Μέσα σε χρόνια δανεικά/ απρόσμενα και ξένα/ μες τα ποτάμια τα θολά/ που ζω σα μαύρη σμέρνα... (Διάφανα Κρίνα) ...

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2008

Μια λέξη μιλιούνια εικόνες

…η δασκάλα με τα χρυσά μάτια

Το παράπονο μου στη ζωή είναι ένα (ή σχεδόν ένα): Ποτέ δεν είπα ένα ψέμα, ποτέ δεν έκανα μια «παρανομία», χωρίς να με τσακώσουν. Αυτό το γεγονός μαρτυρούσε από τότε που ‘μουν παιδί, δύο πράγματα: τη βλακεία μου και την κοινωνική μου αδεξιότητα. Κάνοντας λοιπόν την ανάγκη φιλότιμο, αποφάσισα πως καλύτερα θα ήμουν ως φιλαλήθης και νομοταγής, διότι καλά να είσαι βλάκας, αλλά να κάνεις τη βλακεία να το αποδεικνύεις συνεχώς, ε, αυτό πια σε καθιστά βλάκα εις το τετράγωνο.
Ένα παράδειγμα του πόσο αδέξια ζαβολιάρα ήμουν είναι…

Θυμάμαι, στην έκτη δημοτικού, είχα μια δασκάλα με απόψεις που δεν είχα ξανακούσει. Τόση εντύπωση μου έκαναν, που απομείναν στη μνήμη μου, να τη ταράζουν και να τη κινητοποιούν. Μια απ’ τις απόψεις της, ήταν ότι οι ιστορίες σε κόμικς δεν είναι καθόλου καλές, διότι δεν αφήνουν τον αναγνώστη – θεατή να αναπτύξει τη πλοκή με τη δική του φαντασία. Αγκυλώνουν δηλαδή τη σκέψη στα σύνορα ενός καρέ, της τυπωμένης (τυποποιημένης) εικόνας, υποτιμώντας την ικανότητα του ατόμου να παίξει το ίδιο, το ρόλο του σκηνοθέτη, να πάει την ιστορία όσο μακριά θέλει, να της δώσει συνέχεια και ροή. Επειδή λοιπόν τα κόμικς μας έκαναν αυτό το κακό, πατρονάροντας τη φαντασία μας και κατεβάζοντας το διακόπτη στη σκέψη μας, καταδικάζονταν σε άμεση κατάσχεση έτσι και έκαναν πως ξεφυλλίζονταν στα παιδικά χεράκια μας.

Εγώ μέχρι τότε, ούτε που είχα ανοίξει κανένα “μίκι μάους”, προτιμούσα τα παιδικά λογοτεχνικά βιβλία τα οποία κατανάλωνα με μανία. Αλλά μόλις άκουσα το φιρμάνι, μπήκε ο διάολος μέσα μου και γύρευε να διαβάσει κόμικς κάτω απ’ τη μύτη της κυρα-δασκάλας. Μια μέρα και ενόσω οι νουθεσίες περί κόμικς ήταν φρέσκιες, μια φίλη μου έφερε στο σχολείο ένα τέτοιο περιοδικάκι της ντίσνεϊ και μου το δάνεισε με την προϋπόθεση να είμαι προσεχτική και να μη καρφωθώ. Αλλά… σας πρόφτασα ήδη το πόσο λαπάς ήμουν στις παρανομίες. Φυσικό λοιπόν ήταν να με πιάσει στα πράσα, όπου πράσα, η πρώτη κιόλας σελίδα του κόμικς! Έτσι το κόμικς κατασχέθηκε, έφαγα τη κατσάδα μου και καμπόσα φάσκελα απ’ τους συμμαθητές μου.

Είπα τότε με το νου μου, αφού ήμουν τόσο γκαφατζής, να πηγαίνω όσο γίνεται με το ρεύμα για ν’ αποφεύγω τις φασαρίες και τις τιμωρίες. 15 χρόνια μετά, φτιάχνω εγώ η ίδια κόμικς…
* * *

…η παρατήρηση της σκιτσογράφου

Κι αν με ρωτάς, συνεχίζω να προτιμώ τη λογοτεχνία. Πιο πολύ μ’ αρέσει να διαβάσω ένα άρθρο, ένα μαστορικά φτιαγμένο κείμενο, ένα κλασικό βιβλίο, παρά να διαβάσω κόμικς. Τα πρώτα με ταξιδεύουν όπου θέλω, με κάνουν ταξιδευτή. Το τελευταίο με βάζει σε γκρουπ και με εφοδιάζει τουριστικούς οδηγούς και ξεναγούς: “Δείτε τα αξιοθέατα, από δω και τα γραφικά δρομάκια!”. Ακριβώς όπως τα είχε πει η δασκάλα μου δηλαδή. Γιατί λοιπόν σχεδιάζω κόμικς; Μήπως επειδή είμαι τόσο εγωίστρια που δε σέβομαι τη φαντασία του άλλου; Τόσο υπεροπτική που να θεωρώ τη φαντασία μου καλύτερη απ’ αυτή των άλλων; Ή μήπως τόσο δεσποτική που να θέλω να επιβάλλω τη φαντασία μου στους άλλους;

Η απάντηση στην παραπάνω ρητορική κρίση αυτοκριτικής, είναι σαφώς «Όχι!». Δεν είναι αυτοί οι λόγοι για τους οποίους φτιάχνω κόμικς. Όπως με όλα τα πράγματα στη ζωή, έτσι και τα κόμικς ή καθαρότερα οι εικόνες, η εικονογράφηση, η φωτογραφία, δεν μπορούν να είναι κακά ή καλά, καταδικαστέα ή μη, επειδή δε προάγουν τη σκέψη, τη φαντασία… Τα πάντα είναι σχετικά.

Ξεκαθαρίζω ότι σκέψη μέσω εικόνων δε γίνεται και το βασίζω σε μια απλή παρατήρηση ως εικονογράφος: Όταν θέλω να σχεδιάσω κάτι, πρώτα απ’ όλα το περιγράφω με λέξεις στο χαρτί. Γράφω ένα μίνι σενάριο για το τι θα «παίξει» στην εικόνα, πια θα είναι τα πρωταγωνιστικά στοιχεία, πώς θα «ντύσω» τα μηνύματα που θέλω να περάσω, ποιες θα είναι οι μικρές λεπτομέρειες που θα κάνουν την έκπληξη.

Αφού ξεκαθαριστούν όλ’ αυτά στο χαρτί με ιερογλυφικές καλλικατζούρες, μετά περνάω στην πραγμάτωση του σχεδίου με μολύβι. ΠΟΤΕ δεν έχω ξεκάθαρη σκέψη της εικόνας. Τραβάω γραμμές, σχεδιάζω αφηρημένες μορφές, σβήνω, σβήνω, σβήνω, πιο πολύ ώρα απ’ ότι σχεδιάζω. Για έναν σχεδιαστή η σβήστρα είναι το πιο απαραίτητο εργαλείο. Μετά από πολύ ώρα, προσχέδια και τσαλακωμένα χαρτιά, αρχίζει να αναδύετε στο χαρτί, η εικόνα που περισσότερο συγκλίνει στην λεκτική περιγραφή που έγινε εξ αρχής.
Μου φαίνεται ότι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το δικό μου μυαλό, που αρνείται να πλάσει ατόφια μια εικόνα και επιπλέον να τη συγκρατήσει ως μοντέλο ώρα πολύ, μέχρι να την εκτυπώσει το χέρι μου στη λευκή κόλλα. Στη κατοχή όλων των μεγάλων ζωγράφων έχουν βρεθεί άπειρα προσχέδια, προπλάσματα και σπουδές των λαμπρότερων έργων τους. Άρα και αυτοί ακόμα οι τόσο έμπειροι, δεν είχαν νοητική εποπτεία αυτού που θα απεικόνιζαν τελικά.

Απ’ αυτά φαίνεται ότι μια και μόνη εικόνα, είναι μπελάς για το μυαλό. Δεν μπορεί να τη διαχειριστεί, να την μεταπλάσει, να την εξελίξει. Η εικόνα (με την οποία το υποκείμενο δεν έχει άμεση οπτική επαφή) για το μυαλό είναι λέξεις, άντε και άμορφες σκιές, διαφορετικά θα έπιανε τόσο “χώρο” στον “επεξεργαστή” και τη “μνήμη”, που το εγκεφαλικό σύστημα θα κατέρρεε. (Σημείωση: Ίσως να ‘ναι αυτός ο λόγος που στη σημερινή κοινωνία της πληροφορίας μέσω εικόνων, αυτό που καλείται συλλογική μνήμη, είναι σφουγγάρι που στραγγίζει τα βρωμόνερα της προηγούμενης ώρας. Τα δεδομένα, μιας και δεν έχουν μπει σε λέξεις, δε σκαλώνουν στο μυαλό, άρα δε κινητοποιούν σκέψεις και αισθήματα, έστω ετεροχρονισμένα…).

* * *

…αντικειμενικές – υποκειμενικές εικόνες ↔ κύκλος – ευθεία

Ένα άλλο γεγονός που συνηγορεί στο ότι ο άνθρωπος δε μπορεί να παράγει συλλογισμό με εικόνες, είναι ότι υπάρχει ένα πλήθος από έννοιες οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε απεικονίσεις. Απαιτείται λοιπόν ο πλούτος τον λέξεων για να περιγραφεί η συνέχεια και οι παρασκηνιακές αιτίες των ενεργειών, οι αφηρημένες έννοιες, οι κρυμμένες αποχρώσεις των συναισθημάτων, οι λεπτές τομές στη σκέψη. Ακόμα, μόνο με τη δύναμη της λέξης μπορούν να θεμελιωθούν αποδείξεις και ορθολογικοί συμπερασμοί. Με λίγα λόγια ακόμα κι αν υποτεθεί ότι κάποιος σκέφτεται με εικόνες, η σκέψη του θα ήταν απελπιστικά αποσπασματική και τελματωμένη στην αντικειμενική πραγματικότητα, χωρίς ίχνος φαντασίας και ανθρωπιάς.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι λέξεις αντιστοιχούν στη φαντασία, στο να παράγουν διαρκώς ένα υποκειμενικό σύμπαν. Ενώ οι εικόνες αντιστοιχούν στην πραγματικότητα, απ’ την οποία απλώς λαμβάνονται αντικειμενικά οπτικά ερεθίσματα. Έτσι αν παρεμβάλουμε σ’ ένα κείμενο μια εικόνα, η οποία ήδη έχει περιγραφεί με λέξεις, είναι κάτι περιττό, αν όχι αδόκιμο, διότι επιστρέφουμε απ’ το υποκειμενικό, διαρκώς ανανεούμενο σύμπαν , στο αντικειμενικό, που είναι στατικό και περιοριστικό. Πόσο μάλλον αν βάλουμε το κείμενο μέσα στην εικόνα, οπότε είναι σα να το φυλακίζουμε, σα να χτίζουμε τη φαντασία. Αντιστοιχούν όμως όλες οι εικόνες στην πραγματικότητα; Καταδικάζονται όλες να ανήκουν στη σφαίρα των αντικειμενικών απεικονίσεων;

Αν κάποιο κείμενο μιλάει για τον παραλογισμό του πολέμου και έχει ως συνοδευτική εικόνα τη «Γκερνίκα» του Πικάσο, τότε σαφώς δε πρόκειται για μια αντικειμενική εικονογράφηση. Πρόκειται για μια συνοδευτική υποκειμενική εικόνα του πώς κάποιος αντιλαμβάνεται τον πόλεμο, τόσο σχετική, όσο και άσχετη με το κείμενο, γι’ αυτό και μπορεί να προκαλέσει από μόνη της εφαλτήριο για ξέχωρους στοχασμούς.

Βλέπουμε δηλαδή να γεννιέται το εξής σχήμα:
Αντικειμενική πραγματικότητα του πολέμου → Περιγραφή σε κείμενο αυτής της πραγματικότητας, των σκέψεων και των συναισθημάτων που αυτός γεννά → Εισαγωγή εικόνας τύπου «Γκερνίκα» → Οπότε ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να στοχαστεί πάνω σ’ αυτόν το συνδυασμό και να γεννήσει μέσω δικών του λέξεων, νέα κείμενα και εικόνες.

Αν όμως είχαμε το σχήμα:
Αντικειμενική πραγματικότητα του πολέμου → Περιγραφή σε κείμενο αυτής της πραγματικότητας, των σκέψεων και των συναισθημάτων που αυτός γεννά →
Εισαγωγή εικόνας με δυο στρατούς, με άσπρες και κόκκινες σημαίες, να πλακώνονται στο τουφεκίδι και ξεμαλλιασμένες μάνες να κλαίνε τα παιδιά τους.
Τότε η σκέψη του αναγνώστη θα φυλακιζόταν σ’ αυτήν την αντικειμενική απεικόνιση του πολέμου, που περιορίζει το συναίσθημα στην πονεμένη έκφραση στα πρόσωπα των μανάδων.

Το πρώτο σχήμα είναι ανοιχτό, γραμμικό. Αφήνει τη σκέψη να εκτείνεται στο άπειρο και ανοίγει το ενδεχόμενο μιας σκυταλοδρομίας σκέψεων.
Το δεύτερο σχήμα κλείνει. Είναι κυκλικό. Από αντικειμενικό γεγονός, σε αντικειμενική εικόνα, φυλακίζονται οι λέξεις. Η πραγματικότητα κλείνεται στον εαυτό της και τρώει τις σάρκες της. Αυτιστική στο έπακρο, δε κάνει βήμα κοινωνικής και πολιτισμικής προόδου.

* * *

…η εικόνα στα σχολικά βιβλία μαθηματικών

Ίσως όμως και πάλι η εικόνα του δευτέρου σχήματος να μην είναι αρκετά αντικειμενική ώστε να «φυλακίζει» τις λέξεις και κατ’ επέκταση τη σκέψη. Τι θα γινόταν ας πούμε, αν το κείμενο μιλά για ένα μήλο και αμέσως από κάτω παρουσιάζεται η εικόνα ενός κατακόκκινου μήλου. Θα μου πεις… «Και τι ήθελες να ζωγραφίσουν; Ένα μανταρίνι;». Ε, λοιπόν δε καταλαβαίνω γιατί θα έπρεπε να ζωγραφιστεί οτιδήποτε. Η λέξη «μήλο» μπορεί κάλλιστα να κάνει τη δουλειά της και άσε τον άλλο να φαντάζεται τραγανά, σάπια, δηλητηριασμένα, σκουλικιασμένα, βιολογικά ή μεταλλαγμένα μήλα.

Ας πούμε ότι έχουμε ένα αριθμητικό πρόβλημα που απευθύνεται σε παιδάκια δημοτικού και στο οποίο περιγράφεται η αγορά πέντε κιλών από τα παραπάνω μήλα που κοστίζουν 2 € το κιλό. Τίθεται δε, το συγκλονιστικό ερώτημα, πόσα ευρώπουλα θα σκάσει ο Γιαννάκης. Μετά την έκθεση του προβλήματος θα ήταν ιεροσυλία στον Λόγο, να σχεδιαστούν συνοδευτικά τα μήλα, ο μανάβης, ο Γιαννάκης, η ζυγαριά και οι ταμπέλες με τη τιμή στα καφάσια. Κι αυτό γιατί καταρχήν έχουμε την καθημερινή αντικειμενική πραγματικότητα και μετά, με τις λέξεις, έχουμε τη νοητή αναπαραγωγή της, ώστε ο μαθητής να μάθει να σκέφτεται νοερά. Αν επανεισαχθεί η εικόνα της αντικειμενικής πραγματικότητας τυπωμένη στη σελίδα, τότε όλο το νόημα της «λεκτικοποίησης» της πραγματικότητας πάει στράφι. Έχουμε κάνει ολόκληρη πορεία για να επιστρέψουμε στο σημείο εκκίνησης, στην πραγματική ζωή, στα αντικείμενα, που από μόνα τους δε μπορούν να παράγουν τίποτα. Περάσαμε δηλαδή από το τόπο του πνεύματος, με τους αναμοχλευτές της σκέψης (τις λέξεις) παραμάσχαλα, αλλά δεν αγγίξαμε.

Ο μαθητής όταν αντιληφθεί ότι όλο το πρόβλημα βρίσκεται στο απλοϊκό σχεδιάκι, δε θα κάνει το κόπο να ξαναδιαβάσει την έκθεση του προβλήματος, στην περίπτωση που κάτι δεν αντιλήφθηκε. Θα κοιτάξει στην εικόνα ώστε να λύσει όσο το δυνατόν πιο άκοπα και «μπακάλικα» το πρόβλημα. Έτσι όμως εκπαιδεύονται πολίτες «μπακάλιδες», στατιστικολόγοι, της αρπαχτής – επιφανειακής αιτιολόγησης και όχι φιλόσοφοι που νιώθουν την ανάγκη να σκέφτονται σφαιρικά, να ερευνούν την αλήθεια απ’ όλες της πλευρές. Ακόμα χειρότερα, καθώς εμμένουν στην αντικειμενική απεικόνιση πραγμάτων, αποκτούν συνείδηση καταναλωτή…

Τα μαθηματικά είναι ένα κατεξοχήν νοητικό άθλημα. Οι μεγαλύτεροι μαθηματικοί υπήρξαν και φιλόσοφοι ή αντίστροφα φιλόσοφοι ήταν και είναι φιλικά διακείμενοι στο μαθηματικό τρόπο σκέψης. Χαρακτηριστική είναι η επιγραφή στη σχολή του Πλάτωνα: «Αγεωμέτρητος Μηδείς Εισίτω» καθώς και ο χρόνος σπουδής των μαθηματικών που καθιστούσε κάποιον καλό φιλόσοφο: 10 συναπτά έτη!

Η αφαιρετικότητα και ως εκ τούτου η πλαστικότητα της μαθηματικής σκέψης, είναι αυτή που γοητεύει τους φιλοσόφους. Η γεωμετρική μεν (σκέψη), αλλά απαλλαγμένη από την φαινομενική πολυπλοκότητα της εικόνας, που ξεστρατίζει τη σκέψη και την κάνει απλό θεατή. Έτσι για να αποκτήσει κάποιος μαθηματικές ικανότητες καταρχήν πρέπει να μάθει να χειρίζεται την πραγματικότητα λεκτικά, να μπορεί να τη φανταστεί με λέξεις και να έχει την ικανότητα να συλλογιέται πάνω σ’ αυτήν. Δεν είναι η εικόνα που είναι κοντά στην απλότητα και τη τάξη του μαθηματικού σύμπαντος, αλλά οι λέξεις, που μέσα απ’ αυτές πρέπει να περάσει οπωσδήποτε ο μελλοντικός μαθηματικά σκεπτόμενος άνθρωπος. Η απλή επεξεργασία εικόνων και η στατιστική εξαγωγή συμπερασμάτων απ’ αυτήν, ενδείκνυται για τις υπολογιστικές μηχανές.

* * *

Στα βιβλία των μαθηματικών του δημοτικού, παρατηρείται μια υπέρμετρη χρήση άχρηστων αντικειμενικών εικόνων. Ίσως ο σκοπός των συγγραφέων να ήταν απλώς να αποδείξουν στους μαθητές το πόσο ‘απτά’ είναι τα μαθηματικά, πόσο μέσα στη ζωή είναι. Εικονογράφησαν λοιπόν το βιβλίο με παιδάκια, προσπαθώντας να πείσουν ότι αφού είναι δυνατόν σ’ ένα μαθηματικό βιβλίο να υπάρχουν συνομήλικοι ήρωες, τα μαθηματικά δεν είναι και τόσο τρομερά. Δεν έχω ιδέα κατά πόσο επιτυγχάνεται αυτό, με τόσο απλοϊκό τρόπο. Γιατί αν κάποιος δεν έχει καταφέρει να προσεγγίσει τη μαθηματική σκέψη, περνώντας απ’ το προηγούμενο στάδιο που είναι η νοητή σκέψη και όχι η παρακολούθηση εικόνων, κάποια στιγμή όταν θα πάψουν οι πολύχρωμες απεικονίσεις αν μη τι άλλο θα τρομοκρατηθεί, βρισκόμενος σ’ ένα ξένο και αφιλόξενο περιβάλλον.

Οι λέξεις όμως και οι μαθηματικοί τύποι, κάθε άλλο παρά εξωγήινα αποβράσματα είναι . Κι όμως διαμορφώνεται αυτή ακριβώς η συνείδηση στους μικρούς μαθητές, όταν η απεικόνιση ενός παγωτού αντικαθιστά τη λέξη “παγωτό” ή η ζωγραφιά ενός κεσέ γιαούρτι αντικαθιστά τη φράση “κεσές γιαούρτι”. Όταν μάλιστα στην αντικρινή σελίδα είναι απεικονισμένο ολόκληρο στενς σούπερ μάρκετ με τις τιμές στα καρτελάκια των ζωγραφισμένων προϊόντων, τότε το μόνο που απαιτείται απ’ τον μαθητή είναι η μηχανιστική αντιστοίχηση εικόνας (της μιας σελίδας), με ίδιας εικόνας (της άλλης σελίδας), με τιμής εικονικού προϊόντος, για να βγει το «μαθηματικό» συμπέρασμα. Οι απεικονίσεις δε, των ευρωνομισμάτων έχουν την πρωτοκαθεδρία τους, λες και θα ήταν δύσκολα κατανοητή η γραφή ολόκληρης της φράσης “νόμισμα του 1€ (ή των 2,5,10…λεπτών)”. Εκτός κι αν θεωρείται πια τόσο δυσεύρετο ένα τέτοιο νόμισμα που ο/η δάσκαλος/α δε θα έχει ένα, να το επιδείξει κατά τη διάρκεια της παράδοσης.

* * *
…MS-DOS vs WINDOWS

Κάποτε, την εποχή της πληροφοριακής αθωότητας, ο υπολογιστής ήταν αυτός που μιμούταν τη λογική των βιβλίων. Ο χρήστης έδινε γραπτώς εντολές για να εκτελεστεί οποιαδήποτε εντολή. Τι κι αν επρόκειτο για γλώσσα μηχανής, το λειτουργικό περιβάλλον MS – DOS, έκανε τη δουλειά του χρησιμοποιώντας ακολουθίες λέξεων και συμβόλων. Προκειμένου να μαζικοποιηθεί η χρήση Η/Υ, αναπτύχθηκε η λογική των εικονιδίων του περιβάλλοντος των Windows, ώστε και ο πλέον άσχετος με τα πληροφοριακά, να μπορεί να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή για τις εργασίες του και για κάθε πληροφοριακή ευκολία που αυτός προσφέρει. Έτσι χωρίς να έχει κανείς συνείδηση του τι ακριβώς κάνει, ποια είναι τα βήματα που ακολουθεί, βρίσκεται σε κλάσματα δευτερολέπτου στον ηλεκτρονικό τόπο της δουλειάς, της ενημέρωσης ή της διασκέδασης του. Η μαθηματική λογική όμως δεν είναι καθόλου έτσι! Εκεί επικρατεί το καθεστώς του ορθολογισμού, πρέπει πάντα να έχεις συναίσθηση του τι προηγήθηκε για να πας παρακάτω. Δε νοούνται κρυμμένοι αλγόριθμοι κάτω από μαγικά χαλιά εικόνων.

Με βάση τα παραπάνω, δε ξέρω κατά πόσο είναι δόκιμο ένα σχολικό μαθηματικό βιβλίο, να μιμείται τη λογική του περιβάλλοντος Windows των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δηλαδή να σηματοδοτεί με εικονίδια, κάθε διαφορετικό είδος εργασίας που περιγράφεται ή προτείνεται στο βιβλίο, ώστε οι μαθητές με την απλή οπτική επαφή, να ξέρουν τι πρόκειται να ακολουθήσει. Εξόφθαλμα παραδείγματα του συσχετισμού “σχολικού βιβλίου” ↔ “περιβάλλοντος Windows” , είναι ο συμβολισμός της “επισήμανσης”, μέσω του χαρακτήρα της “λάμπας” (ο Λαμπίτσας κατά την ορολογία του βιβλίου), που χρησιμοποιείται και στο πρόγραμμα Word των Windows. Ή γίνεται χρήση της γνωστής “κλεψύδρας” που εμφανίζεται στα Windows κατά την αναμονή εκτέλεσης μιας εργασίας. Ή το εικονίδιο του “φακέλου εργασιών” ή αυτό του “υπολογιστή τσέπης”… Έχουν βέβαια δημιουργηθεί κι άλλα εικονίδια για το συμβολισμό της “ομαδικής εργασίας”, της “εργασίας με τον διπλανό”, της “συζήτησης στην τάξη με το δάσκαλο”, της “ανταλλαγής”.

Θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι κατά κάποιο τρόπο γίνεται μια προσπάθεια η χρήση των μαθηματικών να γίνεται από μάζες μαθητών, ακόμα κι αν αυτοί δεν έχουν σχέση με τα όσα προηγήθηκαν. Και είναι η εικόνα, που καλλιεργεί αυτή την ασυνέχεια. Όμως αντίθετα με την εμπορευματική λογική του Bill Gates, τα σχολικά βιβλία δεν απευθύνονται στη μάζα των μαθητών, αλλά στην εν δυνάμει μαγιά, που αποτελεί το σύνολο των ατόμων των μαθητών. Ο κάθε μαθητής πρέπει να έχει το δικαίωμα να ασκηθεί στη χρήση λέξεων και να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα που έχει η συνεχής ροή της σκέψης.

* * *




…το ζητούμενο!

Ίσως κάποιος θεωρήσει αυτές τις επισημάνσεις υπερβολικές. Όμως η αφεντιά μου θεωρεί υπερβολικό το ντάντεμα των μαθητών μέσω εικόνων, μη τυχόν και ξεφύγουν τα παιδιά από τον καταιγισμό εικόνων, που τους στερεί χρόνο να καλλιεργήσουν απερίσπαστα τη σκέψη τους. Ο καθένας δικαιούται χρόνο με τη φαντασία του, να χαθεί μέσα στο νου του, να κάνει έναν νέο συλλογισμό ή έστω ν’ ανακαλύψει την Αμερική για μια ακόμη φορά. Αν μάθουν να αποδέχονται μόνο αυτό που αντικειμενικά μπορεί να απεικονιστεί, τότε στερούνται την φαντασία τους, παύει η ανθρωπιά τους.

Εντελώς άλλο είναι το να συνοδευτούν τα κείμενα σποραδικά απ’ τους απαραίτητους εποπτικούς αρωγούς της σκέψης (σχήματα, σχεδιαγράμματα, πίνακες) ή από εικόνες υποκειμενικές, που καλλιεργούν τη φαντασία, εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν υπάρχουν καθαυτές ή ο συνδυασμός των αντικειμένων που τις συνθέτουν, στη φύση. Έτσι εγείρουν την περιέργεια ξυπνούν ερωτήσεις του τύπου: «Για ποιο λόγο έχει απεικονιστεί αυτό έτσι; Τι θέλει να πει η εικόνα;». Οι υποκειμενικές εικόνες «θέλουν να πουν», αλλά δε το λένε, το αφήνουν στη κρίση του ατόμου. Οι αντικειμενικές «δείχνουν» επιτακτικά κάτι το οποίο είναι αποδεκτό δογματικά και δε σηκώνει συζήτηση, εσωτερική ή εξωτερική.

Τελικά το ζητούμενο είναι η παραγωγική μορφή των εικόνων, είτε στα σχολικά βιβλία, είτε στα κόμικς, είτε στα σκίτσα. Μια τέτοια εικόνα παράγει μια νέα πραγματικότητα, έτοιμης να μπει σε λέξεις στο μυαλό του παρατηρητή και να δημιουργήσει στοχασμούς. Βλέποντας την (και όχι κοιτώντας την), το άτομο στέκεται άναυδο διότι κάτι παρόμοιο δεν έχει ξαναντικρύσει με αποτέλεσμα να ψάχνει στα συρτάρια του μυαλού του, να την εξηγήσει, να την ταξινομήσει, να την αποκωδικοποιήσει και έχοντας σπάσει το κώδικα της, να την εξελίξει. Αυτή η δυναμική πορεία, καθιστά την εικόνα παραγωγική.

* * *

Είναι δύσκολοι καιροί για τις λέξεις. Όλοι θέλουν να φωτογραφίσουν την πραγματικότητα. Περνούν τον καιρό τους χαζεύοντας το σίριαλ της ζωής σε οθόνες πλάσμα. Με μάτια γλαρά, γίνονται δέκτες εικόνων που μορφάζουν, που χτυπιούνται, που αλληλοσπαράζονται. Μετά, τα μάτια κλείνουν. Όνειρα γλυκά!

Κι έπειτα; Με τι κουράγιο να σύρει κανείς το βλέμμα του στις γραμμές; Χώρια το μονότονο της υπόθεσης. Μαύρα σημαδάκια στο χαρτί: ακολουθία συμβόλων προς αποκρυπτογράφιση, για τα μυαλά που συνήθισαν ν’ αναπαύονται στην ευκολία της εικόνας. Άστα, μη τα σκαλίζεις τα μαυράδια, κινδυνεύεις να σκεφτείς.
Γιατί είπαμε: «Η ζωή είναι ωραία χαλαράάά…».

Δεν υπάρχουν σχόλια: