Μέσα σε χρόνια δανεικά/ απρόσμενα και ξένα/ μες τα ποτάμια τα θολά/ που ζω σα μαύρη σμέρνα... (Διάφανα Κρίνα) ...

Σάββατο, Ιανουαρίου 05, 2008

Μέρος 2ο: ΤΟ ΛΟΥΚΙ (μυθιστόρημα για μερικούς φοιτητές)






Ετοιματζίδικα ή Λα Γκραντ Μπουφέ

«Είναι μια εύκολη εποχή, δε λέω. Πατάς το κουμπί και βγαίνει ο στιλάτος κούκλος και σου λέει τις ειδήσεις. Και ύστερα χωρίς να κάνεις τίποτα, βγαίνουν κι άλλοι στιλάτοι και μοστράρουν τις απόψεις τους. Τις πετάνε χύμα στον τηλεοπτικό πάγκο της τηλεοπτικής λαϊκής και πας εσύ ο νοικοκύρης και τις αγοράζεις σχεδόν τσάμπα, με το κιλό. Μπορείς να τις καταπιείς σαν προσφάι μαζί με την πρωινή καφεδιά, το μεσημεριανό σαβούριασμα ή τη βραδινή πίτσα. Αδιάφορο. Στο κάτω κάτω είναι πολύ εύπεπτες.

Οι ‘απόψεις’ αυτές θα σου κάτσουν στο μυαλό σα χαλκομανίες. Λόγια και εικόνες που δεν πρόκειται να μεταβολιστούν ποτέ. Όπως μπήκαν οι ‘απόψεις’, έτσι και θα παραμείνουν, αδούλευτες, αδιάθετες στη κριτική σκέψη. Μέχρι που κάποια απ’ αυτές θα επικρατήσει επί των άλλων, μόνο και μόνο επειδή φωσφορίζει περισσότερο, μόνο και μόνο επειδή ειπώθηκε περισσότερες φορές, με μεγαλύτερη ένταση και επιμονή απ’ τις άλλες. Ίσως μάλιστα να συνοδεύτηκε από περισσότερες και πιο εντυπωσιακές εικόνες ή από πιο συγκινητικό σάουντρακ. Η επικρατούσα άποψη – η πιο θορυβώδης, η πιο εντυπωσιακή, η πιο συγκινητική – είναι αυτή που τελικά θα ενστερνιστείς και που θα πιστεύεις πως έπαιξες σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της, αλλά που εντέλει θα είναι αυτή ο ύπουλος διαμορφωτής της περαιτέρω στάσης σου.

Και έχεις δίκιο να μη μπορείς να επεξεργαστείς όλες αυτές τις πληροφορίες που φωτογραφικά επικάθονται στη μνήμη σου και τη γεμίζουν. Το πρωί είσαι πολύ βιαστικός για να σκεφτείς. Το μεσημέρι είσαι πολύ αγχωμένος για να αναλύσεις. Το βράδυ είσαι πολύ σκοτισμένος για να κριτικάρεις. Και γενικά έχεις βαρεθεί πολύ όλη αυτή τη βαβούρα των ‘απόψεων’ ώστε να παράγεις ακόμα μια. Τη δική σου, προσωπική άποψη. Δε βαριέσαι βρε αδερφέ, λες, μια άποψη πάνω, μια κάτω, δε χάλασε κι ο κόσμος. Μόνο που… έτσι χαλάει ο κόσμος.

Η έλλειψη πρωτότυπων σκέψεων, συνίσταται από τρία γεγονότα: Τον βομβαρδισμό πληροφοριών και εικόνων, την έλλειψη χρόνου και (γιατί να το κρύψουμε άλλωστε) την ροπή στην ευκολία. Έτσι καταφεύγει κανείς στη μανιέρα του ετοιμοπαράδοτου.
Ποτέ άλλοτε το ετοιματζίδικο, δεν είχε τόσο μεγάλη πέραση. Από την πληροφόρηση μέχρι την διατροφή. Από την παιδεία μέχρι το σεξ. Από τις πολιτικές κατευθύνσεις μέχρι τα καταναλωτικά δάνεια. Από τη καλλιτεχνική βιομηχανία μέχρι την βιομηχανία του καλλίμορφου. Όλα έτοιμα σερβιρισμένα και αρκούντως μεταλλαγμένα. Εύλογα θα διερωτόταν κάποιος: «Καλά, αφού όλα είναι έτοιμα και στο χέρι, για πιο λόγο υπάρχει τόση έλλειψη χρόνου; Πού τρέχουν όλη μέρα οι άνθρωποι;».
Η απάντηση είναι πολύ απλή. Ο μπουφές με τα ‘ετοιματζίδικα’ οργανώνεται από τις διάφορες κατηγορίες όλων αυτών που τρέχουν και δε φτάνουν.

Άλλοι λοιπόν, μεριμνούν για τη ‘σούπα’ της πληροφόρησης, στουμπώνοντας με δαύτη τα μυαλά των υπολοίπων, ώστε να μη νιώθουν την πνευματική ένδεια, που προκαλεί η έλλειψη της πραγματικής σκέψης και της ουσιαστικής γνώσης που αυτή συνεπάγεται. Επειδή μάλιστα αυτοί που «κόπτονται» για την έγκαιρη και έγκυρη ενημέρωση και το σχολιασμό αυτής (δηλαδή για τη δημιουργία άποψης), είναι σχεδόν στο σύνολο τους τσιράκια του συστήματος και κατά συνέπεια δε διαθέτουν ιδιαίτερα λαμπρό πνεύμα ή κρίση, η ‘σούπα’ είναι ιδιαίτερα βλαβερή.

Άλλη κατηγορία μεριμνά για την σωματική διατροφή. Δηλαδή για την επιούσια πίτσα, τα κατεψυγμένα (πλαστικά) σουζούκια, το ντελιβεράτο ‘σπιτικό’ μουσακά, το κατεψυγμένο ψιλοκομμένο κρεμμυδάκι, τις προτηγανισμένες πατάτες… Όλα αυτά, οι υπόλοιποι σκληρά εργαζόμενοι, των άλλων κατηγοριών, μπορούν να τα βοσκήσουν στο φαστφουντάδικο της γειτονιάς τους, σε ένα μπρέικ απ’ τη δουλειά ή να τα ψωνίσουν απ’ το σούπερ μάρκετ της συνοικίας τους, καθώς γυρνάνε ψόφιοι απ’ τη κούραση το βράδυ. Κάτι να μπουκωθούν στα γρήγορα και να την αράξουν μπροστά στη τηλεόραση. Επειδή τα αγνά προϊόντα σπανίζουν (αφού η εγχώρια παραγωγή γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων ατροφεί) και ως εκ τούτου είναι ακριβά, αυτοί που ‘μεριμνούν’ για τη συλλογική διατροφή, χρησιμοποιούν πρώτες ύλες χειρίστης ποιότητας ή προϊόντα εισαγωγής, αμφιβόλου ποιότητας, που εκτός των άλλων, βλάπτουν την ντόπια παραγωγή που οδηγείτε σε μαρασμό.

Στην επόμενη κατηγορία ανήκουν αυτοί που μεριμνούν για τα ‘εδέσματα’ που τροφοδοτούν τη νόηση παιδιών, εφήβων, νεαρών. Και είναι να θαυμάζει κανείς την ένα προς ένα αντιστοιχία που παρουσιάζουν τα προσφερόμενα ‘εδέσματα’ τους, με τα φαγιά που προσφέρει η προηγούμενη κατηγορία. Δηλαδή η επιούσια θρησκεία, η κατεψυγμένη ιστορία, η ντελιβεράτη μαθηματική σκέψη, η κατεψυγμένη ψιλοκομμένη δομή της έκφρασης – έκθεσης, οι προτηγανισμένες θεωρίες, μπορούν άνετα να αντιπαρατεθούν με τις καταναλούμενες πίτσες, σουζούκια και μουσακάδες. Οι δάσκαλοι – σεφ δίνουν στους μαθητές τους κατεψυγμένες και προμαγειρεμένες γνώσεις που δε τρέφουν το πνεύμα, παρά μόνο το μπουκώνουν με θερμίδες ώστε να αισθάνεται κορεσμό και αποστροφή για οποιαδήποτε άλλη, πραγματικά υγιεινή γνώση. Ουσιαστικά, οι διδάσκαλοι, δεν απευθύνονται στη νόηση των μαθητάδων, αλλά στη μνήμη τους τη φωτογραφική. Οι ετοιματζίδικες γνώσεις που προσφέρονται, δεν έχουν την ιδιότητα να ενεργοποιούν τα κανάλια της σκέψης, να εγείρουν αμφιβολίες, να προκαλούν αλυσιδωτές αντιδράσεις ιδεών. Με λίγα λόγια, τα ετοιματζίδικα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε δεδομένα, λόγω της δογματικής και μονολιθικής τους μορφής. Αντίθετα, η αληθινή γνώση, μπορεί μπαίνοντας στο μυαλό να ενεργοποιήσει τη σκέψη και αυτή η ίδια να αλλάξει μορφή, ανάλογα με την προσωπικότητα και τα βιώματα αυτού που την επεξεργάζεται. Η ζωντανή γνώση είναι αυτή που μετέχει σ’ ένα πανηγύρι διαρκών μεταμορφώσεων, τροποποιήσεων, στροφών και αλλαγών πλεύσης, μέχρι που τίποτα πια δε θυμίζει την αρχική μορφή με την οποία απεικονίστηκε στον φλοιό του εγκεφάλου. Στην τελική φάση (αν υποτεθεί ότι υπάρχει τελική), έχει ολοκληρωτικά μεταβολιστεί σε ιδέα, έχει μετατραπεί σε δεδομένο, πραγματικό κτήμα και ταυτόχρονα δημιούργημα του μαθητή.

Όσο για αυτούς που εναποθέτουν στον κοινωνικό μπουφέ σεξουαλικά ‘εδέσματα’, δεν έχουν κανένα λόγο να ακολουθήσουν άλλη τακτική από την πεπατημένη. Η υποτιθέμενη έλλειψη χρόνου, λειτουργεί ως πειστικότατο άλλοθι για να σερβιριστεί ο καθένας με τα άνευρα, άκεφα και ζωώδη εδέσματα της βιομηχανίας του σεξ. Η πορνογραφία παρουσιάζει τα μεζεδάκια της, παρμένα με κρυφές ή φανερές κάμερες, προβαλλόμενα σε μικρές και μεγάλες οθόνες. Τα διοχετεύει στο ιντερνετ, τα κυκλοφορεί στα κινητά, τα κοτσάρει ως ένθετα ντι – βι – ντι στις κυριακάτικες εφημερίδες, για να ‘χει ο λαός να βαράει μαλακία με ετοιματζίδικες φαντασιώσεις, στα ρεπό του. Έτοιμο σεξ στο πιάτο (για πιο λάιβ μαλακία), σερβίρουν οι ντίλερς κορμιών που ηθελημένα ή αθέλητα προσφέρονται προς ενοικίαση. Γιατί βέβαια στο βωμό της έλλειψης χρόνου, της σωματικής και ψυχολογικής κούρασης (πνευματική κούραση δεν υπάρχει, μόνο πνευματικό πανηγύρι), άνετα θυσιάζονται οι διανθρώπινες σχέσεις, οι οποίες είναι οι μόνες που μπορούν να οδηγήσουν σε απογειωτική σεξουαλική συμπεριφορά. Έτσι όλη η κοινωνία στενάζει και ρολάρει υποκρινόμενη τους οργασμούς της, πάνω στα χνάρια που της χάραξαν οι σεφ του είδους. Και ο διαχωρισμός καλά κρατεί, χρήστες – σεξουαλικά αντικείμενα (έμψυχα ή άψυχα), περιπαθώς μπλεγμένα σ’ ένα αρρω…στημένο παιχνίδι.

Και οι πολιτικοί μάγειροι; Στέκουν με τις κουτάλες τους και περιχύνουν με μπλε, πράσινες, κόκκινες σάλτσες πάρλας τα πιάτα που σηκώνουν οι πολίτες απ’ το μπουφέ. Φενακισμένες ιδεολογίες και προγράμματα που ουδέποτε τηρούνται, βάφονται στα χρώματα του εκάστοτε κόμματος και εξυπηρετούν τα συμφέροντα της κλίκας που τρώει απ’ τη κάθε σάλτσα. Οποιοδήποτε κι αν είναι το κόμμα, αν δεν είσαι απόλυτα μαζί τους, είσαι εναντίον τους. Η διαφοροποίηση, η ένσταση, η στηλίτευση, η καταγγελία σκανδαλωδών συμπεριφορών, ισοδυναμεί με κομματική αυτοκτονία. Το κόμμα δε θέλει σκεπτόμενους ιδεολόγους, ικανούς να εκφέρουν άποψη. Το κόμμα θέλει φανατισμένους οπαδούς με σημαίες και καραμούζες, τσιράκια σε κάθε διακηρυγμένο «αγώνα» υπέρ των συμφερόντων του και κυρίως ορδές ψηφοφόρων που κραδαίνουν κομματικές ταυτότητες και κάνουν γιούργια στις κάλπες με διάφανα φάκελα. Οι κομματικές σάλτσες περιέχουν πολλά
Ε – συντηρητικά (που συντηρούν τα κόμματα στο κοινοβούλιο): Ε – φλυαρίας,
Ε – υποσχεσεολογίας, Ε – ψευτιάς, Ε – λάσπης, Ε – τρομοκρατίας, Ε – κλεψιάς,
Ε – λαμογιάς και αμέτρητα άλλα, σε ποσότητες που προκαλούν καρκινογενέσεις απάθειας. Εντούτοις όλοι σερβίρονται και όλοι κονομάνε τον κακοήθη τους.

Άλλη κατηγορία δουλευτάδων μεριμνά για τις χαρτοπετσέτες και τα σεμεδάκια του μπουφέ. Φτιαγμένα όλα με πολύ μεράκι και προνοητικότητα, από πλαστικό και δανεικό χρήμα. Ο κάθε πολίτης παίρνει μια ‘χαρτοπετσέτα’ και σκουπίζει απ’ τη ψυχή του τις καταναλωτικές του ανάγκες. Όσο πιο πολύ βρωμίζει η πετσέτα απ’ τα συσσωρευμένα χρέη της αστικής βουλιμίας, τόσο περισσότερες χαρτοπετσέτες χρειάζεται, που μαζεύουν και τον ιδρώτα της αγωνίας του αυτή τη φορά.

Αυτά είναι τα ετοιματζίδικα λεφτά για την ικανοποίηση πλασματικών αναγκών, που παίρνονται ελαφρά τη καρδία, λες και η μέρα εξόφλησης του σκανδαλωδώς διογκωμένου αντιτίμου, δε θα έρθει ποτέ. Οι τράπεζες συνδαυλίζουν την καταναλωτική μανία προσφέροντας ολοένα και μεγαλύτερη ποικιλία δανείων, κάνοντας να φαίνεται φυσική η πληγή του ασύδοτου δανεισμού, στο σώμα της κοινωνίας. Παράλληλα φροντίζουν τα επιτόκια των χορηγούμενων δανείων, να αυξάνουν με ταχύτερους ρυθμούς από τα επιτόκια των αποταμιεύσεων των πελατών τους. Δηλαδή παίρνουν απ’ τους πελάτες τους καταθέσεις σε ζεστό χρήμα, που το τοκίζουν χαμηλά και το δανείζουν σε άλλους πελάτες τους (ή ακόμα πιο παράλογα, στους ίδιους) τοκίζοντας το υψηλά. Το διάφορο είναι το υπερκέρδος τους. Εντωμεταξύ, επειδή ο πληθωρισμός αυξάνει με ποσοστά πολύ υψηλότερα απ’ τα ποσοστά των επιτοκίων των καταθέσεων, οι οικονομίες των πολιτών χάνουν την αξία τους με το χρόνο. Επειδή ο πληθωρισμός κολλάει στην αγοραστική αξία των πραγμάτων, το υποτιμημένο χρήμα των καταθετών, δε φτάνει για ν’ αγοράσει νέα «αγαθά» (ο όρος μπαίνει εντός εισαγωγικών γιατί τα συγκεκριμένα αγαθά είναι η πηγή του κακού). Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αλλεπάλληλων δανεισμών. Ένα σταθερό, βασανιστικό χώσιμο στο λούκι της κατανάλωσης, της εκταμίευσης εύκολων, ετοιματζίδικων χρημάτων και του αέναου αγώνα – αγωνίας για την εξόφληση τους.

Παραμυθιού η συνέχεια με την κατηγορία των καλλιτεχνών να βάζει το αλάτι και το πιπέρι στα φαγιά και το κερασάκι στη τούρτα της κοινωνικής δραστηριότητας. Φτασμένοι όλοι τραγουδιστές, χορευτές, στιχοπλάστες, ηθοποιοί, περνάνε από τηλεοπτικές σχολές, κονταροχτυπιούνται για τα μάτια μιας κριτικής επιτροπής ‘ειδημόνων’ και παλεύουν να κερδίσουν τις… καρδιές του φιλοθεάμονος κοινού. Οι αυτοπροσδιοριζόμενοι αυτοί καλλιτέχνες, δεν είναι ότι έχουν απαραίτητα κάτι καινούργιο να πουν ή έστω να παρουσιάσουν κάτι παλιό με το δικό τους τρόπο, που ίσως αποτελούσε την ζητούμενη εξέλιξη. Αντίθετα, βαδίζουν βάσει προκαθορισμένου σχεδίου εκπονούμενου απ’ τη βιομηχανία θεάματος. Και τα σχέδια των βιομηχανιών απεχθάνονται τα ρίσκα, τις ιδιαιτερότητες και οτιδήποτε θα προκαλέσει τη θορύβηση και το ξύπνημα της μάζας. Έτσι, οτιδήποτε προσφέρεται ως θέαμα, βγαίνει από ένα καλούπι και εκατοντάδες αναλώσιμες ρεπλίκες παρελαύνουν απ’ την πίστα, το σανίδι, το πάλκο, νανουρίζοντας με το ίδιο μονότονο τρόπο το κοινό.

Τέλος είναι και η κατηγορία των πολιτών που εναποθέτει ‘διαιτητικά’ πιάτα στο μπουφέ, μεριμνώντας για το καλλίγραμμο των σωμάτων. Πρόκειται για τους εργάτες της βιομηχανίας της ομορφιάς, που ακολουθώντας το παράδειγμα των προηγούμενων κατηγοριών, σερβίρουν τους πελάτες με προγράμματα δίαιτας, τους βάζουν σε μηχανήματα λιποδιάλυσης, ανόρθωσης γλουτών, σύσφιγξης στήθους, τους κάνουν πλαστικές, προσθετικές, αφαιρετικές, κόβουν και ράβουν προκειμένου να… ομορφύνουν το υποκείμενο. Απ’ όλες αυτές τις μεταμορφώσεις που συντελούνται επί προσώπων και σωμάτων (για να διώξουν από πάνω τους την ασχήμια του στρες, τις στρεβλώσεις της ορθοστασίας ή της καθιστικής ζωής), δρομολογούνται όχι μόνο προβλήματα σωματικής υγείας, αλλά και ψυχολογικά προβλήματα, κρίσης ταυτότητας, κόμπλεξ, φοβίες πάσης φύσεως.

Όπως είδαμε τα ετοιματζίδικα είναι προϊόντα κακής ποιότητας, προετοιμασμένα από κάποιους για κάποιους άλλους, με υστεροβουλία και δίχως μεράκι. Είναι μεταλλαγμένα προϊόντα, από μεταλλαγμένους εργαζόμενους, για μεταλλαγμένους εργαζόμενους. Εξηγούμαι:
α) Η δημιουργία κατευθύνσεων και ‘απόψεων’, επί των καθαρά ενημερωτικών πληροφοριών των τηλεοπτικών εκπομπών, από τους διάφορους πανελίστες, δημοσιογράφους και ‘ειδήμονες’ παντός είδους, δε συνιστά επάγγελμα. Αντίθετα είναι μια δραστηριότητα που κατασπαταλά χρόνο, χρήμα και πόρους για τη χειραγώγηση των μαζών, την αλλοτρίωση και την αποξένωση τους. Η δημιουργία απόψεων, προκύπτει αβίαστα από την καθαρά ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία, για συζήτηση, για περίσκεψη ώστε να αρθεί το όποιο αδιέξοδο. Η δημιουργία απόψεων προκύπτει απ’ το προσωπικό ψάξιμο, μέσω του ίντερνετ, είτε πιο παραδοσιακά και ολοκληρωμένα από την ανάγνωση βιβλίων και ενημερωτικών εντύπων. Ο τηλεοπτικός χρόνος παράγει το ετοιματζίδικο, ο προσωπικός χρόνος αναζήτησης και επικοινωνίας παράγει το αγνό, το ευέλικτο, το διαρκώς ανανεούμενο. Βλέπουμε δηλαδή, πώς μια απλή κοινωνική και παράλληλα ατομική, υγιής δραστηριότητα, μεταλλάσσεται σε επάγγελμα με σαφώς μεταλλαγμένα προϊόντα. Η μεταλλαγή των αποδεκτών αυτών των ‘προϊόντων’(δηλαδή των πολιτών), φαίνεται στη μη σκέψη, στην ανία, στην αδιαφορία, στην κοινωνική αποξένωση και καχυποψία.
β) Τα κατεψυγμένα, προμαγειρεμένα φαγητά και τα ετοιμοπαράδοτα φαγητά, οδηγούν στην αλλοτρίωση των καταναλωτών από τις φυσικές πρώτες ύλες και τη διαδικασία παραγωγής της τροφής, τουλάχιστον στο στάδιο του μαγειρέματος. Δηλαδή διαμορφώνεται μια γευστική μανιέρα, με πολύ αλάτι και πολλά συντηρητικά, δίχως τη φαντασία και τη προσωπική σφραγίδα του τελικού καταναλωτή. Οπότε άλλη μια κοινωνική – ατομική δραστηριότητα μεταλλάσσεται σε επάγγελμα, που απορροφά πόρους και χρόνο και που συνεργεί στην ισοπεδωτική ομογενοποίηση των πάντων.
γ) Σε αντίθεση με τα προηγούμενα που είναι όπως αναφέρθηκε, απλές κοινωνικές και ατομικές δραστηριότητες, ανάλογα με τον τρόπο που εκτελούνται (σε κάποια μη μεταλλαγμένη κοινωνία), η διδασκαλία θα μπορούσε και στην ιδανική της κατάσταση να είναι επάγγελμα ή μάλλον πιο ταιριαστός όρος, για την ιδανική περίσταση, θα ήταν το ‘λειτούργημα επί πληρωμή’. Ωστόσο ο ετοιματζίδικος τρόπος με τον οποίο ασκείται, την καθιστά μεταλλαγμένο επάγγελμα - αγγαρεία. Ξοδεύεται πολύτιμος χρόνος, χρήμα, μπόλικη νεανική ψυχή και μυαλό, σε μια δογματική εκμάθηση επιστημονικών και φιλολογικών θεωριών. Αυτά τα δόγματα είναι που αποτελούν τη μεταλλαγμένη ‘γνώση’, που πρέπει να καταπιούν και ακολούθως να ξεράσουν οι μαθητές σε κάποια εξεταστική, διότι η μεταλλαγμένη ‘γνώση’ δε μεταβολίζεται.
δ) Το σεξ επίσης δεν είναι επάγγελμα. Εδώ θα μπορούσε να γελάσει κανείς λέγοντας πως και βέβαια μπορεί να είναι επάγγελμα και μάλιστα είναι το… αρχαιότερο του κόσμου. Ε λοιπόν το επαγγελματικό σεξ, είναι η αρχαιότερη στενά κοινωνική δραστηριότητα που μεταλλάχτηκε σε επάγγελμα – δουλεία. Διότι τι περισσότερο από δούλος μπορεί να είναι κάποιος που διαθέτει το κορμί του προς χρήση.
Απ’ την άλλη η σεξουαλική καθοδήγηση των μαζών με οπτικοακουστικά μέσα, τα οποία ψυχαναγκαστικά, πολλές φορές, επιβάλουν μια στρεβλή σεξουαλική συμπεριφορά, θα μπορούσε από μεταλλαγμένο εμπόριο, μεταλλαγμένων προϊόντων, να είναι επάγγελμα – λειτούργημα ορθής σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης των πολιτών.
ε) Η πολιτική είναι άλλη μια δραστηριότητα έμφυτη σε κάθε πολίτη, η οποία περιλαμβάνει την δημιουργία άποψης για τα κοινά και την ενεργή συμμετοχή στη διαμόρφωση και εξέλιξη των δημοσίων. Δηλαδή ο πολίτης ξεπερνώντας την μονοδιάστατη ατομικότητα του τίθεται στην υπηρεσία του συνόλου και έτσι ολοκληρώνεται ως άνθρωπος, ανακαλύπτοντας και άλλες διαστάσεις του μέσω της δημόσιας αλληλεπίδρασης.

Όμως η πολιτική, από συλλογική δραστηριότητα έχει μεταλλαχτεί σε επάγγελμα μιας μερίδας πολιτών. Έτσι μοιραία άλλαξε και το περιεχόμενο του όρου. Από δραστηριοποίηση όλων για όλους, έγινε δουλειά των ολίγων, υπέρ αυτών που τους αναδεικνύουν στηρίζοντας τους οικονομικά.
Η επαγγελματική πολιτική θα ήταν πιο σωστό να ονομάζεται επαγγελματικός κομματισμός που περιλαμβάνει τις εξής βασικές δραστηριότητες:
1) Την υποσχεσιολογία (που δεν είναι καν ρητορεία)
2) Το επικοινωνιακό παιχνίδι με βασικούς συνεργούς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης,
για ανάδειξη δήθεν κομματικού έργου
3) Τις ραδιουργίες και την σκανδαλοθηρία
4) Την αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση. Δηλαδή ακόμα κι αν δεν υπάρχουν
ουσιαστικές διαφορές στην προσέγγιση ενός θέματος μεταξύ των κομμάτων, αυτές
θα ανιχνευθούν και θα πάρουν διαστάσεις τρομερού κομματικού χάσματος,
προκειμένου να δικαιολογηθεί η ύπαρξη των κομματικών ταυτοτήτων. Ο
κομματιστής δηλαδή, πρέπει να μεριμνά ώστε ποτέ να μη γίνει μπορετή η
γεφύρωση των όποιων λεπτών διαφορών.
5) Την εκλογολογία και τον προεκλογικό ‘αγώνα’, που συντηρεί μια ολόκληρη
κλίκα διαφημιστών, ίματζ μέικερ και μεσαζόντων – κουμπάρων.
Όλες αυτές είναι φουλ τάιμ δραστηριότητες ενός κατ’ επίφαση επαγγελματικού κλάδου. Μάλιστα θα ήταν παράλογο να ζητήσει κανείς οτιδήποτε περισσότερο από τόσο πολυάσχολους εργαζόμενους. Και μόνο η οργάνωση όλων των παραπάνω συνιστά βαριά και ανθυγιεινή εργασία.
Το επάγγελμα του κομματιστή, περνώντας στη συνείδηση των πολιτών ως άσκηση πολιτικής, καταργεί αυτόματα οποιαδήποτε προδιάθεση για πραγματική πολιτική δραστηριότητα από τα μέλη της κοινωνίας. Οι πολίτες αποπροσανατολισμένοι και απελπισμένοι κλείνονται στον εαυτό τους και θεωρούν ψυχοφθόρο χάσιμο χρόνου την ενασχόληση με τα κοινά. Έτσι ο ύπουλος φασισμός της μοιρολατρίας που εκπορεύεται απ’ τους κομματιστές, κρατάει τα κεφάλια των ανθρώπων «μέσα», απαγορεύοντας τους να εκδηλώσουν την πολιτική τους θέση.
στ) Και αισίως ερχόμαστε σε μια τρίτη μεταλλαγμένη «επαγγελματική» κατηγορία.
Πρόκειται για αυτούς που υπηρετούν τη θητεία τους, ως μεταλλαγμένοι εργαζόμενοι
σε τράπεζες. Δεν πρόκειται για μεταλλαγή μιας φυσικής ατομικοκοινωνικής δραστηριότητας, ούτε συνιστά αλλοτρίωση ενός επαγγέλματος – λειτουργήματος. Πρόκειται για την αναγωγή των εγκληματικών πράξεων της τοκογλυφίας και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, σε νόμιμο επάγγελμα.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην αρχή της ιστορίας τους, οι τράπεζες είχαν εκμεταλλευτεί την ανθρώπινη ανάγκη για ασφάλεια και αποταμίευση. Την ανάγκη του εργαζόμενου, για μια υλική επιβράβευση, ένα υλικό αντικαθρέφτισμα, των κόπων και των προσπαθειών του. Επίσης ότι υπήρξε εκμετάλλευση της επιθυμίας ενός λαού να γίνουν κρατικά έργα, τα οποία θα βελτίωναν την δημόσια ποιότητα ζωής. Και στα λόγια, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο είχαν δημιουργηθεί τα κρατικά τραπεζικά ιδρύματα. Πάντοτε στην αρχή δε λείπουν οι αγαθές προθέσεις, άλλο αν στη συνέχεια η δημόσια κακοδιαχείριση του τραπεζικού πλούτου και τα ληστρικά δανειοδοτικά σοφίσματα τις διαψεύδουν.

ζ) Η κλάση των καλλιτεχνών επίσης αποτελούν μια μεταλλαγμένη επαγγελματική ομάδα, αποτελούμενη από αναλώσιμες, κλωνοποιημένες καρικατούρες, που προσπαθούν να ψυχαγωγήσουν τη μάζα.
Βέβαια, το κατά πόσο θα μπορούσε να υπάρξει επαγγελματίας καλλιτέχνης έξω απ’ τη μεταλλαγμένη πραγματικότητα, είναι συζητήσιμο, αφού η αιθεροβασία, η άσκηση της φαντασίας, το αχαλίνωτο πάθος και η καλλιτεχνική διέξοδος αυτών, μάλλον την εξωτερικοποίηση μιας εσωτερικής «αρρώστιας» συνιστούν, ώστε να μην «εκραγεί» μια ειδική κατηγορία πολιτών. Όμως από την άποψη του μεγέθους του χρόνου και του κόπου, που καταναλώνουν για να μορφοποιήσουν καλλιτεχνικά τις ανησυχίες τους, ασκούν πραγματικά ένα επάγγελμα, δεν είναι άνεργοι. Ακόμα, το ότι τελικά τα έργα μπορεί να μη δημιουργήθηκαν έχοντας κατά νου το ευρύ κοινό, αλλά πρόκειται να πουληθούν σ’ αυτό και να συντελέσουν στην ψυχαγωγία του, κάνει τους καλλιτέχνες πραγματικούς επαγγελματίες. Άρα το επάγγελμα του καλλιτέχνη θα μπορούσε να υπάρξει σε μη μεταλλαγμένη μορφή, αν καταργούταν η φιλοσοφία και η πρακτική των ετοιματζίδικων.
η) Το σώμα, το πνεύμα και η ψυχή (αυτή η ‘αγία’ τριάδα), θα μπορούσε να αποτελέσει τον ορισμό του ανθρώπου ως άτομο, ξεχωρίζοντας τον απ’ τα υπόλοιπα έμβια όντα. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει ισονομία μεταξύ των τριών αυτών συστατικών του ανθρώπου. Το σώμα είναι εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, γιατί απ’ αυτό εκπορεύονται οι σκέψεις και οι ψυχικές αρετές. Είναι το υλικό «σημείο» απ’ όπου πιάνονται το πνεύμα και η ψυχή, για ν’ αλλάξουν τον απτό μικρόκοσμο μας και για ν’ αλληλεπιδράσουν με άλλα πνεύματα και ψυχές.
Βάση των παραπάνω, αποτελεί αναγκαιότητα και υποχρέωση του καθενός, μέσω της σωστής διατροφής και γυμναστικής, να διατηρεί ένα υγιές σώμα, στον τύπο του φυσικά, χωρίς κοψίματα και ραψίματα ή οποιεσδήποτε άλλες τροποποιήσεις. Στο κάτω κάτω ο στόχος είναι η απελευθέρωση του πνεύματος και η ευεξία της ψυχής, όχι η μεταλλαγή στην εκάστοτε μοντέρνα άποψη του τι αποτελεί όμορφο και αποδεκτό από τη βιομηχανία μοντέλων.
Έτσι η βιομηχανία του καλλίμορφου δεν είναι παρά ένας μεταλλαγμένος κλάδος, που δεν κάνει άλλο απ’ το να προσπαθεί να μπαλώσει ή να σκεπάσει τις διατροφικές ατασθαλίες, τη χρόνια διαβίωση σ’ ένα ανθυγιεινό περιβάλλον και την ολοήμερη ακινησία ή ορθοστασία. Πρόκειται για ένα μεταλλαγμένο επάγγελμα που απευθύνεται σε μεταλλαγμένους πολίτες που δεν έχουν το χρόνο να γυμναστούν, αλλά έχουν και παραέχουν το χρόνο, το χρήμα και την ενέργεια να επιδοθούν σε κάθε είδους ανορθώσεις, βαψίματα και πλαστικές. Μόνο που τελικά αυτό το είδος της επιφανειακής, ετοιματζίδικης σωματικής ομορφιάς, της διαμορφωμένης σύμφωνα με κάποια μανιέρα, δεν προάγει παρά ένα βαλτωμένο πνεύμα (μη πνεύμα) και μια αγκυλωμένη ψυχή (μη ψυχή). Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος, με τους πολίτες να μην μπορούν να σκεφτούν τις προοπτικές και τα λάθη τους, επαναλαμβάνοντας τα αέναα.

Αυτή είναι η άποψη του μεγάλου μπουφέ με τα ετοιματζίδικα, που στρώνουν μεταλλαγμένοι εργάτες. Και το ‘Μεγάλο Φαγοπότι’ των πολιτών καλά κρατεί, μόνο που όπως στη ταινία του Φερρέρι, όλοι έχουν βαλθεί ν’ αυτοκτονήσουν ασχημονώντας και τρώγοντας μέχρι σκασμού. Μπουκώνουν τα μεταλλαγμένα που παράγουν, λόγω λήθης, τεμπελιάς και απελπισίας.

Οι πολίτες αυτοκτονούν τρώγοντας ετοιματζίδικα προϊόντα που παράγονται από μη επαγγελματίες, πολύ απλά γιατί αυτά τα επαγγέλματα δεν είναι λογικό να υπάρχουν. Αυτοκτονούν με το να τρώνε έτοιμες απόψεις, γνώσεις, πολιτικές, φαγιά, σεξ, ομορφιά, στερώντας απ’ τον εαυτό τους δραστηριότητες που διαμορφώνουν όλα τα παραπάνω και τους βάζουν προσωπική σφραγίδα. Αυτοκτονούν γινόμενοι μονοδιάστατοι, μεταλλασόμενοι σε άκεφους και άνευρους πολίτες στις ποικίλες εκφάνσεις της ζωής.

Οι μεταλλαγμένες δουλειές εφευρέθηκαν αφού μεθοδεύτηκε η κατάργηση των πραγματικών επαγγελμάτων, που οδηγούν στην ουσιαστική ανάπτυξη της οικονομίας, της ποιότητας ζωής και της γνώσης. Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η βιομηχανική τυποποίηση και επεξεργασία των παραγόμενων προϊόντων, το εμπόριο, η ναυτιλία, ο τουρισμός, η εκπαίδευση και η τέχνη, είτε μεταλλάσονται, είτε εκλείπουν. Έτσι οι πολίτες λόγω απελπισίας για την ανεργία που προκαλεί η παρακμή των πραγματικών, ζωογόνων επαγγελμάτων, αναζητούν μια θεσούλα σε μια κατ’ επίφαση αγορά εργασίας, εκτελώντας μια μάταιη, αλγορυθμισμένη δουλειά. Ενώ λόγω λήθης – τεμπελιάς – βολέματος, αρνούνται να σκεφτούν ένα τρόπο να βγουν απ’ το λούκι. Πάντως υπάρχει μια ελπίδα. Όταν το βόλεμα στη μιζέρια καταντήσει καταφανώς ασύμφορο, τότε το λούκι θα έχει πολλά σκατά να επιστρέψει στη φύση.»

* * *


Το αντίπαλο δέος – Θεόδωρος Ραντικόφσκι

«Μέσα στις καφετέριες της Πανεπιστημιακής Πολιτείας γίνεται χαμός. Η ιδέα του Σπύρου Νταβατζίδη είχε κυκλοφορήσει από στόμα σε στόμα και είχε πολύ μεγάλη πέραση στα μέλη της ΧΛΑΠ (ΧΛΑΠ : Χώρια ο Λαός Απ’ τους Πλουσίους). Παρέες παρέες οι ‘χλαπίτες’ τραβούσαν κλήρους για τους αντιπροσώπους στο μάθημα της επόμενης ώρας. Όσοι λάχαινε να αναλάβουν την αγγαρεία της αντιγραφής από τον πίνακα, έκαναν πολύ φασαρία με τις φωναχτές διαμαρτυρίες τους, τους καυγάδες που ‘στηναν για δήθεν αδικίες και τα μουλωχτά παζάρια με τους πιο τυχερούς της παρέας. Πλήρωναν αδρά για μια ώρα εκδούλευσης, που θα τους γλίτωνε απ’ τη βαρετή και άβολη παραμονή στα ξύλινα αμφιθεατρικά έδρανα. Οπότε όποιος είχε τίποτα οικονομικές στενότητες, έβγαζε καλό μεροκάματο εκμεταλλευόμενος την περίσταση, συν το ότι ασκούσε τη καλλιγραφία του και την υπομονή του. Αμέ! Το τερπνόν μετά του ωφελίμου. Στο κάτω κάτω κανείς δε ξέρει τι δεξιότητες θα του φανούν χρήσιμες, αργότερα στη ζωή.

Αν και οι χλαπίτες ήταν πολλοί, εντούτοις υπήρχαν κι άλλες φοιτητικο – κομματικές οργανώσεις οι οποίες δυσανασχετούσαν που τον τρόπο (χωρίς κόπο) σπουδών, τον είχε θυμηθεί ένα βασικό στέλεχος της ΧΛΑΠ. Καταλάβαιναν καλά ότι το «πρώτο κόμμα» είχε με το ‘καλημέρα σας’ (της ταραγμένης επιστροφής στο Πανεπιστήμιο), να … επιδείξει έργο, φωτεινό και εμπνευσμένο, το νοικοκύρεμα των σπουδών. Γι’ αυτό και ανάλογα με την παράταξη στην οποία ανήκαν, αποφάσισαν να χαράξουν δική τους πορεία στον χάρτη της δράσης, που έτσι κι αλλιώς ήταν δεδομένος: Η δράση περιοριζόταν στην αντιγραφή σημειώσεων.

Όσο ο Νταβατζίδης διατράνωνε την κυριαρχία του ως κομματικό στέλεχος της ΧΛΑΠ, ανεβάζοντας ταυτόχρονα και τη δημοτικότητα του κόμματος, υπήρχαν και άλλοι, διόλου ευκαταφρόνητος ο αριθμός τους, που είχαν πιάσει παράμερα τραπέζια και αντάλλαζαν βαρύθυμες ματιές, ξεφυσούσαν ντέρτικα τον καπνό του τσιγάρου τους και μουτζούρωναν χαρτιά με συνθήματα διόλου κολακευτικά για τον Νταβατζίδη, τη θεια του και τους νεοφώτιστους υπηκόους του. Αυτοί ήταν μέλη της ΚΚΔΑ (ΚΚΔΑ: Κίνημα Κόντρας στη Διαφθορά των Άλλων) και θεωρούσαν υποχρέωση τους να μην είναι ποτέ ικανοποιημένοι με ξένες πολιτικές, ακόμα κι αν σ’ αυτές τους τις εριστικές ενστάσεις δεν μπορούσαν να δώσουν σαφή και ρεαλιστική ανταπάντηση.

Στις συζητήσεις των κδιτών, το βασικό τόνο έδινε η απαξίωση για οποιαδήποτε ενέργεια έκαναν άτομα που δεν ήταν δηλωμένοι δικοί τους. Μάλιστα ήταν περισσότερο εχθρικοί προς όσους είχαν κάμποσα κοινά σημεία στα λόγια και στις ενέργειες μ’ αυτούς. Αυτό ακούγεται παράλογο, μα στο κομματικό παιχνίδι τους, είχε υψίστη σημασία, κομματικής ζωής ή θανάτου. Ήθελαν να πείσουν τους πάντες, πως ήταν οι μόνοι που κατείχαν την αλήθεια και για τούτο μόνο το κόμμα τους ήταν άξιο για να προσχωρήσουν. Αν παραδέχονταν κοινά σημεία και τακτικές με άλλους, τότε τα ‘κουκιά’ μοιράζονταν, ο μέσος οπαδός δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει τις αμβλυμμένες διαφορές και ενδέχεται άλλες θέσεις που διαφοροποιούσαν πραγματικά τη ΚΚΔΑ, να μην ήταν και πολύ του γούστου του.

Έτσι, έστω ότι υπήρχε μια κλίμακα που χωριζόταν με διαβαθμίσεις και η ΚΚΔΑ ήταν αριστερά του κέντρου, τότε όλα τα κόμματα που βρίσκονταν επίσης αριστερά ήταν τα πιο εχθρικά και επικίνδυνα. Τα λοιπά αριστερά κόμματα, νόθευαν την ‘ιδεολογία’, αποτελούσαν κατά κάποιο τρόπο αιρέσεις της ΚΚΔΑ, άθλιοι καπηλευτές του αριστερού χώρου, τον οποίο οι κδίτες πίστευαν ότι έπρεπε να μονοπωλούν. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που σε κάθε διαμαρτυρία ή ξεσηκωμό, ενάντια σε μια τακτική του κυρίαρχου κόμματος που καταπατούσε το δίκιο του αριστερού φάσματος, η ΚΚΔΑ ύψωνε φωνή απ’ το δικό της πριβέ μετερίζι, σνομπάροντας κάθε προσφορά για συνασπισμό ακόμη και ενάντια στον κοινό εχθρό.

Η ΚΚΔΑ με τη ΧΛΑΠ δεν είχαν κανένα κοινό σημείο. Η ΧΛΑΠ βρισκόταν τοποθετημένη στα δεξιά του κέντρου και γι’ αυτό ήταν χτυπητές οι διαφορές απόψεων και συμφερόντων των δύο κομματικών παρατάξεων. Θα έλεγε κανείς ότι η ΧΛΑΠ ήταν το ‘κόκκινο πανί’ που έδινε λόγο ύπαρξης στη ΚΚΔΑ. Οι δυο τους δε χρειαζόταν να προσπαθήσουν και πολύ, για να στήσουν το σκηνικό της κόντρας. Κατά τους κδίτες, κάθε λόγος, κάθε πράξη των χλαπιτών, ενείχε διαφθορά, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα της παραταξιακής κλίκας. Εντούτοις παρά τις συγκρούσεις, ένα αίσθημα άσπονδης φιλίας πλανιόταν στον αέρα, σαν να ήταν τα δύο κόμματα πυγμάχοι που ενώ οφείλουν να ανταλλάξουν γροθιές, στο τέλος του αγώνα αγκαλιάζονται, ευγνωμονώντας ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Άλλωστε, χωρίς την ύπαρξη της αντίπαλης πλευράς δε θα ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί η μάχη, το θέαμα, οι κερκίδες, οι μοιρασμένοι οπαδοί, τα στοιχήματα, τα λεφτά, οι προπονητές, οι μάνατζερ, τα ‘στημένα’ παιχνίδια, οι έντονες συγκινήσεις των κροσσέ και των άπερκατ. Οι γροθιές, η επαφή, ο πόνος, το πάθος, ο θυμός, φέρνουν κοντά τους αντιπάλους, τους κάνουν να συμφωνούν ότι διαφωνούν και να κανονίζουν, αέναα, μετά το τέλος κάθε αγώνα, το τόπο και την ημερομηνία της ρεβάνς.
Έτσι ξεκάθαρα εχθρικές ήταν η ΧΛΑΠ και η ΚΚΔΑ, χωρίς κοινά σημεία ή σύμφωνες απόψεις που φέρνουν σε αμηχανία και ξενερώνουν το πάθος του αγώνα. Κι όμως τόσο φιλικές, λόγω αυτής ακριβώς της χτυπητής διαφορετικότητας και του πάθους που κερνούσαν η μια την άλλη. Μα με τον καιρό επήλθε οσμωτική ισορροπία και ο κορεσμός έκανε τη ΚΚΔΑ να περιορίσει τις επιθέσεις στην ΧΛΑΠ. Αν δεν συνέτρεχε σοβαρός λόγος, δεν έμπαινε στο κόπο να επιτεθεί αμυνόμενη. Για αντιστάθμισμα βρήκε ένα άλλο γουστόζικο παιχνίδι, να οξύνει τις μικροδιαφορές που είχε με τα υπόλοιπα κόμματα της αριστεράς. Οπότε όλη η λύσσα και η ενέργεια των επιθέσεων ξοδευόταν στον αριστερό εμφύλιο.

Εξαιτίας αυτής της χαλάρωσης οι κδίτες δεν είχαν αντιδράσει με άμεσες φασαρίες και φωνές, στις ιδέες και τις προτάσεις του Νταβατζίδη. Η διαφωνία υπήρχε, ήταν δεδομένη και θα εκφραζόταν εν καιρώ, μόνο που έπρεπε να σκεφτούν πρώτα πιο ήταν ακριβώς, το σημείο με το οποίο διαφωνούσαν.
Με σκοτεινιασμένο ύφος, ο Θοδωρής Ραντικόφσκι, πολυκαιρισμένο στέλεχος της ΚΚΔΑ, τσαλάκωσε νευρικά το μισοκαπνισμένο τσιγάρο του στο ξέχειλο τασάκι. Τέντωσε τα πόδια και η καρέκλα του τριζοβόλησε άσχημα, σερνάμενη προς τα πίσω. Έπειτα καθώς σηκωνόταν βαριά, σαν απρόθυμα, κρατημένος απ’ το τραπέζι, έκανε νόημα στα συντρόφια να σηκωθούν κι αυτά και να τον βοηθήσουν να μεταφέρει έξω το τραπέζι και τις καρέκλες. Η χάβρα των Ιουδαίων που επικρατούσε εκεί μέσα, τον είχε βρει απροετοίμαστο και αυτό τον είχε πειράξει σοβαρά στο φιλότιμο.

Έστησαν λοιπόν το τραπέζι και τις καρέκλες στη σκιά του στεγασμένου υπαίθριου χώρου, που βρισκόταν έξω απ’ την είσοδο των αμφιθεάτρων του μαθηματικού και του φυσικού. Ο Ραντικόφσκι κοίταξε το τραπέζι, το βρήκε πολύ γυμνό και η ματιά του σβουρίστηκε στο γύρο χώρο προς ανεύρεση ‘τραπεζομάντιλου’. Πάνω στους τοίχους του κτιρίου του Χημικού, πιο πέρα, υπήρχαν ακόμα κάτι μισοξεσκισμένες αφίσες της ΚΚΔΑ, από, ποιος ξέρει, ποια εποχή. Μια και δυο, πήγε και ξεκόλλησε μερικές που κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να κραυγάσουν τα μηνύματα τους, αλλά ο τόνος τους έπεφτε σε ψίθυρο στις ξεθωριασμένες ή κομμένες συλλαβές. Ο Ραντικόφσκι όμως μ’ ένα κόκκινο μαρκαδόρο, έκανε το θαύμα του και οι αφίσες ξαναβρήκαν το ίσο τους. Έπειτα με ένα ρολό κολλητικής ταινίας που ‘βγαλε απ’ το σακίδιο του, κρέμασε διαδοχικά δυο απ’ τις αφίσες στη πλευρά του τραπεζιού που ‘έβλεπε’ προς το πλακόστρωτο δρομάκι, που έφερνε τους φοιτητές απ’ το πανεπιστημιακό πάρκιγκ στα αμφιθέατρα των θετικών επιστημών. Μπροστά και δεξιά (για όποιον καθόταν με την πλάτη γυρισμένη στα κτίρια), οι μάγκες είχαν πολύ καλή θέα και στο εσωτερικό της καφετέριας, απ’ την οποία δεν τους χώριζαν παρά καμιά δεκαριά μέτρα και οι τζαμαρίες της πρόσοψης. Αφού στόλισε έτσι τη μόστρα, σα μαγαζάτορας που βγάζει στο μεϊντάνι δείγμα της πραμάτειας του, έστρωσε ακόμα τρεις αφίσες στο πάνω μέρος του τραπεζιού, να ‘χουν να διαβάζουν κι οι καφέδες. Τις καρέκλες τις τοποθέτησαν ημικυκλικά, στα πλάγια και στο πίσω μέρος του τραπεζιού – κομματικού μικρομάγαζου. Μετά ξαναστρώθηκαν όλοι στις καρέκλες, με το κέφι τους να έχει φτιάξει αισθητά, λόγω της μικρής τους δραστηριοποίησης, με την οποία έδειξαν κυριολεκτικά ότι διαχωρίζουν τις θέσεις τους.

Κάτι άλλο που τους τόνωσε αρκετά το ηθικό, ήταν πως τα καμώματα τους είχαν προσελκύσει κάμποσους περίεργους, που απόμειναν να διερωτούνται τι να σήμαιναν όλες αυτές οι ανακατατάξεις. Επειδή όμως κανείς εκ των κδιτών δε φαινόταν πρόθυμος ή έτοιμος να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση εκτός του ότι: «Δε μας αρέσουν τα χνώτα των χλαπιτών!», οι περίεργοι, επέστρεψαν στη καφετέρια, πήραν κάμποσες καρέκλες και τραπέζια και τα αράδιασαν έξω στον καθαρό αέρα. Πότε πότε έριχναν κλεφτές ματιές στο κομματικό τραπέζι της ΚΚΔΑ, αλλά κυρίως πασαλείβονταν με αντηλιακά και έπαιζαν παιχνίδια και μουσικές στα κινητά τους, ασχολίες, που εντέλει απορρόφησαν όλη τους την προσοχή.

Ο Θοδωρής Ραντικόφσκι από την ώρα που είχε ξανακαθίσει δεν είχε βγάλει μιλιά απ’ το στόμα του και άκουγε με μισό αυτί τις κουβέντες των συντρόφων του που καταδίκαζαν την άθλια τακτική που ακολουθούσε ο Νταβατζίδης για να προσελκύσει ψήφους:
- «Είδες αναισχυντία;», έλεγε ο ένας, «Να μοιράζει καρτούλες με κούφιες, υλιστικές υποσχέσεις, για γλέντια και εκδρομούλες. Να φτύνει έτσι ωμά, κατάμουτρα σε όλους: ‘Ξέρω ότι το μόνο που είστε ικανοί να επιθυμήσετε, είναι το φαΐ σας και τα φτηνά θεάματα σας.’. Πρόγραμμα στο χώρο μιας καρτούλας, που δε χωράει καλά καλά ούτε τα στοιχεία της μάνας μου, της οδοντογιατρού!»
-«Μωρέ να κάτσω να με γαμήσεις, αν με τη καρτούλα του δε ξεριζώσει αυτός δόντια… να φτιάξει μιλιούνια μασέλες. Όταν λιώνει τη μια θα φοράει την άλλη!», έλεγε ο έτερος των αποστόλων.

-«Πρόγραμμα στο χώρο μιας καρτούλας! ΨΨΨΨΕ! Μωρέ έχει άπλετο χώρο η καρτούλα, για να χωρέσει τα οράματα και τα προγράμματα για την πρόοδο και την ανάπτυξη, ενός υποκειμένου σαν τον Νταβατζίδη! Τι φτήνια! Και τα κορόιδα από κάτω να χειροκροτούν ευχαριστημένα τα σκουπίδια που τους πετούσε ο μπαγαπόντης! Μα τη μαύρη αλήθεια… σα να έβλεπα αμόρφωτο σκυλολόι περασμένων αιώνων, να γαβγίζει χαρούμενα κουνώντας την ουρά στον αφέντη!», μούτζωνε με τα τέσσερα ένας τρίτος.
-«Αμ ο χορηγός; Η βότκα; Τι σας λέει; Ε ρε! Στην υγειά των κορόιδων!», ξανάλεγε ο ‘έτερος’ και ρουφούσε με μανία το τσιγαράκι του, χωρίς ποτέ να ξεφυσάει το καπνό.
-«Και… και είδες ο πούστης; Να τολμάει να λέει πως με καταμερισμό εργασίας οι σπουδές μπορούν να γίνουν πιο εύκολες! Μωρέ ξέρουμε τον καταμερισμό σας! Στημένες κληρώσεις για να κάνουν πάντα οι πιο αδύναμοι όλη τη βρώμικη δουλειά, καθώς οι άρχοντες θα χουζουρεύουν στο κρεβατάκι τους μέχρι το μεσημέρι, περιμένοντας τις σημειώσεις έτοιμες σερβιρισμένες στο πιάτο. Για να μη πω και μασημένες κιόλας!», τσίριζε μονορούφι ένας τσίρος με πορτοκαλιά μαλλιά και χίπικη φούστα. «Και δώσ’ του να διορίζονται ενδιάμεσοι κληρωτάδες. Και δώσ’ του να λαδώνονται για να μη κληρώσουν τίποτα ‘δικά μας παιδιά’. Και δώσ’ του οι ασθενέστεροι οικονομικά, να χτυπάνε εξουθενωτικά δεκάωρα αντιγραφής, σε άθλιες συνθήκες εργασίας. Πάνω σε ξύλινα, άβολα έδρανα, με ψυχρά ρεύματα αέρα το χειμώνα να τρυπάνε τα αμφιθέατρα και πνιγηρή ζέστη το καλοκαίρι… Και δώσ’ του η διαφθορά και το ταξικό χάσμα να αυξάνονται και να πληθύνονται!», κυλούσε πιλάλα η γλώσσα του τσίρου εκθέτοντας όλο το άδικο και το προβληματικό της υπόθεσης.
-«Μάλιστα συντρόφισσες και σύντροφοι! Η κληρωτίδα δεν είναι η λύση. Πάντα η τύχη λαδωνόταν και δούλευε προς όφελος του δυνατού! Κάτω οι διεφθαρμένοι! Κάτω οι καπηλευτές του λαϊκού μόχθου! Μαύρο στον Νταβατζίδη και στις ακροδεξιές ιδέες του, που υποστηρίζονται φως φανάρι απ’ τις πολυεθνικές!», καταδίκαζε κοφτά, μια καθάρια φωνή και ήταν να θαυμάζει κανείς τη κοπελιά που χειριζόταν τόσο μαστορικά το στιλέτο του λόγου, χαρακώνοντας τον αέρα.
Εντωμεταξύ ο Θοδωρής, μη μετέχοντας στη κουβέντα, απασχολούσε τη ματιά και το νου του, με το θέαμα των δυο αιμόφυρτων κρητικών. Καθισμένοι στα πρώτα σκαλοπάτια που ανέβαιναν εξωτερικά κατά τον πρώτο όροφο του χημικού, ο Μητσάρας και ο Σήφης, γιατροπορεύονταν με τσικουδιά, πότε χύνοντας την στα λαρύγγια τους και πότε στις ανοιχτές πληγές τους. Με αυτή τη φροντίδα, οι πληγές στέρευαν για ένα δευτερόλεπτο και έπειτα ξανάφηναν το σκούρο αίμα να αναβλύσει. Τα παλικαράκια, που είχαν την ατυχία να τρομάξουν απ’ τον μονόπαντο τύπο που ξετρύπωσε απ’ τον πίνακα, χάνοντας προδοτικά την ευκαιρία ν’ αντιγράψουν τις πρώτες σημειώσεις, ξεκαρδίζονταν στα γέλια, αγκαλιάζονταν και χτυπούσαν ο ένας τον άλλο φιλικά στη πλάτη. Είχαν κατορθώσει να φτιάξουν έναν τεράστιο μπάφο, που κολλούσε απ’ το πηχτό αίμα. Το λοιπόν, μόλις τον άναψαν, σαλτάρισαν πάνω του και έλυσαν τους κάβους για άλλους κόσμους.

