Μέσα σε χρόνια δανεικά/ απρόσμενα και ξένα/ μες τα ποτάμια τα θολά/ που ζω σα μαύρη σμέρνα... (Διάφανα Κρίνα) ...

Παρασκευή, Ιανουαρίου 25, 2008

Τρώτε μακαρόνια!




Κάποτε ο Βέγγος προχωρούσε σ’ ένα δρόμο. Σκυφτός, με τα χέρια στις τσέπες, άνεργος και καταπεινασμένος. Οπότε πέφτει πάνω σ’ έναν εργάτη, με μια βούρτσα βουτηγμένη στη κόλλα, να στρώνει μια τεράστια αφίσα στο τοίχο. Η αφίσα μοστράρει ένα πιάτο λαχταριστή μακαρονάδα με σάλτσα ντομάτας και τυρί τριμμένο. Ο καημένος ο Θανάσης πια, μένει να αποθαυμάζει τα μακαρόνια ξεροκαταπίνοντας.

Πάνω στην ώρα να σου ένας περαστικός, βιαστικός βιαστικός. Εκεί που πάει να προσπεράσει τον Βέγγο, αυτός τον αρπάζει απ’ το μανίκι και του κάνει νόημα με το κεφάλι προς τη μεριά της αφίσας και κοιτάζοντας την έντονα, λέει: «Ε, φίλε; Ωραίο πράμα ε;». Ο άνθρωπος ρίχνει στο πλάι μια ξανόρεχτη ματιά και σηκώνει αδιάφορα τους ώμους, έπειτα συνεχίζει το δρόμο του, καθώς ο πεινασμένος ανθρωπάκος μουρμουρίζει πάλι: « Α, κατάλαβα!». Βέβαια! Κατάλαβε πως ο άλλος «μύριζε» χορτασιές.

Δε θυμάμαι πώς, αλλά στη συνέχεια της ταινίας, ο Θανάσης βρέθηκε να περνάει από κάστινγκ για ένα τηλεοπτικό διαφημιστικό, που διαφήμιζε αυτήν ακριβώς τη μάρκα μακαρονιών. Αφού τον επέλεξαν, αρχίζουν να γυρίζουν το διαφημιστικό. Κλακέτα λοιπόν και πάμε: «Τρώτε μακαρόνια, τρώτε μακαρόνια, είναι μια απόλαυση υγιεινή! Τρώνε οι παππούδες, τρώνε και τα εγγόνια, είναι μια απόλαυση σωστή!», ‘πέφτει’ το τραγουδάκι, αλλά ο πεινασμένος Βέγγος έχει ‘πέσει’ πολύ πριν, πάνω στην αχνιστή γαβάθα που του σερβίρισαν και μπουκώνει τα μακαρόνια λες και από στιγμή σε στιγμή, το πιάτο θα εξαφανιστεί από μπρος του.

«ΚΑΑΑΑΤ!», φωνάζει ο σκηνοθέτης και του εξηγεί, προσπαθώντας να βρει τη ψυχραιμία του, ότι δεν πρέπει να ξεκινά το φαί, προτού του κάνει ο ίδιος νόημα.
«Εντάξει!», συμφωνεί ο Βέγγος και δίνει παραγγελιά στην κοπέλα που του αλλάζει το πιάτο, να τρίψει μπόλικο τυρί στα μακαρόνια.
Να μη τα πολυλογώ, μετά από αλλεπάλληλα δυσαρεστημένα «ΚΑΤ» του σκηνοθέτη, ο Βέγγος άρχισε να ξεσφίγγει το ζωνάρι του, να ξεκουμπώνει το γιακά (μη του φρακάρει το λαρύγγι και εμποδίζει τη κατάποση), να ρουφάει τη μια σόδα πίσω απ’ την άλλη, μπας και χωνέψει τις ποσότητες των μακαρονιών που έφαγε και του ξανάρθει όρεξη, ώστε να μπορέσουν να ολοκληρώσουν το διαολεμένο το διαφημιστικό.

Τελικά ο Θανάσης ξαναβρίσκεται στο δρόμο. Προχωράει, ρεύεται, μια καλοταϊσμένη υπνηλία τον πιάνει. Τότε τον αρπά απ’ το μανίκι ένας σταματημένος, εκστασιασμένος άνθρωπος και του εφιστά την προσοχή στην αφίσα του τοίχου. Πρόκειται για την αφίσα με τα μακαρόνια. Ο Θανάσης, σηκώνει αδιάφορα τους ώμους και προσπερνά…

Όποτε βλέπω αφίσες στους τοίχους και τους ανθρώπους ή να στέκονται και να τις παρατηρούν με προσοχή ή (στην πλειονότητα τους) να τις προσπερνούν αδιάφορα, σιγοτραγουδάω από μέσα μου: «Τρώ-τε μα-κα-ρό-νιααα, τρώ-τε μα-κα-ρό-νιααα…»
και θυμάμαι τον μπουχτισμένο Βέγγο. Τότε ρε φίλε, δε στο λέω γι’ αστείο, αλλά ένας κρύος φόβος με ζώνει και τρέχω στο σουπερμάρκετ να καβατζώσω τίποτα σόδες, μπας και ξεμείνω…

2 σχόλια:

tk είπε...

...

smerna είπε...

Τώρα τι πάει να πει "..." , δε ξέρω. Άμα είναι καλό, καλώς το δημοσίευσα. Άμα είναι κακό, πάλι καλώς το δημοσίευσα, γιατί δεν πρόκειται να το πάρει πρέφα κανείς.
Χαιρετώ σε Μορφέα!
Περαστικά και καλές (ορθο)πεταλιές ξανά!