Μέσα σε χρόνια δανεικά/ απρόσμενα και ξένα/ μες τα ποτάμια τα θολά/ που ζω σα μαύρη σμέρνα... (Διάφανα Κρίνα) ...

Τετάρτη, Οκτωβρίου 04, 2017

Ζεϊμπέκικο


  Τον βλέπω να γυροφέρνει ζεμπεκιά και του χτυπάω γονατιστή παλαμάκια. Γονατίζω μπροστά στο χάσιμο, τη θολούρα και το μαύρο του βλέμμα. Στροβιλίζεται με τα χέρια ανοιχτά, το κορμί – τόξο τεντωμένο προς τα πίσω, το πρόσωπο στραμμένο στο ταβάνι και τα βέλη να εκτοξεύονται ολούθε. Σα συχάζει η μουσική κι η ζεστή του η καρδιά προσγειώνεται παραπατώντας στην καρέκλα, πιάνει μια το γεμάτο ποτηράκι του ούζου, σκουντράει το παρατημένο δικό μου και το χύνει στο λαρύγγι του μια κι έξω. Άντε γεια μας. Γεια μας, με το σαγόνι πέτρα και το λαρύγγι κόμπο, να μη μπορεί να καταπιεί τίποτε άλλο παρά οινόπνευμα.
  «Έτσι που λες…», κουνάει το κεφάλι του και τα ισιωμένα χείλια του κυρτώνουν στραβά σε χαμόγελο. Ειρωνεία ή περιφρόνηση;

  «…Τα πράματα δεν ήταν για να πάνε έτσι. Όλα τα χρόνια μικρός, τα πέρασα σκυμμένος πάνω απ’ ένα βιβλίο. Παιχνίδι δε χάρηκα, παρά γύριζα ζεμένο γαϊδούρι την τροχιά: σχολείο – φροντιστήριο – σπίτι. Κι είχα μια μάνα που έσπρωχνε. Άντε μου ‘λεγε, διάβαζε εκεί πέρα να δεις προκοπή. Στις γειτόνισσες και τις συγγένισσες καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι πως σ’ όλα ήμουν πρώτος. Εικοσάρια, σημαίες και δε συμμαζεύεται. Κι οι δάσκαλοι χειραψίες με χαμογελάρες κι αυτοί, μόνο που… γιατί το παιδί έχει τόσο άγχος; Κι ο πατέρας με το ξύλο στο χέρι, πάρε και τούτη, πάρε και κείνη, να μη παρεκκλίνει ο δρόμος μου απ’ τον θεωρούμενο σωστό. Κι ο φόβος ακύρωνε κάθε σκέψη για στασιασμό.  

  Κι έλεγα δε μπορεί… να, τώρα σ’ ένα τούνελ είμαι και όπου να ‘ναι θα φανεί το φως. Κι όντως, ένα πρωί άνοιξα το μάτι μου και είδα την αφεντιά μου να λιάζεται μακάρια, ρουφώντας την φραπεδιά της, στα παραλιακά της Σαλονίκης. Ήμουν περασμένος στο Οικονομικό του Αριστοτέλειου.

  Ωραία ήταν. Κι οι γκόμενες και τα ξενύχτια και όλα. Κι οι εξεταστικές που διαβάζαμε του σκοτωμού, τα μόνα μελανά σημεία. Μόνο που ο φραπές μας τέλειωσε. Πήρα το πτυχίο και σκούπισα με τη σειρά, όλα τα τραπεζάκια της παραλιακής. Μετά ‘παίξαν κάτι εταιρίες που γυρεύαν λογιστές, μα ύστερα τα σήκωσαν και τράβηξαν κατά Βουλγαρία μεριά. Έμεινα το λοιπόν αμανάτι, απλήρωτος 2 – 3 μήνες.

  Κι οι γέροι στο νησί βρήκαν την ευκαιρία και μου λεν : «Τι κάθεσαι και κάνεις εκεί δα; Έλα στο χωριό να δουλέψεις μαζί μας στην Αποθήκη. Μισθός καλός και εξασφαλισμένος και αργότερα αναλαμβάνεις αφεντικό. Θα μένεις και στο δίπλα σπίτι μόνος. Κανείς δε θα σ’ ενοχλεί.»

  Γύρισα. Στην αρχή καλά ήταν.  Η Αποθήκη τροφίμων που βρίσκεται στο κέντρο του νησιού, προμηθεύει και το κεφαλοχώρι και όλα τα γύρω χωριά. Έτρεχα και δεν πρόφταινα. Αλλά όσο και να προσπαθούσα, ότι κι αν έκανα, τα αφεντικά – γονείς πάντα κάτι αρνητικό είχαν να μου προσάψουν, κάτι έκανα λάθος.

  Κι έτσι μου με είχαν οι γονιοί μου από κοντά, τα μάτια και τ’ αυτιά τους κάμερες, να σκανάρουν κάθε μου κίνηση, κάθε μου συναναστροφή. Οι φίλοι μου, που μου ξεσκότιζαν το μυαλό και φυσούσαν καθαρό αγέρα στη ψυχή μου, ήταν γι’ αυτούς εν δυνάμει εχθροί έτοιμοι να μ’ εκμεταλλευτούν. Οι κοπέλες που με προσέγγιζαν ήταν ανάξιες και είχαν σκοπό να με τυλίξουν ντολμά.

  Κατάντησε η μορφή τους, το επιτιμητικό τους βλέμμα και το ξινισμένο τους χαμόγελο, καθημερινό μαρτύριο, που μ’ εξωθούσε στα άκρα. Τι ήθελαν επιτέλους αυτοί οι άνθρωποι; Να έχω φίλους της αρεσκείας τους; Να παντρολογηθώ με κάποια του χεριού τους; Να κάνω παιδιά και να μπορούν να εισβάλουν όποτε τους κάνει κέφι στη ζωή μου, κάνοντας την δικιά τους ζωή; Αυτοί οι μυστήριοι ξένοι προσπαθούσαν να ασκήσουν έλεγχο, με την πρόφαση της αγάπης και του ενδιαφέροντος, σε κάθε τομέα της ζωής μου. Με βάση τη δικιά τους φτωχή φαντασία και στενές αντιλήψεις.

  Τα πράματα στη δουλειά δεν πήγαιναν καλύτερα. Χαράτσια, δάνεια, μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ να ψαλιδίζουν ολοένα το τζίρο…»

  Τον κοιτάζω που ίσα αναπνέει και ένα μαύρο σύννεφο πλανιέται πάνω απ’ το σκυφτό του κεφάλι. Το βλέμμα αγριμιού, παίζει πέρα δώθε, προδίδοντας τη διαρκή εναγώνια σκέψη, του πώς να ξεφύγει απ’ τη λούπα που έχει πέσει. Πώς ν’ αποτινάξει το καθηλωτικό συναίσθημα άγχους και φόβου, που τον φόρτωσαν οι μύριοι τόσοι δυνάστες απ’ την αρχή της ιστορίας του.    

   

Υ. Γ. Αφιερωμένο στα παιδιά της επαρχίας, που συνειδητά ή ασύνειδα, κράτος και οικογένεια, τους χάλασαν τη ζωή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: