελούκοι.
Με τέτοια κόλπα αν θαρρούν πως θα ‘βγουν απ’ το λούκι,
να με γαμήσουν θα σταθώ, τους παίρνω και ‘τσιμπούκι’.
Το λούκι, το λούκι, για κάθε κώλο θα κρατώ πεσκέσι ένα παλούκι.

ΣΜΕΡΝΑ 2007

Υ.Γ. Δευτέρα 19: Παιδαγωγικό

Σάββατο, Νοεμβρίου 17, 2007

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 7ο)

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 7ο)

67.
Ξάφνου θέλουν με τραγούδια,
το κενό να καλυφθεί,
του ελλείμματος το χάσμα,
με νότες να γεφυρωθεί.

68.
Με τραγούδια και με ρύμες
κι άλλα τέτοια γραφικά,
με χορούς κράζουν τις μοίρες,
πρωτοβρόχια θεϊκά.

69.
Κι ότι άλλο φτάνει ακόμα,
ο νους τους να μηχανευτεί,
με αντένες στάζουν χρώμα,
στην ασπρόμαυρη ζωή.

70.
Τυραννούνε το κεφάλι,
πλήθος, άμετρες φωνές.
Πατινάρουν στην οθόνη,
μάζωξη οι έγχρωμες σκιές.

71.
«Βγάζουν» θέμα, το ξεφτίζουν,
ώσπου τα δόντια τους πονούν.
Ειν’ το σάλιο τους φορμόλη,
τα ξεφτίδια συντηρούν.

72.
Κι όντας όλοι υπνωμένοι,
απ’ αόρατη απειλή,
τρέμουνε κουβαριασμένοι,
μια από φόβο, μια απ’ οργή.

73.
Όλο σκύβουν το κεφάλι,
μα φωνάζουν πάμε ομπρός.
Μες τη λάσπη θ’ αχνοφέγγει,
μ’ άσφαλτο στρωμένη οδός.

74.
Τριγύρω λαμπερός ο βάλτος,
σάπιου αναδίνει αποφορά.
Η μύτη σου θυμιέται λάθος,
αρίστη δίνει αναφορά.

75.
Γίνηκες σταρ, βγαίνεις στη φόρα
κι όλο κορδώνεσαι σεμνά.
Στο σώου να παίξεις ήρθε η ώρα,
κράτα τα στήθια σου γυμνά.

76.
Μεγαλώνοντας εχύθεις,
σε καλούπι πνηγιρό.
Μεγαλώνοντας ελούστεις,
ότι ανέκραζες φαιδρό.

77.
Σε γνωρίζω από τον τοίχο,
του κρατισμού τον γλιτσερό.
Σε γνωρίζω από τον ήχο,
της τι – βι τον δυνατό.

78.
Απ’ την ασφάλεια βγαλμένη,
του καναπέ τη ζεστασιά
και σαν πρώτα δομημένη,
χαίρε, ω χαίρε, “Ελευθεριά”!


Δε γράφω 'τέλος'. Το «Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν”» συνεχίζεται. Γιατί η πορεία από τη «γέννηση» της και μετά δεν έχει καταγραφεί πλήρως. Ήδη τραγουδήθηκε η επίδραση του κομματισμού, του χρηματισμού, της αναξιοκρατίας, της ανεξέγκτης παροχής κονδυλίων για ανάπτυξη (που μόνο στην ανάπτυξη δεν πήγαν), της αλόγιστης έκδοσης ομολόγων δημοσίου με υψηλό τόκο (που θεμελίωσαν τη λογική του εύκολου κέρδους στον λαό), του αχαλίνωτου καταναλωτισμού, της εξάπλωσης τραπεζικής χολέρας, του χρηματιστηριακού φιάσκου, της τραγουδιάρας – τάλεντ μόδας, της τηλεόρασης, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της σύγχρονης Ελευθερίας.
Μένουν κι άλλα ακόμη… Όποιος μπορεί να τα σκεφτεί και να τα καταγράψει σε στίχους (με το γνωστό μέτρο), ας το κάνει και ας τους στείλει, με τρόπο τέτοιο ώστε να κολλάν αρμονικά στους μέχρι τώρα υπάρχοντες. Θα αναρτηθούν με το όνομα ή το παρανόμι του. Ειδάλλως το συνεχίζω εγώ…

ΚΑΛΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ


Προμήνυμα εξέγερσης

Σήμερα μου φαίνεται μια καλή μέρα για επανάσταση. Βήχει κούφια ο καιρός και σα να ‘χει καπνίσει πολλά τσιγάρα , φτύνει κοκκινόχωμα. Ναι παίδες, σήμερα είναι μια επαναστάσιμη μέρα. Πώς κάτι άλλες γαλάζιες μέρες , που τις αλωνίζουν χελιδόνια τσιρίζοντας , τις λες αναστάσιμες; Ε, κατ’ αναλογία ο χαρακτηρισμός.

Το κοκκινόχωμα είναι υπέρ της επανάστασης . Κάνει τα σοκάκια να αιμορραγούν , τις υδροροές να συμπεριφέρονται σα κομμένες φλέβες, στρώνει τις πλατείες με προμηνύματα αιματηρών επεισοδίων , κινητοποιεί τους δρόμους με κοχλάζουσα λάβα. Το κοκκινόχωμα είναι η πρώτη επίθεση εναντίον του ανθρώπου-καταναλωτή. Του είδους που τα όνειρα του έχουν οθόνη και βίδες, τούβλα και μεταξωτές κορδέλες, τρούφες και μαύρο χαβιάρι , που συντηρεί την ευεξία του σε μπουκάλια με ουίσκι 1000 ετών. Οι γιάπηδες , αυτοί που είναι ή που φιλοδοξούν να γίνουν, λαχταρίζουν μπροστά στα λασπωμένα σασί , χάνουν τα οράματα τους μπροστά στις χωματισμένες βιτρίνες , προσπαθούν να αποτινάξουν την ύπουλη λάσπη που ποτίζει τα κασμιρένια σακάκια τους , τα κινητά δεν πιάνουν, πιστοποιώντας το τρομοκρατικό χτύπημα της Αλ Λασπουριάς. Το κοκκινόχωμα έρχεται απ’ την έρημο, απ’ τη καμένη (καημένη) γη, έχοντας κολλήσει κάτι απ’ το βαρύ στεναγμό των ανθρώπων-σημείων του άξονα του κακού. Να ‘χαμε ένα Πόντιο Πιλάτο να ξεπλύνει τα χέρια του μα… τους έχουμε πολλούς. Πολλούς «Πόντιους Πιλότους» που αποποιούνται της ευθύνης τους, στουκάροντας έξυπνες βομβίτσες σε ανεγκέφαλους στόχους.

Στο γήπεδο ξετυλίχτηκε το κόκκινο χαλί για τη τελετή έναρξης της επανάστασης. Οι κρυφές κάμερες προσπαθούν να δουν , μα ο κακός τους ο καιρός τις έφτυσε στο μάτι. Τα είπαμε αυτά , το κοκκινόχωμα είναι με το μέρος των επαναστατών. Θα αργήσουν οι «δήθεν» να πάρουν χαμπάρι την εξέδρα που στήθηκε , τους ροκάδες που κάρφωσαν τα βύσματα των ηλεκτρικών κιθάρων στις αστραπές, τις ιαχές που έσμιξαν τα κορμιά τους με τις βροντές , τα ερυθρόδερμα πρόσωπα με τα καρβουνιασμένα μάτια. Και κει , μέσα στο παρανάλωμα της βροχής , θα πάρουν οι αντιρρησίες της τεχνητής συνειδήσεως , μαζικά, το βάπτισμα του πυρός .

Το μέταλλο τρίζει , πάλλεται, συνδαυλίζει τα νεύρα , ατσαλώνει τις ψυχές , που καμουφλαρισμένες τρέχουν με τα νερά στους δρόμους. Ήταν άνεργες ψυχές, αδούλευτες, δημιουργικά ανέλπιδες. Δε πειράζει βρήκαν δουλειά. Επαγγελματίες επαναστάτες. Έχουν να φτιάξουν το παιχνίδι με τους δικούς τους όρους. Επαγγελματίες νομοθέτες. Να δομήσουν τη κοινωνία με τα δικά τους υλικά. Επαγγελματίες χτίστες .Να μιλήσουν με άλλους , άφθαρτους στίχους. Ποιητές . Για πάντα.

Πλάκωσαν τα τηλεοπτικά συνεργία. Συνεργούν στο ξεκατίνιασμα της επανάστασης. Είναι ικανά να μετατρέψουν το μέταλλο της ουράνιας μουσικής, από ατσάλι σε τσίγκο. Όπως πάντα δηλαδή, εκλαϊκεύουν τα πάντα. Παίζουν την αγωνία και τη φρίκη των ανθρώπων σε ρυθμούς λαϊκο-ποπ, λαϊκο-χιπ χοπ, λαϊκο-ροκ, λαϊκο-μέταλ. «…Και τώρα αγαπητοί τηλεθεατές, παρακολουθείτε τα ταραχοποιά στοιχεία , αντιαισθητικά και προκλητικά καλυμμένα με κόκκινη λάσπη, να οδεύουν απειλητικά προς το κέντρο της πόλης. Οι σκοποί τους είναι απροκάλυπτοι. Τους ‘φωνάζει’ η εμφάνιση τους , που προμηνύει αιματηρές συμπλοκές με την έννομη τάξη. Οι σώφρονες και νομοταγείς πολίτες ,κρίνεται απαραίτητο να περιορίσουν τις μετακινήσεις τους στο κέντρο και στους γύρω παραδρόμους, όπου σύμφωνα με έγκυρες πηγές βρίσκονται ήδη καμουφλαρισμένες ομάδες τρομοκρατών, περιμένοντας το σύνθημα «Bloody Sunday», για να αρχίσουν τη δράση τους. Ενώ έκκληση απευθύνουμε στους επιχειρηματίες, να προστατεύσουν τις περιουσίες τους κατεβάζοντας τα ρολά και ενεργοποιώντας τα οπλικά συστήματα κτιριακής αυτοπροστασίας! Για να ακούσουμε όμως…κάτι φωνάζουν, συνοδεία διαβολικών ηλεκτρικών κιθάρων και εκκωφαντικών τύμπανων! Μεγάλο το θράσος τους να προσπαθούν να πείσουν ότι έχουν αιτήματα , για να καθαγιάσουν τα αίσχη τα οποία σκοπεύουν να κάνουν, λερώνοντας το αψεγάδιαστο πρόσωπο της πολιτείας μας. Είναι ηλίου φαεινότερο , το γεγονός, ότι ακόμα και τη κόκκινη βροχή την προκάλεσαν , ως προπομπό της επέλασης τους…Ακούστε ακούστε θράσος… ». Οι κάμερες ρουφάνε τις εικόνες με τα λασπωμένα στοιχειά. Στυλώνουν τα μάτια τους στο μπροστινό κεφάλι ,οι αλήτες, λες και αγναντεύουν το μέλλον στο μυαλό που κρύβει το προπορευόμενο κρανίο. Βαδίζουν υπνωτιστικά , με υψωμένες γροθιές. Οι γροθιές έχουν δική τους ζωή. Ανεμίζουν με μανία ,με δύναμη, με το ρυθμό που ανοιγοκλείνουν τα στόματα , που χτυπάνε τα σαγόνια. Ήχο παρακαλώ! «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ- ΠΡΟΝΟΙΑ- ΠΑΙΔΕΙΑ- ΔΟΥΛΕΙΆ ΚΙ ΟΧΙ ΔΟΥΛΕΊΑ»

Παρασκευή, Νοεμβρίου 16, 2007

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 6ο)

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 6ο)


58.
Συ χαμένη αποτραβιέσαι,
και με βία τους απωθείς.
Πώς τολμά αναρωτιέσαι,
πάνω σου να ορμά ο καθείς;

59.
Πώς βοήθεια να τους δώσεις,
στο χυλό έχεις καγεί.
Με τι μέσα να τους σώσεις;
Ο τυφλός, τυφλό οδηγεί;

60.
Ντροπιασμένοι δες ζαρώνουν,
στις πλησίον σου γωνιές.
Στείλ’ τους βλέμμα να τ’ απλώσουν,
βάλσαμο πα’ στις πληγές.

61.
Όλοι αυτοί οι εγκλωβισμένοι,
δέσμιοι χρόνια, δε μπορούν,
σκλάβοι – πολίτες κολασμένοι,
το στίγμα σου να ξαναβρούν.

62.
Η μια σκιά χρόνια εννέα,
σε κράτος απώλειας σιγεί.
Η άλλη μέσα στη φοβέρα,
στη σκέψη πτώσης ψευτοζεί.

63.
Γκρίζα φαντάσματα αγχωμένα,
μ’ όνειρα – φούσκες να πετούν.
Κάθε καρφίτσα κι από ένα,
όπου τα έβρουν τα τρυπούν.

64.
Κι όπως σωρεύονται στον πάτο,
σακιά βαριά ‘ναι οι ψυχές.
Εύκολο χρήμα και στο πιάτο,
όραμα σκάρτο, απεχθές.

65.
Μ’ αυτοί ακόμη δε το νιώθουν,
κι όλο σαλεύουν δουλικά.
Κάλιο στη φτήνια να ενδώσουν,
ιδέας δε δρομώνουν Γολγοθά.

66.
Φτήνια δίνουν, αέρα παίρνουν,
συνείδηση εργάτη πουθενά.
Κει στο τζάμπα που παλεύουν,
το τζάμπα μπούμερανγκ γυρνά.

Συνεχίζεται...

Στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως
(Αυτό το τραγούδι δεν είναι για σένα, μιλάει για ένα μικρό ξωτικό…)

Γύρισε το κοντέρ του χρόνου πίσω και δες πού ακινητεί, πού κατασταλάζει βαρύ…
ΌΠΑ! Σεπτεμβριάτικα – Σαββατιάτικα – Μεσημεριάτικα, λιωμένη σ’ ένα παγκάκι στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως (πλατεία Όλγας, επί το βασιλικότερον). Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν πια, τους πάτησε το δυνατό καλοκαιρινό φως, τους μαύρισε, τους λίγνεψε, τους αφάνισε. Ή πάλι μπορεί να τους ρούφηξαν οι λαμπερές βιτρίνες, ενός ακόμα Μεγάλου Καταναλωτικού Σαββάτου. Τους ρούφηξαν, τους ξέρασαν, τους ματαρούφηξαν άλλες βιτρίνες και κει, λέει, ξεχάστηκαν και δε ξαναβγήκαν. Κύριε Μαρξ, η θεωρεία σας εξελίσσεται από τους Πατρινούς και τον φοιτητικό τουρισμό: απ’ την θρησκεία στο… ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΣΜΟΣ – Το όπιο του λαού (Κάνω ότι λάχει για να ‘χω την πρέζα μου).

Αλλά το πώς εξαϋλώθηκαν οι συμπολίτες, δεν είναι το θέμα μου. Το θέμα είναι ένα μαυροτσούκαλο γυφτάκι, μια λιγνή, δωδεκαετής παιδίσκη με ξανθά βαμμένα μαλλιά και πλακουτσωτή μύτη, που τα κίμιασε με τον ήλιο και την αφήνει να φαίνεται. Κάθεται σ’ ένα άλλο παγκάκι, λίγα μέτρα πιο πέρα, καπνίζοντας αυθάδικα, χαζεύοντας τις κουβέντες μιας παρέας νεαρών τσιγγάνων, ενώ ένα μικρό κατσιβελάκι, πεταλουδίζει γύρω της.
Ένας μουγκός τσιγγάνος, που συνεννοείται με νοήματα και άφθογγες κραυγές έχει μαζέψει γύρω του όλα τα περιστέρια της πλατείας, πετώντας τους κομμάτια από κουλούρια. Μέσα απ’ το σωρό με τις τροφαντές πουλάδες, τσακώνει μια. Έπειτα βγάζει απ’ το μανίκι μια τσαλακωμένη χαρτοπετσέτα και την τυλίγει γύρω απ’ το πόδι του περιστεριού. Ταυτόχρονα φέρνει το κεφάλι του πουλιού μπροστά στο στόμα του και βάζοντας μυστικόπαθα την παλάμη του στο πλάι, κάνει πως του ψιθυρίζει μια παραγγελιά. Κατόπιν, ανοίγει την παγίδα των χεριών του και ο «αγγελιοφόρος» φτερουγίζει άτσαλα, μια δεξά, μια ζερβά, ν’ απαλλάξει τα πόδια του απ’ το βάρος του μηνύματος. Τελικά η χαρτοπετσέτα ξετυλίγεται και η αποστολή προδίδεται.
Το ακροατήριο ξεσπά σε γέλια και γω δε μπορώ να συγκρατήσω ένα πλατύ χαμόγελο. Ο μάγκας, ο μουγκός, ενθουσιάζεται με την επιτυχία της παράστασης και θέλει να μας προσφέρει κι άλλο θέαμα, αλλά μάταια προσπαθεί να γραπώσει κι άλλο περιστέρι. Οπότε ανοίγει έκταση τα χέρια και αρχίζει να χορεύει. Σέρνει τα πόδια του μόρτικα, πηδάει, περιστρέφεται στον αέρα, σταματάει και δώσ’ του να μαδάει κουλούρια, για να ξαναμαζέψει τα αλαλιασμένα περιστέρια, που δεν εκτίμησαν όσο εγώ τις χορευτικές του φιγούρες.
Μετά κάνει την εμφάνιση του ένας γέρος “μπαλαμό” και κάτι τους λέει με βραχνή, κοφτή φωνή. Οι τσιγγάνοι συμφωνούν να τον ακολουθήσουν, αφού γίνονται οι απαιτούμενες διαπραγματεύσεις. Μένουν μονάχες τους η τσιγγανοπούλα και το μικρό κατσιβελάκι. Μετά από λίγο η μικρή βαριέται και με το τσιγάρο στο χέρι αρχίζει να κόβει βόλτες. Κάνει μια περατζάδα μπροστά απ’ το παγκάκι μου, πάει λίγα μέτρα πιο κει και μετά κοντοστέκεται κάνοντας μεταβολή προς το μέρος μου. Τώρα, να σου την που στέκεται μπροστά μου, έχοντας ήδη πετάξει το αποτσίγαρο, να με ρωτάει διστακτικά:
-«Γεια σου… Να κάτσω εδώ;»
-«Κάτσε. Δεν είναι δικό μου το παγκάκι.», της απαντώ.
-«Είσαι πολύ όμορφη!», στάζει το κοπλιμέντο.
-«Και συ το ίδιο…», της χαμογελώ και μιας και έχει όρεξη για κουβέντα λέω να συνδράμω στις προσπάθειες της: «Πώς σε λένε;»
-«Χαρίκλεια. Και σένα;»
Χμ! Ας πούμε…- «Άννα!»
-«Άννα; Ωραίο όνομα!».
Ναι πολύ ωραίο και όχι το δικό μου. Η μικρούλα θα θαρρεί ότι δίνει συνέντευξη για επίτιμος κόλακας…
-«Από δω είσαι;», της κάνω.
-«Όχι, από την Κέρκυρα. Αλλά ήρθα εδώ να μείνω με μια θεία μου, όταν πέθαναν οι γονείς μου…», κοντοστέκει τα λόγια της με ένα θλιμμένο αναστεναγμό, προσμένοντας , ποιος ξέρει (;), ένα σχόλιο συμπάθειας από μέρος μου ή κάποια άλλη χειρονομία ίσως. Αλλά δε λέω τίποτα, δε την παρηγορώ, ούτε αμφισβητώ τα λόγια της. Απλώς κουνάω το καταφατικά το κεφάλι σα να αποδέχομαι ένα γεγονός.
Η Χαρίκλεια, βλέποντας με ασυγκίνητη, συνεχίζει:
-«Αλλά στην Κέρκυρα έχουν μείνει τα αδέρφια μου.»
-«Σοβαρά; Πόσα αδέρφια έχεις;»
-«Έχω δέκα αδέρφια!»
-«Αμάν! Τόσα πολλά; Πόσα αγόρια και πόσα κορίτσια;»
-«Ε… έξι αγόρια και εφτά κορίτσια…»
Αυτό θα πει λογιστική μαγειρική… Να ‘χεις έξι κι εφτά και να τα βγάζεις δέκα. Ε, καθώς φαίνεται δε θέλει ιδιαίτερες γνώσεις.
-«Πόπο θα πρέπει να έχει πολύ φασαρία σπίτι, ε;»
-«Ουουου! Καλά εδώ να δεις τι γίνεται! Χαμός! Εσύ από πού είσαι;», αλλάζει θέμα.
-«Απ΄ τη Μυτιλήνη.»
-«Σοβαρά; Έχω πάει πολλές φορές στη Μυτιλήνη, είναι πολύ ωραία!»
-«Πού σ’ αρέσει περισσότερο;»
-«Ω! Περισσότερο μ’ αρέσει στην Κέρκυρα! Εκεί είναι κι ο φίλος μου!», στέκει λίγο αναπολώντας χαμογελαστή.
-«Δε σ’ αρέσει εδώ στην Πάτρα;»
-«Μπα όχι… Προτιμώ την εξοχή. Να την άλλη βδομάδα θα φύγω! Εσύ πότε θα φύγεις;»
-«Δεν ξέρω, όποτε μου ‘ρθει…».
Καλά τώρα… “Όποτε μου ‘ρθει” , κολοκύθια, το μόνο που “μου ‘ρχεται” είναι να κάνω μαγκιά και να πω πως μπορώ και γω να σηκώνομαι και να φεύγω όποτε και για όπου μου κάνει κέφι. Όποτε δεν πάει άλλο.
-«Όποτε σου έρθει η μούρλια, ε;», με κοιτάει θαυμαστικά η μικρή.
-«Ακριβώς!», γνέφω θριαμβευτικά, μα από μέσα μου, μου ρίχνω δυο φάσκελα.
Στο μεταξύ φαίνεται πως την επηρεάζω αρνητικά, γιατί της έρχεται κι αυτηνής να κοκορευτεί και να δείξει πόσο άνετη και μάγκισσα είναι. Οπότε βγάζει απ’ τη τσέπη της το πακέτο με τα τσιγάρα. Μέσα έχουν απομείνει δύο. Βγάζει και τα δυο και τα βάζει στο στόμα της.
-«Να δες τι θα κάνω τώρα! Θα τα καπνίσω και τα δυο μαζί!», λέει και φέρνει τον αναπτήρα μπρος.
-«Έτσι και τ’ ανάψεις, στο λέω, θα φύγω!», την “απειλώ”. Η θέα ενός μικρού παιδιού με δυο τσιγάρα στο στόμα μ’ αρρωσταίνει.
-«Γιατί; Εσύ δε καπνίζεις;»
-«Όχι! Θα φύγω!», μισοσηκώνομαι.
-«Καλά, καλά…», τα ξαναβάζει στο πακέτο.
-«Αν συνεχίσεις το κάπνισμα θα χαλάσεις τη φωνή σου…», της λέω το πιο απλοϊκό πράμα που μου ‘ρχεται στο νου και που πιστεύω πως θα την ενδιαφέρει.
-«Και τι να την κάνω τη φωνή;», έρχεται να μ’ αποστομώσει η απάντηση της. Ξαφνικά μου φαίνονται όλα τόσο ασήμαντα και γελοίο να ασχολείται κάποιος μαζί τους, που απλώς ανασηκώνω αδιάφορα τους ώμους, σα να λέω: «Μακάρι να ‘ξερα!».
Εκεί που καθόμαστε σιωπηλές, το πιτσιρίκι που έπαιζε όλη την ώρα παραδίπλα, έρχεται και σκαρφαλώνει στο παγκάκι ανάμεσα μας.
-«Αδερφή σου είναι;»
-«Όχι, ανιψιά μου. Τη λένε Ανθούλα!», λέει κανακεύοντας το μικρό.
-«Και πόσο χρονών είναι;», ρωτάω ξεχνώντας ότι η Χαρίκλεια δε ξέρει να μετράει.
-«Εμ! Δε θα ‘ναι… εννιά;»
-«Τι εννιά μου λες; Αυτό είναι και δεν είναι τρίο χρονών!»
-«Λες ε; Θα ‘θελες να ‘σουν μικρή; Εγώ θα ‘θελα!»,
Εδώ η επιστήμη της βιολογίας σηκώνει τα χέρια ψηλά. Μια δωδεκάχρονη να λέει σε κάποια που έχει τα διπλάσια της χρόνια, ότι θα ‘θελε να ήταν παιδί! Νευριάζω… Με μένα, με κείνη, με όλους.
-«Καλά είμαι και στα χρόνια που είμαι!», της λέω πεισμωμένα, «Όχι! Δε θα ‘θελα να είμαι παιδί.»
-«Εγώ θα ‘θελα!», επαναλαμβάνει, «Και τούτο δω σε λίγα χρόνια, θα λέει: Μακάρι να ‘μουν παιδί!».
-«Και γιατί θα ‘θελες να ‘σουν “παιδί”;»
-«Να ήταν πιο καλά! Ζούσαν και οι γονείς μου…».
Βλέποντας που δε μιλάω, πετάει βιαστικά:
-«Μου δίνεις πενήντα λεπτά;»
Καλά όλη την ώρα αυτό σκεφτόταν να πει ή μήπως εκεί που μιλούσαμε εντελώς φιλικά, της ήρθε φλασιά ότι απέναντι της έχει μια ξένη προνομιούχα λευκή που κάτι της οφείλει; Πως ο ρόλος της ήταν να ζητιανεύει και γω να την ελεώ;
-«Δεν έχω!». Απορρίπτω τον “ρόλο” μου. Μα αλίμονο, δε καταργώ έτσι τον “δικό” της.
Έχει παγώσει η ατμόσφαιρα ανάμεσα μας. Καθεμιά κοιτά μπροστά της τους διαβάτες, τα δέντρα, τα περιστέρια…
-«Να σου πιάσω ένα περιστέρι;»
-«Ε… Όχι δε χρειάζεται.»
-«Είναι δύσκολο! Ξεφεύγουν!», λέει χαμογελώντας.
Μετά πιάνει το τραγούδι. Τραγουδάει ένα τσιγγάνικο τραγούδι που μιλάει για τον έρωτα και τον πόνο. Όμως έτσι που σέρνει τη φωνή της θα μπορούσα κάλλιστα να το πάρω γι’ αμανέ.
Της λέω μαλακά: -«Άμα χαλάσεις τη φωνή σου, πώς θα μπορείς να τραγουδάς τόσο όμορφα;»
Εκείνη χαμογελά και συνεχίζει αμέριμνα.
-«Πώς λέγεται το ‘τραγούδι’ στα τσιγγάνικα;», τη ρωτάω σαν σωπαίνει.
-«$#^*%^&^$#», μου απαντά (αλλά επειδή η γλώσσα των ρομά δεν έχει γραφή, δεν μπορώ να την γράψω)
-«Για πες #@&@% #%@$&%%^ #$!@», μου λέει.
-« #@&@% #%@$&%%^ #$!@. Τι θα πει;»
-«Θα πει: Έχεις τη περπατησιά της μάνας σου.»
-«Για πες ^%$^#%@$!%$$%^^@%^»
-«Για ξαπέστο!»
-«^%$^#%@$!%$$%^^@%^»
-«^%$^#%@$!%$$%^^@%^. Τι θα πει αυτό;»
-«Πάει να πει: Πότε θα έρθεις να με δεις;»
-«Για πες: %^&$$^#&#$»
-«%^&$$^#&#$. Γιατί γελάς; Τι θα πει;»
-«Σ’ αγαπώ!»

Μετά από λίγο έρχεται μια τριανταπεντάχρονη (τόσο τουλάχιστον φαινόταν) τσιγγάνα κρατώντας ένα παιδί. Βλέποντας μας να μιλούμε, με χαιρετά αμήχανα και προσπερνώντας, ρωτά την Χαρίκλεια:
-«Πού πήγαν οι άλλοι;»
-«Ήρθε ένας ‘μπαλαμό’ και τους έδωσε 30 ευρώ να παν να μαζέψουν κάτι σίδερα.»
Χωρίς να μου πει τίποτα, η μικρή σηκώνεται και πάει να φάει το κολατσιό που έφερε η θεία της. Έπειτα κάπου χάνεται και γω έχω βαρεθεί, μα δε θέλω να φύγω χωρίς να τη χαιρετήσω.
Κάμποσα μέτρα πίσω μου, ακούω πόδια να πατούν σέρνοντας το χορτάρι. Είμαι σίγουρη πως είναι αυτή. Σηκώνομαι και κάνω κάμποσα βήματα χωρίς να στραφώ.
-«ΕΕΕ! ΓΕΙΑ ΣΟΥ!»
Στρέφομαι και χαμογελώ.
-«Γεια σου Χαρίκλεια!»

* * *

Ν’ απλώσεις το χέρι να ζητιανέψεις 50 λεπτά. Και όταν το κάνεις, πάντα θα σου μένει το μίσος γι’ αυτόν που σου τα ‘δωσε. Γι’ αυτόν που δείχτηκε τόσο μεγαλόψυχος, ώστε να σ’ αποτιμήσει τόσο λίγο.

- Κι αυτό γίνεται κατά κόρον... Δωσ’ μου και μένα μπάρμπα. Δωσ’ μου 50 λεπτά το εξάωρο, δωσ’ μου 50000 λεπτά και θα σου επιστρέψω 160 ώρες δουλειάς. Τι σου είναι τα μεγέθη! Εσύ μπαρμπούλη μου δίνεις τόσα πολλά και γω μόνο το χρόνο μου. Άντε να βγάλω και κάμποση δουλειά. Τα μπράτσα μου γυμνάζονται τραβώντας κουπί. Θα ‘πρεπε να σε πληρώνω κι από πάνω, γυμναστή μου.-

Δε θα ‘θελα να με μισήσει η μικρή. Με μισώ εγώ για κείνη, επειδή είμαι τόσο αδέξια μπροστά της και προνομιούχα (ε; 50000 λεπτά;).
Τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν πρέπει να συναναστρέφονται οι κοινωνικές «κάστες».
Ποιος έχει όρεξη για τύψεις με όνομα: Χαρίκλεια. Ποιος έχει πεθυμιά για συλλογισμούς περισσότερο από αόριστους, έξω απ’ το ενυδρείο της τηλεόρασης;
Για ενασχόληση με προβλήματα διαβίωσης (- επιβίωσης) και μόρφωσης κάποιων, που δεν είναι πολύχρωμη ακτινοβολία, αλλά έχουν σάρκα και οστά.

Κι όμως λέω ότι θα ‘πρεπε να υπάρχουν ορεξάτοι… Οι φοιτητές. Έχουμε όλα τα συμπτώματα της όρεξης: Είμαστε νέοι, έχουμε χρόνο, έχουμε ψυχή που δεν έχει μαζέψει ακόμα πουρί, θέλουμε ένα Πανεπιστήμιο ανεξάρτητο από εταιρίες και ιδιωτικά συμφέροντα… Έχουμε όλα τα συμπτώματα, αλλά (όπως λέει κι ο Γούντι Άλεν) έχουμε και την ΑΡΡΩΣΤΙΑ;
Αν ναι, τότε γιατί έχουμε ένα αυτιστικό Πανεπιστήμιο, που ανακυκλώνει την επιστήμη δογματικά; Που δεν την υλοποιεί ούτε φιλοσοφικά, ούτε ερευνητικά, ούτε σε συνάρτηση με την κοινωνία; Και λέγοντας κοινωνία δεν εννοώ τις πολυεθνικές που κάποτε δίνουν τα λεφτά τους για έρευνα (αν και στο Μαθηματικό δε γνωρίζω κανένα τέτοιο παράδειγμα), αλλά το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας, το πιο αδύναμο, που δεν απασχολεί τη διαπλεκόμενη εξουσία και που έχει ανάγκη παιδευτικής, οργανωτικής και επιστημονικής στήριξης, ώστε να έχει την ευκαιρία (κανείς δε θα υποχρεωθεί με το ζόρι) να ενταχθεί ή να ανέβει κοινωνικά.

Αυτής της ευκαιρίας στερείται η Χαρίκλεια που θα ‘θελε να ήταν παιδί, που δε ξέρει να μετρά, με εξυπνάδα και ικανότητες χαντακωμένες. Η παιδεία θα ήταν η μόνη της ελπίδα για έξοδο από… πού(;) για να πέσει πού (;)… θα αναρωτιόταν κανείς.
Και απαντώ: Τουλάχιστον τότε θα είχε την αυτοπεποίθηση της κρίσης να διεκδικήσει! Και είναι αυτό ακριβώς που φοβούνται οι άθλιοι, καιροσκόποι «ποδηγέτες». Γι’ αυτό τη κρατούν χαντακωμένη, χωρίς τον αναπνευστήρα της παιδείας.

Και το Πανεπιστημιακό γκέτο Πατρών, εκεί! Να παραμένει γκέτο. Χρόνια.
Με το γκέτο των τσιγγάνων λίγα μέτρα πιο κει. Να παραμένει γκέτο. Χρόνια.
Και το αστικό λεωφορείο Νο6 «Πανεπιστήμιο – Νοσοκομείο», φορτωμένο φοιτητές, να διέρχεται περιοδικά τη νοητή (ανόητη) συνοριακή γραμμή, άγνοιας – «υψηλής εκπαίδευσης». Μα οι φοιτητές, πώς γίνεται (;), δε το νιώθουν!
Αν το ένιωθαν, θα είχαν ήδη θεμελιώσει πρότυπο σχολείο εκπαίδευσης τσιγγανόπουλων. Θα συνεργάζονταν κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, δάσκαλοι, θετικοί επιστήμονες και φιλόλογοι φοιτητές, προκειμένου να εφαρμόσουν τις γνώσεις τους στη πράξη. Αλληλεπιδρώντας με την πραγματική κοινωνία. Την άπορη, την απορριπτόμενη κοινωνία.
Η γνώση χρειάζεται όραμα για να απογειωθεί. Να ξεφύγει απ’ τα κοντόφθαλμα, τυπολατρικά, ιεροεξεταστικά έλη. Να ξελασπώσει… Ιδού το όραμα.

Αγαπητή Χαρίκλεια,

Δε σου δίνω 50 λεπτά, σου δίνω 500, απ’ τον έτσι κι αλλιώς, υποτιμημένο χρόνο μου. Και γράφω αυτό μήνυμα. Δε το βάζω στο μπουκάλι, το πετάω έτσι, χύμα στο κύμα της ψηφιακής θάλασσας. Είναι από καλό υλικό, μη φοβάσαι. Μένει κάποιος να το ανασύρει…

ΛΕΥΤΕΡΙΑ – ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ και σε σένα μικρή,
ΣΜΕΡΝΑ

Ευτυχισμένη η 17η Νοέμβρη

Πέμπτη, Νοεμβρίου 15, 2007

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 5ο)

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 5ο)

49.
Πόσο θέλεις να ξεφύγεις,
όμως είναι πια αργά.
Τις κραυγές σου τώρα πνίγεις,
μες την άσπονδη αγκαλιά.

50.
Ύπουλα σε κανακεύει,
τα μυαλά χαϊδολογά:
«Η ψυχή σου τι γυρεύει,
στον παράδεισο να πα;»

51.
Σε ρωτά τι θέλεις; Στέγη;
Κατανάλωση άκρατη;
Διακοπές, η αποσταμένη;
Δώρα να πάρεις στο παιδί;

52.
Πες τι θες, όλα στα δίνει,
το φιρμάνι πάρε να δεις.
Είν’ η τσίφρα σου αντικλείδι,
στη σπηλιά του Αλί να μπεις.

53.
Βλέπεις πατημασιές να μπαίνουν,
χνάρια προς τα ‘ξω πουθενά.
Μ’ αψηφισιά, τρελή, δε στέργουν,
σ’ άντρα να μπούνε σκοτεινά.

54.
Όλη η γνώση σου δε φτάνει,
ν’ αποφευχθεί η κακοτοπιά.
Χίλιες φορές κι αν πεις “σουσάμι”,
έξω δε ματαβγαίνεις πια.

55.
Μες το μπουντρούμ’ της απληστίας,
αλύτρωτα σκιαμαχείς,
στο όνομα ποιανής ληστείας
σε ‘χώσαν μέσα, να σκεφτείς.

56.
Σιγαλά, σιμά γλιστράνε,
σούρνονται μαύρες σκιές,
Τα παπούτσια σου κεντάνε,
μ’ ικεσίας δαχτυλιές.

57.
Δεν αργεί, ξεσπά η μπόρα,
μ’ ερωτήσεις που πονούν:
Θα ‘ρθει κάποτε η ώρα,
στο φως και πάλι να βρεθούν;

58.
Συ χαμένη αποτραβιέσαι,
και με βία τους απωθείς.
Πώς τολμά αναρωτιέσαι,
πάνω σου να ορμά ο καθείς;

Συνεχίζεται...




Η βελούδινη απολυταρχία της κυρίαρχης «δημοκρατίας»

Το σινάφι των ανθρώπων είναι μυστήριο. Μπορεί ο καθένας από μας που το απαρτίζουμε, να έχει ένα μυαλό άλλοτε γόνιμο και άλλοτε στείρο, ανάλογα με το ποια αυλάκια του, έχουμε σκαλίσει περισσότερο. Αλλά όλοι μαζί, δεν έχουμε περισσότερη λογική, απ’ τη λογική που έχει ο ψαρίσιος γόνος, που τον παρασέρνουν τα θαλάσσια ρεύματα όπου τους κάνει κέφι.

Στροβιλιζόμαστε από πολιτικά ρεύματα. Άλλοτε γκαρίζοντας: «Ζήτω ο βασιλιάς!» και άλλοτε υμνολογώντας: «Βίβα λα Δημοκρατία!». Και καλά, η έννοια του βασιλιά είναι σαφώς οριζόμενη από το: ‘Αποφασίζουν (οι χρηματοδότες της βασιλείας μου), διατάσσω (αυτά που είναι προς το συμφέρον τους και κατ’ επέκταση αποτελούν και δικό μου συμφέρον), μοστράρω τη κορώνα μου, τρέφω τον κώλο μου και αποκτώ διάδοχο.’

Αλλά η έννοια της ‘Δημοκρατίας’, αυτή που χειροκροτούν οι μάζες, είναι κλούβιο αυγό. Δηλαδή και άδεια είναι και βρωμάει. Εξηγούμαι:
Άδεια είναι, διότι ο λαός αποτελείται από διάφορες εισοδηματικές, μορφωτικές, ηλικιακές και ιδιοσυγκρασιακές τάξεις. Αυτές οι τάξεις έχουν διαφορετικά συμφέροντα και επιδιώξεις, με αποτέλεσμα να δίνουν και διαφορετικούς ορισμούς στην έννοια της Δημοκρατίας. Έτσι μέσα στο δοκιμαστικό σωλήνα μπαίνει η δημοκρατία του κεφαλαιούχου, του μικροαστού, του αγρότη, του έμπορα, του άνεργου, του μεροδούλι-μεροφάι. Επίσης μπαίνει η δημοκρατία του αποφοίτου του δημοτικού, της δευτεροβάθμιας, της τριτοβάθμιας και της νιοστοβάθμιας εκπαίδευσης. Ακολούθως μπαίνει η δημοκρατία του εφήβου, του νεανία, του ώριμου και του ηλικιωμένου. Ακόμα μπαίνει η δημοκρατία του δουλευτή, του τεμπέλη, του συνειδητοποιημένου, του ωχαδερφιστή, του σοβαρού και του χάχα. Τέλος μπαίνουν και όλες οι δημοκρατίες που μπορεί κανείς να σκεφτεί, που δεν αναφέρθηκαν και που είναι οι περισσότερες.

Αφού ανακινήσουμε το δοκιμαστικό σωλήνα , τον παραγεμισμένο με τόσες δημοκρατίες, έκπληκτοι θα διαπιστώσουμε ότι ο σωλήνας είναι κενός. Η αντίδραση επετεύχθη και το πηλίκο μηδενικό. Δημοκρατία της μάζας δεν υπάρχει, είναι όρος κενός, λόγω αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, που αντιδρούν και εξαφανίζονται.

Και Βρωμάει. Γιατί πάντα κάποιοι θα αναλάβουν να παραστήσουν τους σωτήρες δημοκρατικούς, γενόμενοι παάντα (μα πάντα;), βασιλικότεροι του βασιλέως. Αυτοί που τάχα θα ‘μεριμνήσουν’ για την δημοκρατία των μαζών και θα κόπτονται ρητορεύοντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κοινό συμφέρον, την αδελφοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, δεν έχουν άλλο στο μυαλό τους παρά να εξυπηρετήσουν τους ανθρώπους της κλάσης τους, τα δικά τους παιδιά. Και είναι απολύτως φυσικό, αφού η δημοκρατία που έχουν κατά νου είναι έτσι δομημένη, ώστε να διευκολύνει την ύπαρξη τους και να αναβαθμίζει τη δικιά τους ποιότητα ζωής. Η ‘βρώμα’ δεν έγκειται σ’ αυτό που είναι απολύτως φυσικό, αλλά στο ότι κάθε φορά, γίνεται χρήση (κατάχρηση) αθέμιτων μέσων και κατασπατάληση πόρων, ενέργειας και χρόνου, προκειμένου οι λαϊκοί ποδηγέτες, να διαφημίσουν την καλή ποιότητα της δημοκρατίας τους. Έπειτα όταν αναλάβουν την εξουσία και γίνει πλέον πασιφανές για τι σόι δημοκρατία πρόκειται, συνεχίζουν την κατασπατάληση δημοσίου χρήματος και εργατοωρών, σε αλχημείες με αριθμούς (στα οικονομικά, στα γκάλοπ και στους δείκτες (ανεργίας φερειπείν)) και σε συντήρηση τσιρακιών, μεσαζόντων και προβοκατόρων. Έτσι παστρικά και οργανωμένα, όλη η βρωμιά μπαίνει κάτω απ’ το χαλί.

Οι μάζες (οι υπόλοιπες κλάσεις που είναι διάφορες της κλάσης των εξουσιαστών), τα νιώθουν όλα αυτά, τα καταλαβαίνουν στο πετσί τους, αφού η ζωή τους καταντά μάχη για επιβίωση. Μάχη των δικών τους «δημοκρατιών», ενάντια στη κατεστημένη «δημοκρατία». Αλλά αλίμονο, ο ‘πολεμικός προϋπολογισμός’ δεν κατανέμεται ομοιόμορφα. Η καταστημένη «δημοκρατία» έχει τη μερίδα του λέοντος και τα πυροβόλα ανέκαθεν νικούσαν τις σπάθες. Και ο ρόλος των πολυβόλων αυτών είναι ύπουλος, γιατί δεν είναι πολυβόλα που καθαρά και ξάστερα αφαιρούν ζωές. Όχι. Πρόκειται για ‘πολυβόλα’ που δημιουργούν ρεύματα αποπροσανατολισμού, που εξωθούν σε σπασμωδικές αντιδράσεις, που στρέφουν τις επίλοιπες τάξεις στο αλληλοφάγωμα, σύμφωνα με την κλασική τακτική του διαίρει και βασίλευε.

Και η ιστορία πάει ως εξής: Οι εξυπηρετητές του κατεστημένου, κάθε φόρα φέρνουν στη μόδα και ένα «νέο» πρόβλημα, που είναι γνωστό προ πολλού. Το φέρνουν στην επικαιρότητα όμως, με τρόπο γενικόλογο, αμπελοφιλοσοφικό, το πιάνουν περιφερειακά, χωρίς να αγγίζουν τα βαθύτερα αίτια του, χωρίς καμιά πρόθεση να δώσουν λύση. Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, δηλαδή. Φανατίζουν τις μάζες, με τις διαρκείς επιφανειακές ρητορείες τους, ότι άλλο πια η κατάσταση αυτή δεν πάει και καλά θα κάνει ο κόσμος να ξεσηκωθεί. Ο ‘κόσμος’ παρασυρμένος απ’ το ρεύμα του τρέχοντος προβλήματος, κάνει έναν κατ’ επίφαση ξεσηκωμό με καθοδηγούμενες πορείες, λαοσυνάξεις και προβοκατόρικα έκτροπα. Συμμετέχει σε άσκεφτες καταλήψεις δημοσίων χώρων, βιάζοντας τις «δημοκρατίες» άλλων, ποδοκροτεί και φτύνει σάλιο κι αίμα σπασμωδικά. Η υστερική αυτή κατάσταση μένει στη συλλογική συνείδηση ως αγώνας, για την αντιμετώπιση του προβλήματος για το οποίο ευθύνεται η εξουσιάζουσα «δημοκρατία». Έπειτα, αφού περάσει η μπόρα, όλοι είναι ευχαριστημένοι ότι έκαναν το χρέος τους. Οι κυβερνώντες επαίρονται ότι κατάφεραν να διαχειριστούν τη κρίση, υποκρινόμενοι ότι σκέφτηκαν κάποιες λύσεις. Οι θιγόμενοι απ’ τις συνέπειες του προβλήματος, χαίρονται για την τόλμη που επέδειξαν κατά τον ξεσηκωμό τους και τη πίεση που άσκησαν στην εξουσία προκειμένου να μεριμνήσει για τα συμφέροντα τους. Οι προβοκάτορες τρίβουν τα χέρια τους που μπόρεσαν να αναμοχλεύσουν το λαϊκό αίσθημα και ακολούθως να το κατευνάσουν. Πραγματικά στο τέλος όλοι είναι νικητές. Εκτός από το πρόβλημα, που έχει ηττηθεί κατά κράτος.

Μετά απ’ το πρόβλημα που δήθεν αντιμετωπίστηκε, ένα άλλο πρόβλημα σύρεται στην επιφάνεια. Πρόβλημα μιας άλλης κοινωνικής ομάδας και όλοι οι προβολείς πέφτουν επάνω του. Το προηγούμενο πρόβλημα ξεχνιέται (μέχρι να ξαναανακαλυφτεί κάποια στιγμή στο μέλλον) και όλοι ασχολούνται - φωνασκώντας, χωρίς βαθιά διερεύνηση αιτιών και προτάσεις λύσεων - με το καινούργιο κόσκινο. Η φωτιά του ενδιαφέροντος για το τρέχον καυτό πρόβλημα, συνδαυλίζεται από τους «ειδήμονες» της ειδησιογραφίας, τους μαχητικούς τηλεδημοσιογράφους (με τις πολεμικές ανταποκρίσεις για την καυτή πατάτα στα χέρια της κυβέρνησης), τους αντιπολιτευόμενους της συμπολίτευσης, την αγχωμένη αντιπολίτευση, τα σκάνδαλα επί του παρόντος προβλήματος, που κανονίζουν οι μεσάζοντες και οι προβοκάτορες.

Κάθε φορά, ένα πρόβλημα – φούσκα (στο κοινωνικό χρηματιστήριο), δεν ξεφουσκώνει μόνο επειδή σταματάνε οι γνωστοί άγνωστοι να τρομπάρουν αέρα. Ούτε μόνο επειδή οι υστεριάζοντες κάποια στιγμή βαριούνται τα κούφια καμώματα τους. Αλλά κυρίως επειδή η θιγόμενη τάξη, αντιδρώντας με καταλήψεις, μαζικές διαδηλώσεις, απεργίες, καταστροφές, αιματηρές συγκρούσεις, βιαιοπραγεί εναντίον της «δημοκρατίας» άλλων τάξεων. Οι άλλες τάξεις στην αρχή κάνουν τουμπέκι, όχι από αλληλεγγύη, αλλά αναλογιζόμενες πως θα ‘ρθει κάποια στιγμή, που και κείνες θα θέλουν να ξεσαλώσουν και τότε θα εξαργυρώσουν την υπομονή που επέδειξαν. Όμως σιγά σιγά, καθώς βλέπουν πως το πράγμα παρατείνεται και πως μάλιστα καταντά οικονομικά ασύμφορο, αρχίζουν ν’ αγριεύουν και να στρέφονται εναντίων των «αγωνιστών». Στο σημείο αυτό η εξουσία, η κυρίαρχη «δημοκρατία», τρίβει τα χέρια της από ενθουσιασμό. Οι υπόλοιπες «δημοκρατίες» μπορούν άνετα να βγάλουν τα μάτια τους, χωρίς η ίδια να κουνήσει το δαχτυλάκι της. Έτσι, τελικά ο «αγώνας» μιας τάξης για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, εκφυλίζεται σε μια αόριστη μάχη για την υποχρέωση διεκδίκησης των δικαιωμάτων γενικά και τις παρακλήσεις προς τους έτερους πολίτες για ανοχή. Όλα λοιπόν ξεφουσκώνουν έτσι άδοξα, με τους πολίτες όλων των τάξεων, εκτός της κυρίαρχης, παραζαλισμένους, μισοικανοποιημένους γιατί ύψωσαν την φωνή τους, μισομπερδεμένους από τη τρύπα που βλέπουν στο νερό…

Οι διαπλεκόμενες «δημοκρατίες» στην πραγματικότητα, δε διέπονται από κανένα συναίσθημα αλληλεγγύης. Καθεμιά βλέπει με μισό μάτι τους «αγώνες» της άλλης. Τους βιώνει με αίσθημα καχυποψίας, για το γνήσιο των κινήτρων που διακηρύττονται και με αίσθημα ζήλιας. Γιατί να ασχοληθούμε με το δικό σας πρόβλημα και όχι με το δικό μας; Έτσι οι «αγώνες», είναι μια σειρά από πασαλειμμένες υποθέσεις, μια ακολουθία άρπα – κόλλα, που βολεύει μόνο την κυρίαρχη «δημοκρατία».

Αν κάνει πως ξεσηκώνεται η τάξη των ηλικιωμένων, για το άθλιο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα και την ανύπαρκτη κοινωνική πρόνοια. Τότε υπάρχει η τάξη των νέων ανέργων και η τάξη των συμβασιούχων, που τους κοιτάνε στραβά. Νιώθουν τη «δημοκρατία» τους να απειλείται, καθώς η αύξηση των συντάξεων, θα βαρύνει την δικιά τους καμπούρα, που ήδη είναι φορτωμένη με την απελπισία της ανέχειας. Θεωρούν ότι τα διεκδικούμενα λεφτά, θα ήταν προτιμότερο να διατεθούν σε προγράμματα που θα τους βγάλουν απ’ το τέλμα της απραξίας, της φτώχιας και της εξάρτησης απ’ τους γονείς, παρά να δοθούν σε κάποιους που ήδη έχουν ζήσει τη ζωή τους και θα μπορούσαν να τα κουτσοβολέψουν με λιγότερα. Βέβαια όλα αυτά δεν λέγονται ανοιχτά, γιατί όλοι γερνάμε βρε αδερφέ! Αλλά το φωνάζει η συμμετοχή στις διαδηλώσεις, οι ηλικιωμένοι είναι μόνοι τους.

Αν κάνουν πως ξεσηκώνονται οι φοιτητές, στην αρχή όλοι θα τους στηρίξουν γιατί είναι η νέα γενιά και οφείλει να διαθέτει μια επαναστατικότητα (εντός πλαισίου βεβαίως βεβαίως), αν δε κάνει τους «αγώνες» της τώρα, πότε θα τους κάνει; Τα απωθημένα είναι βλαβερά! Και έπειτα, πώς να το κάνουμε; Είναι τα παιδιά μας και τα αγαπάμε. Είμαστε μαζί τους και τα στηρίζουμε. Αν όμως το παρακάνουν με τις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις και τα «έκτροπα», τότε η τάξη των γονιών, των φορολογούμενων πολιτών, στρέφεται εναντίον των ασυνείδητων παλιόπαιδων, που τους πίνουν το αίμα και παραμελούν τις σπουδές τους.

Αυτά είναι παραδείγματα του πως η μια «δημοκρατία», καταλύει την άλλη, μόνο και μόνο επειδή γίνονται άθυρμα, στα χέρια της μιας κυρίαρχης «δημοκρατίας», που καταληστεύει τα κρατικά ταμεία και πετάει το κόκαλο σε ένα τσούρμο σκυλιά. Η εξουσία εκμεταλλεύεται την κατά φαντασίαν δημοκρατία της μάζας, για να λεηλατήσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Βίβα λα Δημοκρατία, λοιπόν; Αν υπήρχε, βεβαίως βίβα. Χίλιες φορές βίβα. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για Δημοκρατία. Πρόκειται για την απολυταρχία της μιας «δημοκρατίας». Δημοκρατία, ισότητα και αδελφότητα, υπάρχει μόνο μέσα στη τάξη που κυβερνά, όποια κι αν είναι αυτή.

Αν απλοποιώντας τις τάξεις, τις χωρίσουμε με βάση τα σημερινά δεδομένα, σε κεντροαριστερά, κεντροδεξιά, αριστερά, δεξιά, κομούνα, αναρχία, άκρα δεξιά, τότε όποια τάξη και να επικρατήσει στα γυρίσματα του χωροχρόνου, πραγματική Δημοκρατία δεν πρόκειται να υπάρξει. Και καλά η άκρα δεξιά, ο φασισμός, είναι εξ’ ορισμού κατάλυση της Δημοκρατίας. Στο φασισμό είναι ξεκάθαρο, ότι ελευθερία άποψης δεν υπάρχει, ή τον υπηρετείς ή είσαι νεκρός. Άλλωστε πάντα στις περιπτώσεις ακραίου φανατισμού και συντηρητισμού (δηλαδή στις περιπτώσεις καθαρόαιμης βλακείας), υπάρχει η απλοϊκότητα των συνοπτικών διαδικασιών. Όμως όλες οι άλλες προαναφερθείσες τάξεις, μπορεί να μην είναι τόσο ξεκάθαρα ανελεύθερες, αλλά οποιαδήποτε απ’ αυτές και να επικρατήσει, θα θελήσει να επιβάλει την ιδεολογία της, την κοσμοθεωρία της, να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ανθρώπων της και όσοι της πάνε κόντρα, το λιγότερο που μπορούν να πάθουν, είναι να αγνοηθούν και να υποσκελιστούν. Αν μάλιστα η τάξη, έχει πάρει το έργο επιβολής της «δημοκρατίας» της, πολύ στα σοβαρά, ως έργο σωτήριο για το κοινωνικό σύνολο, οι αμφισβητίες, οι αρνητές της κυρίαρχης συνειδήσεως, άνετα οδηγούνται στην καρμανιόλα (θεατή ή αθέατη).

Οι εκλογές είναι ένας σαφέστατα δημοκρατικός θεσμός. Όμως το ότι μέσω αυτών, ανεβαίνει στην εξουσία μια συγκεκριμένη ιδεολογική τάξη, δεν καθιστά και το πολίτευμα δημοκρατικό, μόλο που οι μάζες έχουν συνηθίσει να πιστεύουν κάτι τέτοιο. Πρόκειται για καθαρή ψευδαίσθηση. Καθαρή ψευδαίσθηση είναι επίσης και η πίστη ότι η δημοκρατικά εκλεγμένη τάξη, θα μεριμνήσει για τα προβλήματα του συνόλου, τηρώντας τις υποσχέσεις που έχει δώσει αφειδώς προεκλογικά. Η κυβέρνηση θα μεριμνήσει μόνο για τα συμφέροντα των οικείων, δηλαδή μόνο για τα συμφέροντα αυτών που συμμερίζονται τη δική της αντίληψη για το τι είναι δημοκρατία. Οι υπόλοιποι μπορούν να βολευτούν με το κόκαλο, με τους αλληλοφαγωμούς, τις μνησικακίες και τις μάταιες ελπίδες.

Και είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πόσο μεγάλη διάρκεια ζωής έχουν η πίστη και οι ελπίδες της μάζας. Η μάζα διαθέτει ιώβειο υπομονή, εμπιστεύεται τα παχιά λόγια και ίσως κιόλας να τα προτιμά από τα έργα, μόνο και μόνο για να έχει κάτι να περιμένει και ένα λόγο να γκρινιάζει. Το ακόμη πιο ωραίο είναι ότι αφού φτάσει το τέλος της θητείας μιας κυβέρνησης και παρόλο που δεν έχει υλοποιηθεί ούτε μια υπόσχεση, η μάζα είναι έτοιμη να πιστέψει τις ίδιες ψευτιές και να ξαναπαραδοθεί στη βελούδινη απολυταρχία της κυρίαρχης «δημοκρατίας». Η μάζα περιμένει, επιμένει να εκπληρωθούν οι ελπίδες της. Κακοπαθημένη, παραζαλισμένη, βουβή, μοιραία, έτοιμη για το δις και τρεις εξαμαρτείν…»

Ευτυχισμένη η 17η Νοέμβρη

Υ.Γ.:Σήμερα η βροχή και ο αέρας άλλαξαν τη ρότα μου. Έτσι αντί για το τμήμα Μηχανολόγων, βρέθηκα να εκτίθεμαι στο βολικότερο (από άποψη πρόσβασης) τμήμα Φυσικής. Οπότε αύριο Παρασκευή 16: Μηχανολόγοι (εκτός απροόπτου).

Τετάρτη, Νοεμβρίου 14, 2007

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 4ο)

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν” (επεισόδιο 4ο)

37.
Βγαίνουν οι κουτοχωριάτες,
στα ρουμάνια τσ’ αγοράς.
Με τα δίκαννα στις πλάτες,
ένας είναι ο σεβντάς.

38.
Καμουφλάρονται, φερμάρουν,
τα τεχνολογικά “πουλιά”,
όλο στυλ θε να σκοπεύσουν,
την εξελιγμέν’ φουρνιά.

39.
Κι όταν η παλάσκα αδειάσει,
ω, των θαυμάτων απαρχή,
οι θηρευτές δεν κάνουν στάση,
διαγουμούν με πίστωση.

40.
Κάποτε λαμβάνει τέλος,
του κυνηγιού η αχορταγιά.
Κει ψηλά λάμπει το βέλος,
που τους δείχνει τα σκαλιά.

41.
Φορτωμένοι σαν γυρνούνε,
στου σπιτιού τη θαλπωρή,
χολωμένοι αποκοτούνε,
γκρίνια πάλι απ’ την αρχή.

42.
Την ανημποριά που νιώθουν,
για ασύδοτες αγορές,
ασυστόλως στη φορτώνουν.
Μια γελάς και μια κλαις.

43.
«Έταζες πως θα κερνούσες,
της ουσίας σου κρασί.
Πως με μας θα συμμαχούσες,
δίχως παύση κι ενοχή.»

44.
«Τώρα που ελευθεριά ζητούμε,
για όλες μας τις αγορές,
συ τσινάς κι όλο “θα δούμε”,
στάζεις τις αναβολές.»

45.
Έτσι, ακούς (;) σφυρούν τα φίδια,
που φυλάς στον κόρφο σου
και τα χείλη μ’ αηδία,
τα σφραγίζει ο πόνος σου.

46.
Φτύνεις την “ελευθερία”,
που ζητούν, μες το ψωμί.
Κολατσώντας τα θηρία,
να σε φαν και σε μαζί.

47.
Έπειτα στραβά το φέσι,
το φοράς στη κεφαλή,
η γροθιά σου (πώς τ’ αντέχει;),
κρούει θύρα τραπεζική.

48.
Η κυρά – Τράπεζα “ανοίγει”,
κι όσο ορθώνει το κορμί,
τόσο η ψυχή σου σβήνει,
παραδίδοντας πυγμή.

Συνεχίζεται...




ΑΝΑΡΧΙΑ. ΥΠΑΡΧΕΙ;

Που λες είναι αναρχικοί και αναρχικοί. Μερικοί γίνονται επειδή είναι απόκληροι, επειδή το σύστημα δε τους δέχεται. Επειδή οι κλίκες που κρατάνε τα πόστα τους σνομπάρουν και τους μεταχειρίζονται με υπεροψία. Αν κάποια μέρα παρουσιαζόταν σ’ έναν από δαύτους η νονά της Σταχτοπούτας ,τον έντυνε με κουστούμι φίρμα, έκανε το ρημάδι του παλάτι και το χιλιοξυσμένο κεσέ γιαούρτι κάμπριο, θα γινόταν πιο γιάπης απ’ τους γιάπηδες. Εξουσιαστής των εξουσιαστών. Αρκεί να πιάσουν τη καλή και ποιος χέζει την αναρχία, τις ιδεολογίες και τα οράματα. Γι’ αυτό καίνε μαγαζιά, σπάζουν ΑΤΜ, διαλύουν αυτοκίνητα, καταστρέφουν περιουσίες, επειδή δεν είναι δικά τους. Τα θέλουν, τα ποθούν, αλλά αφού δεν είναι δικά τους καλύτερα να μην είναι κανενός. Αυτοί είναι οι αναρχικοί από ζήλια. Δε τους «παίζουν» οι μεγάλοι στο παιχνίδι τους , ε λοιπόν κι αυτοί τους το χαλάνε. Άμα λάχει και πετύχουν ακάλυπτο κανένα μπάσταρδο εξουσιαστή τον σπάνε στο ξύλο γιατί έχει αυτός το πόστο και τα λεφτά και αυτοί βολεύονται με αέρα κοπανιστό σε παρακμιακά στέκια. Ένας κομίστας (Στ. Ντίλιος 1ο τεύχος Γαλέρα), έβαλε έναν ήρωα του να λέει κάτι πολύ πετυχημένο: «Τους σιχαίνομαι τους μπάτσους. Πρώτα γιατί είναι μπάτσοι και ύστερα γιατί έχουν δουλεία.». Εεε! Τι άλλο;…

Για να γλιτώσουν οι κρατούντες από δαύτους , καλύτερα να τους εντάξουν στις τάξεις τους και να τους κόψουν μια σύνταξη μετανοούντα αναρχικού. Τότε κι αυτοί για να μη τη χάσουν, θα γίνουν τα καλύτερα παιδιά, οι καλύτεροι γλείφτες. Πώς έγινε στη Γαλλία που κάτι ραπ συγκροτήματα, προ εξεγέρσεως των απόκληρων καταναλωτών, βρίζανε το κεφάλαιο; Ε, μετά τους πήραν οι πολυεθνικές, τους ντύσαν με πολύ φευγάτα μοντελάκια, τους βγάλαν κι από ένα δίσκο και τους μοστράρισαν ως η νέα επαναστατημένη γενιά. Οι στιλάτοι επαναστάτες σε πόζες για lifestyle περιοδικό. Έτσι γίνονται οι αναρχικοί τα δικά μας παιδιά. Με το χάδι, με φροντίδα και προδερμ. Κανείς τους δε δαγκώνει το χέρι που τους χαϊδεύει.

Με τους άλλους τι γίνεται όμως; Αυτούς που καίνε και σπάζουν από αηδία, από ανία, επειδή νιώθουν πως τίποτα απ’ αυτά, που τα αντικείμενα αντιπροσωπεύουν, δε τους εκφράζει; Που ουσιαστικά βρίσκονται σε αδιέξοδο και χτυπιούνται στους τοίχους; Ε, λοιπόν μ’ αυτούς δε γίνεται τίποτα. Ή θα βουλιάξουν σιγά σιγά σε εξαρτήσεις που τους κάνουν να ξεχνιούνται. Ή θ’ αυτοκτονήσουν μια κι έξω. Ή θα τους μπαγλαρώσουν και θα ξυπνήσουν μια μέρα μ’ ένα κλομπ στο κώλο. Ή θα γίνουν καλλιτέχνες, μετουσιώνοντας την απελπισία τους σε μια ακολουθία από κύκνεια άσματα, που συγκλίνει στο έρεβος. Ή…Ή θα οργανωθούν επιτέλους και θα διεκδικήσουν με πράξεις τα θέλω τους. Είναι δυνατόν αναρχία να συμβαδίσει με οργάνωση; Μήπως τελικά η αναρχία είναι μόνο για τα ανένταχτα φρικιά, κάτι που τους δίνει άλλοθι για ομφαλοσκόπηση και για σπασμωδικές εκρήξεις; Αναρχία για την αναρχία και άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε. Κι όμως…Αναρχία σημαίνει ελευθερία , αμφισβήτηση, να μη σκύβεις το κεφάλι μπροστά στον πάσα ένα που σου δίνει ψίχουλα και σε βάζει στο ζυγό. Που σου δίνει laptop, κινητά και dvd-players με αντάλλαγμα τη ψυχή , που σε βάζει να επαναλαμβάνεις ομολογία πίστεως στις πιστωτικές σου και μάλιστα σε απευθείας σύνδεση με κάποιο τηλεοπτικό παράθυρο ξοδεύοντας άδοξα τα 15 λεπτά δημοσιότητας που έχεις ο καημένος. Όλα αυτά συνεπάγονται οργάνωση. Οργάνωση για διαμόρφωση των αναγκαίων συνθηκών ελευθερίας , την εξάλειψη των εξουσιαστών που γίνονται ολοένα και θρασύτεροι υπονομεύοντας τα αυτονόητα , τα κεκτημένα δικαιώματα - δικαίωμα στην εργασία, στην 8ωρη εργασία , στους σωστούς μισθούς αυτής της εργασίας – που τελικά δεν είναι διόλου κεκτημένα. Ίσα ίσα είναι υποχρέωση κάθε γενιάς να τα επαναδιεκδικεί. Αλλιώς δε της ανήκουν. Ανήκουν στους προηγούμενους. Αυτό είναι αναρχία , ο αγώνας για αποδέσμευση απ’ τους προηγούμενους, που ξέχασαν σιγά σιγά τους δικούς τους αγώνες και πατρονάρουν αυτούς που βρίσκουν εύκαιρους. Θα αποδείξω ότι ένας τέτοιος αγώνας όχι μόνο επιβάλλεται, αλλά είναι η φυσική συνέχεια της ιστορίας.

α) Οι των θετικών επιστημών (μαθηματικοί, φυσικοί, βιολόγοι...) γνωρίζουν τα δυναμικά συστήματα και το κλασσικό παράδειγμα πληθυσμιακής δυναμικής, θηράματα - κυνηγοί (ή αλλιώς, μικρά – μεγάλα ψάρια). Οι πληθυσμιακές μεταβολές του συστήματος θηράματα – κυνηγοί, μαθηματικοποιούνται με ένα σύστημα 2 διαφορικών εξισώσεων πληθυσμού για τα δύο είδη ( x για το θήραμα και y για τον κυνηγό) : x΄ = (α-p*y)*x , y΄= -( b-q*x)*y (εξισώσεις Voltera)
Κατ’ αναλογία ένα παράδειγμα κοινωνικής δυναμικής θα μπορούσε να είναι το σύστημα : εξουσιαστές – αναρχικοί. Οι αντίστοιχες εξισώσεις ,γραφικά, θα περιέγραφαν τις εξής κυκλικές μεταβολές των δύο πληθυσμών: Μια αύξηση του πληθυσμού των εξουσιαστών και της αποθράσυνσης αυτών, οδηγεί σε μια ανάλογη αύξηση του πληθυσμού των αναρχικών και της οργής αυτών. Μέσα από αγώνες και δραστικές διεκδικήσεις των δικαιωμάτων που καπηλεύονται οι εξουσιαστές, ο πληθυσμός των εξουσιαστών μειώνεται και όσοι απομένουν αναδιπλώνονται. Λόγω του ότι έχει επέλθει μια σχετική τάξη και τα διεκδικούμενα έχουν κατοχυρωθεί, οι αναρχικοί δεν έχουν λόγο ύπαρξης άρα αρχίζει να μειώνεται και αυτών ο πληθυσμός. Όμως σημαντική μερίδα των «παλιών» αναρχικών μεθώντας απ’ τη «νίκη», πιστεύοντας ότι αυτοί κατέχουν τη συνταγή για ένα καλύτερο κόσμο και έχοντας φθαρεί απ’ το χρήμα που μοιραία έπεσε στα χέρια τους , γίνονται οι νέοι εξουσιαστές. Οι οποίοι νέοι εξουσιαστές, ενωμένοι με τους παλιούς και εξ’ αιτίας του ότι δε βρίσκουν αντίσταση, αρχίζουν πάλι να αυξάνονται και να αποθρασύνονται. Έτσι κλείνει ο κύκλος και αρχίζει η ίδια ιστορία πάλι απ’ την αρχή.

Η περίοδος των κυκλικών αυτών μεταβολών θα πρέπει να είναι γύρω στα 30-35 χρόνια. Διότι αν κάποιος αντιεξουσιαστής κάνει τον αγώνα του εναντίον αυτών που τον καταδυναστεύουν στα 25 του χρόνια, μετά έχοντας κατοχυρώσει τα δικαιώματα του, μπορεί απερίσπαστος να ασχοληθεί με την ανοικοδόμηση του δικού του καλύτερου κόσμου, να πιστέψει πολύ στην αλήθεια αυτού του κόσμου, να απορρίπτει αλαζονικά οποιαδήποτε προτεινόμενη καινοτομία και γενικά να συμπεριφέρεται ως ο Μέγας Αναντικατάστατος. Όλα αυτά προλαβαίνει να τα κάνει άνετα μέχρι τα 55-60 του, οπότε τα νέα , οργισμένα, αντιεξουσιαστικά φυντάνια θα αντεπιτεθούν.
-Αναρωτιέμαι αν θυμάται κανείς ποια ήταν η τελευταία φορά που οι καταπιεζόμενοι σήκωσαν κεφάλι. Πριν 30-35 χρόνια ίσως;-

β) Έστω η απεικόνιση Xn = 2^n * Xo (1) , όπου Χο είναι ένα αρχικό σημείο ή αλλιώς μια αρχική συνθήκη.
Αν πάρω για αρχικό σημείο το Χο΄= Χο+ε με Abs(ε)<<1>Παρατηρούμε δηλαδή ότι μικρές μεταβολές στις αρχικές συνθήκες προκαλούν μεγάλες αποκλίσεις σε «βάθος χρόνου» . Άρα μια μικρή οργανωμένη κινητοποίηση των καταπιεζομένων, μια μικρή αλλαγή στις σημερινές συνθήκες, μπορούν να προκαλέσουν τρομερές μελλοντικές αλλαγές.Επειδή μάλιστα οι απεικονίσεις και τα μοντέλα που φιλοδοξούν να τυποποιήσουν τις κοινωνικές μεταβολές είναι πολύ πιο πολύπλοκα απ’ την ταπεινή απεικόνιση (1) , μικρές (αναρχικές) μεταβολές στις αρχικές συνθήκες τους θα είχε ως αποτέλεσμα χαώδης αποκλίσεις.

γ) Κατά τη διάρκεια εκτέλεσης πράξεων σ’ ένα πρόβλημα ενδέχεται ορισμένα ενδιάμεσα αποτελέσματα υπολογισμών να στρογγυλοποιούνται. Πολλές όμως διαδοχικές στρογγυλοποιήσεις δημιουργούν το εξής ανεπιθύμητο: Το τελικό αποτέλεσμα του προβλήματος διαφέρει κατά πολύ απ’ την πραγματική τελική του λύση (αν υποτεθεί δηλαδή ότι δε γίνονταν οι στρογγυλοποιήσεις). Έτσι και οι εξουσιαστές στρογγυλοποιούν ασύστολα, κόβουν από παντού δεκαδικά ψηφία, φέρνοντας με το ζόρι στα μέτρα τους τον κόσμο. Αποτέλεσμα; Ένας λάθος κόσμος, που διαφέρει κατά πολύ από αυτόν που πραγματικά οφείλει ο κάθε άνθρωπος στον εαυτό του , αν θέλει να λέγεται άνθρωπος. Ας γίνουμε εμείς τα δικά τους σφάλματα στρογγυλοποίησης. Που δεν υπολόγισαν, που πέταξαν ελαφρά τη καρδία έξω απ’ το παιχνίδι. Ο επαναϋπολογισμός, με μας μέσα, θα φέρει το σωστό αποτέλεσμα.

Είναι φυσικό η εξουσία να φθείρει, να κάνει κάποιους αλαζονικούς , ηγεμονικούς. Δεν είναι φυσικό όμως κάποιος νέος να σκύβει το κεφάλι και να βολεύεται με το κόκαλο που του πετάνε να γλύψει. Σ’ αυτήν ακριβώς τη κατάσταση έχουμε περιέλθει αδέρφια…10000 έλληνες κονταροχτυπιούνται για εισαγωγή στη μεγάλη του γένους σχολή, αυτή του Fame Story. Γλύφουν κριτικές επιτροπές 50άρηδων για να παίξουν στο στημένο τους παιχνίδι. Γιατί; Γιατί θέλουν τις αξίες που τους πασάρουν γι’ αληθινές : φήμη (με οποιονδήποτε τρόπο), χρήμα (χωρίς κόπο), λαμπερή μόστρα (να καλύπτει το απέραντο κενό). Καλά στήσαν το σκηνικό. Άντε ανδρείκελα …Παίξτε! Και σεις οι άλλοι …Χειροκροτήστε!

Ευτυχισμένη η 17η Νοέμβρη


Υ.Γ. Πέμπτη 15: Τμήμα Μηχανολόγων

Τρίτη, Νοεμβρίου 13, 2007

Τραγουδάκι εις την "Ελευθερίαν" (επεισόδιο 3ο)

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Τραγουδάκι εις την "Ελευθερίαν" (επεισόδιο 3ο)

26.
Οι βιομήχανοι γυρεύουν,
στα στρόφαλα τους αλλαγή.
Δώσ’ τα τους να ‘χουν να παίζουν,
εγχώρια θες παραγωγή.

27.
Κουτσά στραβά “τα σήκωσαν”
κι ας πλήρωσαν και μίζες.
Στροφάρουν να τρυγήσουνε,
βαλκάνιες κερήθρες.

28.
Τα κονδύλια όλα σβήστα,
τώρα μονοκονδυλιά.
Μη προσμένεις αριβίστα
να πληρώσει τη ζημιά.

29.
Οι χωριάτες επενδύουν,
σε κοστούμια ριγωτά.
Και πατώματα σφουγγίζουν,
για μια θέση στα ζεστά.

30.
Τώρα υπερχρεωμένη
και μ’ απαντοχή καμιά,
ένα μόνο σου περσσεύει,
των ομολόγων η θηλιά.

31.
Άπαντες που στριμωγμένοι,
ζητιάνευαν ζωοθροφή,
αστικά γραβαντωμένοι,
λεηλατούν σε τη φτωχή.

32.
Τα χαρτιά σου αγοράζουν,
που ‘ναι ο τόκος τους ψηλός
κι έτσι αραχτοί σοδιάζουν
κι όξω ας χαλιέται ο καιρός.

33.
Με μισθό ‘ξασφαλισμένο,
μ’ επενδύσεις της βολής,
τ’ όνειρο τ’ απωθημένο,
προωθείται παρ’ ευθείς.

34.
Σπίτι, εξοχικό καβάτζα,
με όλο τον εξοπλισμό.
Αυτοκίνητα στην πιάτσα,
δείχνουν ανθρώπων κυβισμό.

35.
Παίρνουν χρήμα και το δίνουν,
γι’ άρτια οικοσκευή.
Για φορέματα που ντύνουν,
των κορμιών την παρακμή.

36.
Πόσα ακόμα μαστορεύουν,
οι τεχνοκράτες αγαθά,
μιαν επιθυμιά την έχουν,
ν’ αγοράσουν κι απ’ αυτά.

37.
Σε γνωρίζω από τον τοίχο
του κρατισμού τον γλιτσερό.
Σε γνωρίζω από τον ήχο
που σε δονεί το κινητό.

38.
Απ’ την ασφάλεια βγαλμένη,
των αγαθών τα υλικά
και σαν πρώτα χρεωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, “Ελευθεριά”!

Συνεχίζεται...

Ευτυχισμένη η 17η Νοέμβρη

Να βολευτείς…Αυτή τη λέξη που μυρίζει μούχλα και πατικωμένους κώλους, ποτέ δε τη χώνεψα. Μια θεσούλα στο δημόσιο, στη τράπεζα, στου διαόλου τη μάνα. Μια θεσούλα για τη μαμά , μια για τον μπαμπά , μια για το κουνελάκι εκεί απέναντι που σκάβει τρύπες για τη Χώρα των Θαυμάτων. Όπου δε θα πας ποτέ, γιατί εσύ ανήκεις στην Αυλή των Θαυμάτων . Ανάπηρος. Γι’ αυτό ανατράφηκες, για μια αναπηρική σύνταξη κομμένων φτερών στα 21. Πολυπόθητη θέση στο δημόσιο…ΧΑ! Οι ευσεβείς πόθοι! Γαλάζια παιδιά , πράσινα, κόκκινα, η κίτρινη παρτίδα αναμένεται. Σας τη δειγματίσαμε αλλά το κύριο μέρος είναι στο δρόμο. Θα σε χώσουν σε κάποια θεσούλα οι δικοί σου «γονείς» και θα χαίρεσαι δουλικά. Δούλος και συ, μέσα στις ορδές των δούλων, να τραγουδάς τους εργασιακούς τους ύμνους. Οι κρατούντες τα γκέμια πατρονάρουν με θράσος τη γενιά σου και συ γλυκανάλατα ζητάς την εύνοια τους. Κι όμως το μονοπώλιο τους είναι σάπιο. Τη δύναμη , τις ιδέες, τη λαχτάρα , τα έχεις εσύ. Αυτά είναι που ζητάνε να ρουφήξουν από σένα , μαζί με το αίμα και το χρόνο σου, περικόπτοντας ασύστολα αμοιβές για τις αγκαρίες που σε βάζουν να κάνεις. Πάει να πει και ταπί και δημιουργικά ανενεργός τα καλύτερα σου χρόνια.
Ορδές δούλων; Ή εργάτες μιας νέας πραγματικότητας;
Η οικονομική και εργασιακή πραγματικότητα του τώρα , είναι τόσο προβληματική που χρειάζεται εκ βάθρων ανασυγκρότηση. Και πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά αφού η γεωργία , η βιομηχανία , ο τουρισμός , το εμπόριο και η ναυτιλία είτε είναι ανύπαρκτα , είτε πάνε απ’ το κακό στο χειρότερο. Τα κοινοτικά κονδύλια είτε μπαίνουν στις τσέπες αετονύχηδων , είτε δεν απορροφούνται και χάνονται λόγω κακού σχεδιασμού. Τα απαραίτητα έργα όπως δρόμοι , λιμάνια, αεροδρόμια, η κατασκευή πλοίων , «σκοντάφτουν» και καθυστερούν ανεπίτρεπτα και το κόστος τους είναι πολλαπλάσιο του προϋπολογισμού. Οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) που τόσο πλουσιοπάροχα διαθέτει η χώρα δεν αξιοποιούνται, με αποτέλεσμα το κόστος για το περιβάλλον και τη τσέπη να είναι τρομαχτικό. Τα Πανεπιστήμια δεν είναι χώρος διακίνησης ιδεών και καινοτομιών , αλλά φορτώνουν τους φοιτητές με «γνώσεις», τις οποίες με τη σειρά τους ξεφορτώνουν στην εξεταστική. Η πολιτική προπαγάνδα και οι πολιτικές γελοιότητες, δίνουν ρεσιτάλ στο φοιτητικό πολιτικό πάλκο και μάλιστα τα ανδρείκελα που παίζουν σ’ αυτό το θέατρο του παραλόγου είναι νέοι. ΜΠΡΑΒΟ! ΑΕΡΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙΑ! Σας κούρντισαν καλά και θα το πείτε το ποίημα πάλι.

Υ.Γ. Τετάρτη 14: Χημικό

Δευτέρα, Νοεμβρίου 12, 2007

Τραγουδάκι εις την Ελευθερίαν (επεισόδιο 2ο)

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Τραγουδάκι εις την Ελευθερίαν (επεισόδιο 2ο)

13.
Άπατες χάσκουνε τσέπες,
με τα στόματα ανοιχτά.
Τις στουμπώνουνε με πέτρες,
μύρια δάχτυλα κλεφτά.

14.
Τη μια πέτρα ντύνουν ψήφους,
για ταξική αρματωσιά.
Ο λαός να μπει σε στοίχους,
με πιρούνια στα στενά.

15.
Άλλες τις τυλίγουν χρήμα,
κόντρα σε φάκελο χοντρό.
Του διαβήματος, το βήμα,
να ‘ναι όσο δύναται γοργό.

16.
Άλλους λίθους τους ξομπλιάζουν,
ο δούρειος φιόγκος είν’ χρυσός.
Τις τσέπες αν θα καταλάβουν,
περίσσιο βάρος ο εχθρός!

17.
Στρώνουν χρήμα, χύνουν λάδι.
Απ’ τους σκοπέλους ξεγλιστρούν.
Μαγειρεύοντας τις πέτρες,
μέσα στο μέλι τις βουτούν.

18.
Με αναγερτούς τους ώμους,
ψυχή και βήματα βαριά,
λοξοτρέκλισμα στους δρόμους,
ναυαγείς μες τα στενά.

19.
Μοναχή παρηγοριέσαι,
σκοντάφτοντας μεσοστρατίς.
Ζάλη είν’ αναλογιέσαι,
απ’ το χορό και το κρασί.

20.
Καθώς είσαι θολωμένη,
ο λαός σ’ επιζητά,
κλαψουρίζοντας προσμένει,
ίσα να νέμεις τα’ αγαθά.

21.
Μα ο πλούτος σου δε φτάνει,
ήδη υποθήκη έχει μπει.
Των «αρίστων» σου το χνάρι,
είναι βαριά υπογραφή.

22.
Απελπισιά μα… πόδι σέρνεις,
σ’ άλλα μέρη ξενικά,
χρήμα δανεικό γυρεύεις,
σίρμαγια φτωχολογιάς.

23.
Με τσαλίμια και ρουσφέτια,
λογιστική μαγειρική,
επιστρέφεις μπερεκέτια,
κονδύλια αναδιανομής.

24.
Στους αγρότες τα μοιράζεις,
κέρασμα για ένα τρακτέρ.
Πίσω γύρνα να κοιτάξεις,
κάμπριο θα δεις μοτέρ!

25.
Κουτσά στραβά ξορκίζουνε,
την ανυπόληπτη φτώχια
και ροβολάνε για κονέ,
προς αστικά μετόχια.

26.
Απ’ την ασφάλεια βγαλμένη,
του καναπέ τη ζεστασιά
και σαν πρώτα δομημένη,
χαίρε, ω χαίρε, “Ελευθεριά”!

συνεχίζεται...



ΦΟΒΑΣΑΙ;

Σου δώσαν το κινητό στο χέρι και τώρα σε ρωτούν αν φοβάσαι, αν αισθάνεσαι ανασφαλής. Αν το Tetris και τ’ άλλα παιχνίδια που παίζεις, έχουν να πουν κάτι για τον χαρακτήρα σου. Αν νομίζεις ότι οι συνομιλίες σου υποκλέπτονται.
Φοβάσαι; Σου φυτέψανε τον Φόβο;
Τα ακραία καιρικά φαινόμενα τα φοβάσαι; Κόβουνε τη χώρα στα δύο οι χιονιάδες. Πρέπει να τρέμεις κι απ’ το κρύο κι απ’ τον φόβο. Κουκουλώσου καλά. Τράβα τη κουβέρτα πάνω απ’ το κεφάλι. Αν τ’ αφήσεις έξω θα κοπεί!

Κοίτα Λόλα. Να ένας Τρομοκράτης. Κρατάει το μήλο. Φοβάσαι; Το μήλο σε λίγο θα εκραγεί. Θα το φας στη μάπα Λόλα. Γι’ αυτό σου λέω: Φοβήσου!
Φοβάσαι το Μετρό; Εκεί θα αφήσουν τα δηλητηριώδη αέρια και θα βρεις τραγικό θάνατο.

Φοβήσου.
-Αλλιώς οι κάμερες μας δε λειτουργούν. Ο Φόβος είναι η μπεζίνα τους.
-Αλλιώς τα όπλα μας μπουκώνουν. Ο Φόβος τα ξεφρακάρει.
-Αλλιώς τα υπερηχητικά βομβαρδιστικά μας γίνονται γλάροι. Ο Φόβος τα ατσαλώνει.

Φοβήσου που να σε πάρει ο διάολος.
Τη κότα που ψόφησε στο κοτέτσι.
Το πρόβατο που τα κακάρωσε στο μαντρί.
Τον σεισμό, το τσουνάμι, να τα φοβάσαι.
Έτσι επιτυγχάνεται ο έλεγχος.
Τους άλλους τους φοβάσαι; Έχουν διαφορετική άποψη από σένα. Σκότωσε τους για να σώσεις τα πιστεύω σου.
Και οι Αλβανοί είναι άλλη ράτσα. Δεν πονάνε, είναι τομάρια. Να τους φοβάσαι, να κρατάς σκόρδα και σταυρούς όταν σε πλησιάζουν, αλλιώς θα στη φέρουν πισώπλατα.
ΧΆΙΛ ΦΟΒΕ! Ότι Εσύ κυβερνάς τον κόσμο. Ότι Εσύ φυλάς τα παντέρμα μας…


Ευτυχισμένη η 17η Νοεμβρίου

Υ.Γ. Τρίτη 13: Αμφιθέατρα Φυσικού - Μαθηματικού

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2007

Τραγουδάκι εις την "Ελευθερίαν" (1ο επεισόδιο)

ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΚΡΑΥΓΗ… ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

Τραγουδάκι εις την “Ελευθερίαν”

1.
Σε γνωρίζω από τον τοίχο
του κρατισμού τον γλιτσερό.
Σε γνωρίζω από τον ήχο
που ξεβράζει το μπετό.

2.
Απ’ την ασφάλεια βγαλμένη,
του καναπέ τη ζεστασιά
και σαν πρώτα δομημένη,
χαίρε, ω χαίρε, “Ελευθεριά”!

3.
Γεννηθείς: Μέσα στο αίμα,
μα το μητρώο καθαρό.
Στα μικράτα σου ‘χεις βλέμμα,
όσο ο ήλιος λαμπερό.

4.
Τα πασούμια σου χορεύουν,
ξυπολιέσαι στο λεπτό.
Γης παιδί, λιώνεις τη φτέρνα,
σε ρυθμό παλλαϊκό.

5.
Παλαμάκια σου χτυπούνε:
«Δώσ’ τα όλα Λευτεριό!».
Μες τα γέλια όλοι σκούνε.
«Όπα, όπα βρε θεριό!».

6.
Κι έτσι να περνά ο χρόνος,
στις πλατείες να το γλεντάς.
Χεραγκάλη να παίρνει ο κόσμος,
όποιο “ρούχο” εσύ φοράς.

7.
Όπως σου τη πέφτουν πάνω,
συ με φωνή λαχανιαστή,
τάζεις: «Πάντα θα βάνω,
στις φλέβες σας, γλυκό κρασί.».

8.
«Σας ζητώ εμπιστοσύνη.
Όρκο παίρνω στο Σταυρό.
Δε θ’ αφήσω χέρι να φθείρει,
το κορμί μου το κρουστό.»

9.
«Αδερφοί μου, μέρα τη μέρα,
θα ωριμάζουμε μαζί
και σκλαβιάς καμιά φοβέρα,
θέλει εδώ να σαρκωθεί.»

10.
Συχασμένοι, δίνουν πίστη,
έχεις τον λόγο βροντερό.
Κι ολοδάκρυστα τα μάτια,
να ‘χεις το βλέμμα λαγαρό.

11.
Χεραγκάλη, χειραψία,
τραβολογίδια, σαματάς.
Τα “κοστούμια” σου έχουν χρεία:
Στα μαντάρουν ή τα πετάς.

12.
Μα μαντάροντας, γαζώνουν,
με ζήλο τσέπες πιο φαρδιές.
Σαν στα χέρια σου να στρώνουν,
κόντρα πέτσες πιο χοντρές.


Αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση με date zero τη 17η Νοέμβρη, κάθε μέρα και ένα καινούριο κομμάτι ύμνου θα προστίθεται, μέχρι να συμπληρωθεί το παζλ… Οποιαδήποτε ομοιότητα με άλλους ύμνους ή καταστάσεις είναι συμπτωματική.

Ευτυχισμένη η 17η Νοέμβρη



….ΜΕΡΑΑΑ!

8η πρωινή, η ώρα. Στραβοπατώ κάτι ξεφλουδισμένες, πέτσινες παντόφλες κι αυτές με οδηγούν στη μπαλκονόπορτα. Ανοίγουν τη μπαλκονόπορτα και σκοντάφτουν στο μαρμαράκι-σύνορο δωματίου-μπαλκονιού. Βρίζοντας αποκτούν την πρώτη τους τρύπα. Πώς βρέθηκαν τα τσιγάρα και το τσακμάκι στα χέρια μου; Ξεχνάω κινήσεις, αφαιριέμαι και όλα μου φωνάζουν ΜΑΤ! Ωραία είμαι και πάλι το πιόνι της ημέρας, το outsider της σκακιέρας. Βρομιάρικη η κουπαστή του σπιτιού μου, κρίμα που δεν είναι αυτοκαθαριζόμενη , σκονίζονται οι αγκώνες μου, αλλά καρφί δε τους καίγεται.
Ο ήλιος μου στέλνει αράδα κάτι μούντζες που με στραβώνουν. Τον μουντζώνω και γω και με μια ρουφηξιά καπνίζω το μισό τσιγάρο. Κλάνω καπνό κι οργή, εκ των βασικότερων επίκτητων συστατικών του οργανισμού μου.
Σκέφτομαι ότι να… αυτή η εποχή μου πατάει τον κάλο. Αλλά μου τον πατάει ευγενικά, συνεχόμενα, με ματιές παρακλητικές για «...συγνώμη, αλλά οι περιστάσεις...». Δηλαδή, άλλο να έρχεται ο άλλος κατά πάνω σου σε ένα άδειο γήπεδο και αγριεμένα και εχθρικά... ΤΣΑΑΑΚ !!! να σου πατάει τον κάλο. Και άλλο να είσαι παστωμένος σα σαρδέλα στο αστικό και η κυριούλα με το τακουνάκι, να σου χώνει κοφτές τακουνιές στο δόξα πατρί του κάλου σου! Στη μια περίπτωση έχεις ξεκάθαρο στόχο. Τον αχρείο που σου επιτέθηκε. Στην άλλη, το λιωμένο κραγιόν χαμογελάει με μεταμέλεια και σ’ αφήνει μαλάκα. Υπήρξαν εποχές αχρείες, ξεκάθαρα εχθρικές, μα τούτη δω όχι, είναι η κυριούλα που λέγαμε.
Έχουν μαζευτεί πολλά: Οι ανολοκλήρωτες σπουδές σε ένα Πανεπιστήμιο που δεν «νοιάζεται» να προκαλέσει το ενδιαφέρον κανενός.
-Η φιλοσοφία, ο διάλογος και η έρευνα είναι σύντομα ανέκδοτα στο τέλμα της «ανώτατης εκπαίδευσης». Αντιθέτως οι σημειώσεις και η πιστή απόδοση τους στις εξετάσεις , καλά κρατούν.-
Η ανεργία που με παρέλαβε, όταν αποφάσισα να ασχοληθώ με το σπορ της ευρέσεως εργασίας. Το άγχος της επόμενης μέρας , της βδομάδας, του μήνα … Η –κατ’ επέκταση- νεκρή αυτοπεποίθηση μου.
Έχουν μαζευτεί πολλά, πιεστικά ζητώντας λύση. Και τη λύση θα τη δώσω εγώ. Ξέρω πως! Θα τελειώσω όπως όπως τη σχολή μου καταπίνοντας αμάσητες, σα φάρμακο, τις γνώσεις που μου σερβίρουν. Αφού πάρω το ‘χαρτί’, θα φτιάξω βιογραφικό με όοολα τα ‘χαρτιά’ που κατά καιρούς μου δώσανε οι σπεσιαλίστες της εκπαίδευσης μου. Μετά θα βγω να μοιράσω τη βιογραφική-προκήρυξη μου σε κάμποσους σχετικούς και άσχετους με το αντικείμενο μου εργοδότες. Τέλος, ένας απ’ αυτούς θα μου κάνει τη χάρη να μου δώσει μια αγγαρία να διεκπεραιώνω καθημερινά, κακοπληρώνοντας τον μη-δημιουργικό μου χρόνο , προσφέροντας μου ένα ανασφάλιστο, επισφαλές μέλλον. Τελεία και… παντόφλα. Την έβγαλα και την πέταξα σε μια γάτα που «βρήκε δουλειά» στον απέναντι σκουπιδοτενεκέ!