Οι δυο μαστούρηδες, ήταν πρώην φίλοι του Θοδωρή και γι’ αυτό όσο τους κοίταζε, τη καρδιά του τη τρυπούσαν το σαράκι της ζήλιας και της νοσταλγίας. Κάποτε ήταν όλοι τους αφοσιωμένοι στη ΚΚΔΑ και συμμετείχαν με εξαιρετικό ενθουσιασμό σε καθετί που οργάνωνε το κόμμα. Οι απόψεις τους ήταν εναρμονισμένες με τη γραμμή του κόμματος και αν το κόμμα είχε ανάγκη τις ικανότητες τους, πάντα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή δράσης. Όμως κάποτε βρέθηκαν στην αμήχανη θέση να διαφωνήσουν. Δεν ήταν τόσο σοβαρό το ζήτημα (ούτε καν το θυμόταν ο Θοδωρής), αλλά πήρε διαστάσεις, όταν σώνει και καλά ο Σήφης θέλησε να εκθέσει τους λόγους της διαφωνίας του και απαίτησε να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Τότε του απάντησαν πως αυτή ήταν η επίσημη γραμμή, ότι δεν επρόκειτο ν’ αλλάξει για χάρη του και ότι καλά θα έκανε να συμμορφωθεί, διαφορετικά θα του έπαιρναν τη κομματική ταυτότητα.

Τον απείλησαν ότι θα τον καθαιρέσουν από κομματικό στέλεχος, με τόσο επιτακτικό και αγνώμονα (για τη μέχρι τούδε δράση του) τρόπο, που ο Σήφης φώναξε: «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σα γίδι στο μαντρί!» και νιώθοντας το ηρωικό της φράσης του, συμπλήρωσε αγριεμένα: «Αφήστε κάτω τη κρίση μου ρε! Για κανένα κουμάσι δε τη θυσιάζω, κανένα κόμμα δε θα μου τη καλουπώσει! Στο διάολο οι κομματικές σας ταυτότητες να να…(την ξέσκισε δημόσια, ιδρώνοντας και βρίζοντας λαχανιασμένα), η κομματική σας ασφάλεια, η κομματική σας θαλπωρή… μπας και θαρρείτε πως με δαύτη θα μου θολώσετε τη σκέψη; ΔΙΑΦΩΝΩ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΡΕΕΕΕ! ΑΕΡΑΑΑ! ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΡΕΕΕΕ! ΠΙΣΩ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΦΑΓΑ ΜΠΑΜΠΕΣΗΔΕΣ!». Λες και του ‘κοψαν το χαλινάρι, ξαμολήθηκε μέσα στο κομματικό στέκι και κατέστρεψε σχεδόν ολικά τον υπάρχοντα υλικό εξοπλισμό. Μ’ ένα καρεκλοπόδαρο (που επιμελήθηκε προσωπικά την αποσυναρμολόγηση του), έκανε τις οθόνες των υπολογιστών να χάσουν μια για πάντα το φως τους. Ενώ τρεις εκτυπωτές και ένα φωτοτυπικό μηχάνημα, την ‘έκαναν με ελαφρά’ και… ούτε γράμμα, ούτε γραφή. Από θαύμα δεν είχαν θρηνήσει τότε θύματα, καθώς δυο σκληροπυρηνικοί διακομίστηκαν εσπευσμένα στην εντατική, με ανοιγμένα τα κεφάλια.

Ο Μήτσος αποκήρυξε κι αυτός τη κομματική του ταυτότητα, αν και όχι με τόσο βίαιο τρόπο, γιατί ήταν πράος χαρακτήρας. Έφυγε λέγοντας πως ο μεγαλύτερος αγώνας κατά τη γνώμη του ήταν ο αγώνας υπέρ του δικαιώματος στη διαφωνία και ότι ποτέ δε θα παρέμενε μέλος μιας οργάνωσης που το καταστρατηγεί. Μιας οργάνωσης που επιβάλει στρατιωτική μονοχρωμία στους κόλπους της, εκτοξεύοντας απειλές καθαίρεσης. Έμεινε μόνος αυτός, ο Θόδωρας, να τους παρακαλεί να ζητήσουν συγγνώμη, να προσπαθεί να τους πείσει ότι αντιδρούσαν υπερβολικά και ότι θα έπρεπε να κάνουν μια υποχώρηση για χάρη όσων είχαν περάσει μέσα στο κόμμα, για το κόμμα.
-«Ματαίως σπαταλάς το σάλιο σου!», του ‘λεγε ο Σήφης, «Σα ραγίσει το γυαλί δε ξανακολλά. Αν υποχωρήσω τώρα, αυτή θα είναι η αρχή για μια σειρά από παραχωρήσεις, μέχρι να μου ζητηθεί να παραχωρήσω το ίδιο μου το είναι. Εμένα η σκέψη μου, δεν σηκώνει καλουπώματα. Είναι ελεύθερη!» και τελειώνοντας πρόσθεσε επιτιμητικά, «Αν ήσουν πραγματικός φίλος θα έχεζες και συ το κόμμα, αντί να προσπαθείς να μας κάνεις να πουληθούμε! Αντί να πουλάς και τον εαυτό σου, για ν’ ανέβεις στην ιεραρχία του κόμματος. Αφού στο κάτω κάτω της γραφής και συ είχες τις ίδιες ενστάσεις με μας. Χέστη! Πουλημένε! Κομματική μαριονέτα!».
Ποτέ δεν του συγχώρεσε αυτά τα λόγια ο Θοδωρής. Οι σχέσεις τους ψυχράθηκαν και η παραμονή του στη ΚΚΔΑ, η ανέλιξη του στις ηγετικές θέσεις, συντέλεσαν στο να διακόψει κάθε επαφή με τους πρώην κολλητούς, τους αρνητές της κομματικής συνειδήσεως. Της δικιάς του συνειδήσεως.
«Και να τους τώρα και οι δυο!», σκεφτόταν ο Ραντικόφσκι, «Δαρμένοι, καταματωμένοι, χωρίς καμιά υποστήριξη από πουθενά! Ωραία ελευθερία μα την αλήθεια! Να τη χαίρονται! Για κοίτα εκεί καραγκιοζιλίκια! Η ελευθερία της μαστούρας!», σηκώθηκε πάνω και φώναξε δυνατά προς τους δύο, λες και συνέχιζε μιαν αρχινισμένη συζήτηση:
-«Λοιπόν, τι κερδίσατε μαλάκες;»
Οι δαρμένοι, που ήταν απασχολημένοι μέχρι εκείνη τη στιγμή, με το να στολίζουν με ματωμένα ινδιάνικα σημάδια, τα μάγουλα και το μέτωπο, ο ένας του αλλουνού, ξέσπασαν ταυτόχρονα, σε άγρια γέλια. Έπειτα, αφού πασάλειψαν για τα καλά τις παλάμες τους με φρέσκο αίμα, γέμισαν τους παρακείμενους τοίχους, με ορθάνοιχτες μούτζες.

Ο Ραντικόφσκι, αφέθηκε να ξαναπέσει στη καρέκλα του, ανοίγοντας τα χέρια του σε μια χειρονομία παραίτησης. Τούτοι οι δυο, που του θύμιζαν απλές, καλές, ψυχωμένες εποχές, ποτέ τους δε θα ‘βαζαν μυαλό, ποτέ τους δε θ’ ακολουθούσαν το ρεύμα και το ρεύμα θα τους ‘έτρωγε’.
Οι κδίτες, είχαν από ώρα αρχίσει να ανταλλάσσουν ματιές απορίας για την σιωπή του Ραντικόφσκι. Συνήθως ήταν ο ρήτορας, ο συντονιστής και ο μέντορας κάθε συζήτησης. Ακόμα και αν δεν υπήρχε τρέχον, ζουμερό θέμα προς ανάλυση, αυτός μπορούσε να επινοήσει κάποιο. Και τώρα που ο Νταβατζίδης δημιουργούσε πεδίο αντιπαράθεσης λαμπρό, αυτός απασχολούσε τη σκέψη του με τα καμώματα δύο αποστατών. Οι δελφίνοι της παρέας άρχισαν να μυρίζονται χαλάρωση ζήλου και παρεκτροπής απ’ τη κομματική γραμμή. Αυτό τους έκανε να τρίβουν με ικανοποίηση τις φιλόδοξες παλάμες τους.

Το οξυμένο κομματικό αισθητήριο του Θοδωρή Ραντικόφσκι, τον προειδοποίησε για τον κίνδυνο. Δε θα επέτρεπε ποτέ, στα δυο αλαφρόμυαλα τσογλάνια, να γκρεμίσουν ότι αυτός είχε χτίσει με τόσες θυσίες και συμβιβασμούς. Έτσι με αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία και προσαρμοστικότητα, γύρισε στην παρέα, πήρε τη σκυτάλη του λόγου και τη μετέτρεψε για άλλη μια φορά σε διευθυντική μπαγκέτα της συζήτησης.
-«Και πρώτα απ’ όλα σύντροφοι, πρέπει να επανασυγκροτηθούμε! Η ζέστη μας έκανε μεγάλο κακό. Καταρχήν μας έκανε να λησμονήσουμε ένα μεγάλο μέρος των πρωτινών δραστηριοτήτων μας. Κατά δεύτερον, μας έκανε να μην έχουμε την ετοιμότητα να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο Νταβατζίδη. Όπως ήδη πολύ σωστά επισημάνατε, το πρόγραμμα του είναι πράγματι γελοίο και μάλιστα διατυπωμένο στη σκανδαλωδώς μικρή επιφάνεια μιας καρτούλας. Πόσο μάλλον όταν τμήμα της επιφάνειας αυτής, καταλαμβάνει διαφήμιση πολυεθνικής! Δε λέω ότι είναι απαραίτητο να βρούμε αντιπροτάσεις. Άλλωστε στην παρούσα φάση αυτό είναι μάλλον αδύνατον, αφού οι δραστηριότητες των σχολών της Πανεπιστημιακής Πολιτείας είναι ακόμα ακαθόριστες. Πώς μπορούμε εμείς να οργανώσουμε κάτι το ακαθόριστο; Ο Νταβατζίδης στηρίχθηκε – όλοι είστε μάρτυρες σ’ αυτό – στις διηγήσεις δυο ατόμων περιορισμένης ευθύνης, για να οργανώσει υποτυπώδεις παρακολουθήσεις παραδόσεων, μέσω αντιπροσώπων. Οι οποίοι μάλιστα κληρώνονται με αμφίβολες διαδικασίες! Εδώ το πράγμα βρωμάει διαπλοκή, λαδώματα και εκμετάλλευση τις εργασίας των οικονομικά ασθενέστερων φοιτητών. Όλες αυτές τις αθλιότητες ΕΜΕΙΣ πρέπει να τις καταγγείλουμε! Στην καρτούλα του Νταβατζίδη θα αντιτάξουμε ένα λίβελο με όλα τα μελανά σημεία των προτάσεων του και των αθλιοτήτων που αυτές συνεπάγονται.».

Έτσι μίλησε ο Ραντικόφσκι και η παράφορη ευγλωττία του καταχειροκροτήθηκε από τους κδίτες. Επιτέλους ένιωθαν ότι η κομματική αντεπίθεση αποκτούσε σχέδιο, ότι οι λόγοι τους ενάντια στον Νταβατζίδη δεν θα έμεναν στο επίπεδο αντιπολίτευσης καφενείου, αλλά θα διοχετεύονταν συντονισμένα, σαν παλιρροϊκό κύμα, καταπάνω στους αμμόπυργους του εχθρού.
Ο Ραντικόφσκι έριξε μια γρήγορη ματιά κατά τον Μήτσο και τον Σήφη και ένιωσε πάλι την καρδιά του να πλημμυρίζει, από το γλυκόπικρο αίμα της νοσταλγίας. Συνέχισε λοιπόν, με προσποιητή αταραξία:
-«Επίσης ένα άλλο σημείο το οποίο πρέπει αρκούντως να προβάλλουμε, είναι η βάρβαρη επίθεση μιας ομάδας κομματικών τραμπούκων, ενάντια σε δύο άτομα τα οποία δε στέκουν και πολύ καλά. Τα οποία και στο παρελθόν, κατά την αποχώρηση τους απ’ την κομματική θαλπωρή της ΚΚΔΑ, απέδειξαν ότι είναι ψυχοπνευματικά ασθενεί. Εμείς επιδεικνύοντας κομματική μεγαλοθυμία θα καταγγείλουμε τον τραμπουκισμό ενάντια στην ασθενούσα μειοψηφία, επιδεικνύοντας το κοινωνικό μας πρόσωπο κόντρα στην απονιά των άλλων!». Πάλι ακούστηκαν επευφημίες. Ναι! Αυτός ήταν ο αρχηγός. Κι αν είχε χάσει στιγμιαία τη φόρμα του, ήταν μόνο και μόνο για λάμψη καλύτερα για μια ακόμη φορά το πολιτικό του πνεύμα…

Ναι! Αυτός ήταν ο Ραντικόφσκι. Ένας επιδέξιος κομματικός, που κατάφερνε να πάρει την εκδίκηση του στο όνομα μιας παλιάς φιλίας και ταυτόχρονα κατάφερνε να εκμεταλλευτεί αυτή τη φιλία στο όνομα της κομματικής στρατηγικής. Κατόπιν του ήρθε ακόμα μια φαεινή ιδέα.
-«Και τώρα σύντροφοι καθώς οι επίσημοι συγγραφείς μας θα ετοιμάζουν το μανιφέστο της αντεπίθεσης, το ηθικό μας θα το τονώσουμε με τα δυναμικά τραγούδια και τις μουσικές, που συντρόφεψαν τις επαναστατικές δράσεις παλιότερων γενιών! Τράβα Παπαριγόπουλε να φέρεις τη μπαλαντέζα, τα ηχεία και το κασετόφωνο! Καιρός να ξανακουστεί μετά μουσικής, ότι το άδικο δε θα περάσει, ότι είμαστε εδώ ενάντια σε όλους αυτούς που καπηλεύονται και διαστρεβλώνουν τα όνειρα και τις ελπίδες του φοιτητόκοσμου, αποφασίζοντας πριν από μας για μας!».

Περιμένοντας τα νταούλια και τα βιολιά, οι συντελεστές του Κινήματος της Κόντρας, αντάλλαξαν χειραψίες και σήματα νίκης, ρουφώντας άλλη μια γουλιά καφέ και άλλη μια τζούρα τσιγάρου. Απέναντι ο Μήτσος και ο Σήφης, ροχάλιζαν τα ταραγμένα τους όνειρα, κάτω από ένα επικίνδυνο ήλιο, που είχε αναλάβει να ξεράνει το αίμα τους.»



Η αντιμεταρρύθμιση της Γεωργίας Καλαμόν

«Στο μεταξύ στον επάνω όροφο της καφετέριας του Μαθηματικού και του Φυσικού, που είχε την πολυτέλεια δυο τραπεζιών μπιλιάρδου και ενός υποτυπώδους μπαρ, είχε καταλύσει ένα άλλο είδος φοιτητικού λαού, που τα όσα διαδραματίζονταν στο ισόγειο έφταναν σ’ αυτούς ως… διαρροές. Ο καλοθελητής – κουβαλητής των διαρροών αυτών, δεν ήταν άλλος απ’ τον Μυτιληνιό – έμπορα – φοιτητή, που είχε ήδη εμπλακεί στην ιστορία με τα βαρέλια και τις κουβέρτες. Τώρα ο μάγκας αυτός, πηγαινόφερνε ειδήσεις από τον κάτω στον πάνω όροφο και κοιτούσε πως να επωφεληθεί εμπορικά, από την καινούργια κατάσταση που είχε προκύψει, με την επιχείρηση αντιγραφής των σημειώσεων.

Ο λαός αυτός του πάνω ορόφου, χειροκροτούσε ένα άλλο κόμμα, οι θέσεις του οποίου, ξεπρόβαλαν με πολλά χαριτωμένα, ψευδιστά ταρατατζούμ, απ’ το λαρύγγι της Γεωργίας Καλαμόν. Το κόμμα αυτό δεν ήταν άλλο από το ΠΑΣΑΚΕ (ΠΑΣΑΚΕ: Πολιτική Αντιμεταρρύθμισης Στο Αντίπαλο Κόμμα Εξουσίας).
Η Γεωργία κρατώντας δυναμικά μια στέκα στο χέρι, ήταν φαινομενικά απασχολημένη με το να χώνει τη μια μπάλα μετά την άλλη στις τρύπες του μπιλιάρδου, αλλά στην πραγματικότητα κλωθογύριζε στο πολυμήχανο μυαλό της τα όσα της είχε σιγοψιθυρίσει ο Μυτιληνιός. Και να τι της είχε πει, καθώς εκείνη έσκυβε με στυλ, να δώσει τη χαριστική ‘στεκιά’, που θα βούλιαζε την μαύρη μπάλα και το ηθικό του συμπαίχτη της:
-«Γιουργία… Κάτου η Νταβατζίδσ’, ρητουρεύγ’ προυτάκουστεις πουλιτικές ρυθμίσεις για του κίλουγια πρεπ’ να γινόντει οι σπουδές! Προυκείν’ κ’ ‘τακτική τουν κληρώσιων’, ως τουν καλύτιρου τρόπου, μι τουν ουποίου μπρουρεί να γεν’ ένα συστηματικό σμάζουμα γνώισ’ , π’ θα ξιλασπώσ’ τσ’ φοιτητές στσ’ εξετάσεις!»
Έπειτα ο έμπορας, απόμεινε να καμαρώνει την εντύπωση που είχαν προξενήσει στην Καλαμόν, τα λόγια του. Η οποία Καλαμόν, απόμεινε χάσκοντας και το σβησμένο από ώρα αποτσίγαρο που έσφιγγε στα χείλη της, κύλησε στην πράσινη τσόχα. Αυτή η μικρή ιεροσυλία, την συνέφερε κάπως και την έκανε να πάρει το συνηθισμένο μειλίχιο ύφος της, ενώ ταυτόχρονα πετούσε το αποτσίγαρο έξω απ’ το χώρο του αγαπημένου της παιχνιδιού. Ανόρθωσε λίγο το ανάστημα της και χτύπησε ανυπόμονα τον Μυτιληνιό στην πλάτη και μαζί σπρώχνοντας τον, με ένα τρόπο σα να έλεγε: «Καλά, καλά! Πήγαινε τώρα λίγο πιο πέρα. Δε βλέπεις ότι έχω να κερδίσω άλλη μια παρτίδα;».

Όταν λοιπόν την κέρδισε κι αυτή τη παρτίδα, βάλθηκε να παίζει άλλη μια, κατά το συνήθειο της, όταν ήθελε να βοηθήσει το μυαλό της, να γεννήσει μια αντιμεταρρύθμιση. Με το που τέλειωσε το παιχνίδι, είχε κιόλας σκεφτεί τον τρόπο με τον οποίο θα έκανε τον Νταβατζίδη να φαντάζει ως αποτυχημένος μεταρρυθμιστής και διαπλεκόμενος απατεώνας.
Στο μεταξύ ο Μυτιληνιός χοροπηδούσε απ’ εδώ κι από κει μέσα στην αίθουσα, κατέβαινε ξανά στο ισόγειο για να δώσει και να πάρει πληροφορίες για τις νέες εξελίξεις, ανέβαινε πάλι πάνω και πολεμούσε εκτελώντας πολλές φορές παντομίμα να γίνει κατανοητός από τους συμφοιτητές. Αυτοί γελούσαν με τα καμώματα του, του έλεγαν να επαναλάβει μια φράση που τους φαινόταν ηχητικά παράξενη, του έβαζαν τρικλοποδιές, τον κερνούσαν ύπουλες φάπες και παγωμένο γάλα (το μόνο που έπινε ο πονηρός νησιώτης). Ήταν πραγματική ανακούφιση για τον φοιτητόκοσμο, να βλέπει κάποιον που να έχει πειραχτεί απ’ τη ζέστη περισσότερο απ’ τους ίδιους. Γιατί οι ολοφάνερα χαζές γκριμάτσες του Μυτιληνιού, οι δουλικές υποκλίσεις του, τα αλαφιασμένα τρεξίματα του που μεριμνούσαν για τη δήθεν πολιτική ενημέρωση του κοινού, τα ακατάπαυστα ρεπορτάζ, που μπορεί να είχαν το ίδιο περιεχόμενο αλλά αποδίδονταν κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, τι άλλο μπορεί να μαρτυρούσαν από άνθρωπο πειραγμένο; Έτσι ο Μυτιληνιός είχε γίνει ο Καραγκιόζης της παρέας, ο τρελός του χωριού, που αντάλλαζε την ανία με το κέφι και ταυτόχρονα έκανε το φιλοθεάμον κοινό να φτύνει στο κόρφο του, καθώς απευχόταν ένα τέτοιο ρόλο για το ίδιο. Ο «τρελός» έβλεπε με ικανοποίηση τις «μετοχές – συμπάθειας» του, να ανεβαίνουν και να του προσφέρουν ζηλευτή θέση στο απυρόβλητο. Πλέον οποιαδήποτε λαμογιά και να έκανε, θα θεωρείτο κάμωμα τρελού, αγαθό αστείο για να περνάει η ώρα και όλοι ξέρουν πως το «χωριό» δεν αλλάζει εύκολα τον τρελό του, ούτε παραδέχεται εύκολα πως πιάστηκε κορόιδο από τον υποτιθέμενο βλάκα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ασχολιόταν ο έμπορας – Μυτιληνιός και η αλήθεια είναι πως ξεδίπλωνε ένα φοβερό υποκριτικό ταλέντο, που ώρα με την ώρα, επιτυχία την επιτυχία, γινόταν ολοένα και πιο φοβερό. Ο «τρελός» κερνούσε τρέλα και ο «έμπορας» θα πουλούσε τα γεννήματα της άρρωστης πανεπιστημιακής κατάστασης, καλυμμένος απ’ την αύρα της εύνοιας που τα «κεράσματα» του εξασφάλιζαν.

Μ’ ένα χαμόγελο αυτοϊκανοποίησης, η Γεωργία πέρασε τη στέκα στους ώμους, σα να ‘ταν ανέμελος τσομπάνης με τη γκλίτσα του και άρχισε να κόβει βόλτες μπροστά από τα μπιλιάρδα. Ο κόσμος που θορυβούσε στα τραπέζια και ποτιζόταν τον φραπέ του, έστρεψε όλη του την προσοχή στο βηματισμό της, που προμήνυε λογύδριο. Πράγματι η κοπελιά δεν άργησε να σταθεί στο κέντρο της αίθουσας. Ξεσκάλωσε τα μπράτσα της απ’ τη στέκα, φέρνοντας την μπροστά, βαστώντας την και με τα δυο της χέρια, έκανε τη στέκα να ξηγιέται καλύτερα από ποιμαντορική ράβδο. Τότε ήταν ολοέτοιμη να μιλήσει και τότε μίλησε:
-«Συναδέλφισσες, συνάδελφοι… Όπως φρόντισε ήδη να μάθετε ο Μυτιληνιός – όσο είναι δηλαδή δυνατόν να καταλάβατε απ’ τα λεγόμενα του - …», είπε με μια δόση ειρωνείας στη φωνή η Καλαμόν, κοιτάζοντας με ανασηκωτό φρύδι τον Μυτιληνιό που μόρφαζε υποκλινόμενος δίπλα της και της παράστεκε με ένα ποτήρι νερό, τοποθετημένο νοικοκυρίστικα σ’ ένα δισκάκι, πάνω σ’ ένα λευκαδίτικο μεταξωτό σεμεδάκι… Τέλος πάντων, ο λόγος πάλι στην Καλαμόν:
-«…Όπως θα μάθατε ήδη, λέγω, ο άθλιος Νταβατζίδης, ξαναχτύπησε με μια μεταρρύθμιση του κώλου, την οποία πολύ φιλόδοξα βάφτισε προγραμματισμό διεξαγωγής σπουδών! Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι σπουδές στηρίζονται στο θεσμό των ‘κληρωτών’, οι οποίοι θα αποστέλλονται ως ανταποκριτές στις παραδόσεις και θα επιστρέφουν κομίζοντας τις περίφημες «Σημειώσεις»! Όπως καταλαβαίνετε οι ‘κληρωτοί’ είναι ένας θεσμός πρόσφορος για εκμετάλλευση, διαπλοκή και λαδώματα. Γι’ αυτό άλλωστε κατασκευάστηκε από τον Νταβατζίδη. Ο οποίος Νταβατζίδης, θέλησε άλλη μια «παραλία» για τα παιχνίδια του και τα τσαλαβουτήματα του. Πρόκειται για άλλο ένα ‘θεσμό’, ικανό να χύσει περίσσιο λάδι στα γρανάζια της γραφειοκρατίας, αλλά ούτε μια σταγόνα τηγανόλαδου στα γρανάζια της πανεπιστημιακής μόρφωσης!».

Στο σημείο αυτό έπεσαν πολλά χειροκροτήματα και χάχανα, γιατί οι λόγοι της Καλαμόν συνοδεύονταν από τις παντομίμες του Μυτιληνιού. Ο μάγκας αυτός, είχε παρατήσει το δισκάκι με το νερό σ’ ένα παρακείμενο τραπεζάκι και είχε πάει στο μπαρ – κουζίνα, να παραλάβει τη μεσημεριανή του χωριάτικη σαλάτα. Καθώς λοιπόν η Καλαμόν ρητόρευε και είχε φτάσει ήδη στο ‘περίσσιο λάδι’, ο Μυτιληνιός άρπαξε επιδεικτικά ένα μπουκαλάκι με αγνό παρθένο ελαιόλαδο Μυτιλήνης, περιέλουσε με δαύτο τη σαλάτα και τσιμπώντας μια τραγανή φρατζόλα, έφτιαξε ένα μεγαλειώδες λαδομπούκι. Έπειτα, με χίλια τσακίσματα και ξερογλειψίματα, κατάφερε να το χώσει στο στόμα του, ενώ τα λάδια και ζουμιά κυλούσανε στο κατωσάγονο και στάζανε στη καρό πετσέτα με την οποία είχε ζώσει το λαιμό του. Ο άτιμος θεατρίνος, γούρλωνε τα μάτια του πότε σα για ν’ αποδώσει απόλαυση και πότε για να παραστήσει τρομαγμένος ότι πνίγεται. Αφού με κόπο κατάφερε να καταπιεί, έγειρε χαλαρά πίσω στη καρέκλα του, τρίβοντας τη κοιλιά του, με ένα τεράστιο λαδωμένο χαμόγελο να φέγγει καντήλι τη φάτσα του.
Μόλις ‘πεσαν τα χειροκροτήματα και τα γέλια ξεσπούσαν πλέον ασυγκράτητα , ο Μυτιληνιός κατάλαβε πως η Γεωργία Καλαμόν, είχε στραφεί κατά τη μεριά του. Την κοίταξε με βλέμμα παραστρατημένου σκύλου και ευθείς διέγνωσε ότι η αφεντικίνα έβραζε απ’ το κακό της, που της είχαν κλέψει την παράσταση με αρλούμπες και παιδιαρίσματα. Δήθεν προς κατευνασμό της, λοιπόν, κάρφωσε με οδοντογλυφίδα, μια στρουμπουλή ελιά καλαμών που στόλιζε τη σαλάτα του και την πρόσφερε στην… Καλαμόν. Αυτή καθώς φαίνεται, δεν είχε όρεξη εκείνη την ώρα να μεζεδιάζει ελιές, άλλα το βλέμμα της έλεγε ξεκάθαρα, πως πολύ ευχαρίστως θα κατασπάραζε τον Μυτιληνιό καραγκιόζη. Τον προστάζει λοιπόν απότομα, με στεγνό τ’ αχείλι:
-«Δώσ’ μου το νερό!»
Ο «Καραγκιόζης» έκανε πως κοιτάει έκπληκτος την οδοντογλυφιδάτη ελιά και χτυπώντας με μια αυτοαποδοκιμαστική κίνηση το χέρι στο μέτωπο, άλλαξε την οδοντογλυφίδα με το νεροπότηρο. Η Καλαμόν πήρε το ποτήρι και αφού ήπιε δυο γουλιές, δρόσισε το θυμό της ρίχνοντας το υπόλοιπο κατάμουτρα στον Μυτιληνιό. Ο αγύρτης όμως δε τα ‘χασε, ούτε σκουπίστηκε καν. Με χαμόγελο ευγνωμοσύνης που τον λύτρωσαν απ’ τη ζέστη, πήρε πίσω το νεροπότηρο και του ‘βαλε δυο δάχτυλα Πλωμαρίτικο ούζο. Έπειτα βούτηξε μέσα την ελιά και κράτησε το νεροπότηρο ανάμεσα στα δάχτυλα, σα να ‘ταν κολονάτο με μαρτίνι. Σουφρώνοντας τα χείλια του, ρούφηξε ηχηρά μια γουλιά ούζου. Η παράσταση συνεχίστηκε, με γελοίες προσπάθειες να τσιμπήσει με τα ακροδάχτυλα την οδοντογλυφίδα, για να χάψει επιτέλους την… καλαμών. Αφού την μασούλησε αναγυρνώντας αηδιαστικά, με τη γλώσσα, το πολτοποιημένο πράμα, βάλθηκε να κάνει ροκανιστούς ήχους, με το κουκούτσι ανάμεσα στα δόντια. Ώσπου ξαφνικά έφτυσε το κουκούτσι με πρωτοφανή δύναμη, κάνοντας γκελ στο κούτελο του δύστυχου που πέθαινε στα γέλια, ακριβώς απέναντι του. Ε, μετά απ’ αυτό πια, ήταν θαύμα πως ο όροφος δε γκρεμίστηκε απ’ τα γέλια, αν και είναι γεγονός ότι ύποπτες σεισμικές ρωγμές φάνηκαν στα γύρω ντουβάρια.

Μόνο η Γεωργία Καλαμόν είχε παραμείνει βλοσυρή, καρφώνοντας με αηδιασμένες ματιές τον Μυτιληνιό. Αυτή μόνο είχε μυριστεί, με το πολιτικό και συνάμα γυναικείο ένστικτο της, το τι κουμάσι ήταν ο γελωτοποιός. Αναρίγησε θυμούμενη την σπασμωδική της αντίδραση με το νερό, γιατί ποιος ξέρει με τι είδους υγρό θα της το ανταπέδιδε. Τελικά το πήρε απόφαση και στράβωσε τα μούτρα της σε ένα ψεύτικο γέλιο. Υποκρίτρια κι αυτή μέσα στους υποκριτές, να ρολάρει μια ανύπαρκτη ευθυμία, ένιωσε στιγμιαία τη δυσάρεστη κρυάδα του ξεπουλήματος, μα ύστερα έλαβε θάρρος και άρχισε τις απλωτές. Είπε με βραχνοκοκκοριασμένη φωνή, που ολοένα ξεκαθάριζε:
-«Είναι πράγματι να ευχαριστιέται κανείς με τις πνευματοδέστατες παντομίμες του Μυτιληνιού συναδέλφου! Και χαίρομαι που και γω έπαιξα ένα μικρό ρολάκι ώστε να επικρατήσει αυτή η γενική ευφορία… Ε χμ… Γιατί βέβαια το μπουγέλο, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα μικρό βοηθητικό αστειάκι. Ε…αυτό κι αν είναι κατανοητό! Έτσι δεν είναι αγαπητέ συμφοιτητή;».
Στράφηκε κατά τον ‘αγαπητό’ και σήκωσε το ασήκωτο χέρι της σε ένα φιλικό, διπλό χτύπημα στην πλάτη. Ο Μυτιληνιός έσπευσε να επιβεβαιώσει με γλοιώδη υπερβολή τα λεγόμενα της Καλαμόν:
-«Μα ναι… Βιβαίους, βιβαίους αγαπητή συνάδιλφη! Ημείς ήμιστει τσι θα ήμιστει πάντα συμπουρειυάμιν’! Αλίμουνου! Αλίμουνου! Έδιετσ’ αλληλουϋπουστηριζάμιν’ θα προυχουρέσουμι μπρουστά!»
Φωνάζοντας αυτά, έσπευσε να σφίξει το χέρι της αγαπητής συναδέλφου, με τη ξεχωριστή θέρμη του βόα. Εντωμεταξύ ο λαός άκουγε από κάτω εκστασιασμένος όλες αυτές τις ‘πασιφανείς’ διευκρινήσεις των φιλικών συναισθημάτων, θαυμάζοντας τη μεγαλοθυμία ενός ηγετικού στελέχους του ΠΑΣΑΚΕ, που ξέπεφτε ζητώντας τη συνεργασία και την αφοσίωση ακόμα κι αυτού του τελευταίου Καραγκιόζη! Χειροκρότησαν λοιπόν όλοι δυνατά, νιώθοντας να τους κυριεύει μια τρομερή αφοσίωση προς το κόμμα. Ήταν έτοιμοι να υποστηρίξουν ότι και να πρότεινε η Καλαμόν μόνο και μόνο για να έχουν την ευκαιρία μιας χειραψίας μαζί της.
Η Γεωργία έπιασε στον αέρα τη συσπείρωση που είχε πετύχει και ανακουφίστηκε κάπως απ’ την ενδόμυχη ντροπή, των όσων ο φόβος την είχε αναγκάσει να πει. Ξεφεύγοντας διακριτικά απ’ τη μέγγενη του Μυτιληνιού, χαιρέτησε το πλήθος ανεμίζοντας τις παλάμες. Καθώς η αποδοχή των οπαδών ήταν θερμή, παρασυρμένη απ’ τη ζέση τους, άρχισε να στέλνει φιλιά δεξιά και αριστερά φωνάζοντας:
«ΝΑΙ! ΚΑΙ ΓΩ ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΩ!»
Μόλις τ’ άκουσε αυτό ο νησιώτης, δάκρυσε συγκινημένος βαθιά και κρεμάστηκε στο λαιμό της Καλαμόν, κλαψουρίζοντας και μουγκρίζοντας με μοσχαρίσιο πάθος:
-«Ναι τσι μεις σ’ αγαπούμι Γιουργούλα!»
Αυτό ήταν αρκετό για να συνεφέρει τη πολιτευάμενη φοιτήτρια, που είδε κι έπαθε να ξεφύγει απ’ τους εναγκαλισμούς και τα σαλιάρικα φιλιά. Με μια κίνηση ανυπομονησίας, έκανε νόημα να σταματήσουν οι λατρευτικές εκδηλώσεις:
-«Καλά, καλά… Ησυχάστε τώρα! Ήρθε η στιγμή να σας εκθέσω την αντιμεταρρύθμιση που με φώτισε μια παρτίδα μπιλιάρδου!».
Άντε ξανά μανά χειροκροτήματα… Στοπ.
-« Η αντιμεταρρύθμιση μου…ε, δηλαδή μας, διότι σ’ αυτό το κόμμα είμαστε στο εμείς και όχι εις το εγώ (ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ ΚΛΑΠ), έχει ως εξής: Πρόκειται ουσιαστικά για μια τακτική κυκλικής αντιγραφής σημειώσεων. Δηλαδή τις σημειώσεις που τόσο φροντισμένα καταγράφουν οι πανεπιστημιακοί υπάλληλοι στον πίνακα, θα αναλάβουν να τις αντιγράφουν όλοι οι φοιτητές με τη σειρά. Η λίστα των φοιτητών κάθε έτους, θα χωριστεί σε ομάδες των δεκαπέντε ατόμων κατά αύξοντα αριθμό μητρώου. Η πρώτη ομάδα, θα αναλάβει να παρακολουθήσει την πρώτη εβδομάδα παραδόσεων, των μαθημάτων κορμού, του έτους της. Η δεύτερη ομάδα, θα καταγράψει τις σημειώσεις των μαθημάτων κορμού της δεύτερης εβδομάδας και ούτω καθ’ εξής. Μέχρι που κυκλικά να ξαναφτάσει η σειρά της πρώτης ομάδας ν’ ασκήσει την καλλιγραφία της.

Οι παρουσίες των ατόμων που θα συγκροτούν τις ομάδες θα καταγράφονται και αν κάποιος αμελήσει τα καθήκοντα που του ανέθεσε το σύνολο, θα υποστεί κυρώσεις! Κυρώσεις όπως παραδείγματος χάριν από το να χάνει το δικαίωμα του να λέει τη γνώμη του στις φοιτητικές συγκεντρώσεις, το να μη γίνεται αποδεκτός σε ομαδικές φοιτητικές δραστηριότητες, ταξίδια ή εκδρομές (στο σημείο αυτό έντρομα επιφωνήματα ακούστηκαν και η Καλαμόν έλαμψε ικανοποιημένη με την επιτυχία της απειλής), μέχρι το να γίνονται δυσμενείς εισηγήσεις για το άτομο του στους πανεπιστημιακούς υπαλλήλους, κάτι που προφανώς σημαίνει ότι δε θα περνάει το μάθημα (και εδώ ακούστηκαν επιφωνήματα, λιγότερο όμως έντρομα από τα προηγούμενα).»
-«Και τι θα γίνεται με τα υπόλοιπα μαθήματα που επιλέγονται απ’ τους φοιτητές;», ακούστηκε μια φωνή. Ο «τρελός», που μέχρι τότε κοιτούσε πότε με αφοσίωση και πότε έντρομα την «αφεντικίνα», αφήνοντας τις πιο πετυχημένες κραυγές, κοίταξε με απορημένη αυστηρότητα, κατά τη μεριά που ξεφύτρωσε η ερώτηση. Μετά πετάχτηκε πάνω και σερβίρισε την επίπληξη:
-«Καλά, συ ε μπουρείς α πειριμένσ’ κ’ κουπέλα α τειλειωσ’ ; Ούλα μαζουμένα θα σ’ τα πει;» Και αφήνοντας ένα επιφώνημα αγανάκτησης, κοίταξε την ηγέτιδα με ύφος εν αναμονή επιβράβευσης, που έβαλε τον βιαστικό στη θέση του.
Η Καλαμόν, αν και δε της άρεσε ούτε η διακοπή που μαρτυρούσε σκέψη, ούτε η θεατρική επίπληξη του μισητού διπρόσωπου, με τέλεια διπλωματία απάντησε:
-«Χαίρομαι που ο συνάδελφος προσέχει τα λόγια μου και του γεννούνται απορίες για τα επιμέρους ζητήματα που πρέπει να ρυθμιστούν! Αλλά όπως πολύ σωστά επισήμανε ο αγαπητός κωμικός της παρέας, δεν πρέπει να προτρέχουμε! Όλα θα τακτοποιηθούν βήμα το βήμα.»
-«Βήμα του βήμα… Βήμα του βήμα…», έγνεψε συγκαταβατικά ο Μυτιληνιός.
-«Λοιπόν!!! Όσον αφορά τα μαθήματα επιλογής, οι φοιτητές που επέλεξαν το καθένα απ’ αυτά, θα χωριστούν κατά τον ίδιο τρόπο σε ομάδες, οι οποίες κυκλικά θα αντιγράφουν τις σημειώσεις. Τόσο απλά!
Τώρα… Οι υπόλοιποι που δεν θα έχουν παρακολουθήσει τις παραδόσεις, θα χωριστούν σε δεκαπέντε ομάδες. Κάθε ομάδα, θα απευθύνεται σε έναν συνάδελφο απ’ αυτούς που παρακολούθησαν, για να δανειστεί τις σημειώσεις και να τις βγάλει φωτοτυπία, όσες φορές είναι αναγκαίο.»

Αυτές τις δραστηριότητες ανέλυσε η Καλαμόν και ο λαός είχε καταζαλιστεί, προσπαθώντας να καταλάβει πως πήγαιναν τα χωρίσματα σε ομάδες και σε επιμέρους ομάδες.
Κρίσιμες ερωτήσεις βασάνιζαν το μυαλό όλων: Άραγε, πώς θα κατάφερναν να μαζευτούν πρώτα όλοι μαζί, ώστε να χωριστούν μετά; Ή πώς ήταν δυνατόν, κάθε βδομάδα που θα άλλαζε η ομάδα αντιπροσώπων, να χωρίζονται όλοι οι υπόλοιποι σε δεκαπέντε ομάδες, ώστε να δανείζεται, η καθεμιά οργανωμένα, τις σημειώσεις απ’ τον υπεύθυνο αντιπρόσωπο; Κι αν μερικοί δε συμφωνούσαν και δεν παρακολουθούσαν τα μαθήματα με τη σειρά τους, παρ’ όλες τις κυρώσεις, το όλο πρόγραμμα δεν θα τιναζόταν στον αέρα;

Κανείς όμως δε τολμούσε να εκφράσει τους προβληματισμούς αυτούς, από φόβο μήπως ο «τρελός», που διαμεσολαβούσε με τα κωμικά του καμώματα υπέρ της Καλαμόν, στρέψει καυστική γλώσσα κατά πάνω του. Έτσι όλοι υποκρίθηκαν ότι παραδέχονται το μπερδεμένο σχέδιο και ο θεός βοηθός…
Ο Μυτιληνιός έτριβε τα χέρια του. Το πολύπλοκο αυτό σχέδιο, η αποτυχία εφαρμογής του οποίου ήταν δεδομένη, του άνοιγε λαμπρές εμπορικές προοπτικές.
Η Γεωργία, τυφλωμένη απ’ την έπαρση και τον ενθουσιασμό, δεν έβλεπε τις αδυναμίες και τα εμπόδια, που καθιστούσαν ανεφάρμοστο το σχέδιο της.
-«Ναι!», έλεγε, «Είναι πράγματι ένα καταπληκτικό σχέδιο. Γιατί αντίθετα με τις ‘κληρώσεις’ του Νταβατζίδη, μέσω των οποίων όλη η δουλειά φορτώνεται στους οικονομικά ασθενέστερους, εδώ κανείς δε ξεφεύγει. Όλοι θα έχουν το μερίδιο τους στην αγγαρεία! Και τελικά θα δείτε… Με άψογη συνεργασία, όλοι θα πετύχουμε το στόχο! Όλοι θα περάσουμε τις εξετάσεις!»
Καταχειροκροτήθηκε. Η τελευταία πρόταση τους είχε κερδίσει όλους!




Το μπάχαλο και η Διογενία Κοπροσκυλέλλη

Μετά από κείνη την πρώτη μέρα της επανόδου στα Πανεπιστημιακά εδάφη, κατά την οποία οι φοιτητές προσπαθούσαν μέσα από συγκεχυμένες αναμνήσεις και αυτοσχεδιασμούς, να προσανατολίσουν τις δραστηριότητες τους, ήρθαν κι άλλες, που η εξέλιξη τους, δε ξεπερνούσε σε καθαρότητα τα πιο μεθυσμένα όνειρα. Τυφλοί ποδηγέτες, με τραμπαλιστό το βήμα, απ’ την ανοησία και τη κραιπάλη της εξουσίας, οδηγούσανε το κοπάδι των φοιτητών, στα παχνιά της ετοιματζίδικης ‘γνώσης’. Το κοπάδι μηρύκαζε το άνοστο, μεταλλαγμένο χορτάρι και δεν μπορούσε να το μεταποιήσει σε τίποτα περισσότερο από κοπριά. Κάπως έτσι τα αμφιθέατρα μετατράπηκαν σε σύγχρονους στάβλους του Αυγεία και η κατάσταση εκεί μέσα βρομούσε αφόρητα.
Οι πανεπιστημιακοί υπάλληλοι συνέχιζαν να μεριμνούν για το κόψιμο και το δεμάτιασμα της ζωοτροφής, αντιγράφοντας τις σημειώσεις τους στον πίνακα. Οι φοιτητές, είτε κληρωτοί, είτε τακτικά ομαδοποιημένοι, είτε ως ξέμπαρκοι τουρίστες, άντεξαν αυτό το τάισμα με το στανιό, τις πρώτες τρεις βδομάδες. Υπέμεναν με προβατίσια στωικότητα, τις ατέλειωτες ώρες αντιγραφής, όμως σιγά σιγά άρχιζαν να αποχωρούν απ’ τα αμφιθέατρα και ρεμπέλευαν στα κρεβάτια τους, στις καφετέριες και στα μπαρ. Όσοι είχαν ανάγκη από λεφτά, πουλούσαν τον χρόνο τους για μια χούφτα σέντσια, κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Επαγγέλονταν: φοιτητές – πιτσαδόροι, φοιτητές – διανομείς διαφημιστικών φυλλαδίων, φοιτητές – κούριερ, φοιτητές – σερβιτόροι, φοιτητές – κουβαλάω ότι μπορείς να φανταστείς… κι έτσι τράβαγε η φοιτητοζωή, κουβαλώντας τα λιθάρια, που άφησε κληρονομιά ο μπάρμπας ο Σίσυφος.

Υπήρχαν όμως κι αυτοί που τους βόλευε η βαλτωμένη κατάσταση. Αυτοί ήταν οι κομματικοί και οι τυχοδιώκτες έμποροι. Ανασκάλευαν και κοσκίνιζαν την κοπριά και με τις αλχημείες τους, κατάφερναν να εξορύσσουν χρυσόσκονη, για να πασπαλίζουν τα φτερά τους. Φτερά νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας οι μεν, φτερά οικονομικής ευμάρειας (δηλαδή ποικίλης εξουσίας) οι δε.
Κομματικοί όπως ο Νταβατζίδης και η Καλαμόν, μόλις είδαν πως δε τραβούσαν άλλο οι προγραμματισμοί σπουδών που είχαν εκπονήσει, έριξαν όλο το βάρος τους σε προγράμματα διασκέδασης των φοιτητών, μπας και μπορέσουν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις του αρρωστημένου κενού. Κομματικοί όπως ο Ραντικόφσκι, καταδείκνυαν και αντιδρούσαν σπασμωδικά στα όσα έκαναν οι προηγούμενοι, μα να σηκώσουν τον φερετζέ, να δουν το χάος, να καταλάβουν ακριβώς τι το προκαλεί, να προσπαθήσουν να βάλουν τάξη στην αταξία, όχι, αυτό δε το μπορούσαν. Στην πραγματικότητα, ούτε και το ήθελαν. Όλοι είχαν βολευτεί στους ρόλους τους. Δράση (χωρίς νόημα) και αντίδραση (επίσης χωρίς νόημα).

Έξω απ’ τη καφετέρια του Μαθηματικού και του Φυσικού, στεγασμένα από μια πιλοτή, είχαν στηθεί κι άλλα κομματικά τραπέζια εκτός απ’ της ΚΚΔΑ. Η ΧΛΑΠ και η ΠΑΣΑΚΕ , έχοντας ζηλέψει την αισθητική που απέπνεε ο αφισοστολισμός του τραπεζιού του Ραντικόφσκι, στόλισαν με τα δικά τους χρώματα και τα δικά τους συνθήματα, τις φάτσες και τις επιφάνειες των δικών τους τραπεζιών. Έπειτα, φόρτωσαν τα τραπέζια με τα ‘φρούτα’ τις κομματικής σκέψης που πρέσβευαν. Επρόκειτο για στοίβες από προκηρύξεις, που πάνω τους είχαν τυπωμένες θέσεις και αντιθέσεις, σε ξύλινο, πολυκαιρισμένο, πολιτικό λόγο. Στα κάγκελα πάνω απ’ την πιλοτή, είχαν κρεμάσει πανό, υμνολογώντας τους νόμους που θα «περνούσαν» ή βρίζοντας τους νόμους που θα έκαναν τα πάντα για να μη «περάσουν». Τη μόνιμη επαναστατική περιβολή του χώρου, συνόδευε το ανάλογο επαναστατικό σάουντρακ. Γενικά όλα διαπνέονταν από μια βαρετή, ξεφτισμένη, ξεπουλημένη επαναστατικότητα. Όλο κάτι θα γινόταν και όλο κάτι θα ξεγινόταν, μα το ‘θα’ συνέβαλε στη σήψη των πάντων.

Εντωμεταξύ ο Μυτιληνιός είχε βρει το ίσο και εκμεταλλευόταν την κατάσταση στο έπακρο, αποκομίζοντας τρελά κέρδη. Η δράση του είχε δύο συνισταμένες. Πρώτα άνοιξε ένα γραφείο αντικαταστατών. Σ’ αυτό απευθύνονταν όλοι όσοι είχαν υποχρέωση να παρακολουθήσουν κάποια παράδοση μαθήματος, αλλά δεν είχαν την όρεξη. Έτσι λοιπόν, μέσω του γραφείου νοίκιαζαν ένα συμφοιτητή τους, που παρακολουθούσε τα μαθήματα και κρατούσε σημειώσεις στο όνομα τους. Μ’ αυτή τη τακτική, η ελίτ των φοιτητών αγόραζε χρόνο για άλλες ασχολίες, που θεωρούσε ή ήταν στην πραγματικότητα, πιο δημιουργικές, χωρίς να την απασχολούν οι κυρώσεις και το πως θ’ αντεπεξέλθει στην εξεταστική. Χάρης την ευρηματικότητα του έμπορα, μια νέα τάξη εργαζομένων δεν άργησε να δημιουργηθεί. Αυτή των επαγγελματιών αντιγραφέων, που συναγωνίζονταν για το ποιος θα κάνει τα καλύτερα γράμματα, ποιος θ’ αποδώσει τις σημειώσεις του πίνακα πιο κατανοητά και ποιος θα φτιάξει τα ποιο όμορφα σχήματα που συνόδευαν το κείμενο και τις αποδείξεις των ασκήσεων.

Το γραφείο των αντικαταστατών είχε πλεόνασμα προσφερόμενων εργατικών χεριών και πελατών. Αυτό καθιστούσε τους εργάτες αναλώσιμους και ανοχύρωτους, απέναντι στην στυγνή εκμετάλλευση του Μυτιληνιού, που κρατούσε μέχρι και πενήντα τις εκατό προμήθεια, από κάθε αντιγραφέα που νοίκιαζε.

Σε δεύτερη φάση, για να εξυπηρετήσει και τους οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές, οι οποίοι δεν είχαν το χρόνο να παρακολουθήσουν τα μαθήματα λόγω εργασίας, βάλθηκε να εκδώσει τις σημειώσεις των πανεπιστημιακών υπαλλήλων, συνεργαζόμενος με πολλά φωτοτυπάδικα της Πάτρας. Το σπάσιμο της διαδικασίας της έκδοσης σε πολλά διαφορετικά φωτοτυπάδικα, δεν εξυπηρετούσε μόνο την εξάπλωση της φήμης του ως επιδέξιου επιχειρηματία, αλλά συντελούσε αποτρεπτικά στο να ιδιοποιηθεί ο ένας φωτοτυπατζής, την επιχείρηση της αναπαραγωγής των σημειώσεων. Με τον τρόπο αυτό, κανείς δεν είχε τη λίστα των πανεπιστημιακών που παρέδιδαν σημειώσεις και ακόμα χειρότερα, κανείς δεν είχε (και ήταν πολύ δύσκολο να βρει) τη λίστα των καλύτερων αντιγραφέων που απέδιδαν τις σημειώσεις. Έτσι ο Μυτιληνιός εξασφάλισε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, το μονοπώλιο στην αγορά σημειώσεων.

Για να μη θέσει σε κίνδυνο τα κέρδη του απ’ την πρώτη του επιχείρηση, εξέδιδε τις σημειώσεις σε ανακυκλωμένο χαρτί δευτέρας ποιότητος, τυπώνοντας τες με το φτηνότερο μελάνι, ανώνυμης εταιρίας. Άφηνε δε να εννοείτε, ότι κάτι τέτοιες πρόχειρες αισθητικά δουλειές, δε ταιριάζουν παρά σ’ αυτούς, που δεν μπορούν να αντέξουν το κόστος ενοικίασης του προσωπικού τους αντιγραφέα. Επίσης εξέδιδε τις σημειώσεις με διαφορά φάσης δύο εβδομάδων από τη μέρα που αντιγράφονταν και διέδιδε ότι όποιος ήθελε φρέσκο πράμα, δεν είχε παρά να απευθυνθεί στο γραφείο αντικαταστατών. Οι τεχνητές αυτές διαφοροποιήσεις, απέφεραν καρπούς και οι δύο επιχειρήσεις πήγαιναν το ίδιο καλά.

Οι εύποροι φοιτητές δε καταδέχονταν να αγοράσουν σημειώσεις τυπωμένες σε φτηνό και ανώνυμο υλικό κι ας επρόκειτο να τις πετάξουν μετά την εξεταστική. Ούτε διανοούνταν ν’ αγοράσουν μπαγιάτικες σημειώσεις κι ας επρόκειτο να τις διαβάσουν μια φορά, λίγο πριν την εξεταστική. Ακόμα παρατηρήθηκε το φαινόμενο και οικονομικά ασθενέστεροι φοιτητές να προτιμούν την ενοικίαση αντικαταστατών, μετά το μάρκετινγκ διαδόσεων του Μυτιληνιού υπέρ του γραφείου του. Θεωρώντας πως η χαμηλή ποιότητα των υλικών έκδοσης, συνεπάγεται και χαμηλή ποιότητα του περιεχομένου (αν και αυτό μέσα από μια πρόχειρη σύγκριση δεν ευσταθούσε), ορισμένοι φτωχότεροι φοιτητές δούλευαν περισσότερο ή δανείζονταν, προκειμένου να έχουν τον προσωπικό τους αντιγραφέα.

Η Διογενία Κοπροσκυλέλλη, ετών εικοσιέξι, εκτιούσε τη θητεία της ως φοιτήτρια μαθηματικός, χωμένη η μισή σ’ ένα βαρέλι. Η άλλη μισή ξάπλωνε στο βελούδινο γκαζόν, κάτω απ’ τα πυκνά κλαδάκια μιας αγριελιάς και κάπνιζε ολημερίς τσιγάρα ευκάλυπτου. Ήθελε να κόψει το κάπνισμα και τα τσιγάρα ευκάλυπτου, ήταν το καλύτερο που μπορούσε να σκεφτεί.
-«Τι διάολο… Ο ευκάλυπτος βοηθάει στην αναπνοή.», μουρμούραγε και έφτυνε κάποιο κομματάκι αποξηραμένου φύλλου, που κολλούσε που και που στη γλώσσα της, καθώς ρουφούσε τον καπνό. Ύστερα προτού καν καπνίσει το ένα τσιγάρο, έστριβε άλλο. Άναβε το επόμενο με τη φωτιά του προηγούμενου και έτσι έκανε οικονομία στα σπίρτα που είχε στο κουτί της. Ένα σπίρτο το μήνα ξόδευε.
-«Ξέρεις πόσα δάση αποψιλώνονται για να γίνουν τα γαμημένα σπίρτα;»
Μετά, ξεκούραζε για μια μέρα τα πνευμόνια της απ’ τη θεραπεία του ευκάλυπτου και ζητούσε χίλιες φορές συγγνώμη απ’ της Δρυίδες, προτού χαλαλίσει το επόμενο σπίρτο. Οι Δρυίδες την συγχωρούσαν και της έστελναν, με ταχυδρόμο τον αέρα, πεσκέσι φρέσκα φύλλα, απ’ τους ευκάλυπτους που αναμάλλιαζαν στα πέριξ της Πανεπιστημιακής Πολιτείας.

Το βαρέλι το είχε κονομήσει τότε που είχε γίνει η εκστρατεία συγκέντρωσης βαρελιών, για να μπορέσουν οι φοιτητές να ζεστάνουν το κοκαλάκι τους, την πρώτη εκείνη νύχτα της επιστροφής τους, στην λησμονημένη πανεπιστημιακή γη. Το είχε αδειάσει με τα χέρια της απ’ τη βρεμένη μπαρούτη και έτσι μπαρουτοκαπνισμένη, φορτώνοντας το στις φαρδιές της πλάτες, το ανέβασε στην επιφάνεια της γης. Ήταν η μόνη από τους εκστρατείς, που δεν άφησε το βαρέλι της, για να πάει να δει με ποιο θαυμαστό τρόπο την είχε βολέψει ο λαός των συμφοιτητών της. Εκείνη είχε κυλήσει το βαρέλι της σε μια απάνεμη γωνιά και είχε κουλουριαστεί μέσα. Κατασκόπευε τα τρεχάματα και τη βαρελοκαπηλεία του Μυτιληνιού, μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Τα όνειρα της Διογενίας εκείνη τη νύχτα ήταν ταραγμένα:
-«Με κυνηγούσαν οι μπάτσοι, οι κομματικοί… με στρίμωχναν με κλομπ στα αστικά. Έπειτα με κυνηγούσαν βαρέλια σε αραχνιασμένα πανεπιστημιακά υπόγεια και στράγγιζε τον ιδρώτα των μαλλιών μου ένας Μυτιληνιός και τον πουλούσε γι’ ακριβό άρωμα, μέσα σε μυριάδες μικροσκοπικά βαρελάκια.».
Το πρωί είχε ξυπνήσει πασαλειμμένη με μαύρες μύξες και δάκρυα, ιδρώνοντας φρίκη. Παρηγορημένη κάπως απ’ το φως της ημέρας, πήγε να κάνει ένα ντουζ, κυνηγώντας ολόγυρα το νερό που εκτόξευαν τα ποτιστικά του γκαζόν.
-«Είναι το πιο υγιεινό ντουζ του κόσμου. Πλένεσαι κάνοντας πρωινή γυμναστική. Άκρως αναζωογονητικό!».

Έπειτα η Διογενία τη φύλαξε του Μυτιληνιού, καθώς αυτός ήταν απασχολημένος να κατεβάζει τις αγορασμένες κοψοχρονιά κουβέρτες, στα πανεπιστημιακά υπόγεια. Του έκλεψε τρεις πλάκες παραδοσιακό, πλωμαρίτικο σαπούνι, φτιαγμένο από χρησιμοποιημένο λάδι ελιάς και ένα υφαντό αγιασότικο προσόψι. Μ’ αυτά έτριψε καλά το εσωτερικό του βαρελιού της απ’ τη μπαρουτόσκονη και το άφησε στον ήλιο να στεγνώσει. Έτσι το βαρέλι έγινε κατοικήσιμο. Χωρίς έπιπλα, χωρίς προίκες, χωρίς μαλακά χράμια, το χαμένο κορμί της Διογενίας, απέκτησε το καβούκι του.

Με ορμητήριο αυτό το ιδιότυπο, τσίγκινο καβούκι, το καμουφλαρισμένο με κλαδιά για να μη το πυρώνει ο ήλιος,
-«…και για να μη προσβάλει τη φύση με τη παρουσία του», η αλήτισσα, παραμόνευε τις εξελίξεις στα πανεπιστημιακά έδρανα και στις καφετέριες:
-«Να μάθουμε καλά το ποιηματάκι συμφοιτητάκια μου. Να αποστηθίσουμε καλά τους ΣΟΣ στοίχους και να πάμε να τους ξεράσουμε στην εξεταστική. Μετά ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Δε θα αισθανόμαστε να βαραίνει τίποτα το κεφάλι μας, ούτε τη συνείδηση μας. Για ποιο λόγο άλλωστε; Το καθήκον μας θα το έχουμε διεκπεραιώσει στο έπακρο. Θα λέμε: « Αποδείξαμε τις «γνώσεις» που μας σημείωσαν στον πίνακα. Τις σημειώσαμε στο ‘πρόχειρο’ του μυαλού μας, τις κάναμε γαργάρα και τις φτύσαμε…». Χε, χε… Όχι στα μούτρα των ‘καθοδηγητών’ μας. Όχι, δυστυχώς όχι… Αλλά σε κάμποσες κόλλες χαρτί. Μερικοί θα ζητήσουμε κι άλλες και θα συνεχίσουμε να φτύνουμε μέχρι που να ξεφορτώσουμε. Γκούχου! Γκουχ! Φτου!…Φυματικοί από κούνια…»

Παρακολουθούσε με ενδιαφέρον τις κινήσεις του Μυτιληνιού, τις διαβουλεύσεις του με τους κομματικούς, τις ραδιουργίες του, τις διακομματικές ρουφιανιές του και το τυχοδιωκτικό στήσιμο των επιχειρήσεων του. Κρατούσε σημειώσεις κόκκινου στυλό σε ρολό κωλόχαρτου και τις ονόμαζε ‘Ημερολόγιο Λαμόγιου’. Το κωλόχαρτο, περιείχε όλα τα κομμάτια του παζλ, των δραστηριοτήτων του έμπορα, ενωμένα. Αποτελούσε ένα πρώτης τάξεως κατηγορητήριο, που βρωμούσε λες κι ερχόταν κατευθείαν απ’ τον καμπινέ και ήταν ικανό (αν έπεφτε στα χέρια μεγαλύτερου λαμόγιου), να στείλει τον Μυτιληνιό εξορία στον Αϊ – Στράτη.

Παρόλα αυτά, μεγαλύτερο λαμόγιο για την ώρα δε βρισκόταν και η Διογενία φοβόταν μήπως το ρολό της το φάει η υγρασία ή τίποτα εξοχικά ποντίκια. Οπότε ελλείψει χρημάτων, «δανείστηκε» απ’ τις αποθήκες του Μυτιληνιού, ένα λάπτοπ, το οποίο δεν άργησε να γίνει προέκταση των χεριών της. Πού την έχανες που την έβρισκες, εκείνη εκεί, ξαπλωμένη μπρούμυτα, μισή μέσα στο βαρέλι, μισή έξω, με τους αγκώνες στηριγμένους στο απαλό γκαζόν, να πληκτρολογεί με μανία τα πανεπιστημιακά ‘σημεία και τέρατα’.

Έτσι το κωλόχαρτο αποθηκεύτηκε στην ηλεκτρονική μνήμη, με τις ευλογίες του Μυτιληνιού. Διότι ο Μυτιληνιός ήξερε για τις κλεψιές της Διογενίας, αλλά ήξερε επίσης ότι η άτιμη Κοπροσκυλέλλη τον παρακολουθούσε και είχε φακελώσει πολλές απ’ τις ανομίες του. Δεν τον συνέφερε λοιπόν να μεταφέρει την υποβόσκουσα αμοιβαία αντιπάθεια, σε ένα ανοιχτό πόλεμο, κατά τον οποίο θα έβγαιναν πολλά απ’ τα άπλυτα του στη φόρα. Και έστω ότι θα κατάφερνε να αποδείξει ότι δε καταπατούσε κανένα συγκεκριμένο νόμο και να αμβλύνει τις εντυπώσεις, υποστηρίζοντας ότι έπεσε θύμα προβοκάτσιας των ανταγωνιστών του. Παρόλα αυτά η ρετσινιά των κατηγοριών, θα του έμενε και θα έκανε τα υποψήφια θύματα προς εκμετάλλευση πιο προσεκτικά και καχύποπτα.

Άφηνε λοιπόν την αλήτισσα, να πραγματοποιεί τις μικρές κλεψιές της, χωρίς συνέπειες. Τα σαπούνια, το πεσκίρι και το λάπτοπ, που του είχε κατά καιρούς σουφρώσει, τα έβλεπε σα λύτρα που έπρεπε να πληρώσει, για να κρατήσει το στόμα της Διογενίας κλειστό, εξευμενίζοντας το θιγμένο της αίσθημα δικαίου και το πνεύμα αντεκδίκησης. Ως μετρ της κομπίνας ήξερε ότι κάποιες φορές είναι αναγκαίο κάποιος, να κάνει τα στραβά μάτια σε ενοχλητικές καταστάσεις, που αντικαθιστούν όμως, άλλες χειρότερες.»

* * *
«Γραπωμένη απ’ το λούκι κατεβαίνω. Σα γάτα απλώνω το πόδι μου, ψάχνοντας το επόμενο πάτημα. Που και που, τα πόδια μου τα χάνουν και αρχίζουν να σπινιάρουν απεγνωσμένα πάνω κάτω στον τοίχο. Δε βρίσκουν πουθενά να σταθεροποιηθούν και έτσι τα σφίγγω όσο μπορώ στο λούκι για να ελαφρώσουν λίγο απ’ το βάρος μου. Καιρός ήταν. Λίγο έλειψε να ξεκολλήσει η ωμοπλάτη μου. Έτσι σφιγμένη πάνω στο λούκι κατεβαίνω έρποντας. Γλιστράω λίγο προς τα κάτω τα χέρια. Τσουλάω λίγο προς τα κάτω τα πόδια. Και ούτω κάθ’ εξής.

Όπα! Σα να βρήκα ένα σταθερό εξόγκωμα, για να ξαποστάσω. Είναι μια δέστρα που κρατάει το παλιό λούκι, γερά κολλημένο στο τοίχο. Τέτοιες δέστρες, υπάρχουν ανά δυο μέτρα στο σώμα της υδρορροής. Σα να προνόησε ο προ τριακονταετίας τεχνίτης, σκάλα για τους παθιασμένους εραστές ή για τους νυχτερινούς κλέφτες με άντερα. Παίρνω λαχανιασμένες ανάσες, νιώθοντας τους γδαρμένους αγκώνες μου να τσούζουν. Μαζώνω θάρρος και στρίβω το κεφάλι μου προς τα δεξιά, από κει που ακίνητο ιδροκοπούσε μπροστά στο τυφλό τοίχο. Σχεδόν το ακούω να τρίζει, τόσο μαγκωμένο νιώθω τον λαιμό μου. Ωραία! Έχω φτάσει δίπλα στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου. Λίγο κουράγιο ακόμα και τα τρεμάμενα πόδια μου, θα βρουν την παρηγοριά τους στα πλακάκια της εσωτερικής αυλής.

Ο ιδρώτας θολός, στάζει στα μάτια μου και με στραβώνει. Πεταλουδίζουν τα βλέφαρα μου και τα αντικείμενα γίνονται πάλι συγκεκριμένα. Ο πολύχρωμος, βουερός μπόγος που πάει πέρα δώθε στο μπαλκόνι του δευτέρου, είναι ένα αγοράκι ως τεσσάρων χρονών, καβάλα σε ένα τρίκυκλο ποδηλατάκι. Μόλις με παίρνει χαμπάρι, τσουλάει, κάνοντας κουπί με τα πόδια του, προς τη μεριά μου. Παρκάρει και αποβιβάζεται απ’ το όχημα του. Χουφτιάζει τα πλαϊνά κάγκελα του μπαλκονιού και με μωρουδίστικο κόπο ανεβαίνει το πεζούλι πάνω στο οποίο είναι στερεωμένα. Με τα μάτια του συνεχώς καρφωμένα πάνω μου, πιπιλίζει τη κουπαστή του μπαλκονιού. Μετά αφού βεβαιώνεται ότι έχει καλοκαθαρίσει το σίδερο, εναποθέτει συλλογισμένα το πιγούνι του πάνω. Αναμετριόμαστε ακίνητοι, σα καουμπόηδες της άγριας δύσης πριν βγάλουν τα πιστόλια.

Λαχανιάζω ακόμα, ενώ κάτι μου λέει να απλώσω το χέρι και να χαστουκίσω το νιάνιαρο που με περιεργάζεται, με το κεφάλι βολικά τοποθετημένο για καρατόμηση. Ο μικρός χωρίς να ξεκολλά το πιγούνι απ’ τη κουπαστή, ανασηκώνει λίγο τις μύτες των ποδιών του και κοιτά κάτω, τα παραδοσιακά πλακάκια της αυλής. Δε κρατιέμαι κοιτάω και γω τα γκριζόμαυρα, ψυχεδελικά σχέδια με τις ρωγμές, κατά το κέφι των καιρών που χορεύουν πάνω τους. Βλέπω μια ρουφήχτρα να ανοίγει εκεί κάτω και με το ζόρι κρατιέμαι για να μη με αποσπάσει απ’ το λούκι μου. Νιώθοντας έντονη ναυτία ανασηκώνω το κεφάλι και ξαναντικρίζω τα ίδια επίμονα μάτια να με κατασκοπεύουν, μόνο που τώρα έχουν γίνει γελαστά.
Δυο κόκκινα υγρά χειλάκια σαλεύουν. Ο ήχος ενός ξένοιαστου γέλιου ξεφεύγει. Μια παιδική φωνούλα συλλαβίζει. Την πρώτη της εντολή αυτοκτονίας…
-«ΠΕ – ΣΕ!», κι ύστερα πάλι πιο επιτακτικά, «ΠΕΣΕ!».
-«ΠΕΣΕ ΕΣΥ!», απαντάω χωρίς δισταγμό.
Ο μικρός στέκεται ξέπνοος για μια στιγμή, κάνοντας πως πατάει τα κλάματα, αλλά όταν παρατηρεί την ψυχρή, χαιρέκακη ματιά μου, αλλάζει γνώμη και ξεσκαλώνει απ’ τα κάγκελα. Τα μικρά του ποδάρια τρέχουν προς το ποτιστικό λάστιχο, που βρίσκεται τακτικά κουβαριασμένο κάτω από μια βρύση, στο κέντρο του μπαλκονιού. Πιάνει τη μια του άκρη και προσπαθεί να την εφαρμόσει, όσο πιο βαθιά μπορεί στη μπούκα της βρύσης.

Αμάν! Καλά το κατάλαβα πως έχω να κάνω με διάβολο. Αυτός έχει σκοπό να με ποτίσει μέχρι τελικής… πτώσης. Παίρνω βαθιά ανάσα και συνεχίζω βιαστικά τη κάθοδο μου, ενώ απ’ το μπαλκόνι ακούω χαρχαλέματα, βιαστικά τρεχαλητά και νερό που τρέχει με ορμή. Προφανώς το λάστιχο θα έχει ξεφύγει απ’ τη βρύση. Χαίρομαι γιατί ξέρω ότι θα πάρει ώρα στο διώκτη μου να το ξαναβάλει στη θέση του, χώρια που μέχρι τότε θα έχει γίνει ο ίδιος μουσκίδι.
-«ΤΩΡΑ ΘΑ ΔΕΙΣ, ΜΑΛΑΚΑ!», ακούω τη γρουσούζικη παιδική φωνούλα.
Γυρίζω έντρομη τα μάτια μου προς τα πάνω, περιμένοντας ν’ αντικρίσω ένα καταρράκτη από νερό να έρχεται καταπάνω μου. Αντί γι’ αυτό βλέπω τον μικρό να κρατάει ένα πλαστικό ποτιστηράκι – παιχνίδι και μ’ αυτό να προσπαθεί να με καταβρέξει. Εντάξει, μερικές ψιχάλες καταφέρνουν να πιτσιλίσουν τη μύτη μου.
-«ΧΑ, ΧΑ, ΧΑ!», γελάω ειρωνικά, «Τι γίνεται; Απέτυχαν τα σχέδια με το λάστιχο, μπασταρδάκι;».
Τι το ‘θελα να τον τσιγκλήσω; Μου ‘ρχεται το ποτιστηράκι σούμπιτο κατακέφαλα.
-«ΑΑΑΑΧ! Τι δροσιά του να ‘χεις, διάολε!», καταριέμαι νιώθοντας τον δεξί μου ώμο μούσκεμα.
Μετά απ’ αυτό γλιστράω στα γρήγορα, ολοταχώς προς το πάτο, προτού με βρει και καμιά γλάστρα στο δόξα πατρί. Τα τελευταία τρία μέτρα σχεδόν τα πηδάω. Καιρός ήταν, γιατί απ’ το μπαλκόνι του πιτσιρικά ακούγονται μαλώματα. Έχει βγει η μάνα του έξω και ωρύεται για τα καμώματα του γιόκα της.
-«ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΑΛΙΑ ΣΠΥΡΟ; ΠΩΣ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΣ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΕΤΣΙ ΚΩΛΟΠΑΙΔΟ; ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΑΠΟ ΠΙΣΩ ΣΟΥ ΘΑ ΤΡΕΧΩ; ΚΟΙΤΑ… ΚΟΙΤΑ ΧΑΛΙΑ! ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ! ΛΙΜΝΗ! ΠΑΕΙ ΚΙ Η ΜΠΙΓΚΟΝΙΑ, ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΟ, ΤΗΝ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΕΣ ΜΕ ΤΑ ΚΑΜΩΜΑΤΑ ΣΟΥ! Ι Ι Ι Ι !!! ΠΑΝΕ ΚΑΙ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ! ΧΤΕΣ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΖΑ ΑΦΙΛΟΤΙΜΕ! ΤΙ ΕΙΜΑΙ ΡΕ ΓΩ; ΔΟΥΛΑ ΣΑΣ ΕΙΜΑΙ; ΕΛΑ ΔΩ ΜΗ ΣΟΥ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ! ΤΣΟΓΛΑΝΕ!».
Ε ρε γλέντια! Πού σε πονεί και πού σε σφάζει! Ακούγονται κάτι φάπες ξεγυρισμένες και ο Σπύρος τσιρίζει σα γουρούνι που το σφάζουν. Μάνα ν’ αγιάσει το χέρι σου, μ’ αυτό παίρνω την εκδίκηση μου.
-«ΑΑ..ΑΥΤΗ… ΑΥΤΗ ΚΑ…ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΑΠ’ ΤΟ… ΑΥΤΟ!», τσέβδιζε και έχανε τις λέξεις ο Σπύρος, προφανώς δείχνοντας το λούκι.
Η μάνα του σέρνει τα τσόκαρα της κατά το κάγκελο που της δείχνει το βλαστάρι της και σκύβει να ελέγξει το πεδίο. Ένα αποτσίγαρο προσγειώνεται, ένα μέτρο από εκεί που είμαι ακουμπισμένη. (Η μανούλα κάπνιζε για να καλμάρει τα νεύρα της). Κοιτάει κάτω, μα δε μπορεί να με δει. Γιατί εγώ, κρυμμένη κάτω απ’ το μπαλκόνι του πρώτου, ευχαριστιέμαι τις κατσάδες απαριθμώντας τις απόλυες μου. Δυο ματωμένοι αγκώνες, δυο τριμμένα γόνατα (ευτυχώς το τζιν είχε πάρει όλοι τη μπόρα), μισή μουσκεμένη μπλούζα απ’ το νερό και η άλλη μισή μουσκεμένη απ’ τον ιδρώτα, ένας ψιλοστραμπουλιγμένος αστράγαλος. Διόλου άσχημα για μια πρωτάρα αναρριχήτρια, που επιχειρεί κατάβαση απ’ τον τρίτο.
-«ΤΙ ΠΑΠΑΡΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΑΡΑΔΙΑΖΕΙΣ ΑΧΑΪΡΕΥΤΟ; ΠΟΙΑ ‘ΑΑ..ΑΥΤΗ’ ΚΑΙ ΤΙ ‘ΑΥΤΟ’ ; ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΜΟΥ ΨΑΧΝΕΙΣ ΤΩΡΑ; ΜΟΝΟ ΤΟ ΠΟΤΙΣΤΗΡΑΚΙ ΒΛΕΠΩ ΠΕΤΑΜΕΝΟ ΚΑΤΩ ΝΑ ΞΕΧΕΙΛΙΖΕΙ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ. ΕΜΠΡΟΟΟΟΣ ΜΑΡΣ, ΜΕΣΑ! ΘΑ ΣΕ ΚΛΕΙΣΩ ΚΑΗΜΕΝΕ ΜΟΥ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΣΤΗ ΝΤΟΥΛΑΠΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ, ΝΑ ΣΟΥ ΔΕΙΞΩ ΕΓΩ!»

Καλά ξεμπερδέματα Σπυράκοοοο! Εγώ τη κάνω τώρα για μια τσάρκα στην πρωινή Πάτρα. Άμα θες σου φέρνω λουκούμια και τσιγάρα στη φυλάκα. Αντιός αμίγκο!
Τούτη την εσωτερική αυλή δεν την έχω ξαναεπισκεφτεί, παρά μόνο με το βλέμμα την αλώνιζα από ψηλά. Έχει πλακοστρωμένη, μια αρκετά μεγάλη, ορθογώνια επιφάνεια, το κέντρο της οποίας στολίζει ένα παλιό μαγκανοπήγαδο. Ο κουβάς έχει από καιρό συγχωρεθεί και το κουφάρι του σκουριάζει ξεπατωμένο, πάνω στο ερμητικά κλειστό καπάκι του πηγαδιού. Υποθέτω τιμής ένεκεν του νερού, που κάποτε τράβαγαν για να ποτίσουν τις πορτοκαλιές, οι οποίες σκιάζουν περιφερειακά την αυλή. Υπάρχουν κι άλλα κομφόρ, που δείχνουν πως οι τυχεροί ένοικοι των δύο ισόγειων διαμερισμάτων που τη μοιράζονται, τη χαίρονται πολύ, την κρυφή, ιδιωτική τους πλατεΐτσα. Εδώ υπάρχουν δυο παγκάκια βαμμένα πρόσφατα με πράσινη λαδομπογιά, στην απόχρωση των παλιών μαθητικών θρανίων. Είναι διαγώνια βαλμένα, αντικριστά, στις γωνίες του πλακοστρωμένου ορθογωνίου. Γνέφουν κωδικοποιημένα, το ένα στ’ άλλο, μηνύματα ονείρων και ερώτων, έχοντας από δυο πορτοκαλιές – κηδεμόνες στις άκρες τους. Επίσης υπάρχουν δυο τσίγκινα, στρογγυλά τραπεζάκια καφενείου και πέντε ψάθινες, ρεμπέτικες καρέκλες. Αμολημένα στη πλατεία, ουζάρουν αέναα τον μεζέ του απόβραδου.

Είναι ειρήνη εδώ και επικρατεί πρωινή σιγαλιά, λες και η πόλη τριγύρω ερημώθηκε. Το άρωμα απ’ τις ανθισμένες πορτοκαλιές, μουσκεύει το στομάχι μου με ναρκωτική νοσταλγία. Δε θέλω να πάω πουθενά, εδώ θα μείνω.
-«Ι Ι Ι Χ!!! Κόρη μου! Πού πλήγιασες τους αγκώνες σου; Έλα μέσα να σε γιατροπορέψω.»
Η γριά νοικάρισσα του εξ αριστερών διαμερίσματος, έχει βγει με μια σκούπα στο κατώφλι, να σαρώσει τα ανύπαρκτα φρόκαλα. Κρατώντας το σκήπτρο της νοικοκυροσύνης της, χαίρεται που η μουσαφίρισσα δεν την έπιασε να κάθεται άεργη, ενώ επιπλέον της δίνεται η ευκαιρία να βγει απ’ την ανία της επιτελώντας θεάρεστο έργο, την περίθαλψη των τραυμάτων μου.
Η παρουσία ενός άλλου ατόμου με βγάζει απ’ τη νιρβάνα.
-«Μα… όχι… Παρακαλώ μην ενοχλείστε…», μουρμουρίζω, αλλά θέλω πολύ να σκουπιστώ απ’ τα πηγμένα αίματα.
Αυτή με καλοσυνάτη επιμονή, με πιάνει προσεκτικά απ’ το μπράτσο και με καθίζει σε μια παλιά κασέλα στρωμένης με χράμια, που εκτελεί χρέη καναπέ, παράπλευρα στην εξώπορτα. Ακολούθως, με χτυπάει δυο φορές στον ώμο, σα να μου λέει μείνε όπως είσαι, επιστρέφω αμέσως.

Σαν από μάγια επιστρέφει η γριά πραγματικά αμέσως, λες και ο χρόνος ακινητοποιήθηκε για πάρτη της. Πότε πρόλαβε να νοιαστεί για το βαμβάκι, το οινόπνευμα και τους επιδέσμους, το ‘βαρύ γλυκό και όχι’ καφεδάκι, τα κουλουράκια με χιώτικη μαστίχα, το στολισμό του δίσκου τραταρίσματος με το κοφτό σεμεδάκι; Ο Θεός κι η ψυχή της… Πάντως τώρα το ρολόι ξαναρχίζει να χτυπά. Περιποιείται πιο μαστόρικα κι από έμπειρη ερυθροσταυρίτισσα, τα γδαρσίματα μου κι απαιτεί να σηκώσω τα μπατζάκια μου για να ελέγξει και τα γόνατα.
-«Εντάξει είμαι θεία…»
-«Μαρίτσα»
-«Εντάξει είμαι θεία – Μαρίτσα σ’ ευχαριστώ πολύ!»
-«Την ευχή μου να ‘χεις παιδί μου, ο Θεός σ’ έστειλε ουρανοκατέβατη να παρηγορήσεις λίγο τη μοναξιά μου. Άντε λοιπόν, τι κάθεσαι; Δοκίμασε τα κουλουράκια να μου πεις αν τα πέτυχα.»
-«…»
-«ΈΙ! Τι κάνεις βλογημένο!»
-«Τι… τι κάνω θεία – Μαρίτσα;», τραυλίζω μπουκωμένη.
-«Βουτάς το κουλούρι στον καφέ; Τώρα πώς θα σου πω το φλιτζάνι; Στάσου, στάσου να πάω να σου φτιάξω έναν άλλο…»
-«Εχ, αυτό ήταν θεία; Άσε μη κάνεις τον κόπο, προτιμώ να μη γνωρίζω τα μελλούμενα. Να ‘χω περιέργεια για το τι θα γίνει παρακάτω.»
-«Αμ η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, πουλάκι μου! Τι να το κάνεις το σασπένς; Καλύτερα να ξέρεις για να λαμβάνεις τα μέτρα σου!»
Άλα της μάρκετινγκ η καφετζού! Να δεις που τούτη δω ξέρει τι καπνό φουμάρω και βιάζεται να σπάσει πλάκα με τις «προβλέψεις» της.
-«Καλά θεία, μιαν άλλη φορά θα έρθω να κάτσουμε, να μου ‘δώσεις’ τα επικίνδυνα σταυροδρόμια. Τώρα καλύτερα να βουτήξω τα θαυμάσια κουλουράκια σου, όσο ο καφές είναι ακόμη ζεστός. Να… Έτσι τα φχαριστιέμαι καλύτερα! Γεια στα χέρια σου!»
-«Όπως θες παιδί μου. Την επόμενη φορά θα σε τρατάρω μπακλαβά με τον καφέ, που δε βουτιέται.»
-«ΓΚΟΥΧΟΥ! ΓΚΟΥΧΟΥ! ΓΚΟΥΧ!», αμάν αυτή θα με πνίξει με τις ατάκες της.
-«Χριστός! Χριστός παιδί μου! Έλα πιες μια γουλιά νερό να πάει κάτω… Ο εξαποδώ με στράβωσε και μου ξέφυγε, φαίνεται, ολόκληρο κομματάκι μαστίχας στο ζυμάρι!»

Αφού η γριά με καμαρώνει λιγάκι να τρώω τα κουλουράκια, σα να την πιάνει νευρικότητα με την ακινησία των χεριών της. Κομπολόι να παίξει δεν έχει, δημιουργικό οίστρο έχει, οπότε πιάνει και βγάζει από ένα καλοδιπλωμένο πεσκίρι το πλεχτό της και τα χάρτινα σχέδια αυτού. Το εργόχειρο είναι μια ροτόντα, κοντά στη μέση της ολοκλήρωσης της. Η γριά συμβουλευέται τα σχέδια και για να μη χάνει τη σειρά, μπήγει μια καρφίτσα στο σημείο οπού βρίσκεται. Το βελονάκι μπλέκει σα φρενιασμένο το νήμα (λευκές θηλιές «Πεταλούδα» Νο40), σε μπουκέτα από τριαντάφυλλα, σπασμένους κίονες και κορδέλες από μαιάνδρους.
-«Ωραίο σχέδιο θεία – Μαρίτσα. Πολεμικό! Τριαντάφυλλα λευκά που αποζητούν το κόκκινο τους. Σπασμένες κολώνες – σμπαραλιασμένες πολιτείες. Μαίανδροι… το παρελθόν που μας κατατρέχει, μας σαρκάζει και ζητάει εκδίκηση…»
-«Εμένα πάλι παιδί μου, μου φέρνει μια δροσιά… Μέσα στα τριαντάφυλλα, τα σπασμένα αρχαία και στα κύματα των μαιάνδρων, βλέπω χαμένα νησιά εξαγνισμένα απ’ τα λιοπύρια, ακινησία μεσημεριανή, λευκό παρελθόν. Και μέσα σ’ όλα αυτά, ο ανεμοδείκτης της ψυχής μου, πιάνει να ‘ρχεται το μελτέμι, του πιο αισιόδοξου μέλλοντος.».

Μιλάει σα να διηγιέται παραμύθι και με παραμυθιάζει στο πι και φι, ήδη νιώθω γαληνεμένη απ’ τα αισιόδοξα προμηνύματα. Αναρωτιέμαι πώς μπόρεσα να δω μέσα σ’ ένα τόσο ειρηνικό σχέδιο, τόση φλόγα και αίμα. Αλλά μέσα μου βαθιά το ξέρω, πως αν απομακρυνθώ απ’ την ακτίνα επιρροής της παράξενης γριάς, πάλι τα σώψυχα μου θ’ απεικονίζω, στα όσα νομίζω ότι βλέπω.
Χτυπάει το κουδούνι. Σημαίνει συναγερμό. Πολύ κάθισα και ο χρόνος αρχίζει να μετράει αντίστροφα. Σε λίγο, θα ξυπνήσουν, θα δουν ότι λείπω και θ’ αρχίσουν να με ψάχνουν, ξεκινώντας από τούτα τα ισόγεια της αυλής. Από τούτα τα ισογ…. Έχει γούστο να είναι αυτοί! Πετάγομαι πάνω και κοιτάω γύρω μου έξοδο διαφυγής, δε βλέπω καμιά, οπότε τρέχω, σκαρφαλώνω σε μια πορτοκαλιά και καθώς σφίγγομαι μέσα στα κλαριά της κλείνω σφιχτά και τα μάτια μου. Συνειδητοποιώ το πόσο γελοία είναι η αντίδραση μου, αλλά δε ξέρω τι άλλο να κάνω, παρά να κάθομαι κει πάνω στην πορτοκαλιά, με τα μάτια ερμητικά κλειστά.

Η γριά έρχεται και στέκεται από κάτω, με τα χέρια στη μέση.
-«Κατέβα κάτω. Τα πορτοκάλια αργούν να γίνουν ακόμα. Θα τρομάξεις την πορτοκαλιά και θ’ απορρίξει τον ανθό!»
Το κουδούνι χτυπάει πιο επιτακτικά και μια γυναικεία φωνή: «Κυρία Μαρίτσαααα!»
Κατεβαίνω ντροπιασμένη.
-«Έλα μαζί μου.», με παίρνει απ’ το χέρι.
Έπειτα, πιο βιαστική από μένα που σέρνω απρόθυμα τα πόδια μου, μ’ αφήνει και τρέχει ν’ ανοίξει την πόρτα. Έτσι καθώς αυτή ανοίγει την εξώπορτα, εγώ βρίσκομαι σ’ ένα δωμάτιο πριν το χωλάκι και κάνω πως περιεργάζομαι κάτι παλιές, κιτρινόμαυρες φωτογραφίες.
Σα σίφουνας περνάει από δίπλα μου ένα πιτσιρίκι, φωνάζοντας:
-«Γιαγιάκαααα! Θα μείνω, αλλά θέλω κουλουράκια με μαρμελάδα νεράντζι, ένα μεγάααλο ποτήρι βυσσινάδα, να μου πεις το παραμύθι με την ‘Κουτσλού’ και να παίξουμε σκάκι!»
-«Κάτσε ήσυχος βρε ντέρτι κι έχω μουσαφίρισσα!», φωνάζει από μέσα η γιαγιάκα.
-«Τι μουσαφίρισσα κυρία Μαρίτσα; Αν ενοχλεί ο μικρός, να δω μήπως βρω κάπου αλλού να μου τον κρατήσουν για σήμερα.», λέει με αγωνία η γυναίκα και μετά αγριεύοντας, «Κάτσε φρόνιμος! Δε σου ‘φτανε η ‘πρωινή μερίδα’; Θες να ‘φας’ κι άλλο;»
Εντωμεταξύ εγώ κι ο μικρός έχουμε αναγνωριστεί. Ο διάολος. Νάτος πάλι μπροστά μου.
Ο Σπύρος κάνει να τρέξει μισοτρομαγμένα, μισοθριαμβευτικά στη μάνα του. Αλλά κοντοστέκεται και με ρωτάει:
-«Πώς σε λένε;»
-«Καμιά!», του απαντάω.
-«Κάμπια, θέλεις να πεις.», με διορθώνει εκείνος.
-«Όπως σε βολεύει.», συμβιβάζομαι.
-«ΜΑΜΑ ΜΑΜΑ! Η ΚΑΜΠΙΑ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΑΠ’ ΤΟ ΛΟΥΚΙ!!! ΜΑΜΑΑΑΑ! ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ! ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ!»
-«Το κέρατο μου! Τι ανοησίες είναι αυτές που λες; Δε καταλαβαίνεις ότι ενοχλείς τον κόσμο με τις φωνές σου;», η μανούλα παρουσιάζεται κι αυτή.
Μια λιπόσαρκη γυναίκα, με καμένο απ’ τις βαφές, πλατινέ μαλλί. Γαλάζια μάτια, υπογραμμισμένα με μαύρο μολύβι. Λεπτά, απαλά χείλη που φαίνονταν πιο άχρωμα απ’ το κανονικό. Αυτή η απουσία χρώματος σε κάνει να ξεχνάς το υπόλοιπο πρόσωπο και να βλέπεις μόνο μάτια.
-«Συγγνώμη… Απ’ το πρωί είναι όλο αταξίες και απίθανες φαντασίες! Τώρα τα έχει βάλει με το λούκι δίπλα απ’ το μπαλκόνι μας και κάτι εξωγήινους που κατεβαίνουν απ’ αυτό.»
-«Τιιιιιι; Είσαι εξωγήινη;», με ρωτά ο μικρός με διάπλατα μάτια.
-«Ναι είναι εξωγήινη και θα σε πάρει μαζί της να ησυχάσω!», απαντά η μάνα.
-«ΜΑΜΑ! ΜΑΜΑ, ΜΗ Μ’ ΑΦΗΝΕΙΣ! ΠΑΡΕ ΜΕ ΜΑΖΙ ΣΟΥ!», κλαίει κι οδύρεται ο Σπύρος. Κρεμιέται απ’ το λαιμό της μάνας του και δεν την αφήνει να κάνει ρούπι.
-«Να τα μας τώρα! Άσε με παιδί μου κι έχω αργήσει για τη δουλειά!»
-«Έλα, έλα Σπυράκο! Και η κοπελιά έφευγε τώρα. Εμείς θα κάτσουμε εδώ και θα πούμε παραμύθια, θα παραγγείλουμε πίτσες… θα περάσουμε ωραία όπως πάντα τα δυο μας! Ε;»
Δε περίμενα να το ξανακούσω δεύτερη φορά.
-«Ναι, ναι, εγώ φεύγω τώρα! Αντίο, αντίο! Θεία – Μαρίτσα σ’ ευχαριστώ για όλα!»
-«Να ξανάρθεις σύντομα, παιδί μου! Να σου πω το φλιτζάνι … που δεν πρόλαβα σήμερα. Ο Θεός μαζί σου!»
-«Φεύγει! Η εξωγήινη κάμπια φεύγει! Έχει αφήσει και το φλιτζάνι της… Θα τα μάθουμε γι’ αυτήν όλα! Κι η μαμά θα με πιστέψει. Έτσι δεν είναι γιαγιάκα;»
Η γριά κλείνει το μάτι της χαμογελώντας. Σε μένα; Στον Σπύρο; Ποιος ξέρει. Ποιος νοιάζεται; Όχι πάντως εγώ, που βγαίνω βιαστικά. Ο Σπύρος τρέχει βιαστικά στην εσωτερική αυλή, στυλώνει τα μάτια του στον ουρανό και βλέπει το ούφο ν’ απογειώνεται.»

συνεχίζεται...

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΔΕΙΤΕ ΤΟ :
www.paparazireportas.blogspot.com

Ανώνυμος είπε...

ΔΕΙΤΕ ΜΑΣ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΤΕ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΣΚΙΤΣΟΥ.
http://paparazireportas.blogspot.com

smerna είπε...

ΓΕΙΑ ΣΟΥ PAPARAZI! ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΣΟΥ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΚΑΥΤΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΑΚΩΣ ΚΕΙΜΕΝΩΝ.
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΣΚΙΤΣΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΠΙΝΑΚΩΝ ΥΠΗΡΧΕ ΓΙΑ 4 ΜΕΡΟΥΛΕΣ, ΑΛΛΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕ ΠΙΑ ΚΑΙ ΠΑΕΙ...
(αλλά γιατί φωνάζω;)ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ!