Μέσα σε χρόνια δανεικά/ απρόσμενα και ξένα/ μες τα ποτάμια τα θολά/ που ζω σα μαύρη σμέρνα... (Διάφανα Κρίνα) ...

Σάββατο, Ιουνίου 14, 2008

Πρώτο τέταρτο του αγώνα. Χριστίνα βάλε γάντια!!!

Είναι ως 8 χρονών η κόρη του προπονητή μου, του box. Κάθεται στο γραφειάκι, σε μια γωνιά της αίθουσας προπόνησης και κάτι γράφει με κόκκινους και ασημιούς μαρκαδόρους. Πάω και στέκομαι δίπλα της και κάνω πως κρυφοκοιτάζω αυτά που γράφει. Αυτή με κοιτάζει χαμογελαστή και μ’ «αφήνει» να δω.
- «ΠΡΩ-ΤΟ ΤΕ-ΤΑ-ΡΤΟ», συλλαβίζω σα νήπιο, «Τι θα πει “Πρώτο Τέταρτο”;», τη ρωτώ απορημένα.
- «Να… το φεγγάρι όταν βρίσκεται στο πρώτο τέταρτο, βλέπει προς τα κει…», με μια νοητή κίνηση “γράφει” μια ημισέληνο που κοιτά αριστερά, «Όταν βρίσκεται στο τελευταίο τέταρτο, κοιτά απ’ την άλλη.», λέει συνεχίζοντας την επιμόρφωση μου.
- «Για κοίτα πράγματα! Δε το ήξερα αυτό… Τώρα λοιπόν που έγραψες τη φράση, ζωγράφισε και το φεγγάρι στη κατάλληλη πόζα, να δείχνεις σε τι αναφέρεσαι.», της προτείνω.
- «Μετά… μπορεί.», μου απαντά πολύ σωστά. Διότι πως έρχεσαι εσύ κυρία μου και πρώτα με ρωτάς τι κάνω και μετά έχεις και απαίτηση να καθοδηγήσεις τη σκέψη μου; Αλλά παίζω το ρόλο της μεγάλης… Πάει να πει τσιμπούρι. Ευτυχώς το αντιλαμβάνομαι έγκαιρα και ξεκολλάω. Ανεβαίνω στ’ αποδυτήρια ν’ αλλάξω…
Πάνω εκεί που έχωνα τις ιδρωμένες αλλαξιές μου στο σακίδιο, ακούω τρεχάτα ποδαράκια ν’ ανεβαίνουν θορυβώντας, τις σιδερένιες σκάλες και ακολούθως να τις κουτρουβαλούν.
Αφού τελειώνω επιτέλους και ανοίγω την πόρτα, βλέπω εκεί, στη κορυφή της σκάλας, αφημένο ένα χαρτί. Το κοιτώ αφ’ υψηλού και τι να δω; Η αφεντιά μου σκιτσαρισμένη! Αυτό για μια σκιτσογράφο είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, διότι είναι σα να χρησιμοποιούν τα όπλα της εναντίον της!



Κατεβαίνω, γέρνω κατά το γραφείο και μετά ρωτώ το προπονητή μου, με το αιωνίως απότομο ύφος μου : - «Πού είναι η Χριστίνα;»
- «Έξω… ποτίζει τα λουλούδια…», λέει κοιτάζοντας αμήχανος.
- «Αχά… Καληνύχτα!»
Βγαίνω έξω, στην αυλή, όπου η Χριστίνα μ’ ένα λάστιχο δροσίζει τα παρτέρια.
- «Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη ζωγραφιά! Είναι πολύ ωραία!», της σκάω ένα φιλί κατασυγκινημένη. «Θα σου φτιάξω και γω μια…», το σκάω απ’ την αυλόπορτα.




Ξεκίνησα το box πριν 6 χρόνια, εδώ, στην Πάτρα. Οπότε μάλλον θεωρούμαι βετεράνος στο μπουνίδι… Το ξεκίνημα αυτό, ενώ θα μπορούσε να μην είναι τίποτα άλλο από ένα απλό γεγονός στη συνεχή αλληλουχία των γεγονότων μιας ζωής, αποτέλεσε ένα σημείο καμπής, που επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη της. Σήμερα το box, μαζί με τη λογοτεχνία και τα κόμικς, είναι τα πράγματα που χωρίς αυτά, θα είχα φλιπάρει…
Και είναι θαρρώ ευνόητος, σε όσους αγαπούν το Άθλημα, ο λόγος της εξάρτησης μου απ’ αυτό. Το box είναι μια αλληγορία, ένα ποίημα στην αντίδραση. Χτυπιέσαι, χτυπιέσαι, χτυπάς, χτυπάς, μέχρι να μη σου μείνει άλλη αναπνοή και μετά ξανά το ίδιο, χωρίς τέλος, μέχρι που νιώθεις (το κατανοείς κατάβαθα) ότι τίποτα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μια διαρκής πορεία ανταλλαγής χτυπημάτων (των ίδιων χτυπημάτων, με διαφορετικούς συνδυασμούς, που δημιουργούν τη μαγεία της ποικιλίας).
Στην Πάτρα, αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού προπονητιρίων μαχητικών αθλημάτων. Είναι σα να λέμε η πόλη, που ενώ ζει την παρακμή της εδώ και χρόνια, έχει πολλές εστίες, οπού κάμποσοι άνθρωποι, ζουν τη δικιά τους αλληγορία αντίδρασης. Μέσα στη στάσιμη και άνευρη πραγματικότητα, που ούτε καν αναρωτιέται για τη χρησιμότητα της, κάποιοι σημαδεύουν με τη γροθιά τους, αυτήν ακριβώς την έλλειψη νοήματος. Σα να είχε το Τίποτα, πρόσωπο.
Μου φαίνεται απολύτως λογικό, όσο πιο μίζεροι και βαλτωμένοι είναι οι τόποι και οι χρόνοι, τόσο πιο μαζική να είναι η προσπάθεια απόδειξης ότι κάτι μπορεί κανείς ν’ αντιπαλέψει. Το box είναι η πιο άμεση προσομοίωση αγώνα, γι’ αυτούς που έχουν όρεξη να ιδρώσουν. (Τα διαδικτυακά πολεμικά – και όχι μόνο – παιχνίδια, είναι η ακόμα πιο άμεση, γι’ αυτούς που έχουν όρεξη να πήξουν.)

Υ.Γ. Μέχρι ώρας, η δική μου η γενιά, δεν έχει παίξει ποτέ της «box» εκεί που πρέπει.
Και όσο για νυχτολούλουδα… μόνο κάτι γαϊδουράγκαθα ποτίζει στον μπαχτσέ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

και ιδού εισίν έσχατοι οί έσονται πρώτοι, και εισί πρώτοι οί έσονται έσχατοι